Fractal

Τo φρεαρ της παραμυθίας – Η παραμυθία των παραμυθιών της Φωτεινής Φραγκούλη

Δοκίμιο της Όλγας Ντέλλα //

 

foteini-fragouli

 

Η παραμυθία των παραμυθιών. Υπάρχει μονάχα για κείνους που την έχουν απόλυτη ανάγκη. Για τους σαλεμένους και τους αλαφροΐσκιωτους. Για εκείνους τους σαν παιδιά, που τούτοι μονάχα μπορούν να δουν «τους αγγέλους με τα χρυσά φτερά» να φωλιάζουν κάτω από «νησιά Κοχύλια». Μπορεί να ταξιδεύεις «χρόνια στα πέλαγα». Και ποτέ να μην τους δεις. Μπορεί μονάχα μια φορά να τους ανταμώσεις. Να αξιωθείς να δεις «τα κοράλλια να αναδύονται». Τα νησιά Κοχύλια. Σαν πυροφάνι εις το μέσον της θαλάσσης. Και από μέσα τους να βγαίνουν οι άγγελοι, «η άγια μορφή των αγγέλων και τα μάτια τους τ’ απόξενα». Με «σιωπή» μονάχα υποδέχεσαι το θαύμα τούτο. «Λέξη δε βγαίνει από το στόμα». Ή κι αν βγει είναι μονάχα λέξη-παραμύθι. Λέξη για να παρηγορήσει με το ασύλληπτο που ανοίγει κάποτε εντός της πραγματικής ζωής. Ή που ανοίγει εντός της η πραγματική ζωή.

 

Η παρουσία των απλών και ταπεινών. Των έναστρων.

Άνθρωποι που αξιώνονται τα παραμύθια εντός της πραγματικής ζωής. Άνθρωποι απλοί και ταπεινοί. Που «ό,τι γλυκό και τρυφερό διαθέτει η ψυχή τους, το κάνουν λόγο και χάδι». Που έχουν «μια κατανόηση για το κάθε τι και μια παρήγορη λέξη και για τα πιο δύσκολα του κόσμου τούτου». Που «η καλοσύνη τους σκορπίζει έξω από αυτούς κι αγκαλιάζει την πλάση». Άνθρωποι έναστροι. Ή και πλάσματα της φύσης. Απλά και ταπεινά. Έναστρα. Που θα μπορούσαν να κατέχουν και τη θέση των ανθρώπων. Δίχως αυτό να μειώσει καθόλου την ομορφιά της παρουσίας τους.

Όπως το σκαντζοχοιράκι εκείνο που «μπήκε στον αμπελώνα». Και «κυλίστηκε στις πεσμένες ρώγες των σταφυλιών». Και «γέμισαν τ’ αγκαθάκια του σταφύλια». «Κάθε ρώγα» και «ένα ασημένιο, λαμπερό αστεράκι». Κάθε ρώγα και μια υπερκόσμια ομορφιά. Όμως τούτο, το «αστροστόλιστο», ούτε που το περηφανεύτηκε γι’ αυτή την αλλαγή. Συνέχισε να ζει απλά, με το δικό του τρόπο». Γιατί αυτό και μόνο «είναι το μεγαλείο της ταπεινοσύνης».

Άνθρωποι όπως η Μυρσίνη, που «ζούσε στον κάμπο». Που «αγαπούσε τη φύση και την τιμούσε σαν μάνα της». Που φρόντιζε όλα τα ζωντανά, ακόμα και το «φιδάκι», που δεν ήταν ένα τόσο δα φιδάκι, παρά «φίδι μεγάλο». Που «έκλαιγε για το τεράστιο κορμί του. Που ήταν «δυστυχισμένο» και δεν μπορούσε παρά να το συμπονέσει κανείς και να το κοιτά ως «φιδάκι απαρηγόρητο», που «μόνο στην αυλή της βρήκε εν τέλει στοργή και αγάπη». Γιατί τούτη, «με την καλή της την καρδιά», το φρόντισε και έκανε «την ασχήμια του ομορφιά. Και το ασύμφορο του κορμιού του όφελος». Η Μυρσίνη, που «το νανούρισε τρυφερά και το σκέπασε με μια κουβέρτα από κόκκινη παραμυθοκλωστή και λέξεις μαγικές και παρήγορες». «Έναν ολόκληρο χειμώνα» το κράτησε στην αγκαλιά της, με «λόγια παχιά, μαλακά, βελούδινα, ζεστά, μελένια λόγια που γίνανε χάδια και όνειρα, γίνανε μάγια καλά, και την άνοιξη γέμισε η αυλή και ο κάμπος περίτεχνα ρόδινα αγριολούλουδα. Φιδολούλουδα!». Και «το τεράστιο φίδι λουλούδισε, άνθισε», για να πει και σ’ εμάς πως «ο καλός ο λόγος και το φίδι το μεταμορφώνει».

Άνθρωποι όπως η Ζωίτσα, που «ένα ανοιξιάτικο πρωί Πρωτομαγιάς» βρήκε μονάχο κείνο το «γάιδαρο με τα μικρά αυτιά». Που «ρούφαγε τις προσβολές και τα κακά πειράγματα και ήθελε να είχε δύο φτερά σαν του πουλιού, να πετούσε, να ’φευγε σε μέρη ξωτικά, που τίποτε δεν ξενίζει και κανέναν». Και «υπόμενε και η υπομονή τού έδωσε μια γλύκα καλογερική και τα μάτια του μεγάλωσαν και ήταν υγρά και μεγάλα σαν μελαγχολικές δίδυμες λίμνες». Η Ζωίτσα «ούτε που είδε τα μικρούλια του τ’ αυτιά. Τα μάτια του είδε τα μεγάλα και μελαγχολικά κι αυτό τής ήταν αρκετό. Έχωσε το χέρι στις τσέπες της και τον φίλεψε. Και αυτός γεύτηκε τρυφερότητα και παραδόθηκε στη γλύκα της. Οι δυο τους τώρα βρήκαν ό, τι ποθούσε ο καθένας. Ο γάιδαρος τρυφερότητα και αγάπη. Η Ζωίτσα, μια σιωπηλή συντροφιά και μια ζεστή ανάσα να υπογραμμίζει τη μοναξιά της».

Άνθρωποι που κάνουν «συντρόφισσα της μοναξιάς τους», όχι το μελαγχολικό γάιδαρο παρά μια πέτρα, «μια μεγάλη στρογγυλή πέτρα», που κάποτε γίνεται «το προσκεφάλι τους» και το μοναδικό απάγκιό τους.

b173752Ή άνθρωποι που ψάχνουν ακόμη απάγκιο και κάποτε το βρίσκουν και χώνονται «στην κουφάλα μιας βελανιδιάς» και κοιτούν το σκοτάδι της νύχτας και προσπαθούν το μαύρο να το μαλακώσουν και «να το κάνουν έστω κι ατέλειωτο μπλε και τότε γίνεται η νύχτα χίλια κομμάτια» και πολλές «μπλε πεταλούδες» που ξορκίζουν το σκότος το «Χειμώνα». Άνθρωποι που πιστεύουν βαθιά πως «και το καλό δεχούμενο και το κακό». Γιατί «τι βρέχει ο ουρανός και δεν το πίνει η γη!». Τι στέλνει ο ουρανός και δεν το δέχονται τα δέντρα. Τι πέμπει η δυσκολία και δεν το ξορκίζει η καλοσύνη.

