Fractal

Διήγημα: “Σκιές”

Της Όλγας Μπακοπούλου // *

 

σκιες

 

Έτρεμε στην ιδέα. Δεν τολμούσε να σηκωθεί, να βγει απ’ τα σκεπάσματα, ν’ ανοίξει τα μάτια. Είχε στερέψει πια από δυνάμεις. Εδώ και μέρες καθόταν ξαπλωμένη, ανίκανη να κάνει οτιδήποτε άλλο.

Στον τοίχο απέναντι οι σκιές μεγάλωναν. Στην αρχή ήταν μόνο η φρικτή σκιά του άντρα. Μετά πολλαπλασιάστηκε. Μεταλλάχτηκε σε δεκάδες καινούριες που κατέκλυσαν τον χώρο.

Άνθρωποι άγνωστοι άρχισαν να βηματίζουν στην κρεβατοκάμαρά της. Ψηλοί, ξερακιανοί ή νάνοι, πρόσωπα ζαρωμένα, άσκημα. Άλλα, ανέκφραστα. Φωνές και γέλια πνιχτά ακούγονταν από το σαλόνι. Άλλοτε μύριζε λιβάνι, άλλοτε κλεισούρα.

Η Ζωή σερνόταν από το στρώμα, στον καναπέ, στο τραπέζι της κουζίνας. Κοιτούσε τη μέρα να γίνεται νύχτα μέσα από τις γρίλιες των παντζουριών. Τη νύχτα να γίνεται άβυσσος κι εκείνη να κρέμεται στην άκρη του χάους.

Ανατρίχιαζε με κάθε της βήμα. Ένιωθε τις σκιές δίπλα της, ένα παγωμένο άγγιγμα. Κάποιες φορές, απρόσεχτη, περνούσε από μέσα τους. Η ανάσα της κοβόταν. Κρύωνε και με ρίγη σωριαζόταν στο πάτωμα. Ήθελε τόσο πολύ ν’ ανοίξει την πόρτα και να ξεχυθεί στον δρόμο. Να βγει από το δωμάτιο που την έπνιγε. Πώς όμως θα έβρισκε τόση δύναμη; Πώς θα μπορούσε να περάσει πάλι από τη γωνία, δίπλα από το εγκαταλειμμένο νεοκλασικό; Όταν με κάθε της κίνηση θα ένιωθε ξανά τη λαχανιασμένη του ανάσα στον ώμο, τα δάχτυλά του που συνέθλιβαν το σαγόνι, τον τρόμο που την είχε παραλύσει;

Την επόμενη μέρα, μετά το νοσοκομείο και την αστυνομία, πριν ακόμα στρίψει στο στενό, κρύος ιδρώτας είχε ποτίσει το δέρμα της. Τα ρούχα είχαν κολλήσει πάνω της και το παρόν της σ’ έναν βρόμικο εφιάλτη. Όσο κι αν έτριβε το σώμα, όσο κι αν απολύμαινε την επιδερμίδα, η σκέψη της δεν καθάριζε.

Τότε εμφανίστηκε κι η σκιά. Μια φευγαλέα κίνηση στις λείες επιφάνειες. Μια τρομακτική φιγούρα που διασπάστηκε σε δεκάδες καινούριες. Καθώς όμως περνούσε ο καιρός και οι μέρες της ανάρρωσης έσβηναν η μία μετά την άλλη, οι σκιές ξεκόλλησαν από τους τοίχους και πλανήθηκαν στον χώρο. Έγιναν μόνιμοι συγκάτοικοι. Εφιαλτική υπενθύμιση του σταματημένου χρόνου, της χαμένης ζωής.

*

Εκείνο το πρωινό είχε μια αφύσικη κανονικότητα. Το ξυπνητήρι χτύπησε στις επτά. Το έκλεισε, μα δεν σηκώθηκε. Γλίστρησε κάτω από την κουβέρτα, αναζήτησε την ανάσα που θα της έδινε το κουράγιο. Τσαλάκωσε το σεντόνι μες τη γροθιά της. Το ραντεβού όμως ήταν επιτακτικό. Υποχρεωτικό. Αναγκαστικό για να μπει ξανά η ζωή της σε μια τάξη. Όπως πριν. Γραφείο, σπίτι, facebook, καφές ίσως, τηλέφωνα: Μαρία και Θάλεια, οι πρώην κολλητές από το σχολείο.

