Fractal

Διήγημα Fractal: “Οι θάλασσές μου”

Της Ιφιγένειας Θεοδώρου //

 

 

Από τότε που θυμάμαι  τον εαυτό μου έχω μια θάλασσα απέναντί μου. Στο πρώτο μας σπίτι  την αγνάντευα από μακριά . Απ΄το μπαλκόνι μας στη γωνία Αγ. Δημητρίου κι Αγ. Σοφίας, εκεί όπου τα « τουρκόσπιτα» πρόβαλλαν τα χαγιάτια τους στα ανηφορικά καλντερίμια  και οι αλάνες είχαν ονόματα. Ο ορίζοντας μου  ακόμα ήταν  ελεύθερος  από ταράτσες και δώματα, και η θάλασσα στο βάθος μου υποσχόταν δρόμους ανεξερεύνητους που μόνο με τη φαντασία μου μπορούσα να ζωγραφίσω.  Τ΄ απογεύματα  με τ η μητέρα μου κατηφορίζαμε μέχρι την  πλατεία Αριστοτέλους για να παίξω με συνομήλικους μου. Η θάλασσα  από κοντά ήταν αλλιώτικη, ερχόταν κι έφευγε αδιάκοπα, είχε φωνή και μυρωδιά  κι ο δυνατός της κυματισμός με μάγευε, με αποσπούσε από το παιχνίδι. Ξέφευγα από τη προσοχή της μαμάς μου, χανόμουν στις ψηλοτάβανες καμάρες της πλατείας κι έφτανα  σύριζα στο θαλασσινό κορδόνι  που τύλιγε τα πρώτα σπίτια της παραλίας… «Θέλω μια φωτογραφία με τη θάλασσα….» είπα κι αντάλλαξα το χρωματιστό μπαλόνι  που αποζητούσαν τα άλλα παιδιά   με μια πόζα μπροστά στην φωτογραφική μηχανή του πλανόδιου φωτογράφου.

 

Τα καλοκαίρια στη  θάλασσα της Περαίας  έμαθα να κολυμπώ,  να κοπηλατώ σε νοικιασμένα «κανό»στην αγκαλιά του πατέρα μου και να μαζεύω μικρά γυαλιστερά κοχύλια με τρύπες στη μέση, ιδανικά για  βραχιόλια που έφτιαχνα βάφοντας  τα   με ροζ βερνίκι νυχιών και περνώντας τα σε μια λεπτή κλωστή. Νοικιάζαμε ένα ισόγειο απέναντι από τον θερινό κινηματογράφο, μια δρασκελιά από την αμμουδιά και τις καλοκαιρινές ταβέρνες που έστρωναν τα τραπεζάκια τους κάτω από  ξύλινα υπόστεγα ,εκεί όπου περιμέναμε  τον ηλιοκαμμένο  ψαρά  με το πανέρι του ξέχειλο από βρασμένα καβούρια.Τα βράδια όταν κόπαζε η μουσική από τα τζουκ μπωξ κι έπεφταν οι τίτλοι του τέλους στην ταινία του σινεμά, το κύμα έγλειφε την άμμο και με νανούριζε, με προσκαλούσε να το ακολουθήσω στα βαθιά , να μεταμορφωθώ  σε γοργόνα και να  βουτήξω στα άπατα του ονείρου.

Αργότερα  μετακομίσαμε  στον παλιό δρόμο των Εξοχών, στο Φάληρο,  κι από το παράθυρό μου  δεν χόρταινα να  κοιτάζω τη θάλασσα . Είχα έρθει πιο κοντά της, σε απόσταση αναπνοής , αρκούσε να περάσω ένα δρόμο και να βρεθώ δίπλα της,να ακούσω τους αναστεναγμούς της, να  την αισθανθώ στις  πατούσες μου, πριν τα μεγαλόπνοα σχέδια  της πολιτείας στοιβάξουν  μπλόκια σε όλο το μήκος της παραλίας. Ομως  κι από το μαθητικό  θρανίο μου είχα την ευκαιρία να της ρίχνω  κλεφτές  ματιές , αφηνόμουν να με παίρνει μακριά από τα  βιβλία, φανταζόμουν ταξίδια σε πέλαγα κι ωκεανούς  που  με αποσπούσαν από  την σχολική ανία.

Η θάλασσα της Θεσσαλονίκης  με  περιτριγύριζε , με πολιορκούσε από  παντού,στο δρόμο ή στο σπίτι, στις βόλτες  της παραλίας,  μέχρι και στην ημίφωτη αίθουσα του Κρατικού Ωδείου. Τη θυμάμαι σαν κάδρο στον τοίχο, να πλημμυρίζει το παράθυρο, να ορμάει  και να καταπίνει το  πιάνο, τις  παρτιτούρες  και την  δασκάλα με τα χοντρά γυαλιά  που τόσο με βασάνιζε… Η θάλασσα, σωτήρας  μου και σύμμαχος στην αέναη επιθυμία μου  να δραπετεύσω από την πόλη, με προκαλούσε να ακολουθήσω τον ασταμάτητο κυματισμό της, να φύγω, να σπάσω το υδάτινο  υμένα της, να αρμενίσω ελεύθερη σε άλλη γη, σε άλλα μέρη.

Έφυγα!