Τούτοι είναι που αξιώνονται τα παραμύθια. Οι έναστροι της ψυχής. Που «αγαπούν τα δημιουργήματα, που σέβονται δέντρα και ζώα, μονάχα τούτοι αξιώνονται στην ανθρωπιά τους μέσα να δουν εκείνα που οι άδικοι στερούνται». Άνθρωποι που «θαυμάζουν το φεγγάρι, τον ήλιο, το χαλάζι σαν παιδί που τα βλέπει για πρώτη φορά». Μονάχα όσοι «στα τυφλά βαδίζουν χέρι με χέρι», μονάχα «οι αλαφροΐσκιωτοι» αξιώνονται κάποτε να δουν το «Άνθος του γιαλού», όπως το βεβαίωσε ο Παπαδιαμάντης. Κείνοι που «η πλάση αναγνωρίζει» και εμπιστεύεται «την αθωότητά τους». Κείνοι μονάχα. Που «διαγράφουν τα μονοπάτια της ερημιάς, στο σκοτάδι», που «πιστεύουν βαθιά «πως σ’ αυτό τον κόσμο όσα δεν έχουν μιλιά, την πιο αληθινή φωνή έχουν». Τούτοι μονάχα που κάποτε, μια φορά το πολύ, «βλέπουν τα ουράνια ανοιχτά» και «ακούν τα μαντολίνα του ουρανού» και υπάρχουν πλέον και μεγαλώνουν «μ’ αυτό το φως, μ’ αυτή τη μουσική στο μυαλό και στην καρδιά τους». «Που αγαπούν όσα δε βλέπουν οι άλλοι», που μέσα στην επιούσια μέρα τους «δεν ξεχνούν τα μυστήρια της νύχτας». Και τα γράφουν. Τα γράφουν ως παραμύθια.

Είναι τότε που τους κατακλύζει το «ανέκφραστο». Που «αναζητούν ένα τρόπο να πουν αυτά που δεν λέγονται». Όπως η Πορφυρένια. Που «λαχταρούσε να παρηγορηθεί και να παρηγορήσει. Να βρει έναν τρόπο να μπει στον κόσμο και στη ζωή με το δικό της το σκοπό». «Έτσι, νύχτα με τη νύχτα, πόντο με τον πόντο, αφή με την αφή, έμπαινε η Πορφυρένια σε μια γλώσσα δικιά της. Τη γλώσσα της μέσα-μέσα πατρίδας της». Όπως η Φωτεινή Φραγκούλη. Με την «αβάσταχτη λαχτάρα να πει τ’ ανείπωτα». Να γράψει «τα σιρόπια της ψυχής της». Παραμύθια να γράψει «για τα παιδιά μα και για όσους νιώθουνε παιδιά». Παραμύθια που’ ναι ποιήματα και ποιήματα που είναι ντυμένα παραμύθια. Με πλήρη συναίσθηση πως οι λέξεις είναι η μόνη γέφυρα με την ψυχή της αλλά και με την ψυχή των άλλων. «Τόση ευγένεια σε τόσο μικρό σκαρί»; Τόση η δύναμή τους.

 

Το άνευ όρων και ορίων των ηρώων

Εντός τούτων άνθρωποι-ήρωες ή και ζωντανά που υπερβαίνουν την πραγματικότητα και καθημερινότητά τους, που ξεκολλούν από το βάλτο τους, που δίχως φτερά πετάνε. Όπως η χήνα, «μια μικρή κάτασπρη χήνα σε μια μακρινή λίμνη», που «περιδιάβαινε τις όχθες, διέσχιζε απ’ άκρη σ’ άκρη τα νερά, έκανε βουτιές κι ύστερα κοίταζε τον ουρανό και έψαχνε στην άπλα του την αλλαγή και το ταξίδι». Πέρα από τη λίμνη που για κείνη ήταν «κλειστή», πέρα από «τον κύκλο της που την έσφιγγε». Που όλοι «χωρούσαν στην άπλα της και περνούσαν καλά». Και «μόνο εκείνην την έτρωγε το κρυφό μαράζι της φευγάλας» και «υγρό δρομάκι αποζητούσε να ξεφύγει». Μα «στην άχνα των σκέψεών της έβραζε, δίχως σε κανένα να τις ομολογεί» και «σιωπούσε». Ώσπου κάποια στιγμή «δεν άντεξε» και τον κύκλο «έσπασε αποφασιστικά μια κρύα νύχτα του χειμώνα», όταν «δρόμο πήρε, δρόμο άφησε, άγνωστη στο άγνωστο». Για να φτάσει σε τόπο «έφεγγο». Εκεί όπου άντρας άφεγγος και «χλομός», άντρας που σαν «κεράκι τρεμόσβηνε», που «άδειαζε στο κρασί τον πόνο του», γιατί είχε «λύπη» απάνω του, μια λύπη που «να ξεχειλίζει». «Πώς να περιγράψει κανείς τη μοναξιά, μόνο αυτός που τη βιώνει ξέρει τη γεύση της. Δεν έχει ταίρι». Και κάποτε βρίσκει. Εκεί στη βαθιά απόγνωση βρίσκει -σπάνια βέβαια πολύ- συνοδοιπόρο. Είναι τότε που «η μικρή χήνα ένιωσε να ριγά», καθώς «μαγνήτης δυνατός η θλίψη του, την καλούσε βουβά και ήσυχα». Και κείνη «πήγε κοντά του άσπρη σαν το χιόνι. Τίναξε τις φτερούγες της, κούρνιασε στο τραπέζι και τον κοίταξε στα μάτια». Και τότε κείνος άρχισα να μιλά, τον πόνο του να τον μοιράζεται. Και «όσο το κερί άναβε, της μιλούσε στο ημίφως. Όταν έσβησε, συνέχισε το μονόλογο στο σκοτάδι». «Και η καλή φωτιά ζέστανε» την καρδιά, ζέστανε και «την εξομολόγηση. Η σιωπηλή ακρόαση της χήνας έγινε γεφυράκι κι ως το χάραμα, έβγαλε το παλικάρι από τη λύπη του στο ξέφωτο της ζωής».