Ισορρόπησε δύσκολα τα βήματά της. Πέρασε αθόρυβα ανάμεσα από τις σκιές. Τυλίχτηκε με μια μπλούζα κι ένα παντελόνι. Το παλτό κουμπωμένο μέχρι το λαιμό. Έσφιξε τη ζώνη στη μέση. Μπότες και γάντια. Κι ας μην έκανε τόσο κρύο. Μερικά ακίνητα λεπτά πριν γυρίσει το κλειδί.

Το πρώτο τρόλεϊ πέρασε. Πέρασε και το επόμενο. Στο τρίτο κατάφερε ν’ ανέβει. Είχε λιγότερο κόσμο, αρκετές άδειες θέσεις, όμως εκείνη προτίμησε να κάτσει όρθια. Κοίταζε το παράθυρο, μα δεν έβλεπε έξω. Σκάλωσε στις αλλοιωμένες αντανακλάσεις, στις εναλλαγές σκιών και φωτός. Μια αχτίνα ζέστανε το μέτωπό της. «Ήλιος», ψιθύρισε. Βούλιαξε. Γιατί θα έπρεπε να έχει ήλιο; Κρεμάστηκε από τη χειρολαβή. Έβαλε νευρικά το χέρι στην τσέπη.

Πετάχτηκε έξω μια στάση πριν. Χρειαζόταν καθαρό αέρα, λίγο χρόνο, έστω μία καλή δικαιολογία, κάτι που να εξηγούσε ό,τι είχε συμβεί και ό,τι επρόκειτο να συμβεί. Μάταια.

Είχε ήδη μπει στον κεντρικό διάδρομο του νοσοκομείου. Έψαχνε το ιατρείο που της είχαν ορίσει για την επέμβαση. Την προγραμματισμένη, που θα έκανε με τη θέλησή της.

Στάθηκε μπροστά από την κλειστή πόρτα. «Δεν είναι τίποτα σπουδαίο, μια επέμβαση ρουτίνας, μην ανησυχείς», ανακάλεσε στη μνήμη τα καθησυχαστικά λόγια. Λίγη ώρα μόνο και μετά… όλα όπως πριν, κανονικά.

Μπήκε αργά. Υπάκουσε στις υποδείξεις, γδύθηκε με προσοχή, ξάπλωσε. Κοίταξε το ταβάνι και πάγωσε από το παχύρευστο υγρό που κάλυψε την κοιλιά της. Τακ! Ακούστηκε ο χτύπος της καρδιάς του έτσι όπως γέμισε το δωμάτιο. Δυνατός και ξεκάθαρος. Την πρώτη φορά, όταν έμαθε για την εγκυμοσύνη, στάθηκε ακίνητη κι αμίλητη. Ευτυχώς, οι υπόλοιπες εξετάσεις ήταν αρνητικές. Καμία μεταδιδόμενη ασθένεια, καμία χρόνια αγωνία. Μόνο «αυτό» έμενε να τακτοποιηθεί.

«Πήρες την καλύτερη απόφαση. Άλλωστε πώς θα μπορούσες ποτέ ν’ αντικρίζεις ένα παιδί κάθε μέρα, που θα σου θύμιζε τη χειρότερη στιγμή της ζωής σου; Πώς θα το αγαπούσες; Ιδιαίτερα ύστερα από όσα τράβηξες;»

Έτσι της έκλεισε την κουβέντα η Θάλεια. Και είχε δίκιο. Η Ζωή ένευσε καταφατικά, μα δεν μίλησε. Και τι να πει; Πώς να περιγράψει έναν τυφώνα συναισθημάτων; Ένα ράγισμα; Μια «συμπύκνωση» του χρόνου σ’ ένα δευτερόλεπτο;

Η απόφαση ήταν δεδομένη. Ευθύνες, αγωνίες, υποχρεώσεις, τόσα πρέπει. Και τόσα αύριο που έπρεπε να ακολουθήσουν το χτες, να μην ταράξουν την ισορροπία της Ζωής.

