Fractal

Διήγημα: “#ola_exoun_graftei”

Του Μπάμπη Καββαδία // *

 

f4

 

Το ταλαιπωρημένο απ’ το χρόνο ασανσέρ τον φέρνει αγκομαχώντας μέχρι τον τρίτο όροφο του καταθλιπτικού κτιρίου. Στο πρώτο του σπρώξιμο η βαριά σιδερένια πόρτα αρνιέται ν’ ανοίξει, οπότε αναγκάζεται να επιστρατεύσει και τον ώμο του. Μ’ ένα δυνατό τρίξιμο η πόρτα υποχωρεί. Η λάμπα φθορισμού που φωτίζει το στενό διάδρομο τρεμοπαίζει, προσπαθώντας να ειδοποιήσει όποιον αρμόδιο τύχει να περάσει από κάτω της, ότι πρέπει ν’ αλλαχθεί.

Ψάχνει να δει προς τα πού να πάει. Στον τοίχο απέναντί του μια ταλαιπωρημένη κόλλα Α4, που βρίσκεται σχεδόν στον αέρα, κολλημένη πρόχειρα με κιτρινισμένα κομμάτια σελοτέιπ, αναλαμβάνει να τον κατευθύνει: Να πάει δεξιά αν ενδιαφέρεται για την Υπηρεσία Λογοπαιγνίων, στ’ αριστερά αν θέλει να υποβάλει τις μυθοπλαστικές του ιδέες προς έγκριση στην Διεύθυνση Πρωτοτυπίας.

Λίγα βήματα τον φέρνουν μπροστά στη δεύτερη πόρτα. Το ένα του χέρι ήταν δεσμευμένο από έναν βαρύ φάκελο, οπότε τού ‘μενε το άλλο για να στρώσει με δυο απότομες κινήσεις το σακάκι του. Σφίγγει τον λαιμό του και τον στρίβει αριστερά και δεξιά μπας και κάνει κρακ -δεν είχε ιδέα πού θα μπορούσε να βοηθήσει μια τέτοια κίνηση, αλλά είχε δει που τό ‘καναν κι άλλοι πριν επιχειρήσουν κάτι σημαντικό-, ξεροβήχει για να καθαρίσει το λαρύγγι του και σηκώνει το ελεύθερο χέρι του για να χτυπήσει την πόρτα, λίγα εκατοστά κάτω απ’ την μπρούτζινη ταμπέλα με τις λέξεις «Διεύθυνση Πρωτοτυπίας Λογοτεχνικών Έργων» και «Διευθυντής» χαραγμένες σ’ αυτήν. Με το χέρι μετέωρο για λίγο εκτίμησε την εξαιρετική δουλειά του ταμπελά -σωστό βάθος στο χάραγμα των γραμμάτων, πλήρες γέμισμα με μαύρο χρώμα, συμμετρικές αποστάσεις ανάμεσα στους χαρακτήρες.

Το χτύπημα στην πόρτα έφερε το αναμενόμενο απ’ το μέσο νου αποτέλεσμα. Μια γυναικεία φωνή πίσω απ’ την πόρτα -μια απλή γυναικεία φωνή, χωρίς ιδιαίτερη τσαχπινιά αλλά και χωρίς τη στερεότυπη αδιαφορία που θα περίμενε κανείς από μια δημόσια υπάλληλο- ακούστηκε να του λέει «περάστε». Συμμορφώθηκε αμέσως με την προτροπή της και σε λίγα δευτερόλεπτα στεκόταν μπροστά της, σφίγγοντας νευρικά τον φάκελο των ιδεών του και με τα δυο του χέρια.

«Χαίρετε…» έκανε δισταχτικά στην μεσήλικη υπάλληλο, που ίσα που σήκωσε το βλέμμα της απ’ την οθόνη του υπολογιστή μπροστά της για να τον δει. Στα πολύ παλιά χρόνια, αν διέκρινε μια πρασινωπή αντανάκλαση στα γυαλιά που στέκονταν στην άκρη της μύτης της θα είκαζε -με μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας- ότι η υπάλληλος ήταν απασχολημένη με μια παρτίδα πασιέντζα. Με την εξέλιξη της τεχνολογίας όμως, την πασιέντζα αντικατέστησαν οι κινούμενες εικόνες του YouTube ή -όπως, κατά πάσα πιθανότητα, τώρα- η λευκωπή αντανάκλαση του Facebook. «Μα… γιατί τόση καχυποψία; Γιατί σώνει και ντε να κάνει κάτι άλλο πέρα απ’ τη δουλειά της; Γιατί να μην προέρχεται από έναν επεξεργαστή κειμένου αυτή η αντανάκλαση; Γιατί θέλω πάντα να βλέπω το κακό στους συνανθρώπους μου;» σκέφτηκε μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου, πριν της ξανααπευθύνει το λόγο.

«Βασιλόπουλος λέγομαι, έχω ραντεβού με τον κύριο Διευθυντή».

Τα μάτια της άφησαν την οθόνη και κατευθύνθηκαν προς μια ατζέντα στ’ αριστερά του πληκτρολογίου. Αφού επιβεβαίωσε το ραντεβού, του έκανε με τον ίδιο τόνο που τον προσκάλεσε να μπει στο γραφείο:

«Σας περιμένει. Περάστε από εκεί παρακαλώ» κι έτεινε με το πηγούνι της προς μια κλειστή πόρτα στα δεξιά της.

Επακολούθησε μια πανομοιότυπη με προηγουμένως αλληλουχία κινήσεων, μ’ ελάχιστες, αλλά ουσιώδεις διαφοροποιήσεις: για παράδειγμα, η φωνή που ακούστηκε πίσω απ’ την πόρτα ήταν αντρική -κάτι πάρα πολύ λογικό, αφού θα ήταν αδιανόητο μια τόσο σοβαρή υπηρεσία, όπως η Διεύθυνση Πρωτοτυπίας, να έχει γυναίκα διευθύντρια, σωστά;

Σ’ ελάχιστα δευτερόλεπτα ο Βασιλόπουλος καθόταν νευρικά στην άκρη μιας απ’ τις δύο καρέκλες που βρίσκονταν μπροστά απ’ τον Διευθυντή, έτοιμος να του εκθέσει τις ιδέες του. Η λέξη «ακούω», που βγήκε απ’ το στόμα του Διευθυντή, λειτούργησε σαν το πιστόλι του αφέτη σε έναν αγώνα δρόμου.

