Fractal

Θέλει δύναμη να είσαι ευάλωτος

Από τον Γιώργο Ρούσκα // *

 

Προσέγγιση στην ποιητική συλλογή της Μάρθας Παπαδοπούλου «Οκτώβριος», εκδόσεις Δρόμων, 2017

 

Πώς διαχειρίζεται το ζήτημα του θανάτου ο άνθρωπος; Ο ποιητής; Το διαχειρίζεται ή νομίζει πως το διαχειρίζεται; Γιατί ένα μεγάλο μέρος της παγκόσμιας ποίησης -αν όχι το μεγαλύτερο- είναι προσανατολισμένο στο ζήτημα αυτό; Τι έχει να προσθέσει τούτο το βιβλίο;

Το βιβλίο αυτό είναι καταρχήν ένα μνημόσυνο στον πατέρα της ποιήτριας που «έφυγε» Οκτώβριο μήνα αλλά ταυτόχρονα είναι και μια ωδή στην αγάπη, στις λέξεις, στη ζωή. 33 ποιήματα συμπλέκονται με τέσσερα σχέδια του Κώστα Ευαγγελάτου υπό το κόσμημα του εξωφύλλου που είναι του ιδίου. Η έκδοση είναι καλαίσθητη και προσεγμένη, χρησιμοποιείται δε γραμματοσειρά μεγάλου μεγέθους. Αυτό προσδίδει διαύγεια στο τελικό αποτέλεσμα και είναι σε αρμονία με τη διαύγεια σκέψης αλλά και εκφοράς του εκεί αποτυπωμένου λόγου.

Η Μάρθα Παπαδοπούλου είναι φιλόλογος και ηθοποιός και η παρούσα ποιητική συλλογή είναι η τρίτη της.

 

Δεκατρία ποιήματα από τα τριάντα τρία είναι γραμμένα απευθείας σε πρώτο πρόσωπο ενώ η χρήση του δεύτερου προσώπου είναι καθαρή, δηλαδή απευθύνεται στον άλλο και όχι εμμέσως στην ίδια τη γράφουσα. Καλοδουλεμένος λόγος χωρίς υπερβολές και ακρότητες, μεστός, καίριος, ζεστός, ουσιαστικός, πάντα πλήρης νοήματος και κενός εντυπωσιασμών. Ζητούμενο σήμερα. Η ποίησή της έχει συνοχή, πρωτοτυπία, τόλμη. Ενσωματώνει ρήσεις και εκφράσεις αποφθεγματικού τύπου που είναι αποστάγματα της ζωής της, των αναγνωσμάτων της ή του συνδυασμού τους.

Είναι σύγχρονη ελληνική ποίηση; Ναι. Έχει όμως την ιδιαιτερότητα ότι φλερτάρει με τον λόγο αρκετών μεγάλων μας ποιητών. Γόνιμες επιρροές από Τάσο Λειβαδίτη, Γιάννη Ρίτσο, Οδυσσέα Ελύτη, Γιώργο Σεφέρη, Κική Δημουλά, σε εμένα ήταν ορατές. Η γλώσσα, ευτυχώς έχει ξεφύγει από τα αυστηρά φιλολογικά πλαίσια και κινείται με ευχέρεια, ακρίβεια και ευστοχία στην απόδοση των ιδεών και των νοημάτων, καταφέρνοντας να ικανοποιήσει στο ακέραιο την πρόθεσή της να εκφραστεί ποιητικά.

Εύχομαι να είναι καλοτάξιδο το βιβλίο και να διαβαστεί ευρύτατα! Θα αποδώσω στη συνέχεια την προσέγγισή μου με έναν τρόπο λίγο διαφορετικό.

 

Οκτώβριος. Φθινόπωρο. Πεσμένα φύλλα. Αέρας με παγωμένες πνοές χειμώνα. Μελαγχολία. Ώχρα, φως θαμπό. Στάδιο μετάβασης. Σταθμός αλλαγής. Ποτέ κανείς Οκτώβριος δεν θα είναι ίδιος μετά από αυτόν. Θα είναι Οκτώβριος δίχως. Δίχως γονιό, δίχως τον πατέρα. Ο θάνατος ήλθε:

Το θεριό αγρίεψε.

Ύστερα θέρισε τα στάχυα. / … /

Έτσι έσβησε ο ήλιος.

Εννιά παρά πέντε το πρωί.

