Fractal

Διήγημα: “Η οικογένεια Παλαιολόγου”

Της Ειρήνης Νομικού // *

 

 

DSC05237web

 

 

Η κυρία Ευταξία Παλαιολόγου γεννήθηκε στην Ίμβρο το 1943. Παντρεύτηκε στην Κωνσταντινούπολη, δάσκαλο, τον κύριο Παναγιώτη. Έκαναν δύο παιδιά: τον Κωνσταντίνο και την Άννα.

Ήρθαν άρον άρον στην Ελλάδα μετά τα επεισόδια στην Ίμβρο του 1960. Έφεραν μαζί τους ό,τι μπόρεσαν και βέβαια δύο μωρά.

Ο κύριος Παναγιώτης δυσκολεύτηκε στην αρχή να δεχτεί την καινούρια τους ζωή. Με χίλια ζόρια βρήκε θέση θυρωρού στην πολυκατοικία Στουρνάρη και Μπουμπουλίνας και μένουν στο διαμέρισμα του θυρωρού.

Στην πολυκατοικία τους μένουν πολύ αξιόλογοι άνθρωποι. Ο ζωγράφος Κρίτωνας, ο καθηγητής ιστορίας Βέρτης, ο καθηγητής αρχιτεκτονικής Ζώρας που διδάσκει στο Πολυτεχνείο απέναντι με τη σύζυγό του Κυβέλη η οποία είναι διευθύντρια στο Αρχαιολογικό Μουσείο που βρίσκεται παραδίπλα δηλαδή δίπλα στο Πολυτεχνείο. Ο εισαγωγέας αυτοκινήτων κύριος Μάλλιος.

Όλοι τον φωνάζουν «κύριο Παναγιώτη» και εκείνος διαβάζει κλεφτά τις εφημερίδες τους και τα περιοδικά τους πριν τους τις δώσει ή και μετά όταν τα βγάζουν για να τα πετάξουν. Θέλει να είναι ενήμερος για όλα ως δάσκαλος και απολαμβάνει να τους πιάνει την κουβέντα. Η χαρά του είναι να βλέπει στο βλέμμα τους ότι τον αντιμετωπίζουν με θαυμασμό, ως ισότιμο συνομιλητή.

Η κυρία Ευταξία πάλι, που επίσης απεχθανόταν την κακομοιριά της προσφυγιάς, είχε την δική της στρατηγική για να διεκδικεί την ισότιμη θέση της και τη θέση των παιδιών της στη γειτονιά και στην κοινωνία. Ήταν λες και έκανε επίδειξη της νοικοκυροσύνης της. Έλαμπε το φτωχικό της. Είχε φτιάξει μόνη της κουρτίνες, καλύμματα, πετσετάκια, ακόμα και καλύμματα για τα χαρτιά υγείας είχε πλέξει. Όσο για τα τέκνα της, βασιλόπουλα τα χε ντυμένα. Τους έκοβε πατρόν και τους έραβε ρουχαλάκια, τους έπλεκε καπελάκια και κασκόλ. Επίσης, μαγείρευε τουλάχιστον δύο φορές την ημέρα γιατί, έλεγε «α εμείς στην Πόλη δεύτερη μέρα δεν τρώμε το ίδιο φαγητό! Δεν κάνει καλό στον οργανισμό γιατί με κάθε φαγητό παίρνει και κάτι άλλο». Έκανε και γλυκά και μαρμελάδες. Δεν δίσταζε μάλιστα να φιλεύει και τους σημαντικούς ενοίκους και τις κυρίες τους. Ήξερε και τι άρεσε στον καθένα και είχε φτιάξει πρόγραμμα να μην είναι κανένας παραπονεμένος. Τους τα φίλευε η ίδια, στο χέρι. Ποτέ δεν τα έδινε στις υπηρεσίες!

