Fractal

Όταν ο Μονταλμπάν ξεσκέπαζε το λαμπερό χαλί της πόλης του

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

Manuel Vazquez Montalban, “Οι θάλασσες του Νότου”. Μετάφραση: Βέρα Δαμόφλη. Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2015. Αθήνα

 

«Οι Θάλασσες του Νότου», είναι το τέταρτο των μυθιστορημάτων του  Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν με πρωταγωνιστή τον ντετέκτιβ Πέπε Καρβάλιο. Το  βραβευμένο με Planeta μυθιστόρημα, ως ένα από τα καλύτερα του συγγραφέα,  είναι  γεμάτο με όλες τις γνωστές ιδιορρυθμίες που έκαναν τα μυθιστορήματα του Βάθκεθ Μονταλμπάν τόσο δημοφιλή. Φαγητά, τρόφιμα, εύστοχα κοινωνικά σχόλια, μια εικόνα της Ισπανίας σε μια μεταβατική περίοδο μεγάλων και απρόβλεπτων αλλαγών. Όπως και τα αμερικάνικα παρεμφερή βιβλία, οι ισπανικές ‘Θάλασσες του Νότου’, δεν είναι απλώς μια ιστορία αμιγώς αστυνομική, αλλά  κάτι παραπάνω. Πρόκειται στην ουσία για μία εικόνα της Ισπανίας κατά τη μετάβασή της από τη δικτατορία στη δημοκρατία, ένα ζωτικής, για πολλούς λόγους, σημασίας μυθιστόρημα.

 

Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν (1939- 2003)

 

Το μυστήριο του βιβλίου είναι ο Κάρλος Στιούαρτ Πεδρέλ, ένας πλούσιος επιχειρηματίας ο οποίος κάποια στιγμή εξαφανίζεται, και η οικογένειά του προσκαλεί τον Καρβάλιο να ψάξει και να τον ανεύρει. Υπάρχει στο τραπέζι μια υπόθεση  ότι είχε εγκαταλείψει δηλαδή τα πάντα και είχε πάρει την απόφαση να πάει να ζήσει σ’ ένα μακρυνό νησί στις ‘νότιες θάλασσες’. Από αυτό το απλό αίτημα, ο ντετέκτιβ Πέπε Καρβάλιο ξεκινά την εξερεύνηση της κοινωνίας της Βαρκελώνης. Η γυναίκα του εξαφανισμένου είναι αρκετά ψυχρή και σοβαρή, και φαίνεται πως ενδιαφέρεται περισσότερο για τον πλούτο του συζύγου της, παρά γι’ αυτόν. Οι στενοί φίλοι του μάλλον δεν ενδιαφέρονται και αυτοί για το λυπηρό γεγονός. Ωστόσο, οι έρευνες του Καρβάλιο τον φέρνουν σε μια γειτονιά της εργατικής τάξης, εκεί όπου ο Στιούαρτ Πεδρέλ  παρακολουθούσε το φως του ήλιου ως λογιστής, όταν εγκαταστάθηκε σ’ ένα διαμέρισμα στην ίδια περιοχή.  Η εξερεύνηση του διαμερίσματος οδηγεί σε μια από τις πιο λεπτομερείς περιγραφές της αστυνομικής ανίχνευσης και ανακάλυψης, καθώς ο Καρβάλιο  πηγαίνει από  καφέ σε καφέ αναζητώντας κάποιον που να τον γνώριζε. Τελικά, η αναζήτηση τον φέρνει στη νεαρή έγκυο ερωμένη του, η οποία τον γνώριζε μόνο ως απλό λογιστή, και όχι ως πλούσιο επιχειρηματία που υπήρξε στην πραγματικότητα. Η εχθρότητά της απέναντι στις έρευνες του Καρβάλιο αντικατοπτρίζει σε όλο το βιβλίο, όλους εκείνους τους πλούσιους επιχειρηματίες  οι οποίοι είχαν εκμεταλλευτεί και επωφεληθεί τα μέγιστα από το καθεστώς του Φράνκο και τώρα αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό τον ερχομό της δημοκρατίας. Δεν έχει κανένα ενδιαφέρον για τις ιδέες του Καρβάλιο,  έχει τη δική της προσωπική ζωή και δεν ενδιαφέρεται πολύ για τους πλούσιους που την πληρώνουν.

 

Ένα απ’ τα φτωχά στενοσόκακα της γειτονιάς Ραβάλ της Βαρκελώνης, όπου μεγάλωσε ο Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν.