 

Έτσι έσβησε ο ήλιος, «έσβησε το καντήλι» κατά τη λαϊκή έκφραση και συντελέστηκε η απώλεια. Σε δευτερόλεπτα τελειώνει μια ολόκληρη ζωή. Τέλος. Μετά μόνος. Χωρίς. Χωρίς τη φυσική παρουσία του αγαπημένου. Ζει μόνο στα υπόγεια της μνήμης, ζει μέσα σε όσους τον αγάπησαν και μένουν πίσω, ζει σε επιλεγμένες στιγμές, χωρίς τη δυνατότητα συνομιλίας, χωρίς…

Δεν αντέχεις. Βαρύ το φορτίο. Δεν έχεις ώμο να γείρεις και να κλάψεις, να ξεσπάσεις, να νιώσεις ένα χέρι να σου χαϊδέψει για λίγο τα μαλλιά. Δεν έχεις κάπου να ακουμπήσεις. Αυτός που πάντα ήταν για σένα λιμάνι, αυτός που πάντα έπαιρνε το μέρος σου, αυτός που στήριζε κάθε σου βήμα, πάει. Δεν υπάρχει πια εδώ.

Ξεσπάς:

Μπαμπά, του φώναξα, πότε θα γυρίσεις;

 

Μετά συνέρχεσαι:

Ο πατέρας μου ένα διάφανο χελιδόνι πια.

 

Αρχίζεις να συμφιλιώνεσαι με την ιδέα. Αρχίζεις, άρα ζεις, κάτι είναι κι αυτό:

Ο χρόνος

το μεγάλο κυπαρίσσι της ζωής

θα μας κρύψει στις ρίζες του.

 

Αναρωτιέσαι όμως για πολλά. Προς τι όλα όσα; Ποιο το νόημα; Τι γίνεται μετά; Τι απομένει; Μονολογείς:

Τι θ’ απομείνει λοιπόν;

Το μοσχολίβανο των λέξεων

τα διψασμένα λουλούδια

το άσκοπο των ανέμων

που όλα τα θερίζει.

 

Αργότερα βρίσκεσαι στο νεκροταφείο. Πάλι. Σου λείπει. Πολύ. Είσαι εδώ, μόνη. Βρέχει. Οι σταγόνες γίνονται ένα με τα δάκρυά σου. Ησυχία. Νεκρική. Βρόχινη.

Δεν έχεις δυνάμεις να φωνάξεις, να ουρλιάξεις τον πόνο σου, να σκίσεις τις φωνητικές σου χορδές από τον θρήνο. Αυτή η υγρή σιωπή σε ηρεμεί κάπως, σε μαζεύει για την ακρίβεια. Σε συρρικνώνει. Πέφτουν οι τόνοι:

Κι όπως ξέπλυνε

τα μάρμαρα και τους λευκούς σταυρούς

σώπασαν μέσα μας τ’ αγρίμια.

 

Δε μιλάς μα κει που το σώμα ακίνητο κάθεται, μέσα του γίνεται αναβρασμός. Πυρετός σκέψεων, συναισθημάτων, αναδυόμενων αναμνήσεων, μπερδεμένα όλα σε ένα διαρκές στριφογύρισμα που προκαλεί πονοκέφαλο.

Παίρνεις ανάσα.

Παίρνεις απόφαση για το τι θα κάνεις, πώς θα μπορέσεις να σταθείς, να προχωρήσεις. Μέσα στον πανικό του πόνου, λύση ανάγκης η φυγή:

Αγαπώ την άυλη μορφή του πατέρα μου

το γιασεμί των χεριών του.

Δοκιμάζω την αέναη φυγή

μήπως βρω κάπου να σταθώ.

 

Επιστρέφεις στη ζωή. Αλλαγμένη πια.

Παράξενο πράγμα η απώλεια. Ενώ έχεις χάσει, ενώ σου έχει αφαιρεθεί ένα πολύτιμο, καθοριστικό και αναντικατάστατο κομμάτι του εαυτού σου, όχι μόνο δεν είσαι ελαφρύτερη αλλά αντίθετα, είσαι βαρύτερη αφού όσο ζεις κουβαλάς εντός σου το βάρος της απώλειας. Ναι, η απώλεια πρώτα από όλα έχει βάρος.

Κι ας λένε πως ο χρόνος γιατρεύει τα πάντα. Αυτό δεν ισχύει σε τέτοιου είδους απώλειες. Οριστικές.

Πορεύεσαι και βλέπεις τα πάντα με άλλο μάτι. Ξέρεις πια και διαπιστώνεις διαρκώς ότι:

Κάθε πόρτα έχει το δικό της κλειδί

κάθε ρούχο που ταξιδεύει τη δική του μυρωδιά

και κάθε έρωτας τον δικό του έρωτα.