Άνθρωποι όπως ο Αντώνης, που κατόρθωσε και αυτός να εισβάλει στην ψυχή ενός πονεμένου ανθρώπου, όπως πρωτύτερα η μικρή χήνα. Γιατί δεν είναι μονάχα η λίμνη που είναι κύκλος, σύμπαν κλειστό, παρά και τα σπίτια κάποτε, όπως εκείνο «που οι πόρτες και τα παράθυρά του ήταν κατάκλειστα ολημερίς» και που «όποιος περνούσε και το έβλεπε νόμιζε πως ήταν ακατοίκητο, έρημο». Μα «στο σπίτι αυτό ζούσε ένα κορίτσι ολομόναχο» και αν και «το λέγαν Καλημέρα, το φως του ήλιου δεν μπορούσε να το αντικρίσει». «Το βράδυ μόνο έβγαινε από τη μοναξιά της και πήγαινε στον κήπο» και αυτό γιατί «αγαπούσε με πάθος τα φυτά» και τα γνοιαζόταν και «ό,τι της έλειπε νόμιζε πως το αποκτούσε σκαλίζοντας τη γη και ποτίζοντας λουλούδια, θάμνους και δεντράκια». Ο Αντώνης «ζούσε στην άκρη της μικρής τους πόλης» και «τις νύχτες μελετούσε τα αστέρια του ουρανού με ένα τηλεσκόπιο». Είδε την Καλημέρα μες στο σκοτάδι και της μίλησε, μα κείνη «ίσως και να ήθελε να του απαντήσει, αλλά από τη μοναξιά και την απομόνωση είχε σχεδόν ξεχάσει να αρθρώνει». Όμως «τα γιατροσόφια της αγάπης, το θαύμα τους το κάναν», γιατί «τέτοιες ώρες μόνο η αγάπη ξέρει να μιλά» και τότε ο πονεμένος σιγά-σιγά «ροδίζει» και γελά και «ακούγεται επιτέλους το γέλιο του» και «βρίσκει και πάλι θέση στη ζωή». Η συνάντηση των ψυχών στάθηκε μοιραία: «από εκείνο το βράδυ άλλαξε η ζωή και των δύο». «Με ελάχιστες λέξεις, σχεδόν σιωπηλά» ενώθηκαν οι ψυχές τους και «το ένιωθαν πια πως τίποτε δεν ήταν πιο γλυκό από το να περιμένει ο ένας να δει τον άλλον». Και τότε η «Καλημέρα σιγά σιγά άρχισε να θυμάται τη μητρική της γλώσσα. Άρχισε να μιλά», όπως ο ναυτικός πριν στη χήνα, σαν η καρδιά του ζεστάθηκε από τη φλόγα της αγάπης που αντάμωσε. Κι έπειτα «χαίρονταν τη μέρα και τη νύχτα. Και έκαναν πολλά μαζί, πολλά και ωραία, γιατί άμα μάθεις τη σιωπή, μετά μιλάς και πράττεις αλλιώς. Μιλάς και ζεις μ’ αυτή τη γνώση». Με τη γνώση πια του σεβασμού της.

Άνθρωποι που δε φοβούνται το άλμα προς τον Άλλον να κάνουν, γιατί το νιώθουν πια καλά πως «ο φόβος είναι η φυλακή της ψυχής» και η εντολή εντός των παραμυθιών είναι διαυγέστερη του ύδατος: «Πέτα πάνω απ’ όλα για να φτάσεις σ’ ό, τι αγαπάς». Και τούτοι πετούν. Γιατί αγαπούν. Και το φόβο τον ξορκίζουν. Και τότε «τα μυστικά του δάσους κοινωνούν», όπως η Ελαφοκυράνη, που «μπήκε ελάφι και βγήκε γυναίκα αληθινή», που τη δάμασε η δοκιμασία της αγάπης. Γιατί τα πουλιά της το μήνυσαν και κείνη το άκουσε πως «αν το βαστά η καρδιά της να πάει» τον αγαπημένο να τον βρει, κείνο «το παλικάρι της ομίχλης» που χάθηκε μέσα σ’ αυτήν και που τη λάβωσε και την καρδιά της αντάριασε. «Και της Κυράνης βέβαια, το έλεγε η καρδιά της, γιατί ήταν κατά βάθος η κόρη της ροδιάς». «Από τη μέρα εκείνη πολλά δάκρυα έχυσε για να σβήσει αυτή τη φωτιά. Τα δάκρυα όμως δεν είναι το νερό που σβήνει την αγάπη. Καμιά φορά τη δυναμώνει».

Και «ενώ στις πιο πολλές ιστορίες τα παλικάρια ψάχνουν να βρούνε την καλή τους, σε τούτη δω την ιστορία, η κοπέλα είναι εκείνη που ψάχνει να βρει τον καλό της». Η Ελαφοκυράνη, όπως αλλού η Πορφυρένια, όπως η Αταίριαστη, όπως άλλωστε και η μικρή χήνα. Και σαν είναι μακριά «τον χαϊδεύουν με τα υγρά τους μάτια. Τον βάζουν να ζεσταθεί στην καρδιά τους και τον σκεπάζουν με λέξεις του έρωτα και της αγάπης για να ζει και να βασιλεύει». Γιατί τον «συμπονούν απέραντα. Κι οι γέροι που ξέρουν, λένε πως η συμπόνια είναι πάνω από τον έρωτα και την αγάπη και τυχερός αυτός που φτάνει σ’ αυτό το συναίσθημα». Είναι τότε που «η αγάπη απλώνεται και αγγίζει το θόλο τ’ ουρανού» και κάνει το άλμα προς τον Άλλον. «Τότε τα πουλιά σωπαίνουν και τα κλαδιά των δέντρων σκύβουν προς το μέρος» αυτού που κάνει την υπέρβαση και «τ’ άστρα χαμηλώνουν και αυτά και στα πηγάδια το νερό ξεχειλίζει και τα καρπούζια τρίζουν στα μποστάνια». Γιατί κάποτε «έρχεται για όλους η στιγμή που γνωρίζουνε το ριζικό τους» και το ακολουθούνε, «νιώθουν την αγάπη τους και την αλήθειά της απλά, σιωπηλά, ήσυχα» και της υποτάσσονται. «Η καρδιά πλημμυρίζει χρώματα και ευγνωμοσύνη». Πλημμυρίζει από την πλησμονή της αγάπης που προς όλους σκορπά.

«Ο δρόμος που πήραν» όλες τους «δεν είχε γυρισμό. Ήταν μονάχα δρόμος. «Πέρα από το μαγεμένο δάσος», που «για να μπεις σ’ αυτό, πρέπει πρώτα ν’ ανεβείς το βουνό κι ολομόναχος να μπεις στο κάστρο». Γιατί στην αγάπη μονάχος βαδίζεις κι έπειτα συναντάς τον Άλλον. Γιατί «η αγάπη ανθίζει στη σιωπή. Σε φυλακίζει για να σ’ ελευθερώσει». Και «όριο δεν έχει».