«Κοιτάξτε να δείτε», άρχισε ο Βασιλόπουλος, ανοίγοντας ταυτόχρονα τον φάκελο που κρατούσε στα χέρια του κι εξετάζοντας ένα ένα τα χαρτιά που είχε τοποθετήσει ο ίδιος πριν λίγες ώρες μέσα σ’ αυτόν με τη σειρά που θα τα χρειαζόταν. «Ο πυρήνας της ιστορίας μου σκέπτομαι να είναι ο παραθερισμός της ποιήτριας Μαρίας Πολυδούρη στο ορεινό θέρετρο –είχε προτιμήσει αυτή τη λέξη απ’ την ορθότερη “χωριό”- της Φτέρης Αιγίου, το καλοκαίρι του χίλια εννιακόσια είκοσι έξι.»

«Μμμμάλιστα. Μπορείτε εν συντομία να μου περιγράψετε τι συνέβη εκείνο το καλοκαίρι;» τον ρώτησε εξεταστικά ο Διευθυντής, σηκώνοντας παράλληλα το στυλό του για ν’ αρχίσει να κρατάει σημειώσεις σε κάτι κόλλες χαρτί που είχε μπροστά του. Στην κορυφή της πρώτης απ’ αυτές είχε γράψει με κεφαλαία –ευδιάκριτα απ’ το συνομιλητή του- γράμματα «ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ» και δίπλα την ώρα του ραντεβού τους.

«Λοιπόν. Ας ξεκινήσουμε από τα δεδομένα που έχουμε στη διάθεσή μας. Πρώτα πρώτα, για το χωριό. Η Φτέρη ή Πτέρη Αιγίου ήταν ένα διάσημο ορεινό θέρετρο, στα χίλια εκατό περίπου μέτρα υψόμετρο, μέσα σε πυκνό ελατόδασος και φημιζόταν για το καλό της κλίμα. Τα παραπάνω στοιχεία την έκαναν τον ιδανικό προορισμό για όσους αντιμετώπιζαν πνευμονολογικά προβλήματα, όπως φυματίωση.»

«Ήταν ένα είδος σανατορίου, δηλαδή».

«Ακριβώς», του απάντησε ο Βασιλόπουλος κι άρχισε να σκαλίζει τα περιεχόμενα του φακέλου του, ξεχωρίζοντας κάμποσες φωτοτυπίες. «Ορίστε, διαφημιστικές καταχωρήσεις στον τύπο της εποχής, αλλά και εκτενής ειδησεογραφία και ρεπορτάζ για την κίνηση που παρουσίαζε τα καλοκαίρια των δεκαετιών του είκοσι και του τριάντα η Φτέρη και τις προσωπικότητες που την επισκέπτονταν.» Άρχισε να τοποθετεί ένα ένα τα φύλλα στο γραφείο. «Απ’ τις εφημερίδες Νεολόγος και

Τηλέγραφος των Πατρών, Έρευνα του Αιγίου, τις αθηναϊκές Ακρόπολη, Πρωία και άλλες.» Όταν σώθηκαν οι εφημερίδες, σήκωσε πάλι τα μάτια του στον Διευθυντή, ξεκουράζοντας τα χέρια του στον φάκελο που είχε στα γόνατά του. «Μέσ’ από τα δημοσιεύματα αυτά θα διαπιστώσετε ότι οι καλοκαιρινοί παραθεριστές της Φτέρης, οι οποίοι σημειωτέον, ανήκαν στα μεσαία και τα υψηλότερα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας, δεν περνούσαν τον χρόνο τους μόνο με βόλτες στο πυκνό και καταπράσινο δάσος, αλλά και με πληθώρα κοινωνικών εκδηλώσεων υψηλού επιπέδου στα πολυτελή ξενοδοχεία που είχαν χτισθεί στο χωριό, όπως χοροεσπερίδες, καλλιτεχνικούς διαγωνισμούς κι ούτω καθεξής».

«Πολύ ωραία» ξεφύσηξε ο Διευθυντής χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά στις φωτοτυπίες που είχ’ ακουμπήσει μπροστά του ο Βασιλόπουλος. «Κι η ποιήτρια πώς βρέθηκε ‘κεί πέρα;» έκανε βαριεστημένα.

«Επιτρέψτε μου να σημειώσω ότι η Φτέρη ήταν πόλος έλξης κι αρκετών λογοτεχνών της περιόδου εκείνης. Πεζογράφων και ποιητών που άφησαν το στίγμα τους στην καλλιτεχνική δημιουργία της χώρας μας, όπως ο Βενέζης, ο Σικελιανός, ο Καρυωτάκης…»

«Αχά!» τον διέκοψε στο άκουσμα του ονόματος του ποιητή ο Διευθυντής. «Τώρα αρχίζω και βλέπω φως!» του έκανε χαμογελαστά, παροτρύνοντάς τον να συνεχίσει.

Ο Βασιλόπουλος χαμογέλασε νευρικά.

«Ναι… έχουμε λοιπόν πολλούς συγγραφείς να επιλέγουν την Φτέρη ως τόπο παραθερισμού τους, είτε είχαν προβλήματα υγείας είτε όχι. Θα σας το αναλύσω αργότερα αυτό, αλλά είμαι της άποψης ότι η Πολυδούρη επισκέφθηκε τη Φτέρη εκείνο το καλοκαίρι του είκοσι έξι όχι λόγω του Καρυωτάκη, όπως πιθανώς να υποθέσατε, αλλά λόγω του καλού κλίματος του ορεινού εκείνου χωριού.» Το απορημένο βλέμμα του Διευθυντή τον ενθάρρυνε να συνεχίσει. «Γνωρίζουμε ότι ήδη απ’ το είκοσι τρία, όσο ακόμα είχε… σχέση με τον Καρυωτάκη, η Πολυδούρη είχε προσβληθεί από αδενοπάθεια. Ίσως μάλιστα αυτή η ασθένεια να ήταν ένα καμπανάκι για τη φυματίωση που της έκοψε το νήμα της ζωής μετά από λίγα χρόνια. Η υγεία της λοιπόν ήταν ήδη εξασθενημένη κι ενδεχομένως στην επιβάρυνση της κατάστασής της να συνετέλεσε και το συναισθηματικό και ψυχολογικό πλήγμα που θα της προκάλεσε η απόρριψή της απ’ τον Καρυωτάκη.»

Ο Διευθυντής σήκωσε το χέρι του για να τον διακόψει.