Τόσο ο κύριος Παναγιώτης όσο και η κυρία Ευταξία θεωρούσαν ότι, ως θυρωροί, είναι το ανώτερο προσωπικό της πολυκατοικίας. Ο κύριος Παναγιώτης δεν άφηνε τη γυναίκα του να κάνει τη δουλειά του καθαριστή της πολυκατοικίας. Σκούπιζε, σφουγγάριζε, έπλενε τα τζάμια, γυάλιζε πάντα μόνος του. Επίσης, δεν ήθελε η γυναίκα του να κάνει δουλειές στα σπίτια των ενοίκων. Εκείνος θα βοηθούσε τις υπηρεσίες όταν του το ζητούσαν! Αντρικές δουλειές ήταν η μετακόμιση, το πότισμα των λουλουδιών, το μάζεμα των χαλιών. Σώπαινε όμως πάντα στην κριτική της κυρίας Ευταξίας για τις δουλειές του: «σου πα πασάκο μου μην βάζεις αυτό το παλιόπραγμα στα μάρμαρα, τα θολώνει. Να πάρεις το άλλο στο πράσινο μπουκάλι». «Α η πόρτα πάλι θέλει πλύσιμο, Δεν βλέπεις τις δαχτυλιές;» «Μήν τις αφήνεις να κατεβάζουν τα σκουπίδια με το κεντρικό ασανσέρ. Μυρίζει πάλι». Καθημερινή ήταν η γκρίνια της και η κριτική της. Ο κύριος Παναγιώτης όμως την αποδεχόταν ως «ειδήμονα», τον μόνο ειδήμονα στην πολυκατοικία! Από τους άλλους ενοίκους δε σήκωνε κουβέντα για τη δουλειά του! Ακόμα και αν του μίλαγε κανένας «αναποδιασμένος», σηκωνόταν έπαιρνε στα χέρια του ότι έβρισκε, φάκελο, ξεσκονόπανο, ότι να ‘ναι και έφευγε και καλά να κάνει κάποια δουλειά, σαν να μην άκουσε τίποτα ποτέ.

Όταν μεγαλώσαμε, μια μέρα, ο Κωνσταντίνος μου εξήγησε τη λογική αυτή του πατέρα του. Κάποια στιγμή, τα πρώτα χρόνια τους στη γειτονιά και ενώ πήγαιναν τα παιδιά σχολείο, η κυρία Ευταξία το κανόνισε να πάει να καθαρίζει ένα καφενείο στη γωνία. Άλλωστε και πολλές ελληνίδες ήδη δούλευαν τότε! Ήθελε να χει και κείνη τα λεφτά της, όχι για να κάνει λούσα αλλά να αγοράσει κανένα χρυσαφικό για κείνην και για τα παιδιά. Στην Πόλη είχε πολλά και από τη μάνα της και από τα πεθερικά της. Τα δώσανε όμως όλα κοψοχρονιά για να έρθουν εδώ. Μόνο τις βέρες και τους βαφτιστικούς σταυρούς φέρανε. Είπε λοιπόν στην αρχή να πάει κρυφά αλλά πως; Ακόμα και για τα ψώνια του σπιτιού εκείνος πήγαινε! Εκείνη έδινε τις εντολές αλλά εκείνος θα πήγαινε στην αγορά και στη λαϊκή! Εκείνη άντε να πάει για κάτι έκτακτο. Ακόμα και αν ψώνιζαν κάτι για τα παιδιά ή για κείνην, ο κύριος Παναγιώτης θα συνόδευε και θα ‘βγαζε τα λεφτά από το πορτοφόλι! Τι να κάνει λοιπόν, του το πε και επέμεινε «Μα γιατί Παναγιωτάκη μου; Όλες δουλεύουν. Η δουλειά για το σπίτι δεν είναι ντροπή! Θα κάνω ότι κάνω και στο σπίτι μας. Τον κύρ Νίκο τον ξέρεις».

Ο κύριος Παναγιώτης πρώτη φορά της ύψωσε φωνή για να το ξεκαθαρίσει ότι εκείνος ντρέπεται να δουλεύει μεροκάματο η γυναίκα του. Με δυσκολία αντέχει να κάνει τον θυρωρό αντί για το δάσκαλο! Το κάνει όμως με αξιοπρέπεια για την οικογένειά του. Είναι όμως θέμα περηφάνιας γι αυτόν να ζουν με όσα έχουν, χωρίς παράπονα και ζητιανιά. Θα τον σκότωνε να πουν πως «ούτε για να ζήσει την οικογένειά του δεν είναι άξιος αυτός που τελείωσε τη Μεγάλη του Γένους Σχολή!»

Τι να κάνει λοιπόν και η Ευταξία; Να χάσει τον άντρα της; Άλλωστε τον ήξερε! Και αυτή από την ίδια φάρα ήτανε! Πρόσφυγες μεν αλλά με μόνη τους πραμάτεια τον πολιτισμό τους, την παράδοσή τους. Θεματοφύλακες αυτών στην ξένη γη. Έπρεπε να πείθουν καθημερινά ότι δεν ήταν άξεστοι και αγροίκοι που ήρθανε στην Ελλάδα για να πάρουν. Όχι ήρθαν για να δώσουν. Έπρεπε να πείσουν τη μάνα Ελλάδα ότι είναι κι αυτοί Έλληνες και δουλευταράδες και όχι «τουρκόσποροι» όπως τους λέγανε.

Και στην παράδοσή τους ο άντρας είναι Άντρας όταν δεν λείπει τίποτα από το σπιτικό του!