Καβάλησα ένα ταύρο –στην κυριολεξία-  βουτήξαμε μαζί  στ΄ άγνωστα νερά της αναζήτησης.΄Εβαλε εκείνος την ορμή κι εγώ τα βέλη. Βουνά, φαράγγια, τείχη ψηλά, δάση ανήλιαγα. Πουθενά ανοιχτός ορίζοντας…. Και τότε άρχισα να την ψάχνω…Μου έλειπε  η υγρασία που πότιζε το δέρμα μου,η μυρωδιά της κι οι βαρκούλες  του Λευκού Πύργου, το ηλιοβασίλεμα που κοκκίνιζε το λιμάνι, ο Ολυμπος που  αναδυόταν από τον μπλε απέναντι. Είχα χάσει ένα σημείο αναφοράς στη ζωή μου,τον τρόπο να ιχνογραφώ τις αισθήσεις μου, ήμουν σκαρί που ταξίδευε, μαγεμένη από τόπους κι ανθρώπους, ένα σκαρί χωρίς θάλασσα!  Την έψαξα …Την βρήκα  στο λιμάνι της Σμύρνης, μ΄ένα υπόκωφο μουρμουρητό  να διηγείται ιστορίες φρίκης, για κορμιά που χάνονταν ψάχνοντας  στην αγκαλιά της  τη σωτηρία που δεν ήρθε…Η καρδιά μου φούσκωνε  την ώρα που το φωτισμένο  καραβάκι  περνούσε ξυστά από το παράθυρό μας  πηγαίνοντας  στο Κορδελιό. Η θάλασσα μου…Την αγαπούσα καθώς σκούραινε όταν η καταιγίδα πλησίαζε, την παρακολουθούσα όπως  σχιζόταν στα δυό από την πρύμνη  των πλεούμενων  ή όταν μανιασμένη  ξεσπούσε  στο χαμηλό τοιχαλάκι της παραλίας  κι ύστερα χυνόταν  στο δρόμο  μουσκεύοντας  με αλμύρα το πεζοδρόμιο, φτάνονταςε  μέχρι το μαρμάρινο σκαλοπάτι της πόρτας μας… «Για σένα έρχεται…» γελούσε ο άντρας  μου που ήξερε.

Κάτω από τους συννεφιασμένους ουρανούς της Ευρώπης   μασκάρεψα τη νοσταλγία  μου πετώντας ψίχουλα στις πάπιες  μιας μικρής λίμνης  που ξεγελούσε το βλέμμα μου καθώς άνοιγα κάθε πρωί τις κουρτίνες .  Σε ήσυχα γλυκά νερά ψάρευα  ψευδαισθήσεις , κεντούσα όλο τον χειμώνα  με τις κλωστές  της υπομονής μου, όμως γύριζα το καλοκαίρι πίσω κι αναζητούσα στα διάφανα ακρογιάλια της Χαλκιδικής  την αλμύρα  που είχε αλατίσει τη μνήμη μου. ΄Εψαχνα στις όχθες του Τάμεση τις δικές  μου θαλασσινές εικόνες,μεταμφίεζα τις  λευκές σιδερόβεργες  της γέφυρας του πρίγκηπα Αλβέρτου σε ολόφωτο καράβι έτοιμο να σαλπάρει για τη Μεσόγειο, όπως η γιαγιά Μελέκ εύρισκε τη μυρωδιά του Βόσπορου στις ακροποταμιές της Ροδόπης.

Στην Αλυκή της Θάσου , σ΄ένα μικρό σπίτι στην αμμουδιά, έζησα από την αρχή τον έρωτά μου για τη θάλασσα. Κοιμόμουν και ξυπνούσα μαζί της.  Εκεί, με το ΄Αγιο Ορος να μου κλείνει τον ορίζοντα μέτρησα τα χρόνια και τα ταξίδια μου και τότε για μια στιγμή  επιθύμησα ένα αγκυροβόλι, ένα πάτωμα, να στέκομαι  να την κυττάζω  χωρίς την   βιασύνη  να φύγω πάλι… ΄Εκανα όνειρα, για ζεστά χειμωνιάτικα πρωινά που θα μπορούσα να την κυττάζω μέσα από το τζάμι ανακατεύοντας τη ζωή μου με τα  βότσαλα που θα είχε ξεβράσει  η τρικυμία. Μα όταν  δοκίμασα να μείνω δεμένη στη στεριά δεν άντεξα…

Έφυγα!

Αμετανόητος ταξιδευτής  βγήκα πάλι στα πέλαγα…  Βούτηξα στη μεγάλη Θάλασσα, στον ίδιο τον Ευφράτη, εκεί που ο Διγενής απωθούσε τους Πέρσες,  κι ύστερα έψαξα στα  άπατα  βάθη  του Αραβικού κόλπου για μυστικά  ανεξιχνίαστα  από τον καιρό των σχολικών βιβλίων, απ΄τους πολέμους του  Ξέρξη και  τον δρόμο του Μεγαλέξανδρου. Η θάλασσα ζει μέσα μου….Μυρωδιά και χρώμα, μια εικόνα , άπλετο μπλέ που βάφει τα όνειρα και ποτίζει την καθημερινότητά μου.Πηγή έμπνευσης.  Δρόμος για τα ατελείωτα ταξίδια μου, με παρασέρνει αυθαίρετα σε τόπους άγνωστους  που τους λατρεύω  και τους αναζητώ αργότερα. Οι θάλασσες μου, οι αναμνήσεις μου. Το αύριο, ένα άγραφτο μονοπάτι  για το ομορφότερο ταξίδι. Τον γυρισμό στο σπίτι.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top