Αν καταφέρεις λοιπόν και το βουνό αντέξεις. Γιατί «όσο το ανεβαίνεις, όλα γίνονται πιο δυνατά. Και τότε ο άνθρωπος ή δυναμώνει και συνεχίζει ή δειλιάζει και γυρίζει πίσω. Μα η Κυράνη ήταν κόρη της ροδιάς και πίσω δεν γύρισε». Γιατί τούτο ήταν «το πρώτο πρόσταγμα της μοίρας της». Και το κρύο αψήφησε, «το κρύο της μοναξιάς και του φόβου». Και το άλμα το έκανε, γιατί πολύ το ήθελε. Γιατί κατά βάθος «ήταν ελάφι και το ένιωθε». Ήταν η μικρή Λενιώ από «Το μισό πιθάρι», να κρύβει μέσα της την Ελαφοκυράνη και κείνη με τη σειρά της την Πορφυρένια και όλες μαζί την Αταίριαστη. Κορίτσια ελαφοκόριτσα, που ενηλικιώνονται μονάχα σαν αγαπήσουν και τη στιγμή ακριβώς που θα πονέσουν για την αγάπη τους, που θα κάνουν και «τις μαύρες πέτρες να ανθίσουν» με την υπομονή μονάχα, που θα τις δουν, αυτές «τις παράταιρες», αυτές «τις απόκοσμες», αυτές τις άραχνες όμορφες. Κορίτσι-ελαφοκόριτσο που μες στην αντάρα της αγάπης «θα κλαίγει τη χαρά της και θα χαίρεται τη λύπη της» και θα αιμορραγεί την ίδια ώρα και που στο τέλος-τέλος «θα πει ναι στο ναι και ναι στο όχι». Γιατί η αγάπη σαν «είναι αληθινή, όλα τα δέχεται», όπως «τα δέντρα τον καιρό». Και «τα δέντρα της προσφοράς έχουν μια και μόνο αδυναμία: βρέχει, το δέχονται, χαλάζι ρίχνει, το ίδιο. Παγωνιά, ζέστη αφόρητη, πού να πάνε; Στον κεραυνό, στη φωτιά ακίνητα. Είναι βαθιές οι ρίζες». Τούτο το δάμασμα της πιο αληθινής αγάπης.

b174225Είναι οι στιγμές, λίγο προτού την κορφή που η ψυχή λυγίζει, είναι τότε που φωτιά ανάβει και σε γύρω κάθεται και οι ψυχές ανοίγουν και τον πόνο τον μοιράζονται, «τα πρόσωπα γυαλίζουν» και «ιστορίες λένε», τους πιο κρυφούς «καημούς» τους. Γιατί «στα μέρη της Ανατολής έτσι παρηγορούν τ’ απαρηγόρητα». Γιατί στα μέρη της Ανατολής «τη λύπη με τραγούδια την ξορκίζανε». «Λόγια του καημού» και τραγούδια του καημού, «ένα παχύρευστο σιρόπι ο καημός που να κολλά παντού απάνω» και προπάντων στα απάνω-απάνω και στα μέσα-μέσα της ψυχής, «δίπλα στη φωτιά να γίνονται τούτα μικρές, πύρινες βελόνες». Που κεντούσαν το σώμα και την καρδιά. Κεντούσαν τις παλάμες». Και τότε αυτές «σμίγουν κι αρχίζουν με τα παλαμάκια να συνοδεύουν ένα αργό τραγούδι»: «Η αγάπη δεν είναι δεντρί /δεν είν’ ανθός να πέσει /μον’ είναι βάτοι και κλαδιά /κι αλλί σ’ τον που θα μπλέξει». Είναι τότε που «η μουσική βρίσκει τις ψυχές κατάστηθα». Και τότε εκείνος, όχι η Κυράνη, ούτε η Πορφυρένια, εκείνος μονάχα, λαβωμένος από μακριά και στον ίδιο βαθμό, «σηκώνεται κι αρχίζει να χορεύει ένα αργό ανατολίτικο σκοπό», από την ψυχή στα πόδια να κατεβαίνει, τα βήματα η ψυχή να τα ορίζει. βήματα του καημού.

Είναι τότε που και εκείνος πρέπει να δοκιμαστεί και να δαμαστεί από τη δοκιμασία. Είναι τότε που του ορίζεται πως σα θέλει «να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα πρέπει να βρει το παγωμένο βουνό και να το κάνει να λιώσει. Μόνο έτσι ένα παλικάρι γίνεται αληθινός άντρας. Ούτε οι θάλασσες, ούτες τα ταξίδια είναι αρκετά». Μονάχα σα «δει τη μέσα αλήθειά του και σαν την παραδεχτεί». Και τρέξει να την αναζητήσει. Να «πάρει την όχθη και να την ανέβει». Να σπάσει τη μεταξύ τους ομίχλη. Γιατί «ο δρόμος ελεύθερος είναι και στο χέρι του καθενός να το κερδίσει αυτό που θέλει». Φτάνει να το παραδεχτεί. Όπως άλλωστε και η Ελαφοκυράνη. Από κορίτσι ελάφι και έπειτα από τον πόνο μέσα γυναίκα. Τρόπος άλλος «για να σπάσει ο πάγος δεν υπήρξε και δε θα υπάρξει ποτέ». Δεν είναι το μαχαίρι, η φωτιά μονάχα της καρδιάς είναι που λιώνει το παγωμένο βουνό. «Πρέπει όμως να λιώσει το βουνό για να πιστέψει κανείς πως η αγάπη του είναι πιο δυνατή απ’ όλα, κι από τα κοφτερά μαχαίρια κι από τον καυτό ήλιο κι από τις σαράντα τις φωτιές. Έτσι γίνεται. Σπάνια οι άνθρωποι πιστεύουμε αυτό που μας συμβαίνει. Θέλουμε τρανταχτά σημάδια για ν’ αποδείξουμε στον εαυτό μας την αλήθεια». Πως αλήθεια είναι ο Άλλος, αυτός που κάνει «τις ώρες και μοσχοβολούν», αυτός που «μυρίζει αγιόκλημα και λουΐζα», αυτός που βγαίνει και φωτίζει το σκοτάδι «σα φαναράκι μέσα στη νύχτα». Και πως δίχως Αυτόν «η ψυχή μαραζώνει» και «όλα γίνονται μέσα ένα αβάσταχτο “αχ”».

Μα «η αγάπη έρχεται σιγά-σιγά». Μες απ’ την ομίχλη αχνοφέγγει. «Σε πολιορκεί με λόγια και πράξεις και μετά είσαι στα απαλά της χέρια ένα ζυμάρι. Η αγάπη σε κάνει λάστιχο». Και ούτε που το καταλαβαίνεις πώς «γίνεται και χωρά ο άλλος και όλος ο κόσμος του μέσα σου. Πώς μεγαλώνει ο χώρος στο μυαλό και στην καρδιά σου». Και ούτε πια ρωτάς. Μονάχα αφήνεσαι. Όπως η βάρκα στη θάλασσα και στα κύματά της. Με υπομονή, «μαθαίνεις να παρατηρείς, να υποχωρείς». Και κείνο που στην αρχή «σε δυσκολεύει, το ίδιο και σε ανταμείβει». Γιατί «η αγάπη κάνει τα δύσκολα εύκολα».

Όλες μαζί λοιπόν και μία-μία ξεχωριστά. Κορίτσια, μα και δέντρα. Υποταγμένες στην ενεργή αγάπη. Αυτήν που χωρά και άλματα κάνει. Κι ας είναι δέντρο. Πουλί γίνεται και πετά και τον αγαπημένο φτάνει και ως δέντρο τα κλαδιά απλώνει και σπίτι τού φτιάχνει και στην κουφάλα μέσα απάγκιο για να ζήσει.

