Fractal

Διήγημα Fractal: “Οικονομίες μιας στιγμής”

 Του Κωνσταντίνου Μούσσα // *

 

 

dihghma

 

 

Από νωρίς το πρωί στην μικρή αυλή του ακάλυπτου επικρατούσε ασυνήθιστα μεγάλη κινητικότητα.

Καλώδια, τρυπάνια κι εργαλεία, σκόρπια στη ρίζα της ροδιάς και του κισσού που σίγουρα θα είχαν ενοχληθεί με τόση φασαρία.

Μερικές μακρόστενες σιδερένιες βέργες είχαν κιόλας κοπεί στα μέτρα του παράθυρου που έβλεπε στην αυλή.

«Αυτός ο κισσός πρέπει να φύγει», ανακοίνωσε με υπερβολική επισημότητα ο σιδεράς και πριν προλάβουμε να πούμε λέξη, συμπλήρωσε την πρόχειρη πραγματογνωμοσύνη του, με στόμφο αστυνομικού επιθεωρητή πριν την αποκάλυψη του μυστηριώδους δολοφόνου:  «δεν φτάνει που ακόμα και μέρα μεσημέρι, εδώ είναι σκοτεινά κι απόμερα, έχετε και αυτόν τον κισσό που ανεβαίνει σχεδόν μέχρι το παράθυρο!

Δεν είδατε τι έπαθαν οι απέναντι; Τους άδειασαν το σπίτι μέσα σε λίγες ώρες»

Που να ήξερε ο ανυποψίαστος μάστορας πως είχαμε ήδη πέσει θύματα «ληστείας» και πως όσα προλάβαμε να σώσουμε κρύβοντάς τα, τελικά χάθηκαν πριν από χρόνια. Και τα υπόλοιπα τα χαρίσαμε ή τα πετάξαμε χωρίς φόβο κι ελπίδα.

Κρατήσαμε μόνο τα πιο πολύτιμα κι ανεκτίμητα, που όμως δεν χρειάζονταν καμιά προστασία κι από κανένα.

Το έκτακτο συμβούλιο των ενοίκων της πολυκατοικίας που είχε συγκαλέσει η διαχείριση, μετά τα αλλεπάλληλα κρούσματα διαρρήξεων στην περιοχή, είχε κατά πλειοψηφία αποφασίσει την τοποθέτηση σιδεριάς σε όλα τα παράθυρα που έβλεπαν στον μικρό ακάλυπτο. Έπρεπε λοιπόν να συμμορφωθούμε παρότι δεν είχαμε τίποτα που να μας ενδιαφέρει να προστατέψουμε.

Ο βοηθός του σιδερά έσκαψε με αποφασιστικότητα το πέτρινο περβάζι, χτυπώντας τον σοβά που ράγιζε και βαθούλωνε πονεμένος, μέχρι την κόκκινη ματωμένη σάρκα του ξαφνιασμένου τούβλου.

Ύστερα, ο ίδιος ο μάστορας  κάρφωσε στις πληγές προσεχτικά τις σιδερένιες βέργες, αυτά τα θεόρατα καρφιά που θα κρατούσαν για πάντα δέσμιο το εσταυρωμένο πεπρωμένο μας, δήθεν για  να περισώσουμε το πολύτιμο παρελθόν μιας αυταπάτης.

 

1

 

Έσφιξε βίδες, συγκόλλησε μέταλλα, έκλεισε με χειρουργική ακρίβεια τρύπες κι υποψίες απλώνοντας σιλικόνη και τσιμέντο.

Σπίθιζε ο τροχός καθώς περνούσε πάνω από τις σιδερένιες προεξοχές, τα μεταλλικά αγκάθια στους παγωμένους τεχνητούς κορμούς που έπρεπε να λειανθούν προσεχτικά, μην τρυπηθεί κατά λάθος το φως που ήταν πια αναγκασμένο να ισορροπεί και να σφηνώνεται ανάμεσα στις σιδερένιες βέργες για να καταφέρει να μπει, χλωμό και κατάκοπο, στο σπίτι.