 

Ο Πέπε Καρβάλιο είναι ένας από τους σπουδαίους και φανταστικούς ντετέκτιβ όπως ο Phillip Marlowe ή ο Sherlock Holmes, αλλά ταυτόχρονα εύκολα αναγνωρίσιμος, λόγω του ιδιόρρυθμου και μεσογειακού χαρακτήρα του.  Το πλέον ορατό και προφανές χαρακτηριστικό του, είναι οι ακριβείς και δηκτικές του περιγραφές της ισπανικής κοινωνίας, ειδικά της Καταλωνίας και της πρωτεύουσάς της, κατά τη μετάβασή της από τη δικτατορία του Φράνκο  στη δημοκρατία.  Ο καθένας από τους πρωταγωνιστές μας παρέχει τη δική του κριτική για τα διάφορα στρώματα της κοινωνίας, ενώ και ο ίδιος ο Καρβάλιο είναι πρώην κομμουνιστής που έκανε κάποιο διάστημα  στη φυλακή και του οποίου η κοπέλα σε τακτά χρονικά διαστήματα εργάζεται ως πόρνη για να εξοικονομήσει τα απαραίτητα προς το ζην. Η Βαρκελώνη, παρουσιάζεται ως απολιθωμένη και εύθραυστη πολιτεία που είναι  ακόμα κολλημένη, με πολλούς τρόπους, στο άχαρο και επώδυνο παρελθόν. Ο Πέπε Καρβάλιο, όπως και οι καλύτεροι ντετέκτιβ, δεν έχει ψευδαισθήσεις για το παρελθόν της πόλης και της χώρας του. Τόσο αυτός όσο και ο δημιουργός του, ο Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν, ήταν γνωστοί  γκουρμέ και όλα τα βιβλία του  Μονταλμπάν είναι πλημμυρισμένα  με αναφορές στα τρόφιμα, τα  φαγητά και το μαγείρεμα κοινών και σπάνιων συνταγών.  Ο Καρβάλιο συχνά στις συζητήσεις του αναφέρεται στα τρόφιμα και πίνει πάντα ένα καλό λευκό κρασί. Κάπου-κάπου βρίσκονται λεπτομερείς περιγραφές ενός αγαπημένου φαγητού στους συνδαιτημόνες του, ειδικά κατά τη διάρκεια ενός περίτεχνου δείπνου μαζί τους.

Ο Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν κατέχει αναμφισβήτητα σημαντική θέση στην αστυνομική μυθιστοριογραφία. Τόσο πολύ, ώστε ο γνωστός Σικελός συγγραφέας Αντρέα Καμιλλέρι,  ονόμασε τον δικό του ήρωα αστυνομικό Σάλβο Μονταλμπάνο, μετά τον ξαφνικό θάνατο του Μονταλμπάν. Ο κύριος όγκος του βιβλίου ετούτου, αφορά την ανάκριση του Καρβάλιο σε όλους όσους συνδέονται με τη ζωή του εξαφανισμένου και νεκρού, πια, σε μια προσπάθεια να ανακαλύψει πού πέρασε το έτος που λείπει στην αφάνεια.  Ο ντετέκτιβ πρέπει να έρθει σε επαφή με πολλούς ανθρώπους σε αυτή τη διαδικασία, που τον εμπλέκει αναγκαστικά πολυποίκιλα, ακόμα και με την κόρη του νεκρού,  ενώ ενδιάμεσα δεν λείπουν και οι λογοτεχνικές και μεταφυσικές συζητήσεις και αναζητήσεις. Υπάρχει μια περίεργη γοητεία στην άρνηση του Καρβάλιο να  συναινέσει στην υγιεινή του διατροφή, και στην σχεδόν μηχανική απόλαυση του φαγητού και του ποτού.

Η περιγραφή της μετά τον Φράνκο Ισπανίας, μιας χώρας που αγωνίζεται να βρει το  δρόμο και το μέλλον της ανάμεσα στην δύση του Φρανκισμού, την εμφάνιση της δημοκρατίας και στις φαντασιώσεις της κομμουνιστικής ιδεολογίας, είναι αρκούντως ενδιαφέρουσα και μοναδική. Καθώς  η έρευνα έχει προχωρήσει αρκετά, ο Καρβάλιο αρνείται να αποκαλύψει ακόμη και στον εργοδότη του, τι έχει βρει έως τότε, μέχρι να φτάσει τελικά στην αλήθεια, σε μια περιγραφή αξιοθαύμαστη και τελικά πειστική για τον αναγνώστη. Υπάρχει κάτι μάλλον εξοργιστικό και γοητευτικό, ταυτόχρονα,  σε αυτό το βιβλίο, ιδιαίτερα η στάση του Καρβάλιο απέναντι στις γυναίκες,  όχι μόνο απέναντι στην κόρη του Πεδρέλ, αλλά και στη νεαρή κοπέλα του νεκρού ακτιβιστή, όπως φυσικά και στη δική του, την  Τσιάρο.