Μα κάποτε η ομίχλη δε σηκώνεται και «η συνταγή χαλά», έτσι «ανεξήγητα», «κι ύστερα αρχίζει ο πόνος, που χαράζει στην καρδιά ένα αυλάκι για να τρέξει της λύπης το ποτάμι, που γράφει την ιστορία του καθενός». Κι ύστερα «η καταχνιά σκεπάζει τα μάτια της ψυχής». Όπως της κυδωνιάς. «Μια κυδωνιά ολομόναχη στην όχθη του ποταμού». Μια κυδωνιά «περίληψη της άνοιξης», «δώδεκα μήνες ανθισμένη». Και ένα παλικαράκι. «Στον κορμό της ν’ ακουμπά, να ονειρεύεται ταξίδια και περιπέτειες» και κείνη να τον κοιτά, να «της φτάνει αυτό για ν’ ανθίζει, να φουντώνει, να ομορφαίνει». «Πολλά να θέλει να του πει», μα «να σωπαίνει», «να μην τον τρομάξει». Κι «ο χρόνος για κείνη να γίνεται δύο κομμάτια: όταν εκείνος ήταν κοντά της, όταν εκείνος στεκόταν μακριά». Μα κάποτε εκείνος χάνεται, «οι μέρες περνούν», εκείνος δε φαίνεται, και κείνη «νιώθει μια υγρή φωτιά να κατακλύζει τις ρίζες, τον κορμό, τα κλαδιά της». Να «θέλει να χυθεί από τα άνθη της, να πλημμυρίσει το ποτάμι και τον κάμπο ολόκληρο». Μα τίποτα δεν μπορεί, γιατί ρίζες έχει, και μονάχα σείεται «πέρα-δώθε σπαραχτικά». Και τότε «τα δάκρυά της καταπίνει» και τούτη «η υγρή φωτιά θρέφει το κορμάκι της. Κι αυτό ωρίμασε και ήρθε η ώρα του η καλή. Και κάρπισε». Γιατί κι ο πόνος καρπός είναι. «Της πίκρας ο καρπός, ο πολύτιμος».

Λένε πως «ο μεγάλος πόνος στερεύει τα δάκρυα». Και πως «σπρώχνει τον άνθρωπο σε μια πέτρινη σιωπή» και πως «δαμάζει την ψυχή». Λένε πως ο μεγάλος πόνος «κεντά στην ψυχή με ψιλή κλωστή ένα παράπονο βαθύ». «Πούσι ανέκφραστο τη σκεπάζει» και «μια λύπη βουβή» να χαρακώνει ακόμα και τις καρδιές των γύρω και «μια πηχτή σιωπή που ανθρώπου λόγος δεν τη διαπερνούσε». Κι «όταν τα μάτια πάψουνε να κλαίνε, είναι πια από μόνα τους δύο στέρεα δάκρυα, και το κορμί σαν γέρικη ελιά. ..Μια γέρικη ελιά με δύο μάτια δάκρυα».

«Τι όμως η ζωή δε σημάδεψε αλύπητα κι ύστερα πάλι η ίδια δε βρήκε χαραμάδα να το γιατροπορέψει;». Είναι τότε που τα δέντρα έρχονται και καταφτάνουν, «όλα τα δέντρα που αγάπησε κανείς, τα πλατάνια, οι καρυδιές, οι αμυγδαλιές κι οι φυστικιές, οι κερασιές, οι κυδωνιές, οι ροδιές και οι ελιές του κάμπου», δέντρα της συμπόνιας που πιότερο κι απ’ τους ανθρώπους συμπονούν και που «σείονται σύρριζα» με την πίκρα του ανθρώπου. Και «μπαίνουν στο γιαλό με πείσμα και με σιγουριά κι απλώνουν τις ρίζες τους και κάνουν μια παλίρροια, που γυρίζει η θάλασσα άνω κάτω». «Όταν τα δέντρα μπαίνουν στο γιαλό για να σώσουν τους ανθρώπους», εμείς σκύβουμε το κεφάλι.

 

Η παραμυθία του ομφάλιου τόπου

Το φρέαρ των παραμυθιών της Φωτεινής Φραγκούλη τροφοδοτείται υπογείως από μια θάλασσα, νερό υφάλμυρο της νοσταλγίας και της στέρησης του ομφάλιου τόπου, μα και από έναν ποταμό, «ένα ποτάμι από υγρή φωτιά», να υποδεικνύει τον άπαυτο δρόμο προς την αγάπη. Κατά την ανάγνωση έχει κανείς τη βεβαιότητα ότι αρδεύει νερό από αυτή τη θάλασσα μα και από αυτόν τον ποταμό συγχρόνως. Τη θάλασσα του ομφάλιου τόπου, τον ποταμό της αγάπης που δε βαλτώνει ποτέ. Το ένα υπάρχει εντός του άλλου και κανένα μοναχό του.

Μια φορά λοιπόν κι έναν παλιό καιρό όλα συμβαίνουν «σ’ ένα πλουμιστό και μοσχομυρισμένο νησί του Αρχιπελάγου», εκεί όπου «οι άνθρωποι ζούσαν ολόψυχα τις εποχές, σ’ όλο τους το μεγαλείο». Από τη μια λοιπόν η Μυτιλήνη, η πατρίδα, από την άλλη ο Μόλυβος, η πατρίδα μέσα στην πατρίδα, που «αρχοντικά κατά τους τρόπους του σε υποδέχεται. Σίγουρος για τον εαυτό του, ανοίγει την αγκαλιά του και γιατρεύει την τσουκνίδα με μολόχα». «Απέναντι απ’ τα βράχια της Λέσβου, η Μικρά Ασία», ο άλλος τόπος, ο τόπος μέσα στον τόπο, σα να μη νοείται η ξενιτιά δίχως την πατρίδα και το αντίθετο. «Τούρκικα χωριά από κει, ελληνικά από δω κι ανάμεσά τους η φεγγαρόστρατα», η ίσαλος γραμμή να οδηγεί «από τη μάνα στην κόρη».

Και γύρω τους, «μέσα στο φως και τον αέρα αυτού του τόπου που τόσο υπέροχα και μοναδικά τα συνταίριαζε όλα», όλοι οι τόποι που τον αποτελούν, κρίκοι μιας αλυσίδας της μνήμης που ξεκινά από την ψυχή της, για να καταλήξει εκεί, στο κατώφλι του πατρικού σπιτιού, όπου μαζί της δενόμαστε κι εμείς και την ακολουθούμε σ’ αυτό το ταξίδι πέρα και πάνω απ’ τη θάλασσα: «Να, κοίτα στο τέλος του ατέλειωτου ωκεανού…ο Άι-Λιας και ο Λεπέτυμνος, το ψηλό βουνό. Βλέπεις το φωτάκι; Το καντήλι του είναι. […] Έλα, έλα, κοντεύουμε». Και πράγματι κοντεύουμε, εκεί «στ’ απόμερο μονοπάτι με τ’ αγκάθια και τα σπασμένα αρχαία αγγεία. Στ’ απόκοσμα τοπία του Πλατύ Γιαλού, στην παραλία της αρχαίας Μήθυμνας, στη σπηλιά με τις φώκιες, στον Ταξιάρχη του Μανταμάδου, στους ελαιώνες της Σκαμνιάς, στην Εφταλού και στον Άη-Γιώργη, στο ρωμαϊκό υδραγωγείο, στα καφενεία του χωριού, στης Παναγιάς το πανηγύρι» κι έπειτα απάνω «στο Κάστρο», με το βλέμμα να ξεδιπλώνεται «απ’ τον Άγι-Νικόλα» και την «Κερασιά του λιμανιού» ίσαμε «πέρα στον ορίζοντα που συναντάς τη Λήμνο και το Άγιο Όρος», ίσαμε «τα μπουγάζια και τα μέρη της Ανατολής και τα μαβιά βουνά που γειτονεύουν με το νησί». Κι ύστερα πίσω πάλι, στο «λιμάνι», σ’ αυτή «την πέτρινη αγκαλιά για τα πλεούμενα αλλά και για τη θυμωμένη θάλασσα. Σ’ αυτό το μικρό, ευγενικό άνοιγμα», όπου εκείνη «τρυπώνει αγριεμένη κι αμέσως αλλάζει τρόπους». Εκεί όπου «ημερεύει». Με φωνή μύχια ο τόπος είναι που φωνάζει σε κάθε σου βήμα, σε κάθε σου βλέμμα: «Βρε, ζωντανοί είσαστε και όμορφος είναι ο κόσμος, γαλάζιος, πράσινος, φωτεινός».