«Πριν λίγο αναφερθήκατε κάπως δισταχτικά στη σχέση που είχε η Πολυδούρη με τον Καρυωτάκη. Ο δισταγμός σας σε τι οφείλεται; Είσαστε της άποψης ότι δεν υπήρξε ερωτική επαφή ανάμεσα στους δύο; Ότι, παρόλο που είχε τη φήμη της τσούλας, ή έστω της εύκολης, ο Καρυωτάκης απέφυγε τις επαφές μαζί της για να την προστατέψει από την ασθένειά του;»

Δαγκώθηκε. Την περίμενε μια τέτοια ερώτηση. Δεν γίνεται να γράψεις κάτι γι’ αυτούς τους δύο χωρίς να πάρεις μια συγκεκριμένη θέση πάνω σ’ αυτό το ζήτημα. Κι όμως, θα το προσπαθούσε.

«Επιτρέψτε μου να μην πάρω μια συγκεκριμένη θέση πάνω σ’ αυτό το ζήτημα. Όχι τουλάχιστον ακόμα. Αφήνω αχαρακτήριστη τη σχέση τους, γιατί αυτό που με νοιάζει κυρίως είναι η αντανάκλαση στο μυαλό της Πολυδούρη αυτού που ζούσε με τον Καρυωτάκη, τα αισθήματα που της προκαλούσε, οι πράξεις στις οποίες την οδηγούσε, τα γραφτά που γεννιούνταν απ’ αυτά τα ερεθίσματα. Για να παραφράσω κάποιους στίχους της, δεν μ’ ενδιαφέρουν τόσο τα μυστικά της όσο το πώς αυτά την τρέλαιναν.»

Ο Διευθυντής σούφρωσε τα χείλη του, μάλλον ανικανοποίητος, και του ένευσε να συνεχίσει.

«Λοιπόν… Μετά την απόρριψη των προτάσεών της να παντρευτούν, η Πολυδούρη συνεχίζει τη ζωή της, τις σπουδές της, την εργασία της, ενώ στον κύκλο των θαυμαστών της εντάσσεται κι ένας αξιόλογος νεαρός δικηγόρος, με τον οποίον συνδέεται και φτάνουν μέχρι και τον αρραβώνα.»

«Αχά!» έκανε ο Διευθυντής.

«Την άνοιξη του είκοσι έξι όμως η Πολυδούρη φτάνει σε μια σημαντική καμπή της ζωής της. Αποπειράται ν’ ασχοληθεί με το θέατρο, έχει απολυθεί απ’ την δουλειά της στη Νομαρχία, έχει παρατήσει τις σπουδές της στη Νομική Σχολή, ενδεχομένως αποξενώνεται κι απ’ τον αρραβωνιαστικό της. Το μικρό της δωματιάκι στη διασταύρωση των οδών Μεθώνης και Ιπποκράτους γίνεται κέντρο διερχομένων». Ξανά μανά σκάλισμα στο φάκελο, για να εντοπίσει το σχετικό απόσπασμα από την μαρτυρία ενός φίλου της, ποιητή κι εκείνου, που έμενε ένα δρόμο παραπέρα, Ασκληπιού και Καλλιδρομίου.

Ο Διευθυντής είχε αρχίσει να δυσφορεί. Ή τουλάχιστον κάτι τέτοιο υποδήλωνε η συχνότητα με την οποία έπαιρνε το βλέμμα του από τον συνομιλητή του και το έστρεφε άκομψα στο ρολόι που φορούσε στον αριστερό του καρπό.

«Οπότε για να ξεφύγει απ’ τη μιζέρια της και για να φροντίσει και την υγεία της η Πολυδούρη πάει στη Φτέρη. Και τι ακριβώς έκανε, εκεί; Κράταγε ημερολόγιο;»

Εκ νέου ψάξιμο στο φάκελο.

«Κοιτάχτε… ημερολόγιο πλέον δεν κράταγε. Η τελευταία της καταχώρησή είναι στις δεκαπέντε Ιούνη του είκοσι πέντε, αλλά αυτό θα σας το παρουσίαζα αργότερα.» Εντόπισε το χαρτί που έψαχνε, αλλά το κράτησε μέσα στο φάκελο, με το δάχτυλό του να μαρκάρει το σημείο. Συνέχισε να λέει στον αδημονούντα Διευθυντή: «Είναι περισσότερο από βέβαιο ότι στη Φτέρη η Πολυδούρη συνέγραψε το μοναδικό της πεζό, ένα άτιτλο μυθιστόρημα, στο οποίο περιγράφει με σκωπτική διάθεση τον κοινωνικό της περίγυρο στην Αθήνα. Ενδεχομένως αυτή η απόπειρά της, να σκαρώσει ένα πεζό, να εντασσόταν στην προσπάθειά της να βγει από την ποιητική σκιά του Καρυωτάκη. Επίσης πιθανολογούμε ότι στη Φτέρη πήρε σημαντικές αποφάσεις για το μέλλον της. Λίγο μετά τον παραθερισμό της εκεί διαλύει τον αρραβώνα με τον δικηγόρο κι αναχωρεί για το Παρίσι για να σπουδάσει μοδίστρα. Εκεί προσβάλλεται από φυματίωση, επιστρέφει στην Ελλάδα και τελικά πεθαίνει το χίλια εννιακόσια τριάντα, μόλις στα είκοσι οκτώ της.»

«Ωλαλά!» έκανε ο Διευθυντής, για να συνεχίσει πιο βλοσυρός. «Όλ’ αυτά που μου αναφέρατε κύριε… -έκανε πως ήθελε λίγη ώρα για να θυμηθεί τ’ όνομα, λες και δεν το είχε γραμμένο μπροστά του- Βασιλόπουλε ακούγονται ενδιαφέροντα, αλλά θα ήταν πιο ταιριαστά για σενάριο ενός ντοκιμαντέρ ή για μια φιλολογική πραγματεία. Δεν μπορώ να διακρίνω την μυθοπλασία και το γιατί απασχολείτε πολύτιμο χρόνο δικό μου και της υπηρεσίας μου. Βιογραφία θέλετε να γράψετε;»

«Εεε… επιτρέψτε μου να ολοκληρώσω!» έκανε μ’ αγωνία ο Βασιλόπουλος. «Όλ’ αυτά που σας ανέφερα ήταν μόνο το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο θα χτιστεί το λογοτέχνημά μου!»

«Επιτέλους κύριε Βασιλόπουλε! Πείτε μου τι ακριβώς θέλετε!» Αυτή τη φορά δεν καθυστέρησε να θυμηθεί το όνομά του.

«Λοιπόν. Ανέφερα πριν ότι ο λόγος για τον οποίο επέλεξε τη Φτέρη για παραθερισμό η Πολυδούρη ενδέχεται να ήταν το κλίμα, που θα της έκανε καλό στο πρόβλημα υγείας που αντιμετώπιζε.»

