Fractal

Διήγημα: “Κάποτε ήμουν”

της Όλγας Ιορδανίδου // *

 

1

 

Κάποτε ήμουν… Έτσι θα σκέφτομαι για το σήμερα όταν τελειώσουν όλα. Κάποτε ήμουν…. Και δεν είχα ησυχία. Κάθε που ξημέρωνε πεταγόμουν πάνω με λαχτάρα περιμένοντας κάτι να αλλάξει, δίχως να γνωρίζω ακριβώς τι ήταν αυτό που ήθελα να αλλάξει και γιατί άραγε, ήμουν όμως ολοκληρωτικά αφοσιωμένη σε αυτήν ακριβώς την επερχόμενη αλλαγή που η ζωή μου πέρναγε σαν σε ύπνο, τόσο δοσμένη ψυχή τε και σώματι σε ότι δεν υπήρχε παρά στο εν δυνάμει μου και που έμοιαζε πιο πραγματικό από όλες τις πραγματικότητες που ζούσα, όπως λέμε για κάτι που είναι εκθαμβωτικά όμορφο πως μοιάζει με ψεύτικο, τόσο άρτιο το κάλλος του που μόνο ως ψέμα καταφέρνει να το εννοήσει ο νους. Κάποτε περίμενα κάθε στιγμή ως την μοιραία εκείνη στιγμή που η ποιότητα της εμπειρίας θα βασίλευε όλων των προηγούμενων, νομιμοποιώντας την έλλειψη ως αναγκαίο στάδιο για την μετάβαση στην πληρότητα. Σήμερα έλεγα θα αντικρύσω το ωραιότερο δένδρο της ζωής μου, την πιο λαμπερή ανατολή, την σπαραχτικότερη δύση. Σήμερα έλεγα ίσως αγαπήσω όπως δεν έχω αγαπήσει ποτέ, σήμερα ίσως κατοικήσω το βλέμμα που όλα θα τα δικαιώσει, κάποτε ήμουν και τίποτα δεν πέταγα, τα πρωινά στη μονάδα εντατικής θεραπείας, τους ασθενείς μου, τα ξενύχτια στις εφημερίες, την κούραση, τους μαύρους κύκλους, τα φιλιά των παιδιών μου, τους καβγάδες με τους φίλους, την γλύκα του να ξυπνάω χαράματα μόνο και μόνο για να συνειδητοποιώ πως ότι αγαπώ είναι δίπλα μου και ονειρεύεται, τις μέρες να περνούν μέσα σε ένα μόνιμο αίσθημα αναμονής. Έτσι θα σκέφτομαι όταν τελειώσουν. Και θα με θυμάμαι να καταγράφω νούμερα. Να λέω, αν ζήσω μέχρι τα ενενήντα μου χρόνια θα δω τουλάχιστον άλλες σαράντα φορές την Άνοιξη να έρχεται, άλλες σαράντα φορές θα μυρίσω το άρωμα των ανθών της νεραντζιάς, έχω μπροστά μου 14600 ευκαιρίες να πω καλημέρα και άλλες τόσες για να πω καληνύχτα, για να μην συνυπολογίσω και τις καταμετρημένες ημερήσιες μονάδες που είναι οι ώρες, ανυπολόγιστος χρόνος αυτός που με περίμενε, ένιωθα πλούσια, ευτυχής.