b41869Κι έπειτα το σπίτι, «που’ χε παράθυρα ανοιχτά στο φως και την ομορφιά του Κόσμου. Είχε και δυο αυλές, του Βοριά και του Νοτιά κι ανάλογα με τον καιρό αυλίζονταν. Κι ανάλογα με τον καιρό γέμιζε δώρα του ανέμου η κάθε αυλή τους. Με το Βοριά πλατανόφυλλα κίτρινα, πράσινα, κόκκινα. Με το Νοτιά γαρίδες, πεταλίδες, χτένια κι άλλα θαλασσινά». Αργά κατεβαίνουμε στο «υπόγειό» του, να μας νοτίζει «η υγρή μυρωδιά» του από «τον καιρό που πάλιωσε και βαριανασαίνει», «από τη μυρωδιά της κάθε ώρας». Προχωράμε απάνω «στο πάτωμα με το νοτισμένο χώμα», αγγίζουμε «τα παλιά εργαλεία, την ποντικοπαγίδα, τα κιούπια που τρυπήσανε, τα παλιά τυροβόλια, την τσάπα, το φτυάρι». Το βλέμμα σταματά απάνω «στα ράφια», εκεί «στο βάθος», όπου έχουν εδώ και χρόνια απαγκιάσει «τα καλαθάκια του καλοκαιριού. Ένας τοίχος γεμάτος καλαθάκια», «θαλασσοαρμύρα», «τροξαλίδες και τζιτζίκια», «νοικοκυρόκοτες και κλωσσόπουλα», «αράχνες να πλέκουν πολύχρωμες εσάρπες, νυχτερίδες και μαμούνια, σκαντζόχοιροι, αράχνες και σκορπιοί και ρογιδάκια», όλα του Θεού τα πλάσματα, «χρώματα των βράχων» μα και «τα σχήματα των φύλλων, οικεία» σε αυτήν, «όσο τα δάχτυλα των χεριών της», «οι πέτρες και η υγρασία τους», «η ουρά της πυγολαμπίδας, οι μυρωδιές των πραγμάτων και η αφή τους», «οι σιωπές των αισθήσεων», «οι αμίλητες γλώσσες».

Καλαθάκια του καλοκαιριού να ξετυλίγεται από μέσα τους η παραμυθία των ομφάλιων καρπών που γύρω τους μεθυστικά περιδινούμαστε και εμείς: «ρυζόγαλο και κρέμες με ανθόνερο, σιρόπι βύσσινο και μέλι από τ’ αγιόκλημα, μυγδαλωτά και λικεράκι ροδοζάλη, λουκούμια και σύκα γεμιστά και κάστανα και κυδώνια και φουντούκια». «Βυσσινάδα και περγαμόντο και καραμέλα αμύγδαλο» κι «η κάμαρα να μυρίζει μοσχοκάρφια και κανέλα και πλατσέντα και μπακλαβαδάκια και κανταϊφια», γλυκά του κουταλιού μα και γλυκά του ταψιού, «που σιροπιάζουν τον κόσμο με τερτίπι και μεράκι». Κι ύστερα λαδοτύρι και ρεβίθια με το κρέας και ούζο και γαρίδες και φρεσκοτηγανισμένες αθερίνες που μυρίζουν ακόμα θάλασσα». «Λογιών-λογιών οσμές: στυφές, βαριές, πικρές, γλυκιές». Και «μήλα από την Αγιάσο» και «καρύδια από τη Σκαμνιά» και «τούρκικο κουκουνάρι να ψήνεται και πάλι στο φούρνο» και η γιαγιά να δένει «το παχύρευστο σιρόπι, να βουτά μέσα αμύγδαλα, καρύδια και φουντούκια», για να φτιάξει «τις πιο όμορφες καραμέλες στον κόσμο». Μα και «καραμελόδεντρα και πεταλιδιές. Όμορφες καραμέλες στα κλαδιά και πεταλίδες, που παίζουν το σκοπό τους στο μελτέμι του Αιγαίου. Στη χώρα των παραμυθιών, χρόνια τώρα, οι άνθρωποι τρώνε απ’ αυτές καρπό και χορεύουν στο σκοπό τους. Κανείς μην πει, πως αυτά είναι φανταστικά και ακατανόητα». Όλα ζωντανά είναι. Όλα είναι «ποταμός».

Δρόμοι και μονοπάτια απόμερα, εκείνα των δέντρων, που φώλιασαν κι αυτά μέσα στης μνήμης τα καλαθάκια, «μια ροδιά ολομόναχη, φορτωμένη ρόδια όμορφα και γυαλιστερά», «ο χειμώνανθος και η υπομονή». «Η αγγελικούλα και ο έρωτας». «Τα σκυλάκια και τα ζουμπούλια». «Τα γιασεμιά και το αγιόκλημα». «Λιβάνι από μαγιάτικα τριαντάφυλλα». «Πικροδάφνες και λυγαριές». «Ο μεγάλος πλάτανος της κυρίας Ευστρατίας», «τα πικροράδικα, οι καυκαλήθρες». «Οι τσιγγάνες, οι κατιφέδες, η αρμπαρόριζα να πλέκουν λουλουδοφωλιά», «τα σαλκίμια να σκαρφαλώνουν με τον κισσό στα πλατανόκλαδα και οι ελιές να ισκιώνουν την είσοδο στο λουλουδοσπιτάκι τους», στο ακριβό τούτο απάγκιο.

Εικόνες ανασύρονται μακρόθεν, η μάνα, η ίδια, «ν’ αγκαλιάζουν μαζί τον πλάτανο έξω από την πόρτα τους, ν’ ακουμπούν το μάγουλο στον κορμό του, να τον σφίγγουν. Ύστερα τις ελιές, τις ροδιές, τις λεύκες, τα κυπαρίσσια. Ζωοδόχος πηγή, τα κορμιά τους». Δύναμη πανάκριβη. Είναι τότε που νιώθουν οι ψυχές «μια συγγένεια να τους ενώνει ως τα βάθη της ψυχής τους» με τούτο τον κόσμο των δέντρων, των ανθών και τον καρπών. Στον ίσκιό τους «μαζεύονταν στον εαυτό τους. Κοινωνούσαν τα μυστικά τους και του πιο ταπεινού χόρτου τις παραξενιές. Μάθαιναν μαζί και γαλήνευαν. Ωρίμαζαν, γλύκαιναν και μοιράζονταν λύπη και χαρά με όλα τα ριζωμένα και με τα ζώα, μικρά και μεγάλα».