Ύστερα μετρούσε, υπολόγιζε και κάθε λίγο αφού δοκίμαζε την αντοχή της αποκρουστικής σιδεριάς,

άναβε τσιγάρο κι έστεκε σκεφτικός μπροστά στο περίεργο έργο του

σαν μεγάλος γλύπτης και ιδιοφυής καλλιτέχνης που προσπαθεί να βεβαιωθεί για

την αξία του δημιουργήματός του.

Μια μια παρατηρούσε τις κάθετες βέργες, που έμοιαζαν με μεταλλικά επαναλαμβανόμενα θαυμαστικά, μετά το τέλος μιας χαμένης ζωής και  διασταυρώνονταν με άλλες οριζόντιες σχηματίζοντας μικρά τετράγωνα, υποδιαιρέσεις των ογδόντα τετραγωνικών του διαμερίσματός μας, κάπου στην περιοχή της Κυψέλης.

Άδικος κόπος. Όλα μας τα πραγματικά υπάρχοντα, όλη μας η αμύθητη περιουσία τόσων ιδεών, αγώνων και ιδανικών είχε προ πολλού εκποιηθεί όσο όσο προκειμένου να εξοφληθεί  ένα μέρος από τα χρέη που μας κληροδότησε, το πάλαι ποτέ εύπορο παρελθόν.

Κι ας μην το παραδεχόμασταν. Κι ας αφήναμε υπονοούμενα, στους ανυποψίαστους γείτονες πως εδώ, σ’ αυτό το ισόγειο τριάρι κρύβονταν όλη η μετρητή μας ζωή, όλες  οι οικονομίες μιας στιγμής. Της κάθε στιγμής που μας σημάδεψε βαθιά στο πρόσωπο

και στην ψυχή. Οι απώλειες κι οι αποχωρισμοί, όλες οι επιστροφές κι οι βεβαιότητες

που αποδείχτηκαν μάταιες. Γιατί καμιά επιστροφή δεν αληθεύει ποτέ εξολοκλήρου.

Πάντα κάτι αφήνουμε πίσω μας, πάντα κάτι μένει. Στα καλοκαίρια δίπλα στη θάλασσα, που μας φαίνονταν ατέλειωτα, στις μεγάλες γιορτές, πότε βυθισμένοι στη γλύκα της άχνης και πότε στο μυρωδάτο μαχλέπι, στην κανέλλα και στο γαρύφαλλο.

Στο σπασμένο ρόδι, δήθεν για το καλό, στο χνούδι του φιλιού και του ροδάκινου,   στις ξυλομπογιές και το σκουριασμένο ποδήλατο.   Στις Κυριακές του χειμώνα, καθισμένοι γύρω από τη σόμπα  πετρελαίου, που προσπαθούσαμε να ζεσταθούμε και να μείνουμε ξύπνιοι για να μην χάσουμε την συνέχεια της συναρπαστικής αφήγησης του «Ερωτόκριτου».

Ποιος ξέρει τι περιπέτειες και ποιες δραματικές εξελίξεις θ’ ακούγαμε πάλι, από τον παππού, που άλλοτε σιγοτραγουδούσε κι άλλοτε σχεδόν ψιθύριζε, εντείνοντας την αγωνία μας.

Τότε που έριχνε στην πυρωμένη σχάρα της σόμπας δυο τρεις φλούδες μανταρίνι κι απλώνονταν στο ταβάνι λευκός χειμωνιάτικος ουρανός, ένας ορίζοντας καθαρός κι απέραντος σαν το μέλλον που ονειρευόμασταν. Γέμιζε κάμπους και πρωινή δροσιά το δωμάτιο κι αναστέναζε η γιαγιά που θυμόνταν την μακρινή πατρίδα, την καταπράσινη πεδιάδα της Μεσσαράς  στη Κρήτη. Βούρκωνε ο παππούς και ξεσπούσαν δυο τρικυμίες βαθυπράσινες στο ανοιχτό πέλαγος των ματιών του, που άφριζε αγριεμένο και χτυπούσε ανελέητα το ρυτιδωμένο μέτωπο με κάτασπρα κύματα μαλλιά και φρύδια πυκνά γεμάτα φύκια, άμμους και βότσαλα.