 

Δοκιμάζεις να μπεις σε σχέση. Περίεργη η έκφραση του λαού μας. Να «μπεις σε». Σαν να υπονοεί «να μπεις στη φυλακή» της σχέσης. Θέλεις να κάνεις τη διαφορά. Τολμάς και ό,τι ήθελε προκύψει. Όμως, σχετίζεσαι όχι με τον λάθος άνθρωπο, δεν υπάρχουν «λάθος άνθρωποι», σχετίζεσαι με τον άνθρωπο που δεν είναι για εσένα, δεν κινείστε στο ίδιο εύρος μήκους κύματος:

Ο έρωτάς σου

κι αυτός πολυτελείας

σε κρεμάστρες δημοσίας χρήσεως

επεκτατικός χωροταξικά

χωρίς ταυτότητα, χωρίς σφραγίδα.

 

Πληγώνεσαι και πάλι. Ανατρέχεις στις ως τώρα εμπειρίες σου για να βάλεις μια τάξη. Θυμάσαι κι ας πονάς:

Ξέρω έναν Οδυσσέα

που δεν γύρισε ποτέ / … /

έπαιζε στα ζάρια

την Κίρκη, τη Ναυσικά, την Καλυψώ / … /

αποταμίευε τον χρόνο

για να ξεφύγει απ’ την αγάπη.

Τα κατάφερε. / … /

Απορημένος θεατής

που δεν κατάλαβε το έργο

μόνο παγιδευμένο έναν Μινώταυρο

μέσα μου.

 

Μάρθα Παπαδοπούλου

 

Κάποια στιγμή, νομίζεις ότι βρήκες αυτό που έψαχνες. Μετά τις πρώτες γλύκες, τις πρώτες απογειώσεις στον ουρανό, αισθάνεσαι την ανάγκη να  τον προειδοποιήσεις για το τι θέλεις, για το ποια πραγματικά είσαι, για την αλήθεια σου, πέρα από το πώς σε έχει πλάσει στη φαντασία του εκείνος. Τολμάς και ανοίγεις με εντιμότητα τα χαρτιά σου, αδιαφορώντας για τη συνέχεια. Είσαι ξεκάθαρη. Ζητάς ουσία, εντιμότητα, ειλικρίνεια. Του τα προσφέρεις πρώτη ως γη, επάνω στην οποία θα καλλιεργήσετε την Αγάπη εάν εκείνος επιλέξει να την ποτίσει με ύδωρ Αληθείας. Αν είναι να μείνει, θα μείνει. Αν  η σχέση αντέξει, έχει καλώς. Αν όχι, ως εδώ ήταν. «Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι» όπως θα έλεγε και ο Αλεξανδρινός.

Θέλεις βέβαια να κρατήσει, θέλεις να πάτε μαζί παρακάτω. Φοβάσαι από τη μια να δεσμευτείς ουσιαστικά γιατί θα σου πέσει βαρύ το φορτίο από τον πόνο μιας νέας απώλειας. Φοβάσαι όμως περισσότερο τη μοναξιά. Αυτό όμως δεν σε εμποδίζει να του πεις κοιτάζοντάς τον στα μάτια:

Θα με συνηθίσεις;

Αυτή πραγματικά είμαι.

Κάθε βράδυ κλειδώνομαι στην κάμαρά μου

κοιτάζομαι στον καθρέφτη

πλαγιάζω με τον εαυτό μου

γλείφω τα σκουριασμένα καρφιά στις παλάμες μου.

Ζω σ’ έναν κόσμο λευκό.

Είναι δύσκολο το λευκό.

Πονάει πολύ η αθωότητα.

Αυτή πραγματικά είμαι.

Αντέχεις;

 

Του εξομολογείσαι τα αισθήματά σου, τη δύναμη σου και τη γνώση που έχεις αποκτήσει:

Θέλει δύναμη να είσαι ευάλωτος.

 

Του μιλάς για την αγάπη σου:

Μα, τι αξία έχουν τα σώματα

αν αφαιρέσεις τα πρόσωπα;

Εγώ το πρόσωπό σου αγάπησα

με τις ρωγμές, τις χαρακιές σου

 

και για τη μεγάλη σου προσδοκία, που σε άφησε με την απορία ως τώρα:

Θα φορέσει μια μέρα

η αγάπη την αγάπη;

 

Τελικά, δεν ήταν για εσένα. Ας είναι. Ήσουν ξεκάθαρη. Καλύτερα τώρα, παρά αργότερα με δεκαετίες συνήθειας στην πλάτη ή με παιδιά.