Ιδιαίτερα όμως με τα φτερωτά του ουρανού. Τα πουλιά τούς πηγαινόφερναν αλήθειες και ψέματα, στόλιζαν τη ζωή καθώς πρέπει. Θεϊκά και ανάλαφρα». «Ο γκιόνης με την άρια της ξενιτιάς», «τα τζιτζίκια του καλοκαιριού και τα πουλιά του Μάη», «πουλιά καλλικέλαδα» να «κελαηδούν αποφασισμένα την ομορφιά της ζωής», «η κουκουβάγια στον αργόσυρτο, νυχτερινό σκοπό της», «ο βιολιστής του χωριού μ’ ένα δικό του, πιο χαρούμενο σκοπό». «Θαλασσοπούλια» και «νυχτοπούλια στα κλαδιά των δέντρων» να κοιτούν «με τα μεγάλα νυχτερινά τους μάτια». Το «μαντατοπούλι» της ξενιτιάς». «Τα προσφυγάκια». «Τι είναι τα προσφυγάκια;». «Τα προσφυγάκια είναι πουλιά. Είναι ψυχές των προσφύγων. Όταν ένας πρόσφυγας πεθαίνει, η ψυχή του γίνεται πουλί. Δεν κελαηδάει, όμως, ποτέ. Κουρνιάζει βουβό στις φυλλωσιές των κυπαρισσιών και μια φορά το χρόνο, άμα δεν αντέχει τη νοσταλγία, πετά απέναντι να δει τα δέντρα, τα βουνά, τα σπίτια, τα λημέρια που άφησε». Τούτος ο πανάκριβος κόσμος των πουλιών.

«Τα δέντρα μας, οι φίλοι μας», την ακούμε να διασώζει τα λόγια των παλιών. «Οι άγιες ελιές, οι κύριοι ευκάλυπτοι και οι κυρίες ακακίες»». Ως άνθρωποι να υπάρχουν δίπλα στους ανθρώπους. Γιατί «η παράδοση λέει πως για κάθε άνθρωπο αντιστοιχεί στην ψυχή του ένα δέντρο». Όπως η κερασιά του Δημητράκη που μεγάλωσε κι έγινε κύριος Δημήτρης, μα που «μαζί της μεγάλωνε» και κείνος κι «ήταν το αδερφάκι του» και «η χαρά της ζωής του ήταν». Και κείνη «με το σιωπηλό, ήπιο τρόπο των δέντρων τού έδινε γνώσεις, δύναμη και σοφία. Τον έκανε μέρα με τη μέρα πιο καλό άνθρωπο». Όπως η Φλούδω, «που μιλούσε με τα φρέσκα φύλλα, που εμπιστευόταν το σπόρο στο χώμα. Που έκοβε τους καρπούς και έλεγε στα δέντρα: “Ευχαριστώ, ευχαριστώ”». «Κάποιοι νομίζουν πως είμαστε ολομόναχοι, αλλά όταν τα δέντρα έρχονται δίπλα μας στην ανημπόρια, είναι σαν να μας επισκέπτεται ο Θεός».

Κάποτε είναι που ακούς «το βουβό κλάμα» τους, «τις ελιές να δακρύζουν με σύνεση και συμπόνια και τότε να πλημμυρίζουν οι ελαιώνες στυφή υγρασία. Δεν είναι ψιλόβροχο ούτε αγιάζι, είναι τα δάκρυα της ελιάς. Είναι η αληθινή αγάπη των δέντρων» για ό,τι χάνεται ανεπιστρεπτί. Ή για ό,τι στην αληθινή ζωή δε βολεύεται. Είναι τότε «που τα φύλλα τους ζαρώνουν και σκορπίζουν εδώ κι εκεί σαν ταξιδιάρικα πουλιά ανυπεράσπιστα στον κακό καιρό», «που τα γυμνά τους κλαδιά έξω απ’ τα παράθυρά μας χτυπιούνται με απόγνωση σα να θέλουν μέσα να τρυπώσουν να βρούνε ζεστασιά». Και τότε επιστρατεύονται οι λέξεις, «λέξεις εγκάρδιες» και από καρδιάς, «λέξεις-σωσίβια» που «θωπεύουν» και τον δυσκολεμένο «βγάζουν στο ξέφωτο ή «στήνουν ξανά τα δέντρα όρθια». Τις ψυχές όρθιες ξανά από την αρχή.

 

Τόπος είναι οι άνθρωποι

Τόπος όμως δεν είναι μονάχα η πατρίδα, το σπίτι, παρά και προπάντων οι άνθρωποι. Η πιο αγαπημένη πατρίδα της ψυχής. Γι’ αυτό και νοσταλγία είναι κυρίως το άλγος του χρόνου που περνά, όταν μακριά από τους αγαπημένους είσαι. Η νοσταλγία τούτη είναι η έσχατη διάβρωση της ψυχής. Το ύστατο χτύπημα. Έρχεται τότε η μνήμη μονάχα να γιατροπορέψει, εντείνοντας την απόσταση και υπογραμμίζοντας την απουσία, υπάρχοντας εντούτοις ως έκτη αίσθηση. Τότε εισβάλλει αυτή, όταν το σώμα απόν, μαζί με τις μυρωδιές που απέμειναν. του παππού «να μυρίζει ροκανίδι και σαπούνι πράσινο», της μητέρας τα χέρια να «μυρίζουν γιασεμί και νεραντζόφυλλα. Χρόνια μετά, όταν σκοτείνιαζε ο κόσμος γύρω της, μύριζε τη μυρωδιά της μητέρας της και έβρισκε άκρη στα δύσκολα». Μα και «τα μάτια του πατέρα να λάμπουν πυροφάνι στο πέλαγος». «Τα χέρια τους» να υπάρχουν ακόμα «ζευγαρωμένα» και να διασώζονται εντός, γιατί μονάχα εντός διασώζεται πλέον η εικόνα.

8771Η καρδιά της «έγινε αποθήκη για μέλι και ανθόνερο». Η καρδιά της ξεχειλίζει από τα αποκόμματα της μνήμης. Γράφει παραμύθια να ξορκίσει ακόμα και το θάνατο, το διαβρωτικό ερώτημα αυτών που μένουν πίσω: «Και τι θα κάνω εγώ; Πώς;». Πώς μένει κανείς πίσω και πού αυτός που πέρασε πια στην άλλη όχθη; Η απάντηση έρχεται από εκεί. Η μάνα είναι που τη βοηθά να σταθεί μετέωρη απάνω από τις δυο όχθες, να παρηγορηθεί: «Κοίταξε», καλή μου, «στα κλαδιά των δέντρων τα πουλιά. Χρόνια, όλη μας τη ζωή τη ζήσαμε μαζί τους. Τα αγαπάμε, τα συντροφεύουμε με τη σκέψη μας. Τα αγκαλιάσαμε ποτέ; Τα φιλήσαμε ποτέ; Όχι! Μόνο στη φαντασία μας, μόνο νοερά! Νοερά, λοιπόν. Έτσι θα μ’ αγαπάς πια. Σαν τα πουλιά. Κι εγώ εσένα, για πάντα». «Γιατί ό,τι αγαπήσαμε πολύ και αληθινά ποτέ του δεν πεθαίνει». «Χέρι απλωμένο» τούτους δεν τους φτάνει. «Μείνε στην όχθη σου, κόρη μου, μείνε και αγάπαγε τα δέντρα μας και όλα τα ζωντανά της γης. Τα ήμερα και τ’ άγρια». Με όλα να συμφιλιωθείς, σε όλα να επιτρέψεις να μπουν στη ζωή με νόημα και αξία». «Και μην ξεχνάς. Ν’ αγαπάς και να θυμάσαι. Αυτό μόνο». Για ώρα πολλή μονάχα τους κοιτάς «βαθιά στα μάτια» και «παίρνεις δύναμη» και περιμένεις να ξανάρθουν. Μέσα στη μνήμη να ξανάρθουν. Και ξανάρχονται. Γιατί «τίποτα δε χάνεται όσο είσαι ζωντανός και επιμένεις σ’ αυτό που αγαπάς».