Ο Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν, ένας κομμουνιστής που είχε βασανιστεί και φυλακιστεί κάτω από τη δικτατορία του Φράνκο, άρχισε να γράφει αστυνομικά μυθιστορήματα στη δεκαετία του 1970. Τα αστυνομικά  βιβλία του με τον Πέπε Καρβάλιο, έχουν πουλήσει εκατομμύρια αντίτυπα σε πολλές χώρες και είναι εκείνα που αναφέρθηκαν περισσότερο στη διαδικασία του μετασχηματισμού της Βαρκελώνης από λιτό και φτωχό λιμάνι σε τουριστική μητρόπολη. Ο Μονταλμπάν γεννήθηκε το 1939, τη χρονιά κατά την οποία οι στρατιώτες του Φράνκο, ακολουθούμενοι από μια εκδικητική αστική μπουρζουαζία, εισέρχονται στην πόλη του. Ανατράφηκε μέσα στα στενοσόκακα στην παλιά πόλη της Βαρκελώνης, εκεί όπου πολλά παιδιά είτε δεν είχαν πατέρα, είτε εκείνος ήταν φυλακισμένος, όπως και ο δικός του  πατέρας, είτε γιατί βρισκόταν σε εξορία ή επειδή σκοτώθηκε στον εμφύλιο πόλεμο που τότε τελείωνε. Στους στενούς δρόμους της παλιάς πόλης, το Ραβάλ, δυτικά των γνωστών Ράμπλας, αφθονούσαν τα ύποπτα στέκια και τα σπίτια με τα κόκκινα φώτα, ενώ παραδίπλα οι γυναίκες αναγκάζονταν να δουλεύουν σε όποιες δουλειές εύρισκαν, ή απλώς να ζητιανεύουν. Στον ‘Πιανίστα’, ένα από τα πιο εξαιρετικά μυθιστορήματά του, ένας πρωταγωνιστής του λέει, πως ‘…κουβαλήσαμε την ήττα του εμφυλίου πολέμου στις πλάτες μας σαν νεκρό σώμα’.

Ο Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν, λέει πως ο πατέρας του, ‘… αφού βγήκε απ’ τη φυλακή, αρνήθηκε να μιλήσει ή να ακούσει οτιδήποτε είχε σχέση με την πολιτική’, αλλά παρ’ όλα αυτά, ο ίδιος δραστηριοποιήθηκε στο συγκεκριμένο θέμα, αργότερα στο πανεπιστήμιο, στα τέλη της δεκαετίας του 1950. Βασανισμένος και φυλακισμένος από τη δικτατορία, του δόθηκε τελικά αμνηστία το 1963. ‘Οι Θάλασσες του Νότου’ (1979), κέρδισαν το μεγαλύτερο λογοτεχνικό βραβείο της Ισπανίας, το Planeta, και το βιβλίο έγινε διεθνές μπεστ σέλερ. Εκτός από τη σειρά με τον Καρβάλιο, ο Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν, έχει αρθρογραφήσει στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο, έχει γράψει πολιτική ιστορία, δοκίμια για τον λαϊκό πολιτισμό, βιβλίο μαγειρικής και πολλά άλλα μυθιστορήματα. Παρά τη φήμη του, ο Μονταλμπάν παρέμενε πιστός στο παρελθόν του και στο Καταλανικό Κομμουνιστικό Κόμμα (PSUC) στο οποίο  εντάχθηκε μικρός.