Κι έπειτα είναι σαν να ζω κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων, στο βυθό του απύθμενου αυτού πράγματος που λέγεται ζωή. Ημερομηνίες, ονόματα, τόποι διαφεύγουν στον αφρό, ότι συμβαίνει και είναι ορατό μοιάζει να μην συμβαίνει στα αλήθεια σε αντίθεση με τα άλλα τα βουβά, τα ανομολόγητα που κατακτούν όλο και περισσότερο χώρο, τελεσίδικη εμπειρία και λέω, πως ξεφεύγεις από αυτό που δεν φαίνεται, δεν μπορείς. Έτσι ζω αθέατη, πίσω από τη μορφή, την ίδια στιγμή που με βλέπω και με βλέπουν, σαν αντανάκλαση σε καθρέφτη μοιάζει το πραγματικό, μπροστά από τον καθρέφτη εγώ διαρκώς. Στέκομαι παράμερα στη ζωή και όταν τελειώσει λέω απλώς θα μπω μέσα , θα γίνω ο καθρέφτης και μόνο τότε ίσως καταφέρω να δω τι στα αλήθεια υπήρξα, μόνο τοποθετώντας απέναντι μου το είδωλό μου θα πω έζησα. Κάποτε θα λέω, υπήρξα πενήντα χρόνων και πάλευα να γίνω ο καθρέφτης γιατί μου ήταν αδιανόητο να φύγω χωρίς να έχω αναγνωρίσει τον εαυτό μου να αναπαράγεται σε εκατομμύρια fractal τριγύρω, το πρόσωπο μου στα πρόσωπα των ασθενών μου που με κερνούσαν εικόνες από τα προσεχώς καθημερινά, έτσι θα είναι έλεγα ή ίσως πάλι έτσι και έτσι… πόσο διαφέρει ο θάνατος από άνθρωπο σε άνθρωπο, ανέκαθεν αναρωτιόμουν, τι είναι αυτό που κάνει τη διαφορά.

Ο θάνατος συμβαίνει. Έτσι απλά. Έρχεται μια μέρα σαν όλες τις άλλες, μια μέρα ή μια νύχτα σαν χιλιάδες άλλες που προσπέρασες και περιφρόνησες, μια συνηθισμένη μέρα που ο ήλιος ανατέλλει στην ώρα του και το φεγγάρι σε περιμένει στο στερέωμα σαν βραδιάσει και εσύ ανυποψίαστος είσαι απέναντι από τον καθρέφτη και λες, επανάληψη. Έτσι ακαριαία, από τη μια στιγμή στην άλλη, ότι θεώρησες δεδομένο σε εκδικείται παραχωρώντας σου μόλις μία και μοναδική ματιά. Και τότε όλα μπαίνουν στη θέση τους και ξαναγίνονται σπάνια και πολύτιμα, όπως ήταν εξαρχής. Ο ήλιος, είναι η τελευταία φορά που θα τον δεις και τον ρουφάς, αφήνεις τη θέρμη του να φτάσει μέχρι το μεδούλι σου , να σε διαποτίσει μέχρι που να αρχίσεις να λάμπεις εσύ ο ίδιος σαν μικρός θεός, σηκώνεις τα μάτια σου στον ουρανό και πλημμυρίζεις γαλάζιο, γίνεσαι ολόκληρος γαλάζιος, τα μάτια σου γίνονται γαλάζια, τα χείλη σου, τα μαλλιά , είσαι μια θάλασσα από μόνος σου και κλαις γαλάζιο, κάθε ικμάδα του κορμιού σου ξυπνάει μπροστά στο θαύμα που ήταν πάντα εκεί μα δεν το έβλεπες, και είναι αργά για να διορθώσεις, αργά για να μετανιώσεις, δεν προλαβαίνεις να σκεφτείς παρά μόνο να νιώσεις, να είσαι εδώ, τώρα, παρών στην στιγμή, η στιγμή, η κάθε στιγμή είναι όλος σου ο χρόνος, κάθε στιγμή μετράει για μια αιωνιότητα, ξυπνάς.

