Fractal

Όλα για την μητέρα

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

Ευτυχώς που υπάρχει η τέχνη, για να μη μας σκοτώσει η αλήθεια

Όπου είναι ο θάνατος, εγώ δεν είμαι,

όπου είμαι εγώ, ο θάνατος δεν είναι…

 

mama1

 

«Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ» του Ίρβιν Γιάλομ, Μετάφραση: Ευαγγελία Ανδριτσάνου- Γιάννης Ζέρβας, Εκδ. «Αγρα», σελ. 333

yalom_2«Πώς μπορείς ν’ αντλείς ευχαρίστηση από οποιοδήποτε κομμάτι της ζωής σου, από οποιαδήποτε δραστηριότητα, όταν ο θάνατος παραμονεύει κι εσύ δεν έχεις παρά μόνο μια ζωή;»

«Ίσως ο θάνατος να κάνει τη ζωή πιο ζωτική, πιο πολύτιμη. Το δεδομένο του θανάτου χαρίζει μια ιδιαίτερη ένταση, μια γλυκόπικρη ποιότητα στις δραστηριότητες της ζωής».

«Όλοι αυτοί που φοβούνται περισσότερο τον θάνατο είναι εκείνοι που τον πλησιάζουν με πολύ μεγάλο κομμάτι αβίωτης ζωής μέσα τους».

Δεύτερο βιβλίο αφηγημάτων το καινούργιο βιβλίο στα καθ’ ημάς του Ιρβιν Γιάλομ «Η μάνα και το νόημα της ζωής» και μοιάζει σαν την ύστατη προσπάθεια του συγγραφέα – ψυχοθεραπευτή να ξαναβάλει «τα ρούχα στην ντουλάπα». Να επανεξετάσει τα δεδομένα της ύπαρξης, να βάλει το μαχαιράκι της επίγνωσης όσο βαθύτερα γίνεται, να μας τα πει απλά αλλά και αλληγορικά, να εξομολογηθεί τα πιο οδυνηρά, να ξαναπαίξει για μας το φιλμάκι της παιδικής του ηλικίας πάλι και πάλι.

Το πρώτο του βιβλίο με αφηγήματα «Ο δήμιος του έρωτα» ήταν η πρώτη προσπάθεια να κάνει τη βιωμένη ψυχοθεραπεία, μάθημα θελκτικό αλλά και λογοτεχνία. Να αντιμετωπίσει τον θάνατο μέσα από το αντίπαλο δέος του, τον έρωτα. Στο βιβλίο του όμως «Η μάνα και το νόημα της ζωής» η «σύγκρουση» είναι πλέον μετωπική, αλλά περισσότερο θεωρητική απ’ εκείνη που αποτόλμησε στο μυθιστόρημα «Η θεωρία του Σοπενάουερ».

Το πρώτο διήγημα της συλλογής, αυστηρά προσωπικό αλλά και τόσο γενναίο. Είναι εκείνο που χαρίζει στο βιβλίο τον τίτλο κι αφορά τη μάνα του. Πρώτη παράγραφος, δυο παράλληλα σύμπαντα. Η αλήθεια και τ’ όνειρο. Εκείνος σ’ ένα δωμάτιο νοσοκομείου, μισοσκόταδο, στα σωθικά του θανάτου κι ο ίδιος παιδί- το παιδί που δεν ξέχασε- σε ένα λούνα παρκ, μυρωδιά υγρή και καραμελωμένη. Ένα βαγονέτο στρίβει απ’ τη γωνιά και φρενάρει κάνοντας θόρυβο μπροστά του. Μπαίνει μέσα, της γνέφει, κατεβάζει τη μπάρα και πριν το μαύρο σκοτάδι τον καταπιεί, φωνάζει πάλι και πάλι: «Μάνα! Πώς τα πήγα, Μάνα;»

Ακόμα και τώρα, αναγνωρίζει, που είναι δέκα χρόνια νεκρή, οι ίδιες λέξεις έχουν μείνει κολλημένες στο λαιμό του: «πώς τα πήγα, Μάνα;»

Αναγνωρίζοντας πώς ήταν το μεγάλο αίνιγμα της ζωής του. «Ματαιόδοξη, ελεγκτική, παρεμβατική, καχύποπτη, μοχθηρή και τρομερά ισχυρογνώμων» ποτέ του δεν κατάλαβε γιατί δεν έπαψε αυτή η παλιά αγωνιώδης κραυγή «Πώς τα πήγα, Μάνα;» ακόμα και τώρα που είναι ήδη δέκα χρόνια νεκρή. Κραυγή που αναγκάζει τον Γιάλομ- παιδί αλλά και ψυχοθεραπευτή να παραδεχθεί ότι εφόσον είμαστε πλάσματα που αναζητούν ένα νόημα και αφού το επινοήσουμε μετά θα πρέπει να κατορθώσουμε να ξεχάσουμε το γεγονός ότι είναι δική μας επινόηση, και εφόσον την δική του, πάει την επέλεξε και είναι η δημιουργικότητα, το όνειρο έρχεται να του πει τελικά άλλα: ότι έχει αφιερώσει τη ζωή του σ’ ένα εντελώς διαφορετικό στόχο- στο να κερδίσει την αποδοχή της πεθαμένης του μάνας.