Εκεί, στο σπίτι τους μεγάλωσα και εγώ, παιδικός φίλος με τον Κωνσταντίνο. Πηγαίναμε σχολείο μαζί και έμενα στο διπλανό σπίτι. Όταν δεν ήμασταν μάθημα, μαζευόμασταν, όλα τα παιδιά της γειτονιάς, στο Μουσείο και παίζαμε . Τα καλοκαίρια παίζαμε όλο το πρωί και όλο το απόγευμα. Μόνο το μεσημέρι μας μάζευαν, με το ζόρι, στο σπίτι για να κοιμηθούμε. Οι πιο «ζωηροί» της παρέας ανεβαίναμε δύο δύο στα ποδήλατα και κάναμε βόλτα γύρω γύρω στην πλατεία Εξαρχείων, στα κρυφά, μη μας τσακώσουν οι γονείς και μας μαζέψουν τα ποδήλατα. Ο Κωνσταντίνος όμως ποτέ! Δεν του επέτρεπε ο κύριος Παναγιώτης και ο Κωνσταντίνος ούτε που διανοείτο να παρακούσει τον πατέρα του! Γι αυτό τα περισσότερα απογεύματα που όλοι οι άλλοι σχεδίαζαν βόλτα στην πλατεία, εγώ άραζα μαζί με τον Κωνσταντίνο στο σπίτι του.

Τώρα που το σκέφτομαι δεν θυμάμαι αν είχε παράθυρα εκείνο το υπόγειο. Είχε όμως φως. Το φως ενός ζεστού σπιτικού, το φως της Ευταξίας. Θυμάμαι τη μυρωδιά από το καντήλι και το φαγητό της Ευταξίας. Κανένα σπίτι, ποτέ, δεν έχω γνωρίσει που να μυρίζει πάντα τόσο όμορφα!

Η κυρία Ευταξία, όπως την έλεγα μικρός, είχε πάντα το καντήλι αναμμένο «για να έχει μαζί της τις ψυχές των γονιών της» όπως έλεγε «την ευλογία τους».

Ο Παναγιώτης με τα ελληνικά, της Ελλάδας, δεν τα πήγαινε καλά παρόλο που διάβαζε πολύ. Μιλούσε λοιπόν λόγια αλλά με πολίτικη προφορά, Η κυρία Ευταξία πάλι προσαρμόστηκε γρήγορα και σε αυτό. Μίλαγε αθηναϊκά αλλά χρησιμοποιούσε και πολλές πολίτικες λέξεις και εκφράσεις. Ειδικά όταν ήθελε να εκφράσει συναισθήματα.

Στο καφενείο ο Παναγιώτης καταδεχόταν να πηγαίνει μόνο την Κυριακή, για τάβλι. Έκανε παρέα με τρείς έλληνες για να τους βγαίνει που και που καμιά ξερή. Δεν έπινε όμως και δεν κάπνιζε.

Από την άλλη, σιγά σιγά αποκαλύφτηκε το μεγάλο όπλο της Ευταξίας. Το ξεμάτιασμα! Δεν μπορούσε να της το αρνηθεί κι αυτό ο Παναγιώτης. Αυτό ήταν χάρισμα από τον Θεό και έπρεπε να το υπηρετεί! Όποιον και όποια έβλεπε λοιπόν θολωμένο ή θολωμένη η Ευταξία του ‘λεγε: «α μάτι θα χεις» και τον καλούσε πρόθυμα στο σπιτικό της να τον ξεματιάσει. Τους έβαζε στο σαλονάκι, έφερνε το καντηλάκι της και άρχιζε η τελετή: έψελνε μουρμουριστά το Πάτερ Ημών. Τον σταύρωνε τον ασθενή στον αέρα. Μετά μουρμούριζε το «μία ματιάζω, μιά ξεματιάζω, Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα» και μετά πάλι από την αρχή μέχρι να γίνει το θαύμα και, ναι, το λάδι έσκαγε στο νερό! Το άκουγες και το ‘βλεπες! Τότε το μάτι «έσκαγε» και ο ματιασμένος ασθενής απελευθερωνόταν. Αυτό έπαιρνε πολλές φορές μισάωρο, άλλοτε και ώρα. Επίσης, όλο το διάστημα της ιερής τελετής η κυρία Ευταξία χασμουριόταν και διέκοπτε την ψαλμωδία και ζήταγε συγγνώμη από τον ματιασμένο. Όταν είχε νικήσει το Κακό, έκανε τη διάγνωση. Αυτή ήταν ανάλογα με την ένταση του χασμουρητού και τον χρόνο που χρειάστηκε το λάδι για να «σκάσει». Έλεγε λοιπόν μετά «πω πω σε ‘φαγε παιδάκι μου! Κακό μάτι! Για σκέψου, πότε σε έπιασε; ποιόν είδες πριν; Φόρεσες κάτι καινούριο σήμερα; Μήπως είδες κανέναν γαλανομάτη; Πρόσεχε τώρα και αν σε ξαναπιάσει ή αν σου συμβεί πάλι κάτι κακό στα ξαφνικά, έλα να με βρεις να σε ξεματιάσω!»