Και είσαι αναγκασμένος να κάνεις αυτό που απέφευγες επιμελώς και έφτασες έως εδώ την ύστατη ώρα απροετοίμαστος. Να επιλέξεις. Τι θα ζήσεις και με ποιες εκκρεμότητες θα συμβιβαστείς. Ψάχνεις λέξεις που δεν αρθρώθηκαν και κινήσεις που χάθηκαν μετεωριζόμενες στην αμφιθυμία σου. Καταλήγεις με τα ελάχιστα, τα δομικά σου υλικά. Ένα χαμόγελο, μια ανοικτή αγκαλιά, σιωπή. Κυρίως σιωπή, η πλέον εύγλωττη σιωπή. Διαπιστώνεις με ανακούφιση πως σχεδόν τα περισσότερα από όσα θεωρούσες απαραίτητα είναι περιττά. Και πως γίνεται να χωρέσεις σε έναν κόκκο άμμου όλες τις παραλίες που δεν περπάτησες, σε ένα φύλλο όλα τα δάση που δεν περιπλανήθηκες, σε ένα χρώμα όλες τις αποχρώσεις που λαχτάρησες, σε ένα άγγιγμα όλα τα κορμιά που δεν τίμησες, σε μία γεύση και το γλυκό και το αλμυρό και το πικρό. Κι ας είναι ο κόκκος η σκόνη που αιωρείται γύρω σου, κι ας είναι το φύλλο από τα λουλούδια που ξεπουπουλιάστηκαν στο βάζο, κι ας είναι το χρώμα το λευκό των σεντονιών σου, κι ας είναι το άγγιγμα, του χεριού σου το άγγιγμα πάνω στο μάγουλό σου. Φεύγεις ικανοποιημένος γιατί όλα τελείωσαν και δεν χρειάζεται να παλέψεις άλλο για τίποτα, όπως δεν χρειαζόταν εξαρχής μόνο που εσύ δεν το έβλεπες, τυφλός κι ανήμπορος από επιλογή. Φεύγεις από οπουδήποτε, από κρεβάτια νοσοκομείων, από οδοστρώματα λουσμένα στο αίμα, από φονικές μαχαιριές, από παγωμένα δωμάτια δίχως θέρμανση, από αγαπημένες αγκαλιές, από αιώνια σπίτια, από ματαιωμένα όνειρα, από φρούδες ελπίδες, από κρίσεις και επικρίσεις, από ρόλους και ψέματα, από οπουδήποτε.

Φεύγεις μέσα από τα χέρια μου, εγώ είμαι στη μονάδα και εφημερεύω. Έξι κρεβάτια, ένα για κάθε άρρωστο. Σε ξεχωριστό θάλαμο το καθένα, με αυτόνομη τουαλέτα που δεν θα χρησιμοποιήσεις ποτέ και αυτορυθμιζόμενο κλιματισμό. Ο χώρος γύρω σε σχήμα στρογγυλό, ένα ολοστρόγγυλο όμικρον με το αίθριο στο κέντρο του να δεσπόζει γεμάτο παράθυρα και λάμψεις να εισβάλλουν από παντού. Όταν βραδιάζει όλα στρέφονται προς τα μέσα. Τα τζάμια δεν επιτρέπουν την θέαση προς τα έξω. Έτσι μένουμε μόνοι μας, εσύ και εγώ, σε ένα εσωτερικό που διαστέλλεται με τις σκιές να τριγυρνούν ασώματες. Συνήθως πεθαίνεις νύχτα. Πριν προλάβει να σε δεσμεύσει το φως. Σε παρακολουθώ αδιάλειπτα και είμαι σίγουρη πως καμιά άλλη στιγμή στη ζωή σου, κανείς δεν έδειξε τέτοια προσήλωση σε κάθε χτύπο της καρδιάς σου, σε κάθε σου ανάσα, της μετράω μία- μία ευλαβικά , καταγράφω τις επιτυχίες σου, ελάχιστες, φευγαλέες, απατηλές συχνά και λέω να, σήμερα τα κατάφερε, πήρε μια ανάσα δική του, βελτιώνεται, επιστρέφει στη ζωή. Σκέφτομαι πόσες ξοδεμένες ανάσες χρειάστηκαν, πόσα δευτερόλεπτα αθροισμένα σε λεπτά, αθροισμένα σε ώρες, σε μέρες, σε μήνες που γίνηκαν χρόνια απαιτήθηκαν για να φτάσεις έως εδώ, ανήμπορος, να σε παρακολουθώ σαν έντομο στο μικροσκόπιο, να σε καθοδηγώ, να σου δείχνω το δρόμο, καταστέλλοντας τις έκτακτες συστολές, κρατώντας τις λειτουργίες σου μέσα στο στενό φάσμα των φυσιολογικών τιμών, εμποδίζοντας τις αποκλίσεις, πόσες αποκλίσεις σου χρειάστηκαν για να βρεθείς στο νήμα, στην άκρη του γκρεμού.