Καλαθάκια του καλοκαιρού απ’ όπου «ξεχύνονται ένα ένα λόγια, πράματα, τραγούδια, εικόνες, των αισθήσεων κατακάθια. Όλα εκείνα που υφαίνουν μέσα σε κάθε άνθρωπο, μ’ ένα ξεχωριστό τρόπο, αυτό που για κείνον είναι ο τόπος, η πατρίδα του». «Όχι τα πρόσωπα, αλλά τα πέλματα των ανθρώπων. Το εξόριστό τους πρόσωπο». Πρόσωπα, μα και τόποι που κινούνται στο δίπολο παρελθόν-μνήμη, παρόν-παραμυθία. Πρόσωπα του ομφάλιου τόπου μα και η εμπειρία του χρόνου που καταστάλαξε ως παραμυθία.

Καλαθάκια που σχηματίζουν όχι ένα, αλλά μισό πιθάρι. Το πιθάρι είναι μισό. Δεν είναι μονάχα που το μισό είναι εδώ και το άλλο απέναντι, εκεί, στη Μικρά Ασία. Είναι μισό και γιατί δίπλα σ’ αυτό που έχει συμβεί, υπάρχει ως κενό η μνήμη του. Το άλλο μισό δηλαδή. Το μονάχα στη μνήμη πια.

Δεν είναι που το άλλο είναι πάντα απέναντι, στο εκεί μιας άλλης πατρίδας, είναι και που η πατρίδα τούτη είναι και η επέκεινα πατρίδα. Είναι και που το άλλο μισό είναι το πιθάρι των τόπων που δεν υπάρχουν πια, παρά στη μνήμη, των όσων δεν υπάρχουν πια, παρά στη μνήμη, οι οικείοι εκείνοι, οι μέσα στη μνήμη αγαπημένοι. «Το ένα είναι μέσα στ’ άλλο. Το φως περιέχει το σκοτάδι, η ομιλία τη σιωπή. Το σήμερα, το χτες». Και το πιθάρι, ζώντες και κεκοιμημένους μαζί. Τώρα μονάχα υπάρχει ως ολόκληρο.

«Το χωριό της» είναι πια «σαν καράβι που ξεμακραίνει». Και ο κάμπος, η γραμμή του ορίζοντα, η ροδιά της που μεγάλωνε στο δάκρυ του αποχωρισμού, δεν ήταν παρά ένα τεράστιο ρόδι, που δεν ήταν ρόδι αλλά ένα κουβάρι, ένα κόκκινο κουβάρι στην καρέκλα της μαμάς της που ξετυλιγόταν και την άκρη του την έπαιρνε μαζί της». Την άκρη αυτή που την εμπιστεύεται στα χέρια μας.

 

Έξοδος

Τούτος είναι και ο τρόπος της με τον οποίο μας εγγίζει, «δε σκιάζεται στα σκότη, μόνο πλησιάζει τους ανθρώπους και τους συντροφεύει και στα σπίτια τους μπαίνει και στις καρδιές τους με τις μουσικές και τα τραγούδια της». Με τα παραμύθια-ποιήματά της. Που «ρίζωσαν στη ζωή σα δεντράκι με το δικό τους τρόπο, δίπλα στους άλλους». Σαν ένα «αειθαλές πλατανάκι με δυνάμεις μαγικές». «Να καταγράφει όλα τα περιστατικά της ζωής σαν ανάγλυφες χαλκομανίες στα τρυφερά του φύλλα, σαν ανάγλυφες φωτογραφίες μνήμης».

«Βαθιά πηγάδια οι άνθρωποι» και κείνη το ξέρει καλύτερα και μαζί τους «κολυμπά σε σκοτεινά» ή φωτεινά νερά. Γιατί «καλύτερο απ’ αυτό δεν έχει, να είναι με τους ανθρώπους, να νιώθει τις χαρές τους και τις λύπες τους». Το σκοτάδι και το φως τους. «Κι είναι αλήθεια πως σε πολλά σπίτια μπήκε και πολλών ανθρώπων ιστορίες άκουσε και τις έκλεισε μες την καρδιά της. Κι όπως τα σχέδια στο κορμί των ναυτικών, άγκυρες, καρδούλες και γοργόνες στο στήθος τους και στα γερά τους μπράτσα, έτσι κι η γνωριμιά της με κάποιους από αυτούς ήταν τόσο σημαδιακή που άφησε χνάρια στην ψυχή της για πάντα». Χνάρια που τα ακολουθούμε και εμείς, που πασχίζουμε να τα αποκωδικοποιήσουμε μέσα από τις λέξεις των παραμυθιών της. Τη βλέπουμε «σαν μεθυσμένη να μεταμορφώνει με μια μαγική δύναμη τα γύρω της απλά πράγματα σε τοπία του Παράδεισου». «Σαν γεφυράκι ανάμεσα στα παλιά και στα καινούργια». Γεφυράκι να στεριώνει τον κόσμο της λύπης με αυτόν της αλυπίας.

 

* Η Όλγα Ντέλλα γεννήθηκε το Νοέμβριο του 1973 στην Αθήνα. Σπούδασε Νεοελληνική Φιλολογία στη Θεσσαλονίκη. Εκπόνησε μεταπτυχιακή εργασία («Πίνακας λέξεων των ποιημάτων του Ανδρέα Εμπειρίκου») και διδακτορική διατριβή («Η μεταφυσική διάσταση στην ποίηση του Κώστα Μόντη»). Έχουν εκδοθεί οι ποιητικές συλλογές «Αθιβολές» (Το Ροδακιό, 2002), «Άκος ψυχής. Άκος;» (Το Ροδακιό, 2007), «Της αλυπίας είναι η χώρα» (Ιδαλγός, 2009), το παραμύθι «Της ιτιάς και του ποταμού» (Ιδαλγός, 2012) και το δοκίμιο «Η ελεημοσύνη της γραφής. Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης» (Ιδαλγός, 2014).Έχει συμμετάσχει ως εισηγήτρια σε συνέδρια στην Ελλάδα και στην Κύπρο, ενώ ποιήματα και δοκίμιά της έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά. Διδάσκει στη Μέση Εκπαίδευση από το 1999.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top