 

 

2

Αυτός ο ατίθασος θαλασσινός που μόλις δεκαεπτά χρόνων μπήκε κρυφά από τους δικούς του στο καράβι από το Ηράκλειο για τον Πειραιά  για να καταταχθεί εθελοντικά στον στρατό, λίγο μετά την κήρυξη του ελληνοιταλικού πολέμου, που πολέμησε στο αλβανικό μέτωπο και μετά τον Μάιο του 1943,  κατατάχθηκε στον ΕΛΑΣ , που τραυματίστηκε, εκδιώχθηκε κι εξορίστηκε, αυτός ο ανένταχτος αντάρτης της ελευθερίας και των προδομένων ιδανικών, παρακολουθούσε πάντα με προσοχή με την άκρη του ματιού του τις αντιδράσεις της γιαγιάς κατά την διάρκεια της αφήγησής του.

Με μορφασμούς και βλέμματα «ειδοποιούσε» τον παππού, που εύκολα παρασύρονταν στην ένταση των περιγραφών, ύψωνε την φωνή, χειρονομούσε, κοκκίνιζε, έτοιμος να εκραγεί ειδικά όταν περιέγραφε με νεανικό πάθος τις φοβερές μονομαχίες,  τ’ αγριεμένα θηρία, τους ατρόμητους καβαλάρηδες του «Ερωτόκριτου».

Αμέσως  άλλαζε ύφος, έπαιρνε μια βαθιά ανάσα, έσβηνε η πυρκαγιά στα μάτια του και ξεκινούσε χωρίς να μας προετοιμάσει να αφηγείται σιγοτραγουδώντας, σαν γλυκό νανούρισμα, άλλες σκηνές του έργου, πιο δραματικές ή λιγότερο βίαιες.

Πάντα εύθυμος, ετοιμόλογος κι αυθόρμητος δεν δυσκολεύονταν να βρει το

αδύναμο σημείο του καθένα και να το σχολιάσει εύστοχα με κάποιο παρατσούκλι

ή μια πειραχτική μαντινάδα που ανέσυρε από την φαρέτρα της ευθύβολης μνήμης του

ξεσπώντας σ’ ένα δυνατό γέλιο, που κανείς δεν παρεξηγούσε.

Άλλωστε ο παππούς ήξερε τα όρια του ιδιότυπου ρόλο του, γνώριζε τις αντιδράσεις των «θυμάτων» του- που πολλές φορές περίμεναν ή και προκαλούσαν τα πειράγματά του. Βέβαια πάντα την κατάλληλη στιγμή, με αξιοζήλευτη ψυχαναλυτική ικανότητα μετέστρεφε το κλίμα, με χαρακτηριστική ευκολία και επιδεξιότητα, άλλαζε στόχευση, επαινούσε στοργικά και αναδείκνυε τα προτερήματα του αντιπάλου του, ισορροπώντας κι αντισταθμίζοντας την κατάσταση.

Μόνο η γιαγιά ξέφευγε από αυτήν την πολύπλοκη και μεθοδική διαδικασία, πηγαίας και αγνής ψυχικής επισκόπησης των πιο πρωτογενών ανθρώπινων ενστίκτων που ο παππούς εξασκούσε με τόση ακρίβεια, εντελώς αυθόρμητα κι εμπειρικά.

Εκείνη πάντα ήταν πιο συγκρατημένη, με μια μόνιμη σκιά στο πρόσωπο σαν το αποτύπωμα της χαμένης νιότης που ξοδεύτηκε και δεν χαρίστηκε, που δεν παραδόθηκε σχεδόν ποτέ απόλυτα στο πάθος, ήταν η αντίρροπη δύναμη στην σαρωτική ορμή του συντρόφου της.