«Το είπατε αυτό. Ισχυρίζεστε ότι δεν πήγε για τον Καρυωτάκη.»

«Ακριβώς. Αλλά, υπάρχουν πολλοί που εκτιμούν ότι, ακόμα και μετά την απόρριψή της, η Πολυδούρη συνέχισε ν’ αγαπάει με πάθος τον Καρυωτάκη. Προς επίρρωση αυτού επικαλούνται την τελευταία, πολύ ποιητική, καταχώρηση στο ημερολόγιό της, ένα χρόνο πριν τη Φτέρη, όπου επί λέξει κατέγραψε τα εξής, κατά πάσα πιθανότητα για τον Καρυωτάκη: “Με την καρδιά δεμένη…”» Σταμάτησε την ανάγνωση γιατί το χέρι του Διευθυντή του έκανε απότομα να προχωρήσει παραπέρα. «Ναι, με συγχωρείτε. Εδώ είναι το απόσπασμα…», είπε και άφησε πάνω στα άλλα χαρτιά και την φωτοτυπία του ημερολογίου της ποιήτριας, για να συνεχίσει: «Εκεί λοιπόν μπορώ να έρθω εγώ, ως συγγραφέας, και να υποστηρίξω ότι η Πολυδούρη ανέβηκε στη Φτέρη με την ελπίδα να δει μια τελευταία φορά τον Καρυωτάκη, να του εξομολογηθεί ξανά τον ασίγαστο έρωτά της γι’ αυτόν και να του επαναλάβει την πρότασή της να παντρευτούν, σε ένα πιο απομονωμένο και ειδυλλιακό περιβάλλον από την Αθήνα. Ίσως και να τον προσκάλεσε με κάποιο τρόπο να τη συναντήσει εκεί πέρα.» Σκάλισε το φάκελό του και βρήκε έναν πάκο με προπολεμικές φωτογραφίες της Φτέρης, για να τις έχει έτοιμες να τις πασάρει στον Διευθυντή. «Θα αποπειραθώ λοιπόν, ως λογοτέχνης, να συνδέσω κάθε βήμα της Πολυδούρη στη Φτέρη του χίλια εννιακόσια είκοσι έξι με την προσμονή της ν’ αντικρίσει τον αγαπημένο της. Θα την βάλω ν’ αναρωτιέται στην θέα του κάθε δένδρου, της κάθε ραχούλας, της κάθε πηγής, πώς να ένιωθε ο Καρυωτάκης όταν τ’ αντίκριζε κι αυτός. Άραγε να έσκυψε κι αυτός να πιάσει λίγο νεράκι στις Πέντε Βρύσες;…», -ξεχώρισε μια κιτρινισμένη φωτογραφία, όπου φαινόταν ένας αγρότης να ποζάρει με καμάρι στο φακό και το γαϊδούρι του να πίνει λαίμαργα το νερό της πηγής- «…να πήρε κι αυτός ένα σύντομο κολατσιό στο μακρινό ξωκλήσι του Αη-Γιώργη…» -έβαλε από πάνω μια κιτρινισμένη φωτογραφία, όπου μια παρέα καλοντυμένων κυρίων, με σκληρά καπέλα, σκούρα σακάκια και φροντισμένα μουστάκια, και καλοντυμένων κυριών, με δαντελένια μακριά φορέματα, καπελίνα με φτερά, και παρασόλια κάθονταν κατάχαμα, σ’ απλωμένα σεντόνια, κάτω απ’ τα πλατάνια και τα ελάτια, ανάμεσα σε καλάθια και πιάτα με φαγητό και μπουκάλες και ποτήρια με κρασί- «…αντικρίζοντας

την θέα που κόβει την ανάσα προς τον κάμπο του Αιγίου, τον Κορινθιακό Κόλπο και τον περήφανο Παρνασσό στη Ρούμελη;…» -σειρά είχε μια φωτογραφία από την οποία απουσιάζουν εκκωφαντικά όλα τα σημάδια με τα οποία ασχήμυνε ο άνθρωπος την περιοχή, η εθνική οδός κι οι άλλοι δρόμοι, η πυκνοδομημένη πολιτεία στο βάθος, δίπλα στη θάλασσα, κι απέναντι οι σκαμμένες και χάσκουσες σαν πληγές, κατακόκκινες απ’ τον βωξίτη, πλαγιές του Παρνασσού. «…Άραγε, συμμετείχε κι αυτός στις βαρετές χοροεσπερίδες στο ξενοδοχείο Βίλα Ελάτια…» -τώρα εμφάνισε τη φωτογραφία της βεράντας ενός χαριτωμένου ξενοδοχείου που εύκολα θα το τοποθετούσαμε στις Άλπεις – «… που την τραβούσαν γνωστοί και φίλοι, στις οποίες πραγματοποιείτο μια μάταιη προσπάθεια να μεταφερθεί στο γραφικό χωριουδάκι η λάμψη της αθηναϊκής υψηλής κοινωνίας; Άραγε χανόταν κι αυτός στο δάσος και σκάλιζε, καθισμένος στο παχύ χορτάρι με την πλάτη στο χοντρό κορμό κάποιου ελάτου, λέξεις και στίχους σε κάποιο ταλαιπωρημένο σημειωματάριο;…» –μια ακόμα κιτρινισμένη φωτογραφία από την εξοχή, με τα ψηλά ελάτια να σχηματίζουν ένα αδιαπέραστο σχεδόν απ’ τον ήλιο καταφύγιο.

Όσην ώρα μιλούσε ο Βασιλόπουλος, τα χέρια του ακουμπούσαν τις φωτογραφίες στο γραφείο μπροστά του σχεδόν από μόνα τους, μηχανικά, μιας κι ο νους του ταξίδευε αλλού. Η ματιά του είχε τρυπήσει νοερά τον τοίχο απέναντί του κι είχε χαθεί στο άπειρο, αντικρίζοντας τις ίδιες σκηνές που τοποθετούσε μπροστά στα μάτια των ηρώων του.

Με ένα σβέλτο κούνημα του κεφαλιού του, επέστρεψε στο σήμερα.