Είμαι εσύ. Στις αλλεπάλληλες εκδοχές μου. Αναζητώ τις ισορροπίες μου στα άκρα. Παλεύω να κρατήσω εσένα στο μέσο, εκεί όπου επιβιώνει η ζωή. Ούτε πολλές ανάσες ούτε λίγες, όχι πάνω από εκατό σφυγμούς το λεπτό αλλά ούτε και κάτω από σαράντα πέντε, θερμοκρασία φυσιολογική, κάτω από τριάντα οκτώ και πάνω από τριάντα έξι, ούτε ευσυγκίνητος αλλά ούτε και απαθής, να μένεις ξύπνιος τη μέρα και να κοιμάσαι σαν πέφτει το βράδυ, να διατηρείς το ρυθμό σου, κιρκάδιος ρυθμός, βασικός, έτσι θα βγεις από το τούνελ που μπήκες, μαζί σου πορεύομαι, πειθαρχώ, με μαθαίνεις να ζω.

Σε κατηγοριοποιώ. Με βάση την ηλικία, το φύλο σου, το επάγγελμα που επέλεξες, τις ηδονές στις οποίες δεν κατάφερες να αντισταθείς. Μαθαίνω αν χαλάρωνες με σύννεφα καπνού, αν έπνιγες τη θλίψη με ποτό, φτιάχνω ένα χάρτη με τις ορατές σου διαδρομές, εσύ γυμνός, άλλοι μου λένε το ιστορικό. Κυρίως μαθαίνω αν διάβασες τα σημάδια. Αν στάθηκες ποτέ, σε μια παύση αιφνίδια, να δεις τα σημάδια. Ζωές σε περίληψη, με ενδιαφέρουν κυρίως τα στραβοπατήματα. Εσύ σε φάκελο, σαν κουκίδα σε χάρτη που εκπέμπει sos. Γυμνός απέναντι στη μοίρα σου. Μόνο που δεν είσαι σε θέση να το δεις. Οι σχέσεις της ζωής σου, οι συγγενείς, μιλούν εκ μέρους σου, θορυβούν. Τυμβωρυχία. Νιώθω εσύ, σε μια σαρωτική έκθεση, γυμνή στο κρεβάτι, απομυθοποιημένη, αναγνώσιμη.

Σπανίως κάποιοι σε αγαπούν. Και τότε ο τρόπος που αντιδρούν την ώρα της αδυναμίας σου σε ξαναντύνει τον εαυτό σου, σε κερνάει την αληθινή σου ιστορία. Τότε ο τρόπος που αντιδρούν με διασώζει. Εμένα που είμαι σαν και εσένα αν αφαιρέσεις το περιττό.

Κάποτε ήμουν…. Έτσι θα λέω όταν τελειώσουν όλα. Ευλογημένη με αμέτρητες ευκαιρίες να δω.

 

* Η Όλγα Ιορδανίδου γεννήθηκε στη Ν. Ιωνία πριν από μισό αιώνα. Ιατρός εντατικολόγος η επίσημη ιδιότητά της. Ανεπίσημα ομοιοπαθητικός ιατρός. Φοιτήτρια στο τμήμα θεατρικών σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Δημιουργός κειμένων από λαχτάρα για τις λέξεις, που γίνονται πράξεις, που γίνονται ζωή. Μητέρα δύο παιδιών.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top