Λεφτά δεν έπαιρνε ποτέ! Αυτό θα ήταν αμαρτία! Παρεξηγιόταν κιόλας αν της το προτείναν.

Με τον καιρό που μαθεύτηκε το «χάρισμά της» όλη η γειτονιά πέρναγε από το σπιτικό της! Ακόμα και οι δασκάλοι των παιδιών και οι ακαδημαϊκοί της πολυκατοικίας της. Σιγά σιγά, έπεισε και τον κύριο Παναγιώτη και πήγαινε και σε όποιο σπίτι της περιοχής την καλούσαν για να ξεματιάσει. Έπαιρνε το καντηλάκι της σβηστό σε μιά χαρτοπετσέτα και έτρεχε πρόθυμα να θεραπεύσει όποιον την καλούσε φτωχούς και ανήμπορους, αστούς επιχειρηματίες, διανοούμενους, όπου υπήρχε ανάγκη! Άλλωστε, είπαμε, είναι αμαρτία να μπορείς να βοηθήσεις τον συνάνθρωπο και να μην το κάνεις!

Καθώς μεγάλωνα, πάντα αναρωτιόμουνα, αν ήταν το ξεμάτιασμα που μας θεράπευε ή η καλή της η καρδιά!

Εκείνη όμως κατάφερε και την σεβόταν όλη η γειτονιά, ανεξάρτητα από το αν είχαν ματιαστεί ή όχι! Όλη η αστική και διανοουμενίστικη περιοχή των Εξαρχείων υποκλινόταν στην αξιοπρέπεια και στο μεγαλείο της Ευταξίας και του Παναγιώτη.

Στηρίζανε λοιπόν κι αυτοί όπως μπορούσαν την οικογένεια Παλαιολόγου! Οι ακαδημαϊκοί που διδάσκουν στα Πανεπιστήμια τριγύρω προμηθεύουν συστηματικά τον κύριο Παναγιώτη με βιβλία, έστω και μεταχειρισμένα, για κείνον και για τα παιδιά του. Ο Κωνσταντίνος, που βαδίζει στα χνάρια του πατέρα του, τα ξεκοκαλίζει όλα. Η Άννα πάλι ενδιαφέρεται μόνο για κάποια λογοτεχνικά και για τα περιοδικά. Επίσης, είχαν όλοι ανοικτά τα σπιτικά τους γι αυτούς. Παρακολουθούσαν τα παιδιά στο σχολείο και όταν αυτά μεγάλωσαν, πήραν τον Κωνσταντίνο φύλακα στο Μουσείο όσο ήταν φοιτητής και φρόντισαν και ήρθε η Άννα δασκάλα σε δημοτικό στη γειτονιά. Όλες οι πόρτες ήταν ανοιχτές για αυτούς!

Επίσης, καθημερινά η Ευταξία δεχόταν καλέσματα για καφεδάκι και ξεμάτιασμα. Και εκείνη πήγαινε με το καντηλάκι της και πάντα γινότανε το θαύμα και έσκαγε το μάτι και διαλυόταν το λάδι στο νερό.

Τον Κωνσταντίνο τον συνάντησα πάλι μετά από χρόνια στην Στουρνάρη. Πενηντάρηδες πια και οι δυό μας! Καθηγητής στη Φιλοσοφική ο Κωνσταντίνος, δικηγόρος εγώ. Από τα πρώτα λεπτά τον ρώτησα τι κάνει η μάνα του. Μου απάντησε ότι την έχει πάρει και ζει σε ένα διαμέρισμα δίπλα του στην Μπουμπουλίνας. Ο πατέρας του είχε πεθάνει εδώ και χρόνια αλλά εκείνη είναι γερή και «συνεχίζει ακόμα τα ίδια» μου λέει, με νόημα, «μαζεύει όποιον βρει στο σπίτι της και τον ξεματιάζει. Ακόμα και αναρχικούς έχει μουσαφιραίους!». Του πρότεινα αμέσως να πάμε να τη δω. «Άλλωστε, έχω και πονοκέφαλο σήμερα», του λέω!

 

* Η Ειρήνη Νομικού γεννήθηκε στην Αθήνα. Έχει σπουδάσει Οικονομικά και δουλεύει στο Μάρκετινγκ. Γράφει από παιδί και έχει επιχειρήσει να γράψει διηγήματα, μυθιστορήματα και ένα θεατρικό.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top