Με τις μικρές ξεθωριασμένες φωτογραφίες του εθνάρχη Βενιζέλου  και του διαδόχου Κωνσταντίνου ανάμεσα στις σελίδες της Καινής Διαθήκης, ιστορικές μορφές αφημένες να περιπλανιόνται άσκοπα κάπου στη θάλασσα της Γαλιλαίας και στα τείχη της μακρινής Ιερουσαλήμ, κομμάτια μιας ολόκληρης εποχής φαινομενικά ξεχασμένης.

Τα γράμματα του πατέρα της από τον καιρό που ήταν μετανάστης στην Αμερική και που διάβαζε και ξαναδιάβαζε, τα ρουχαλάκια των παιδιών που έχασε κι εκείνων που της απέμειναν κι «έκλεψε του θανάτου» όπως συνήθιζε να λέει με υπερηφάνεια.

 

3

Το ημερολόγιο δίπλα στην εξώπορτα που η γιαγιά αγόραζε κάθε χρόνο

από συνήθεια και προς ενίσχυση του μονίμως φιλόπτωχου ταμείου

της ενορίας των αγνώστων ή υπέρ της αγιογραφήσεως του νεόδμητου

ναού, που θα απορούσε γιατί αυτό το αναμάρτητο, θεανθρώπινο λευκό στους τοίχους,

έπρεπε υποχρεωτικά να καλυφθεί με δήθεν αναγκαία χρώματα κτιστά κι αναμενόμενα πριν τα μεγαλπρεπή θυρανοίξια στο συγκινημένο πλήθος.

Στην φθηνή απομίμηση κάποιας εικόνας  από πλαστικό, χαρτοπολτό   και χρυσομπογιά που ξέβαφε, μολύνοντας τα δάκτυλα και το πρόσωπο,  ήταν κολλημένες χάρτινες οι μέρες.   Όλες, η μια μετά την άλλη, επαληθευμένες προφητείες, όχι γενικότητες.

Ημερομηνία, ώρα ανατολής και δύσης, σελήνη τόσων ημερών,  κατάλυση ή νηστεία ονείρων και παθών.

Αφαιρούσε η γιαγιά κάθε σελίδα αργά, διάβαζε τον οπισθόφυλλο χρησμό    και συνέχιζε  καθημερινά να ξεκολλά μια-μια τη μνήμη  τιμωρώντας τον χρόνο για την ετήσια προδοσία, ίσως και τον ίδιο της τον εαυτό που δεν μπόρεσε ν’ αντισταθεί στο πέρασμά του.   Χιλιάδες χρόνια τώρα, δηλαδή ούτε μια ολόκληρη στιγμή, πέφτουμε σταγόνες πάνω στο χώμα του χρόνου.

Μικρότερες ή μεγαλύτερες, στην αρχή ζεστές και χαρούμενες και στο τέλος σιωπηλές και παγωμένες γινόμαστε για λίγο λάσπη από μνήμη, ώσπου να μας σαρώσει ο καιρός και ν’ απομείνει και πάλι η ίδια όπως πρώτα, όπως πάντα, η περασμένη ανάμνηση της ιστορίας.

Εκεί γύρω από την μικρή σόμπα πετρελαίου, είδαμε για πρώτη φορά ονειρικές πολιτείες, στρατούς, πολέμους κι ανθρώπινα πάθη αιώνια. Εκεί για πρώτη φορά νοιώσαμε την υποψία του σαρωτικού έρωτα και την σκοτεινή ανατριχίλα του θανάτου που έκρυβαν τα λόγια του Ερωτόκριτου:

 

καλλιά’ χω εσέ με θάνατο παρ’ άλλη με ζωή μου

για σέναν εγεννήθηκε στον κόσμο το κορμί μου.

 

Πάντα σ’ αυτό το δίστιχο ο παππούς κοιτούσε τη γιαγιά, μ’ ένα ακατανίκητο βλέμμα, κοφτερό κι ακλόνητο όπως την πρώτη φορά που την είδε στην αυλή του πατρικού της,  μικρό κορίτσι σχεδόν παιδί, να διαβάζει ξαπλωμένη κάτω από την κληματαριά τον «Ερωτόκριτο». Φορούσε ένα κατακίτρινο φόρεμα κι έτσι όπως ήταν μελαχρινή και στρογγυλοπρόσωπη έμοιαζε με κομμένο ηλιοτρόπιο πεταμένο στο χώμα.