Στο δεύτερο αφήγημα του βιβλίου «Ταξίδια με την Πώλα» εκείνο που υπερτερεί είναι ο θάνατος, εφόσον η Πώλα ανήκει σε ομάδα υψηλού κινδύνου. Και η μάνα παίζει αυτή τη φορά από την πλευρά της κόρης.

Στο τρίτο αφήγημα «Southerh Comfort» η ψυχοθεραπευτική του ομάδα είναι και πάλι «υψηλού κινδύνου». Ο χρόνος που έχει στην διάθεσή του ελάχιστος κι όλοι τους θα πρέπει να μάθουν να παίρνουν και να δίνουν.

Στα «Εφτά μαθήματα θεραπείας πένθους για προχωρημένους» όλα λέγονται με τ’ όνομά τους. Για την Αιρήν, άλλωστε, δεν υπάρχει χρόνος. Ο αγαπημένος της σύζυγος όπου να ‘ναι πεθαίνει κι εκείνη ως χειρουργός το γνωρίζει καλά. Κατά την διάρκεια της θεραπείας θα χάσει μάνα, πατέρα, και βαφτισιμιό, έχει χάσει παλιά και αδελφό, θα πρέπει να μάθει να επιβιώσει του θανάτου, θα πρέπει να ξαναμάθει να ζει στη ζωή. Μέσα απ’ την Αιρήν θα πρέπει να έρθει κοντά στον θάνατο και ο Γιάλομ.

Στην «Διπλή έκθεση» όπως και στο «Η κατάρα της ουγγαρέζικης γάτας» κεντρικός ήρωας είναι ο ψυχίατρος Έρνεστ Λας που γνωρίσαμε ως πρωταγωνιστή «Στο ντιβάνι». Και στα δύο αφηγήματα, εκτίθεται πολλαπλώς. Στο πρώτο ως ψυχοθεραπευτής, αποτελώντας ταυτοχρόνως ο ίδιος και το μέλος μιας άλλης ψυχοθεραπευτικής ομάδας. Στο δεύτερο, ως άντρας και άνθρωπος, αντιμέτωπος με τις «φαντασιώσεις διάσωσης» που τον χαρακτηρίζουν και τον κατατρέχουν. Το… φάντασμα μιας ουγγαρέζικης γάτας που συναντά στο όνειρο και η κατάρα της, θα τον υποχρεώσουν και πάλι να αναμετρηθεί με τον θάνατο. Υπογράφοντας κατ’ αυτό τον τρόπο ο Γιάλομ και το πλέον αλληγορικό του αφήγημα, αναφερόμενος πάλι και πάλι σε ό,τι πιο πολύ μας πονά, στο αίνιγμα της ζωής μας όπως και αν εκφράζεται. Και στον γόρδιο δεσμό μας που ποτέ δεν λύνεται αλλά και η επίγνωση όλο και κάτι είναι.

Ένα απολαυστικό βιβλίο, με σπαρταριστές ιστορίες, συγκλονιστικούς και αποκαλυπτικούς διαλόγους, ερωτηματικά που μας βγάζουν από το φως στο σκοτάδι. Διότι η αλήθεια, εν τέλει, (μας το διδάσκει ο Γιάλομ αυτό) μπορεί να είναι πολύ γοητευτική και ο θάνατος μέγιστο μάθημα ζωής.

«Όπου είναι ο θάνατος, εγώ δεν είμαι. Όπου είμαι εγώ, ο θάνατος δεν είναι». Στην ύστατη περίπτωση εξάλλου υπάρχει κι αυτό. Και, βεβαίως, «η τέχνη, για να μη μας σκοτώσει η αλήθεια» όπως έλεγε ο Νίτσε. Κι ο Γιάλομ φαίνεται αυτό να το γνωρίζει καλά. Γνωρίζοντας, ακόμα, και πώς να μας το μάθει.

red-line

 

Όλες τις λένε “μαμά”, εσύ ποια είσαι?

«ΜΑΜΑ» της Μαργαρίτας Καραπάνου, Εκδ. «Ωκεανίδα», σελ. 140

 

karapanou - mama«Η γιαγιά παίρνει το χέρι μιας άγνωστης.

– Αυτή είναι η μητέρα σου, μου λέει.

Δεν την έχω ξαναδεί. Έχει ένα περίεργο βλέμμα. Καυτό και φευγάτο. «Αλληθωρίζει ψυχικά», σκέφτομαι.

– Ποια είσαι; Τη ρωτάω. Ποια είσαι;

Έχω ιδρώσει, έχω πυρετό, τρέμω ολόκληρη, θα πεθάνω.

– Πάμε να παίξουμε με τις κούκλες σου;

Την παίρνω απ’ το χέρι.

– Πάμε.

Της δείχνω τις κούκλες μου.

