Fractal

«Η δύναμή της ήταν αυτή που της έδινε η τρέλα»

Γράφει η Ασημίνα Ξηρογιάννη //

 

 

 «Ολάγια, Μια βαμπιρική νουβέλα», Robert Louis Stevenson, Μετάφραση: Μαρία Γιακανίκη, εκδ. Ars Noctura, σελ. 88

 

Κρατώ στα χέρια μου την βαμπιρική νουβέλα «Ολάγια » του Robert Louis Stevenson που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Αrs Nocturna», σε φροντισμένη μετάφραση της Μαρίας Γιακανίκη. Δεν πρόκειται για γνωστό έργο, αλλά διαθέτει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που έλκουν τους λάτρεις του είδους και όχι μόνο. Σασπένς, ατμοσφαιρικότητα, ποιητικότητα, αλλά και αλήθεια μπλεγμένη αριστοτεχνικά σχεδόν με το όνειρο. Καθηλώνει τον αναγνώστη δημιουργώντας του πολλαπλά ερωτηματικά αναφορικά με την ταυτότητα, το ποιόν και το ήθος των ηρώων, οι οποίοι παραπαίουν και ξενίζουν δίνοντας την εκστατική συχνά αίσθηση της επικράτησης του Μεταφυσικού. Εκεί που όλα είναι κρυφά, παράξενα, δυσερμήνευτα, και σε οδηγούν σε μυστικά μονοπάτια της ύπαρξης. Μεταφέρω εδώ ένα μικρό απόσπασμα από την κεντρική έντονη εικόνα της νουβέλας, την επίθεση της μάνας βαμπίρ στον αφηγητή: «Τα μεγάλα της μάτια άνοιξαν διάπλατα, οι κόρες συρρικνώθηκαν σε δύο τελείες. Ήταν λες και ένα πέπλο έπεσε από το πρόσωπό της αφήνοντάς το έντονα εκφραστικό, ωστόσο ανεξιχνίαστο. Και καθώς περίμενα, κάπως έκπληκτος με την αναστάτωσή της, ήρθε γοργά κοντά μου, έσκυψε και έπιασε το χέρι μου. Την επόμενη στιγμή, το χέρι μου ήταν στο στόμα της και με είχε δαγκώσει μέχρι το κόκκαλο. Το τρύπημα του δαγκώματος, η ξαφνική αναπήδηση του αίματος και η τερατώδης φρίκη της πράξης, με κατέκλυσαν μονομιάς και την πέταξα πίσω. Χύμηξε πάνω μου ξανά και ξανά, με κτηνώδεις κραυγές  που αναγνώρισα, τέτοιες με είχαν ξυπνήσει τη νύχτα του δυνατού ανέμου. Η δύναμή της ήταν αυτή που της έδινε η τρέλα. Η δική μου λιγόστευε γοργά με την απώλεια του αίματος. Ο νους μου, εξάλλου, στριφογύριζε με την αλλόκοτη φρίκη της επίθεσης και ήμουν ήδη στριμωγμένος στον τοίχο, όταν ξάφνου η Ολάγια βρέθηκε ανάμεσά μας και ο Φελίπε, με ένα σάλτο, ακινητοποίησε τη μητέρα του στο έδαφος.»(σε.64)

Πολλά θα μπορούσαν πράγματι να συμβούν στο τέλος, όμως ο συγγραφέας κάνει την επιλογή του βασισμένος σε ένα όνειρο που είδε. Μεταπλάθει δημιουργικά την εμπειρία του δημιουργώντας μια νέα.

Η μάνα από τον κόσμο των βαμπίρ, η πολύ ιδιαίτερη κόρη που κλέβει την καρδιά του βρετανού αξιωματικού που είναι τραυματίας πολέμου και που ζει με έναν διαρκή φόβο αναφορικά με την δική της μελλοντική κατάληξη, ο αλλόκοτος αδερφός, ο αινιγματικός ιερέας, η υποβλητική ατμόσφαιρα συμπληρώνουν το παλζ του εφιάλτη επιτυχώς. Το κλίμα και η θεματολογία θυμίζει τον Πόε .Η «Ολάγια» μας παραπέμπει στον απόηχο χαρακτηριστικών έργων της «σκοτεινής πλευράς» του 19ου αιώνα, όπως θα γράψει στην σύντομη αλλά ουσιαστική της εισαγωγή η μεταφράστρια. Η μαεστρία του συγγραφέα δεν μπορεί παρά να μας θυμίσει το πασίγνωστο έργο του «Η παράξενη περίπτωση το κου Τζέκιλ και κου Χάιντ. Η περίπτωση της Ολάγιας είναι και αυτή παράξενη και έχει κι αυτή θρησκευτικές, ψυχολογικές, μεταφυσικές προεκτάσεις. Η παραπομπή του πορτρέτου, οι φοβερές αποκρουστικές κραυγές, ο αδερφός με τα ξεσπάσματα και τις αντιδράσεις, η εύστοχη περιγραφή του περιβάλλοντα χώρου, η επιμονή του αφηγητή να βρει την αλήθεια, η περιγραφή του εξωτερικού τοπίου αλληλένδετο με την υφή του εσωτερικού της ψυχής του, όλα αυτά δοσμένα με αμεσότητα, αλλά και γλαφυρότητα.

 

Robert Louis Stevenson

 

Και κυρίως, το μοτίβο του ανεκπλήρωτου και αδύνατου αυτού έρωτα που στοιχειώνει τον αναγνώστη όσο και τον ήρωα -αφηγητή, αλλά ταυτόχρονα του δίνει απόλαυση: Διαβάζω «[…] H έκπληξη που ένιωσα με καθήλωσε. Η ομορφιά της διαπέρασε την καρδιά μου. Έλαμπε μες στη βαθιά σκιά του διαδρόμου σαν ένα  πολύχρωμο πετράδι. Τα μάτια της αιχμαλώτισαν τα δικά μου και στυλώθηκαν εκεί, ενώνοντάς μας σαν σε χειραψία. Και οι στιγμές που στεκόμασταν πρόσωπο με πρόσωπο ρουφώντας ο ένας τον άλλο ήταν ιερές, ένα πάντρεμα ψυχών. Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε πριν βγω απ’ την βαθιά έκσταση, για να κάνω μια βιαστική υπόκλιση και να περάσω στον επάνω όροφο. Δεν μετακινήθηκε. Αλλά με ακολούθησε με τα μεγάλα διψασμένα μάτια της. Και, καθώς έβγαινα από το οπτικό της πεδίο, μου φάνηκε πως εκείνη χλόμιασε και έσβησε.» (σελ.49)

Ίσως θα περίμενε κανείς ένα πιο ακραίο ή πιο εντυπωσιακό τέλος, αλλά και πάλι μας κερδίζει. Υπάρχει διαρκώς το στοιχείο της έκπληξης, αλλά και της ανατροπής στα σημεία. Εκείνο που είναι πραγματικό συγγραφικό κατόρθωμα είναι ο τρόπος που ο αφηγητής αναλύει τα πράγματα γύρω του, που ψάχνει να βρει τις άκρες του νοήματος, αλλά και να μιλήσει για τα συναισθήματά του, τα οποία γεννούν και στον ίδιο ποικίλες αντιδράσεις.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top