Πως χώρεσε η αυλή, ο ουρανός, τα μάτια του παππού, τόσο βαμμένο κροκάτο κίτρινο πανί που δίπλωνε κι ανέμιζε τσαλακωμένο, πάνω στο σκούρο δέρμα;

Έσφιξε τα δόντια, μάζεψε τα μανίκια μέχρι τους αγκώνες σαν να επρόκειτο να παλέψει, και της τραγούδησε αυτό το δίστιχο, εκτοξεύοντας μια μια τις αιχμηρές λέξεις, χωρίς δισταγμό, κοιτώντας την στα μάτια. Τα βέλη του είχαν βρει στόχο.

Από τότε συνέβαινε το ίδιο κάθε φορά που ο παππούς τραγουδούσε ή απήγγειλε το συγκεκριμένο δίστιχο. Το ίδιο βλέμμα, το ίδιο κίτρινο, κι εκείνο το κορίτσι ξαπλωμένο στην αυλή με την κληματαριά.

 

4

Κι όταν πια τελείωνε η αφήγηση -απότομα και στην πιο κρίσιμη στιγμή- έφτανε ο καφές. Στον δίσκο για την καθημερινή χρήση, αχνιστός με πηχτό χρυσαφί καϊμάκι, σε κρασοπότηρο. Ποτέ σε φλιτζανάκι. Ήταν ένα συγκεκριμένο ποτήρι του κρασιού, που η γιαγιά τοποθετούσε τελετουργικά και ξεχωριστά από τα υπόλοιπα στο βάθος της παλιάς ξύλινης πιατοθήκης που μύριζε  πικραμύγδαλο και λιβάνι.

Αρκετά μεγάλο για κρασοπότηρο, με χοντρό χείλος και βάση, θαμπό και χαραγμένο απ’ τα πλυσίματα και το γράψε σβήσε των μελλούμενων, που καμιά φορά φευγαλέα προσπαθούσε να διαβάσει στα υπολείμματα του καφέ. Σημάδια σκουρόχρωμα,  περίεργα σχέδια ενός τυφλού τεχνίτη που κάποιοι ονόμαζαν πεπρωμένο κι άλλοι Θεό και που άλλοτε σκοτείνιαζαν το βλέμμα της γιαγιάς κι άλλοτε σχημάτιζαν στιγμιαία, ένα σιβυλλικό μειδίαμα στα χείλη της.

Εκεί ήθελε ο παππούς τον καφέ του. Εκεί κι εμείς μεγαλώναμε, χωρίς να θέλουμε και χωρίς να πρέπει.

Οι δυο τους δεν μιλούσαν πια, σχεδόν καθόλου. Τα μάτια ήταν το καλύτερο μέσο επικοινωνίας. Η καταλυτική δράση του χρόνου, οι εμπειρίες, κι ίσως η συνήθεια, τους ώθησαν  να δημιουργήσουν έναν δικός τους κωδικοποιημένο μηχανισμό συνεννόησης, μια άγνωστη για τους άλλους γλώσσα που τους εξασφάλιζε, άνεση, μυστικότητα και μια ιδιότυπη εκφραστική ελευθερία.

Έτσι διαφωνούσαν, αστειεύονταν και χάνονταν, ο ένας στην ψυχή του άλλου για πενήντα ολόκληρα χρόνια, χωρίς να μπορούν οι γύρω τους να καταλάβουν τις ψυχολογικές εντάσεις, τις συναισθηματικές φορτίσεις, τριβές και καθημερινές διαφωνίες.