– Όλες τις λένε μαμά. Εσύ ποια είσαι;»

Με ένα σοφό, ποιητικό, σπαρακτικότατο απόσπασμα- οπισθόφυλλο, η συγγραφέας Μαργαρίτα Καραπάνου στο ολιγοσέλιδο αυτοβιογραφικό μυθιστορηματικό της κείμενο, έρχεται για να ανοίξει σε όλους μας πολύ μεγάλες πληγές.

Αρχίζοντας από το κορυφαίο, σχεδόν, γεγονός όλων μας. Την αναχώρηση της μάνας. Από εκείνη ουσιαστικά τη στιγμή που ο κάθε άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με την ύψιστη απώλεια. Του ανθρώπου που τον έφερε στη ζωή, και της παιδικής του και εφηβικής του ηλικίας. Μετά από αυτό το γεγονός, σίγουρα θα είναι άλλος. Η μάνα του εαυτού του, πια, σίγουρα. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Ξεκινώντας, λοιπόν, το ποιητικό, παραληρηματικό της κείμενο από το νοσοκομείο, η συγγραφέας, καταλύει συγγραφικά τον χρόνο, κάτω από το βάρος των αναμνήσεων. Αλλά εκείνο το οποίο θυμάται, δεν είναι μονάχα εικόνες. Ατόφιο κομμάτι συναίσθημα είναι, που βρικολάκιασε άλυτο κι επαναλήφθηκε σε όλες τις σχέσεις.

Η μαμά μακριά, η μαμά κοντά, η μαμά όμορφη, η μαμά νέα, η μαμά αδιάφορη, η μαμά μια ξένη, η μαμά άρρωστη, η μαμά αντίζηλος, η μαμά άλτερ έργκο, η μαμά το απόλυτο, η μαμά η κόλαση, η μαμά ο παράδεισος, η μαμά νεκρή…

Η μαμά πανταχού παρούσα, τεράστια κι ακατάβλητη. Η μαμά που για το χατίρι της τα κάναμε όλα. Γράψαμε, ερωτευθήκαμε, ελπίσαμε, θρηνήσαμε, αγαπήσαμε, μισήσαμε, παχύναμε, αρρωστήσαμε και ξαναγεννηθήκαμε πάλι μέσα απ’ τις στάχτες.

Όλα αυτά σε έναν ατέλειωτο θρηνητικό μοιρολόι, που είναι και θεραπευτικό, καθησυχαστικό νανούρισμα, σε ένα παιδί που μέσα μας δεν εννοεί να μεγαλώσει. Σε ένα παιδί που ποτέ δεν σταματά να απαιτεί και να αναζητά. Να το προσέξουν λίγο, να αγαπηθεί. Προκαλώντας, έστω. Και σπάζοντας τα παιχνίδια του.

«Μητέρα, σας μισώ. Είμαι πια σπιλωμένη…»

Κι αμέσως μετά: «Αφήσου, μητέρα, αφήσου στην αγάπη μου. Έτσι, θα στριφογυρίζουμε η μία γύρω από την άλλη. Αιώνια…»

Κι έτσι στριφογυρίζουν η μία γύρω από την άλλη, αιώνια. Δίνοντας την ίδια ευκαιρία πια και σε μας. Που σε μικρότερο ή μεγαλύτερο ποσοστό το έχουμε βιώσει το πρόβλημα.

Εξάλλου, ποιος αγαπήθηκε στη ζωή όσο θα ήθελε;

Ένα μαγευτικό σκληρό και τρυφερό κείμενο, άκρως ψυχαναλυτικό, αιρετικό και λυτρωτικό, το πιο αυθεντικό και σπαρακτικό της συγγραφέως του.

Άλλοτε θρίλερ, κάποιες άλλες στιγμές παραμύθι, ώρες- ώρες μέσα στο παραλογισμό και στην παραφορά, πιασμένο μονίμως απ’ την ουρά της μαγείας, μια ατελείωτη κραυγή που μόλις φτάνει στ’ αυτιά μας ο ψίθυρος, ικανός όμως να σπάσει τις φωνητικές χορδές εκείνου που τολμά και την βγάζει.

Αλλ’ όταν τελειώσει, πια το βιβλίο, συγγραφέας και αναγνώστης έχουν πια κι οι δυο, γιατρευτεί.

Μικρό αντίδωρο για το τέλος:

«Δεν ξέρω πως έγινα συγγραφέας. Ίσως η βαθιά δυστυχία να με ώθησε. Μια μέρα, άρχιζα το πρώτο μου μυθιστόρημα. Έκλαιγα από χαρά, τα δάκρυα μουτζουρώνανε τις σελίδες. Μητέρα, κι εσύ έκλαψες από χαρά. Τα γραμμένα χαρτιά επιτέλους μας χώριζαν. Εκείνη τη νύχτα δεν είχα εφιάλτες, με κατέκλυσε μια γλυκιά γαλήνη. Είχα γεννηθεί…»

Διότι καμία φορά γίνεται μάνα σου το γράψιμο. Η όποια τέχνη. Και τότε είσαι σωσμένος από χέρι.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top