Συνεχίζεις την αναζήτηση Εκείνου που θα του δώσεις το χέρι να πορευτείτε μαζί, Εκείνου που θα είσαι ο Κόσμος του και θα είναι ο Κόσμος σου. Η φωτιά της ελπίδας καίει κανονικότατα μέσα σου, τροφοδοτούμενη από τα κούτσουρα των ως τώρα αποτυχημένων προσπαθειών:

Θα σ’ αναζητήσω.

Είσαι το μεγάλο δέντρο στον κήπο / … /

Θα μ’ αναζητήσεις.

Είμαι το τελευταίο, μοναδικό κουμπί

στο αξημέρωτο πουκάμισό σου.

 

Ο καιρός περνάει. Τίποτε δεν αλλάζει. Μόνη. Η Μεγάλη Απώλεια εκεί, παρέα με τις άλλες, τις απώλειες πριν και ύστερα από αυτήν. Αναπτύσσεις μηχανισμούς για να αντέξεις. Δεν είναι εύκολο πράγμα η μοναξιά:

Με τη θωριά του παγωνιού

φευγάτη κι απρόσιτη

αγγίζω τη ράχη του κόσμου

και προσπερνώ.

 

Καταφεύγεις στη γραφή. Είναι παρέα δύσκολη, απρόβλεπτη, δυναμική, εγωίστρια αλλά δεν θα σε εγκαταλείψει ποτέ αν δεν την εγκαταλείψεις εσύ πρώτη.

Γράφεις, παίρνεις το χαρτί και τρέχεις πάλι στο νεκροταφείο. Δεν έφερες λουλούδια αγορασμένα. Του έφερες λουλούδια από τον κήπο της ψυχής σου. Λέξεις. Του τις προσφέρεις διαβάζοντάς τες:

Μονάχα λίγους στίχους ήρθα να σου δώσω / … /

Λέξεις λευκές, ελεύθερες, απόρθητες

που η χαραυγή τις θρέφει με το αίμα της.

 

Στέκομαι στο λευκό της:

Λευκούς σταυρούς.              Λέξεις λευκές.           Είναι δύσκολο το λευκό.

Λευκό. Λες και έχουμε συναντηθεί σε μια άλλη διάσταση με την Μάρθα Παπαδοπούλου. Πού; Στο ποίημά μου «Λευκό» από την ποιητική συλλογή, Αλεξίλυποι Σκιαλύτες, εκδ. ΑΩ, 2012:

«Λευκό. / Κύτταρο. / Σεντόνι. / Νυφικό. / Άνθος. / Κρασί. / Όρος. / Σάβανο. /

Όσο λευκός μπορεί να είναι ο θάνατος.»

 

Στην ησυχία του «λευκού» μάρμαρου και του σκυροδέματος, σαν να «τον» ακούς να σε ρωτάει πώς είσαι, πώς πας, πώς και έτσι. Του λες με σιγουριά:

μιλώ με λέξεις που τις διάλεξα εγώ

και το πιο μεγάλο μου επιχείρημα

είναι η σιωπή.

 

Νιώθεις να χαίρεται από εκεί που είναι για εσένα. Σαν να γελάει, ξέροντας το πόσο ατίθασος χαρακτήρας είσαι. Κι εσύ, για να το επιβεβαιώσεις, κοιτάς την φωτογραφία του και του λες:

Την πιο ακριβή, ατίθαση λέξη

των στίχων μου

ακόμα δεν έχω βρει.

 

Η πορεία «στο λευκό» συνεχίζεται, όπως συνεχίζεται η γραφή αλλά και η ίδια η ζωή. Οι μέρες κυλάνε. Δίχως.

Με μια όμως διαφορά. Επειδή ξέρεις καλά πλέον ότι τη Μεγάλη Απώλεια θα ακολουθήσει κάποτε και η δική σου Απώλεια, πορεύεσαι χωρίς συμβιβασμούς. Πώς;

 

Έτσι

 

Σου επιστρέφω το κλειδί που μου χάρισες, είπα.

Εγώ ζούσα πάντα στο ξάγναντο.

Το ξέρεις.

Χωρίς πέπλα, χωρίς στέγες, χωρίς σύνορα.

Λίγο πιο πέρα απ’ την πραγματική ζωή.

Στο πάρα τέταρτο.

Στο παρά κάτι.

Έπειτα άνοιξα την πόρτα και χάθηκα.

 

 

 

* Ο Γιώργος Ρούσκας είναι ποιητής

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top