Βέβαια υπήρχαν κι οι εξαιρέσεις και για την ακρίβεια μια και μόνη εξαίρεση όπου κώδικες και μορφασμοί παροπλίζονταν για να αντικατασταθούν με διηγήσεις, γνωστά και άγνωστα πρόσωπα που ακούγαμε και ξανακούγαμε, γεγονότα που αποδείκνυαν την προσωπική αλήθεια και  την ορθότητα των όσων υποστήριζε ο καθένας τους. Κι η εξαίρεση αυτή ήταν παραδόξως «τα πολιτικά» όπως συνήθιζε να τιτλοφορεί το θέμα της διαμάχης ο παππούς, ο οποίος ήταν κι εκείνος που έβαζε την φωτιά στο φυτίλι κάνοντας την αρχή. Κάποιο σχόλιο με αφορμή μια είδηση ή μια πολιτική εξέλιξη, ένα αστείο σε βάρος ιδανικών και ινδαλμάτων της γιαγιάς αρκούσαν για την έναρξη μιας ακόμη μάχης αφού στην ουσία ο πραγματικός εμφύλιος και τα φοβερά τραύματά του, υπήρχαν ακόμη μέσα τους.

Αυτές οι συγκρούσεις ήταν και τα μόνα σημεία τριβής και διαφοροποίησης μεταξύ τους και πολλές φορές τους ήταν και απαραίτητα για να επιστρέψουν έστω και για λίγο στο αυθεντικό τους «εγώ», να θυμηθούν την δική τους εκδοχή της ζωής και της αλήθειας, να ανασύρουν πρόσωπα από την διαλυτική λήθη, να ξαναζήσουν το παρελθόν.

Το «θερμό επεισόδιο» έληγε συνήθως το ίδιο απότομα όπως είχε ξεκινήσει

με κάποιο ελιγμό του παππού-ποτέ όμως ουσιαστική υποχώρηση- ή μια

σιβυλλική δήλωση της γιαγιάς, ένα αινιγματικό ρητό ή μια διφορούμενη μαντινάδα,

που από τη μια αφόπλιζε τον αντίπαλο κι από την άλλη αποφόρτιζε την κατάσταση

χωρίς όμως να μπορεί εκείνη να θεωρηθεί  ηττημένη. Ύστερα αποσύρονταν αξιοπρεπώς με αργά βήματα από το πεδίο της μάχης- δήθεν γιατί είχε καθυστερήσει κάποια δουλειά ή γιατί έπρεπε να πεταχτεί κάπου- αφήνοντας τελικά σε όλους την εντύπωση του ανυποχώρητου ιδεολόγου και του ασυμβίβαστου αγωνιστή.

 

5

Εκεί δίπλα στη σόμπα πετρελαίου, ένα απόγευμα Παρασκευής τέλος του Μάρτη,  η γιαγιά κρατώντας το χέρι του παππού, την τελευταία φορά που είδε τα μάτια του ανοιχτά και μεγάλα, τον παρακάλεσε και του ευχήθηκε, σκυμμένη στο προσκεφάλι του και χάνοντας για μια φορά την ψυχραιμία της: «κοίτα με Κωστή, κοίτα και μη φοβάσαι… καλή στράτα και καλή αντάμωση!»

Μα εκείνος είχε ήδη στυλώσει το βλέμμα πολύ μακριά… βαθιά μες το σκοτάδι.

Σ’ ένα πηχτό και σιωπηλό σκοτάδι ίδιο μ’ αυτό που απλώνονταν σ’ εκείνο το συγκεκριμένο ποτήρι για τον καφέ που άχνιζε στο κομοδίνο του παππού για τελευταία φορά.

Ξεχάστηκε με τα χρόνια κι αυτό στην πιατοθήκη κι ας περίμενε μάταια κάθε απόγευμα, πίσω από τα υπόλοιπα ποτήρια που όλο και κάποιον έβρισκαν να ξεδιψάσουν.