«Κι επί πλέον… γιατί να δεχτούμε την άποψη που θέλει τη συγγραφή του πεζού από την Πολυδούρη να είναι μια προσπάθεια χειραφέτησης; Γιατί να μην την παρουσιάσουμε ως μια απόπειρα να συμπληρώσει το έργο του καλού της; Να προσπαθεί να του υποδείξει μ’ αυτόν τον τρόπο ότι η ένωσή τους θα τους ολοκλήρωνε και ως ανθρώπους και ως καλλιτέχνες;»

Σα ν’ αδιαφορούσε γι’ αυτά που άκουγε, ο Διευθυντής είχε στραφεί στον υπολογιστή του και πληκτρολογούσε κάτι με μανία -μάλλον τα δεδομένα που του έδινε ο συγγραφέας. Η ιδέα του Βασιλόπουλου δεν του φαινόταν τελείως ξένη. Ήθελε όμως να το επιβεβαιώσει.

«Θα σας απογοητεύσω, αλλά αυτή η υπόθεση έχει ήδη διατυπωθεί σε έργο μυθοπλασίας», ανακοίνωσε θριαμβευτικά στο συγγραφέα, για να τον δει να ξεφουσκώνει. «Σειρά “Καρυωτάκης” του Τάσου Ψαρρά, έτος παραγωγής 2008, επεισόδιο 17.»

«Ναι… το γνωρίζω», έκανε ο Βασιλόπουλος, προετοιμασμένος γι’ αυτήν την παρατήρηση. «Παρόλο που η σειρά δεν στέκεται στο συγκεκριμένο καλοκαίρι με τις λεπτομέρειες και τον τρόπο που θέλω να περιγράψω εγώ, όντως, παρουσιάζει την Πολυδούρη να κατευθύνεται στη Φτέρη με την ελπίδα να συναντήσει τον ποιητή.» Πήρε μια βαθιά ανάσα κι άρχισε να ξανασκαλίζει τον φάκελό του. «Όπως και να ‘χει, όμως, δεν είχα σκοπό το έργο μου να σταθεί μόνο στον έρωτα Πολυδούρη-Καρυωτάκη.»

Ο μορφασμός που σχηματίστηκε στο πρόσωπο του Διευθυντή μαρτυρούσε την πεποίθησή του ότι ο συγγραφέας, πάνω στην απελπισία του για την διαφαινόμενη απόρριψη, είχ’ αρχίσει να πετάει ιδέες που κατέβαζε εκείνη τη στιγμή. Του έκανε ενοχλημένος:

«Σας παρακαλώ πολύ, κύριε… Βασιλόπουλε. Μη συνεχίσετε να μ’ απασχολείτε αν δεν έχετε κάτι σοβαρό να μου παρουσιάσετε.»

«Όχι, όχι, σας ικετεύω, ακούστε με!» Σήκωσε ψηλά τον φάκελο. «Να, τα έχω όλα καταγραμμένα εδώ! Όλες οι σκέψεις κι οι ιδέες που θα σας παρουσιάσω είναι εδώ! Ακούστε με, σας παρακαλώ!»

Ο Διευθυντής του έκανε ένα βαριεστημένο νεύμα να συνεχίσει.

«Λοιπόν. Η ιστορία που έχω στο μυαλό μου κινείται σε δύο επίπεδα. Και… με κάποιον τρόπο και τα δύο αυτά επίπεδα θα περιστρέφονται γύρω απ’ τον πυρήνα που σας προανέφερα: το καλοκαίρι της Πολυδούρη το είκοσι έξι στη Φτέρη. Το ένα επίπεδο λοιπόν είναι η λογοτεχνική υπόθεση η Πολυδούρη να προσμένει στο χωριό τον Καρυωτάκη. Κι όταν, βέβαια, αυτός δεν φαίνεται, η Μαρία, καταρρακωμένη από μια ακόμα άρνησή του, αποφασίζει οριστικά να φύγει απ’ την Ελλάδα, για πάντα.»

«Και το δεύτερο επίπεδο;» έκανε ο Διευθυντής μ’ ανυπομονησία.

«Το δεύτερο επίπεδο να διαδραματίζεται στο σήμερα. Ένα ζευγάρι μελετητών, φιλόλογων, ιστορικών ή κάτι τέτοιο, να διεξάγουν μια επιστημονική έρευνα για τον Καρυωτάκη και την Πολυδούρη και ν’ ασχολούνται προφανώς και μ’ εκείνο το καλοκαίρι του είκοσι έξι. Να επιδιώκουν να λύσουν τα μυστήρια που κρύβονται σ’ αυτό, διυλίζοντας τη σχέση των δύο ποιητών και τα κείμενά τους, που είχαν γραφτεί την περίοδο αυτή, αναζητώντας παντού το παραμικρό ίχνος για κάτι ενδιαφέρον, για κάτι που δεν είχε ειπωθεί μέχρι τώρα….» Κόμπιασε για λίγο, γιατί η επόμενη φράση απαντούσε και σε ένα προηγούμενο ερώτημα του Διευθυντή. «Ίσως να είναι αποφασισμένοι να δώσουν μια κατηγορηματική απάντηση για το είδος της σχέσης των δύο νέων. Παρακολουθώντας, λογοτεχνικά πάντα, την έρευνα των δύο μελετητών, θα παρελάσουν μπροστά στον αναγνώστη της ιστορίας μου όλες οι απόψεις, όλες οι θεωρίες…» Πήρε μια ανάσα. «Κι ερευνώντας τη σχέση Καρυωτάκη – Πολυδούρη, οι δύο αυτοί μελετητές να παλεύουν να σώσουν τη δικιά τους σχέση, προσπαθώντας να δανειστούν λίγο από το πάθος των ποιητών…»

Ο Διευθυντής είχε στραφεί ξανά στην οθόνη του υπολογιστή του και πληκτρολογούσε με μανία. Όταν ο Βασιλόπουλος έκανε μια μικρή παύση για να πάρει μια ανάσα, του είπε:

«Θα σας στεναχωρήσω -η ματιά του δεν μαρτυρούσε συμπόνια, αλλά σαδισμό πλέον!-, αλλά και αυτό το κόνσεπτ που μου παρουσιάζετε έχει ξαναειπωθεί. Πρόκειται για το μυθιστόρημα “Possession” κάποιου…-έσκυψε πιο κοντά στην οθόνη- Byatt, που εκδόθηκε το 1990 κι έγινε ταινία το 2002. Δύο φιλόλογοι ερευνούν το έργο και τις σχέσεις δύο ποιητών της Βικτωριανής Αγγλίας. Και παράλληλα με την ερωτική σχέση των ποιητών, ο θεατής παρακολουθεί και τη σχέση των δύο φιλόλογων…» σήκωσε τα μάτια του απ’ την οθόνη κι έκανε στο συγγραφέα κοιτώντας τον στα μάτια, «…και τα λοιπά και τα λοιπά και τα λοιπά.» Κάθισε αναπαυτικότερα στην διευθυντική του πολυθρόνα, περιμένοντας την αντίδραση του άλλου.