Τακ! Σβούρα οι σκέψεις στο κεφάλι. Τακ! Τόσος πόνος, εξευτελισμός. Τα πόδια που έτρεμαν έτσι όπως την είχε ακινητοποιήσει στο φράκτη. Τακ! Μια κραυγή που δεν τόλμησε ξαπλωμένη όπως ήταν στο στρώμα του νοσοκομείου. Τακ! Και πόση μοναξιά. Τόση μοναξιά. Τακ, τακ, τακ… ο ρυθμός της ζωής, δραπέτευε από τον υπέρηχο, χτύπαγε μανιασμένα στο κεφάλι της. Αποσυντόνιζε την ύπαρξή της. Ξεχυνόταν έξω. Έξω από το παράθυρο. Κάτω από τα άγουρα φύλλα, μέσα στο πάρκο. Εκεί που κλείδωναν οι παλάμες στο τρυφερό κράτημα.

Η πόρτα άνοιξε απότομα. Ήταν επείγον. Ο γιατρός έπρεπε να λείψει. Δεν θ’ αργούσε, θα επέστρεφε σύντομα. Λίγα μόνο λεπτά. Η καρδιά της τραντάχτηκε στο στέρνο. Οι χτύποι της συγχρονίστηκαν με τους χτύπους από τον υπέρηχο. Οι μονοδιάστατοι ήχοι συνταίριαξαν σε μια μελωδία. Τινάχτηκε από το κρεβάτι. Άρπαξε τα ρούχα και βιαστικά, απρόσεχτα τράβηξε το φερμουάρ. Φόρεσε την μπλούζα στραβά. Βούτηξε το παλτό στο χέρι και χίμηξε στον διάδρομο. Βημάτισε γρήγορα, οι μπότες τη χτύπησαν. Της φάνηκε ότι τη φώναξαν, γύρισε τρομαγμένα, μα δεν ήταν κανείς. Έπεσε πάνω σε μια νοσοκόμα, έσπρωξε έναν ηλικιωμένο κύριο, έτρεξε μέχρι το πεζοδρόμιο. Στάθηκε για να πάρει ανάσα. Λούστηκε από τη λάμψη του ήλιου.

Πότε έφτασε στην παλιά πολυκατοικία, δεν το κατάλαβε. Ανέβηκε από τις σκάλες. Ξεκλείδωσε και όρμησε στο σαλόνι. Τράβηξε τα παντζούρια και κύματα το φως έσκασε πάνω στα έπιπλα. Πρώτη φορά είδε τις φθαρμένες ταπετσαρίες, τις θαμπάδες στο χαλί, τις κουρτίνες που κρέμονταν. Πρώτη φορά άνοιξε όλα τα δωμάτια, ακόμα κι αυτό που αναγκαζόταν να κλωτσήσει την πόρτα για να μπει μέσα. Εκείνο που είχε στοιβάξει τα πράγματα των γονιών της με την υπόσχεση να τα ξεκαθαρίσει κάποια στιγμή και δεν είχε κάνει ποτέ.

«Εδώ, θα γίνει το παιδικό δωμάτιο», αναφώνησε και αμέσως σταμάτησε έκπληκτη για να βεβαιωθεί ότι ήταν η δική της φωνή. Ίσως να ήταν οι σκιές. Ίσως… Στριφογύρισε τρομαγμένη. Παρατήρησε τις ρωγμές στους τοίχους, τα σκασίματα στο ταβάνι, την υγρασία από τον χαλασμένο σωλήνα, μα οι σκιές δεν ήταν πουθενά.

Πρόσθεσε δυνατά:

«Ίσως να μάθω και να το αγαπώ».

 

 

* Η Όλγα Μπακοπούλου γεννήθηκε στο Johannesburg της Νοτίου Αφρικής και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Κοινωνιολογία και Αγγλική Φιλολογία. Έχει γράψει σενάρια και έχει γυρίσει ταινίες μικρού μήκους. Το μυθιστόρημά της «Μια Ανάσα Πριν» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Momentum.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top