Ξεχάστηκαν και τ’ απογεύματα με τις περιπέτειες του «Ερωτόκριτου», η καθησυχαστική θαλπωρή της σόμπας, οι μυρωδιές της κανέλλας, του μανταρινιού και του γαρύφαλλου, τα πειράγματα, οι συζητήσεις, τα σχέδια για την επιστροφή στο νησί που κάθε χρόνο αναβάλλονταν, τα όνειρα κι οι προσδοκίες που χάθηκαν, οι αλήθειες που βγήκαν όλες πλάνες, οι κρυφοί διάλογοι με τα βλέμματα …

 

Ποιοι αγώνες και ποια ιδανικά; Τόσοι πολλοί άγνωστοι ανάμεσά μας.

Πουθενά πατρίδα και παντού εξορία και το ημερολόγιο δεν είχε πια άλλες καινούργιες μέρες ν’ αναγγείλει.

Πέρα στον ορίζοντα λάβαρα τα σύννεφα κυμάτιζαν, μιας επανάστασης που ήταν πάντοτε καθεστώς δεμένα στα σκοινιά που κρατούν τις ανθρώπινες μαριονέτες ακίνητες.

Χωρίς ψυχή και μνήμη.

Δεν κινήσαμε λοιπόν για πουθενά. Μείναμε ανίδεοι ταξιδευτές καθηλωμένοι,

αφού η αίσθηση είναι η φορά της ψυχής κι η μνήμη ο προορισμός της.

Κι ας μας χώριζε λίγη ζωή μόνο, ως την απέναντι ελευθερία.

Τι γυρεύαμε λοιπόν σ’ αυτούς τους δρόμους ανάμεσα στα σκουπίδια,  μέσα σε υπόγεια τυφλών καταδικασμένων, στις απέραντες πεδιάδες, και στα βουνά
από πλαστικό βιοδιασπώμενο ριγμένοι σε μια νεκρή άβυσσο
σαν πολύχρωμο κουφάρι στη μεθόριο των ετοιμοθάνατων σκιών
που περιμένει να θαφτεί πιο βαθιά και να λιώσει στη ζεστή λάσπη των πεταμένων θαυμάτων, γενιές ολόκληρες χαμένες, μόνο με την πίστη μιας ιδέας που κάποτε θύμιζε αλήθεια κι επανάσταση;

Τα σκόρπια εργαλεία και τα σίδερα που περίσσεψαν  μαζεύτηκαν γρήγορα, τα καλώδια κουλουριάστηκαν και πάλι, φωλιάζοντας σαν πλαστικά πολύχρωμα φίδια σε τσάντες και εργαλειοθήκες, η αυλή άδειασε κι ησύχασε.

Κι έμεινε μόνο το παράθυρο με καρφωμένη στη ψυχή μας τη βαριά σιδεριά, να μας υπενθυμίζει το παρελθόν μιας χαμένης ζωής κι ό,τι καταφέραμε να περισώσουμε σε συνάλλαγμα χρόνου και σε πολύτιμα μέταλλα δακρύων. Όλα ήταν εδώ στη μέση της μικρής αυλής, στο βλαστάρι που κάποτε είχε φέρει ο παππούς από την Κρήτη και πια είχε γίνει ολόκληρο δέντρο, γελαστό κι ελεύθερο.   Οι οικονομίες μιας στιγμής, αυτή η τρελή ροδιά, του ποιητή και του ονείρου.

 

 

 

*Ο Κωνσταντίνος Μούσσας γεννήθηκε στον Πειραιά,σπούδασε Ιατρική και έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές. ΣΗΜΕΙΑ ΣΤΙΞΗΣ και ΙΩΛΚΟΣ από τις Εκδ. Αλεξάνδρεια. ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ από τις εκδόσεις Δωδώνη. Ποιήματα και άρθρα του έχουν δημοσιευτεί στο ηλ. περιοδικό Fractal, στο Φρέαρ, στη Λέσχη Ελλήνων λογοτεχνών, στο Κεν. Ευρωαντλαντικών Μελετών, στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ και αλλού. Η συλλογή του, ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ είναι υπ.για το βραβείο Γ.Αθάνα, της Ακαδημίας Αθηνών για το 2105, ενώ το θεατρικό του έργο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ τιμήθηκε από τον Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσό με Α” έπαινο.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top