Επέκρινε επανειλημμένα το Σοσιαλιστικό Κόμμα που είχε κυβερνήσει τη Βαρκελώνη από το 1979, λόγω της αποτυχίας του να χρησιμοποιήσει δεόντως την οικονομική ευμάρεια  της Ολυμπιάδας του 1992 για την αντιμετώπιση της κοινωνικής φτώχειας. Τα μυθιστορήματα του ντετέκτιβ του Μονταλμπάν συχνά παρομοιάζονται με εκείνα του Ρέημοντ Τσάντλερ. Ο Καρβάλιο, όπως και ο Μάρλοου, είναι αμφότεροι κοινοί και καθημερινοί άνθρωποι της διπλανής πόρτας. Ο Μονταλμπάν, κάνει για τη Βαρκελώνη αυτό που έκανε ο Ρέημοντ Τσάντλερ  για το Λος Άντζελες, τουτέστιν  εκθέτει τις εγκληματικές σχέσεις της εξουσίας κάτω από την πρόσοψη της δημοκρατίας. Αλλά ο ίδιος, όσο ζούσε,  απέρριπτε τέτοιες συγκρίσεις όταν ισχυριζόταν ότι διάβασε μικρό μόλις αριθμό αστυνομικών μυθιστορημάτων όταν ξεκίνησε τη συγγραφή της σειράς με τον Πέπε Καρβάλιο. Ο απώτερος και σοβαρός σκοπός του Μονταλμπάν, στα αστυνομικά του μυθιστορήματα ήταν τελικά να καταγράψει τη νέα ισπανική δημοκρατία την ώρα που αυτή έπαιρνε σάρκα και οστά. Να διηγηθεί τις ψευδαισθήσεις της μετάβασης από τη δικτατορία στην κοινοβουλευτική δημοκρατία, την κρίση μέσα στο Ισπανικό Κομμουνιστικό Κόμμα, την φευγαλέα φύση της φήμης των μέσων μαζικής ενημέρωσης, και τους επιχειρηματίες που εκμεταλλεύτηκαν με όλους τους τρόπους τους  Ολυμπιακούς Αγώνες προς ίδιον φυσικά όφελος.

Θα πρέπει όμως να τονίσουμε ότι ακόμα και σε αυτά τα σκληρά βιβλία, εμφιλοχωρεί έξυπνα μία νότα ευγένειας και λυρικής μελαγχολίας που βασίζονται στη λεπτή εκτίμηση του Μονταλμπάν για την ανθρώπινη  μοναξιά και το πέρασμα του χρόνου. Ασχολείται ιδιαίτερα με το θέμα της  μοναξιάς, ιδιαίτερα με τον ίδιο τον ντετέκτιβ Καρβάλιο, αλλά και τους δικούς του ανθρώπους, τη δική του οικογένεια, μέσα στο βιβλίο, μια περίεργη ομάδα πολιτών από την παλιά πόλη, όπως τον Μπισκουτέρ, τη φίλη του Τσιάρο, και τον Βρομίδη, έναν φτωχό λούστρο. ‘Η Βαρκελώνη δεν είναι ένα κακό μέρος για να ζήσει κάποιος’, έλεγε όταν ζούσε, αλλά από την άλλη μεριά το σκεπτικιστικό του μάτι υπήρξε σε μεταφορά ο σύγχρονος αφοσιωμένος συγγραφέας, διασκεδάζοντας τους αναγνώστες του, καθώς ταυτόχρονα αποκάλυπτε ότι βρώμικο βρισκόταν κρυμμένο κάτω από το λαμπερό χαλί της γρήγορα αναπτυσσόμενης πόλης του.

Μεταξύ του 1977 και του 1990, ο Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν έγραψε κάποια μυθιστορήματα που σήμερα συγκαταλέγονται μεταξύ των καλύτερων στην σύγχρονη ισπανική λογοτεχνία. Κάνοντας χρήση την διάχυτη ευαισθησία που τον χαρακτήριζε, μπόρεσε να βρει τον τρόπο να παρουσιάσει όλες τις κατηγορίες της κοινωνίας, και κυρίως τους πάσης φύσεως εγκληματίες.  Εκεί μέσα, αποκάλυψε μια ειδική κατηγορία εγκληματιών. Είναι οι πλούσιοι, έλεγε,  που υπερασπίζονται τα προνόμιά τους κάνοντας χρήση ακόμα και την ακραία πρακτική της  δολοφονίας. Βεβαίως, μέσα στα βιβλία του βρίσκεται άφθονη ποσότητα εκκεντρικής επίδειξης, μαγειρική και κάψιμο βιβλίων. Ακόμα ένα βιβλίο, λοιπόν,  από τον Καταλανό μαιτρ του είδους αυτού, ο οποίος δυστυχώς χάθηκε τόσο γρήγορα και άδοξα, στις 18 Οκτωβρίου του 2003, στο αεροδρόμιο της Μπανγκόκ στη Ταϊλάνδη, εκεί όπου ίσως έψαχνε τις δικές του, τις προσωπικές νότιες θάλασσες. Εάν ζούσε ακόμα, σίγουρα θα μας είχε δώσει πολλές και ενδιαφέρουσες θέσεις και απόψεις του για τη γενικότερη πορεία της χώρας του και όχι μόνο!

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top