Ο Βασιλόπουλος άρχισε να μαζεύει τα χαρτιά του. Η φράση “η απογοήτευση ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του” αδυνατεί να περιγράψει την εικόνα που παρουσίαζε εκείνη τη στιγμή. Η απογοήτευση είχε κυριεύσει κάθε μυ, κάθε κύτταρό του κι ούρλιαζε απελπισμένα. Λίγο πριν σηκωθεί απ’ την καρέκλα του όμως, κάτω απ’ το ανυπόμονο βλέμμα του Διευθυντή, κοντοστάθηκε.

«Έχετε υπ’ όψη σας μια σειρά του δυο χιλιάδες δέκα τέσσερα, την “The Affair”;»

Ο διευθυντής μισόκλεισε διερευνητικά τα μάτια του, φανερώνοντας την προσπάθειά του να καταλάβει πού το πήγαινε ο συγγραφάκος.

«Αναφέρεστε στη σειρά που αντιγράφει απ’ το “Rashomon” την αφήγηση των ίδιων περιστατικών παραλλαγμένα απ’ τους πρωταγωνιστές, ανάλογα με την οπτική τους γωνία, και απ’ το “True Detective” το γεγονός ότι αυτές οι αφηγήσεις γίνονται στα πλαίσια κατάθεσης ενώπιον αστυνομικών οργάνων;»

Ο Βασιλόπουλος δεν μπόρεσε να μη γουρλώσει τα μάτια του με έκπληξη, την οποία ο Διευθυντής ρούφηξε αυτάρεσκα, γέρνοντας προς τα πίσω στην δερμάτινη πολυθρόνα του και κροταλίζοντας τα δάχτυλά του.

«Εμ… τι νομίζετε ότι κάνουμε στην Υπηρεσία, κύριε… Βασιλόπουλε; Κριτσίνια σπάμε;» του έκανε με ένα ειρωνικό χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του.

Σαν να μην κατάλαβε την αναφορά -ναι, την θυμόταν καλά τη σκηνή με τον Χάρρυ Κλυνν και τον Παπαδόπουλο στο «Γυναίκες Δηλητήριο» του Ζερβού– ο Βασιλόπουλος συνέχισε δειλά τη σκέψη του.

«Στο τρίτο επεισόδιο λοιπόν αυτής της σειράς ο κεντρικός ήρωας, ένας νέος συγγραφέας, συνομιλεί με έναν έμπειρο λογοτεχνικό ατζέντη για το θέμα που θα έχει το δεύτερο βιβλίο του. Ο ατζέντης μόλις ακούει την βασική ιδέα, τον παράνομο έρωτα ανάμεσα σε έναν δυναμικό πρωτευουσιάνο και μια εγκλωβισμένη χωριάτισσα, που συμβολίζει το θάνατο της αμερικανικής επαρχίας, του κάνει “Το έχω διαβάσει αυτό”….», ο Βασιλόπουλος κοντοστάθηκε λίγο, «…κάπως όπως με απορρίπτετε εσείς τώρα. Και στη συνέχεια ο ατζέντης ρωτάει τον συγγραφέα “Και τι κάνει ξεχωριστή τη δικιά σας ιστορία; ” Ο συγγραφέας σκέφτεται για λίγο και του λέει κάτι που ολοφάνερα μόλις του είχε έρθει στο μυαλό: “Τη σκοτώνει… στο τέλος”.»

Τα μάτια του Διευθυντή άστραψαν.

«Για συνεχίστε.»

«Χα! Αυτό ακριβώς έγινε και στη σειρά, θυμάστε; Ο ατζέντης απάντησε στο συγγραφέα “Αυτό μ’ ενδιαφέρει”.»

Ο Βασιλόπουλος χαλάρωσε στην καρέκλα του και συνέχισε.

«Να μην είναι λοιπόν ένα ζευγάρι συναδέλφων, όπως στο “Possession”, αφού σας ενοχλεί τόσο. Να πρόκειται για μια σχέση που μοιάζει αμυδρά μ’ αυτήν ανάμεσα στον Καρυωτάκη και την Πολυδούρη. Ο μεγαλύτερος, φτασμένος, που εισπράττει, χωρίς ν’ ανταποκρίνεται ιδιαίτερα, το θαυμασμό της μικρότερης και παθιασμένης κοπέλας. Να έχουμε… έναν ώριμο συγγραφέα και μια νεαρή θαυμάστριά του.» Τον είδε ν’ ανοίγει το στόμα του για να προβάλει κάποια ένσταση και προσπάθησε να τον προλάβει, με μια ένταση που δεν κατάλαβε πώς φούντωσε μέσα του. «Ω, σας παρακαλώ, δεν είναι δυνατόν να σας χαλάει κι αυτό! Τι θ’ απομείνει αν απορρίπτετε κάθε ιδέα που περιέχει αυτό το τόσο κλασικό μοτίβο; Αφήστε με να ολοκληρώσω!»

Ο Διευθυντής σήκωσε δυσανασχετώντας τους ώμους του, αλλά άφησε τον Βασιλόπουλο να συνεχίσει.

«Έχουμε λοιπόν ένα συγγραφέα και μια φοιτήτρια που τον βοηθάει στην έρευνά του για ένα βιβλίο του πάνω στη σχέση της Πολυδούρη με τον Καρυωτάκη. Οι δυο τους φτάνουν στη Φτέρη, παρακολουθώντας τα γεγονότα του καλοκαιριού του είκοσι έξι. Η φοιτήτρια όχι απλά θαυμάζει, αλλά είναι ερωτευμένη με το συγγραφέα, ο οποίος όμως δεν ανταποκρίνεται. Θέλετε γιατί είναι παντρεμένος; Θέλετε γιατί είναι ομοφυλόφιλος; Θέλετε γιατί κρύβει μια τραγική ιστορία, που δεν του επιτρέπει ν’ ανταποκριθεί στα αισθήματα της κοπέλας, όπως θέλει να ερμηνεύει η κρατούσα γνώμη την απόρριψη απ’ τον Καρυωτάκη των προτάσεων της Πολυδούρη; Θα το βρούμε αυτό. Μέσα λοιπόν από την πορεία της έρευνας και την προσέγγιση στην ιστορία των δύο ποιητών, το πάθος της κοπέλας για το συγγραφέα φουντώνει. Άραγε… βγαίνουν στην επιφάνεια τα daddy issues της; Προβάλει στον εαυτό της συναισθήματα που αποδίδει στην Πολυδούρη; Μαγνητίζεται από την δυναμική προσωπικότητα του συγγραφέα, από το κύρος του;»

«Πφφφφ…..» ξεφύσηξε ο διευθυντής. «Σας παρακαλώ πολύ, είμαι αρκετά χρόνια σ’ αυτήν την δουλειά κι έχω δει όλα τα πιθανά κλισέ με τα οποία περιγράφετε εσείς οι συγγραφείς τις σχέσεις αυτές. Παίρνετε μια θεωρία ψυχολογίας και την προσαρμόζετε στους ήρωές σας. Πιάνετε μια πραγματική, άρα και παντελώς αδιάφορη ερωτική ιστορία –τις πιο πολλές φορές δικιά σας- και προσπαθείτε να την αναδείξετε ως κάτι μείζον. Προχωρήστε λίγο. Φτάστε στο φόνο. Ποιος σκοτώνει ποιον και γιατί.»

Ο Βασιλόπουλος πάγωσε. Ένιωθε το κεφάλι του αδειανό και προσπάθησε να το μετατρέψει σε μια συσκευή αναπαραγωγής βίντεο ή βιβλίων, με την οποία θα σκάναρε όσο περισσότερα έργα μπορούσε σε όσο το δυνατόν πιο σύντομο χρόνο, μπας κι έβρισκε κάτι ενδιαφέρον για να παρουσιάσει στον απαιτητικό Διευθυντή. Νερόβραστες αισθηματικές ιστορίες κι αστυνομικά στριμώχτηκαν στα εγκεφαλικά του κύτταρα μαζί με σπλατεριές, παρωδίες, τσόντες.

Ωωω… Ο φόνος να είναι απόπειρα της κοπελιάς να «διορθώσει» στο σήμερα την πραγματικότητα του παρελθόντος που έκανε τους έτσι κι αλλιώς καταδικασμένους από την μοίρα ποιητές να πεθαίνουν με διαφορά δυο χρόνων; Να σκοτώνει τον συγγραφέα και ν’ αυτοκτονεί κι η ίδια; Να διαπράττει το φόνο ο συγγραφέας, γιατί η μικρή είχε καταντήσει ενοχλητική; Από απελπισία για το μάταιο της σχέσης τους; Να εμπλεκόταν και κάποιος τρίτος, κάποιος εραστής ή κάποιος επίσημος αγαπημένος; Ρωμαίος και Ιουλιέτα; Κάρμεν; Άννα Καρένινα; Εκείνο το επεισόδιο με την κρεατόσουπα, της 10ης Εντολής; Είχε δίκιο ο Διευθυντής… Δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα πρωτότυπο.

Αλλά απ’ την άλλη… φόνος; Αφαίρεση ανθρώπινης ζωής; Τι προβλήματα θα έλυνε μια τέτοια εξέλιξη της ιστορίας, μεγαλύτερα απ’ την κοινωνική απαξία που θα επέφερε το έγκλημα; Πόσο πιο ισχυρός είναι ο Έρως απ’ τις Ερινύες; Πόσο προβληματική θα μπορούσε να είναι μια σχέση, που ένα απ’ τα δύο μέρη της θ’ αναγκαζόταν να καταφύγει στο έγκλημα για να επιφέρει την “Λύση” των αρχαίων τραγωδιών; Αχ… γιατί αφέθηκε να συρθεί στην παγίδα που του έστησε ο Διευθυντής;

Η ιστορία που είχε στο μυαλό του μέχρι εκείνο το πρωί δεν περιελάμβανε τίποτα τόσο τραγικό, πέρα από την έτσι κι αλλιώς τραγική σχέση Καρυωτάκη – Πολυδούρη. Τα περιστατικά του παρελθόντος αυτουνού του χρησίμευαν περισσότερο ως αφορμή για να ξαναζωντανέψει, έστω και στο χαρτί, τη Φτέρη του Μεσοπολέμου, το χωριό στο οποίο, αρκετές δεκαετίες αργότερα, πέρασε τα καλοκαίρια της παιδικής του ηλικίας. Λίγο τον ένοιαζε η σχέση, ακόμα και το έργο, των δύο ποιητών.

Το πολύ πολύ να χρησιμοποιούσε την ρομαντική άποψη που είχε επικρατήσει στη συνείδηση του κόσμου γι’ αυτά, φέρνοντάς τα σ’ απόλυτη αντιπαράθεση με την ερωτική ιστορία του σήμερα. Οι δύο ήρωες που ψήνονταν από πόθο και πέθαναν ανικανοποίητοι και πληγωμένοι τόσο από την κοινωνία όσο κι ο ένας απ’ τον άλλον -ή έστω, φέρονται να νιώθουν έτσι-, να μην έχουν καμία σχέση με τους σημερινούς.

Ο άντρας να είναι ένας κυνικός ηδονιστής, ανίκανος να αισθανθεί το παραμικρό, όπως στοργή, αγάπη, έγνοια για κάποιον άλλον. Μόνο λαγνεία και φιλοδοξία για καταξίωση. Κοινωνική, καλλιτεχνική. Να μην μπορεί να ξεχωρίσει τι του προσέφερε περισσότερη ηδονή: οι περιπτύξεις με θελκτικές εκπροσώπους του αντίθετου φύλλου ή οι επευφημίες κι οι διθυραμβικές κριτικές στο έργο του; Πότε ένιωθε να σκιρτά περισσότερο το όργανο που κρεμιόταν ανάμεσα στα πόδια του; Στη θέα ενός καλλίγραμμου γυναικείου κορμιού ή μιας γεμάτης αίθουσας, όπου δεκάδες ζευγάρια μάτια παρακολουθούσαν μαγνητισμένα κάθε του κίνηση, δεκάδες ζευγάρια αυτιά ρουφούσαν κάθε του ήχο;

Κι από την άλλη, η γυναίκα να είναι… πώς να είναι; Πού να ήξερε πώς να την παρουσιάσει; Τι ήξερε από δαύτες; Τι είχε μάθει τόσα χρόνια; Τρίχες. Ήταν αναπόφευκτο: θα υπέτασσε την πραγματικότητα στις δικές του φαντασιώσεις, στ’ απωθημένα του. Κάθε γυναίκα που πλησίαζε του φάνταζε σαν ένα ατίθασο ξωτικό, σαν μια οντότητα από έναν άλλον κόσμο, πιο ελεύθερο, πιο μαγικό, που επέλεγε τους συντρόφους της -κι αυτόν- με κριτήρια που όριζε η δικιά της, μυστηριώδης φύση. Γρήγορα όμως τον απογοήτευε η ζοφερή πραγματικότητα, που δεν έλεγε με τίποτα να προσαρμοστεί στις επιδιώξεις και τις παραξενιές του. Μπα, ο Μπουκόφσκι το είχε πει καλύτερα, για την αγάπη που είναι η ομίχλη που διαλύεται στο πρώτο φως της πραγματικότητας.

Ω! Αυτός θα τις εκδικιόταν όλες τους για την παράλογη επιμονή τους να παραμένουν προσκολλημένες σ’ αυτή τη σιχαμένη πραγματικότητα: Την κοπέλα του καθηγητή θα την παρουσίαζε σαν μια αδέσμευτη νεράιδα, απαλλαγμένη απ’ τους καθωσπρεπισμούς της κοινωνίας, που του δινόταν για λόγους που μόνο αυτή ήξερε. Κι ο συγγραφέας της ιστορίας δεν αφήνει ανεκμετάλλευτα τ’ αλλόκοσμα κριτήρια που έσπρωξαν στην αγκαλιά του τούτη τη μαγική ύπαρξη. Τη ρουφάει και την απολαμβάνει, αξιοποιεί με την ανοχή της το πάθος και τη γοητεία της στις επιδείξεις του.

Κι η αντίθεση; Την ώρα που το πάθος χίλια εννιακόσια είκοσι γεννούσε στίχους που φλέρταραν με τον παραλογισμό, απαξιώνοντας κι αρνούμενοι την πραγματικότητα, οι ήρωες του δυο χιλιάδες είκοσι να ικανοποιούν τις σεξουαλικές, τις κοινωνικές και τις πνευματικές τους ανάγκες με τον πιο ανέξοδο συναισθηματικά τρόπο. Απαλλαγμένοι από δεσμεύσεις και ταμπού, να έχουν καταφέρει να δρουν χωρίς να ξοδεύονται σε αγωνίες κι ανούσιους προβληματισμούς του στυλ “μ’ αγαπά, δεν μ’ αγαπά”. Να… «σπουδάζουν τη ζωή», αλλά αντίθετα απ’ το τραγούδι του Μάλαμα, να μην ξεχνάν και να ζουν.

Η δουλειά τους όμως δεν τους επιτρέπει ν’ αποστασιοποιηθούν πλήρως. Βουτηγμένοι όπως είναι σ’ αυτά που ερευνούν, οι στίχοι εκείνοι οι εξωφρενικοί, του χίλια εννιακόσια είκοσι, τρυπούνε απαιτητικοί στο μυαλό τους. Τι στο καλό έκανε την Πολυδούρη να γράψει τέτοια λόγια; Όση σαβούρα κι αν της είχαν στοιβάξει στο μυαλό η ανατροφή της κι οι αντιλήψεις της εποχής -αυτά που χλεύαζε στο πεζό που έγραψε στη Φτέρη!-, γιατί αναπαρήγαγε τέτοιες καταφανέστατες αηδίες; Γιατί δεν μπορούσε ν’ αντιληφθεί πόσο μάταιες ήταν οι αγωνίες της; Τι κενά έλπιζε να της γεμίσει ο Καρυωτάκης -κι ο κάθε Καρυωτάκης, εδώ που τα λέμε; Κι ο ποιητής; Πώς την αντιμετώπιζε; Πίσω από ποιους στίχους εξέφραζε ή έκρυβε τα συναισθήματά του;

Εκεί ο Βασιλόπουλος ήταν αναγκασμένος να βάλει το συγγραφέα του σήμερα να κλονίζεται, να λυγίζει, να κατεβαίνει από το βάθρο στο οποίο είχε τοποθετήσει ο ίδιος τον εαυτό του… Να μην του αρκεί η ομορφιά με την οποία στόλιζε πρόσκαιρα η φοιτητριούλα την μουντή του ύπαρξη. Να διαπιστώνει ότι του ήταν αδύνατο να τιθασεύσει την κοπέλα, να την φυλακίσει, να της απομυζήσει τη ζωή και την ενέργεια. Κι ένα χαιρέκακο χαμόγελο που διψούσε για αίμα, μάλλον του Διευθυντή, εμφανίστηκε και σκέπασε τις σκέψεις του Βασιλόπουλου.

Στο διάολο… Τι φιλοδοξούσε να γράψει; Ήθελε ν’ αφηγηθεί μια ενδεχομένως συναρπαστική -παρότι δασκαλίστικη- ιστορία, ή να ξορκίσει τους δικούς του δαίμονες; Ένιωσε μια άσχημη γεύση να πλημμυρίζει το στόμα του. Σήκωσε το κεφάλι του και κάρφωσε τη ματιά του στον Διευθυντή.

«Δε σκοτώνει ο ένας τον άλλο.» του έκανε παγερά. «Εγώ τους σκοτώνω. Και τους δύο.»

Μάζεψε τα χαρτιά του κι έφυγε απ’ το γραφείο χωρίς να πει άλλη κουβέντα.

Ο Διευθυντής έσφιξε τα χείλη του σκεπτικός, παρακολουθώντας τον να κλείνει την πόρτα του γραφείου του. Τότε έπαιξε με το ποντίκι του υπολογιστή του. Με ένα διπλό κλικ, από τα ηχεία δίπλα στην οθόνη του ακούστηκε το ξεκίνημα της συζήτησής του με τον Βασιλόπουλο. Άκουσε λίγα δευτερόλεπτα και το σταμάτησε. Πάτησε το κουμπί της συσκευής ενδοεπικοινωνίας.

«Δεσποινίς Αθανασίου.»

«Μάλιστα κύριε Διευθυντά», ακούστηκε η φωνή της γραμματέα.

«Επικοινωνήστε σας παρακαλώ με το Τμήμα Διαθέσιμων Συγγραφέων να μας αποστείλει τον πρώτο της λίστας τους. Έχουμε μια μάλλον ενδιαφέρουσα ιστορία να του αναθέσουμε να γράψει.»

«Μάλιστα κύριε Διευθυντά.»

 

 

* Ο Μπάμπης Καββαδίας ζει και εργάζεται ως δικηγόρος στο Αίγιο. Για το ιστορικό του μυθιστόρημα «Αριστοφάνη Απολογήσου» (εκδόσεις ΕΝΤΟΣ, 2014) του απονεμήθηκε το Β΄ Βραβείο Μυθιστορήματος στον 32ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό (2013) της ΠΕΛ. Διηγήματά του έχουν βραβευτεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και συμπεριλήφθηκαν σε συλλογές.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top