Fractal

Διήγημα: “Οι στοές της Ανθήνας”

Γράφει ο Γιάννης Μπαλαμπανίδης // *

 

 

Ελάχιστα σημάδια απομένουν σήμερα από το σύστημα στοών που είχαν κατασκευάσει οι κάτοικοι της αρχαίας πόλης των Ανθηνών, οι Ανθηναίοι ή Ανθηνέζοι όπως τους αποκαλούσαν περιπαικτικά οι άσπονδοι φίλοι και εξάδελφοί τους του Βορρά, οι Ξεσσαλονικείς, καταπώς επέστρεφαν τον σαρκασμό οι νότιοι.

 

Λέγεται, και έτσι γράφουν τα βιβλία, ότι το επίκεντρο υπήρξε η αγορά. Εκεί χτίστηκαν και από εκεί ξεκινούσαν οι πρώτες στοές που συνέδεαν τις παλαίστρες με τα γυμναστήρια, τα θέατρα με τα λουτρά. Ανάμεσα στις κιονοστοιχίες τους, που σχηματίζαν μια διάτρητη μαρμάρινη αυλαία, συγκεντρώνονταν οι Ανθηναίοι, περιφέρονταν στα καταστήματα, περιπατούσαν φιλοσοφώντας ή υφαίνοντας δολοπλοκίες, πλέκοντας δράματα, σκαρώνοντας βρώμικα αστεία. Σπουδαίοι βασιλιάδες έχτισαν, καλλώπισαν κι επέκτειναν τις ανθηναϊκές στοές, ο Άτταλος, ο Ευμένης, ο εξ Αιγύπτου Πτολεμαίος.

 

Με τον καιρό, οι πρώτες, αρχικές στοές της αγοράς, εκεί που ο καθένας κατέβαινε με μόνη εξάρτυση τη γνώμη του και οι γνώμες συγκρούονταν γεννώντας αυτό που οι φιλόσοφοι ονόμασαν πολιτική, με τον καιρό λοιπόν οι στοές πλήθαιναν, κι όπως οι τυφλοπόντικες της ιστορίας σκάβουν ατέλειωτα λαγούμια κάτω από τον επιφανειακό φλοιό της για να την υποσκάψουν, έτσι κι οι ανθηναίοι χτίστες, μάστορες κι αρχιτεκτόνοι χτίζαν και χτίζανε στοές σαν φλέβες κόκκινες και γαλάζιες αρτηρίες κάτω από το ημιδιάφανο στρώμα της επιδερμίδας της. Κι όσο η πόλη έλαμπε στα πέρατα του τότε γνωστού πολιτισμένου κόσμου, όσο κυριαρχούσε στις θάλασσες και στην ξηρά, σεβαστική με τους εχθρούς κι αμείλικτη με τους συμμάχους, τόσο ο πωρόλιθος έδινε τη θέση του, σε παραστάδες, ορθοστάτες, κατώφλια και κίονες, στο φίνο μάρμαρο από τα σπλάχνα της Πεντέλης.

 

Ακόμη σήμερα, παρά τους τόσους αιώνες που περάσαν πάνω από το κορμί του άστεως, παρά τα χνάρια που άφησαν επάνω του τα πατήματα μυριάδων ανθρώπων, το πέρασμα των πολιτισμών, καταστροφές και κατακτήσεις, παρά τα επάλληλα στρώματα της ιστορίας που επικάθισαν σε τούτα τα χώματα παραλλάσσοντας την αρχιτεκτονική και τη χωροταξία, τη διευθέτηση του τόπου και της ζωής των ανθρώπων, σήμερα ακόμη βλέπει κανείς τα ίχνη του συστήματος αυτού των στοών που τόσο πολύπλοκο έφτασε κάποτε να είναι ώστε λέγεται ότι μπορούσε κανείς να διασχίσει την πόλη απ’ τη μιαν άκρη ώς την άλλη, απ’ τον Βοτανικό μέχρι το Καλλιμάρμαρο Στάδιο κι από τους λόφους του Λυκαβηττού και του Αρδηττού ώς τις παρυφές του Φιλοπάππου, χωρίς να τον στραβώσει ήλιου φως ή να τον αγγίξει της βροχής σταγόνα.

 

Κι είναι μια άσκηση χαριτωμένη για τον σημερινό διαβάτη, άσκηση στην οποία όχι σπάνια αρέσκομαι να επιδίδομαι και εγώ, να προσπαθείς να διασχίσεις ενδοφλεβίως τα τετράγωνα της μητρόπολης περνώντας από τη μια στοά στην άλλη, τρυπώνοντας κάτω από τα ψηλά κτίρια, ανάμεσα στα εμπορικά μικροκαταστήματα και μακριά από τα πολλά βλέμματα του κόσμου, απ’ τη στοά Ορφέως με τα κοσμηματοπωλεία στη στοά Παλλάδος με τα κλειδαράδικα, κι από εκεί στη στοά Όπερα, όλες στην οδό Ιπποκράτους, για να περάσεις έπειτα στις στοές Γ. Μάντακα και Φιξ της Μπενάκη, γεμάτες κομμωτριάκια και φωτοτυπάδικα, κατόπιν στη στοά Ερμής και στη στοά Πανταζοπούλου με τα καφέ μπαρ και τη ρέμβη των θαμώνων, κι από εκεί στις όμορφες στοές Αρσακείου και Πεσμαζόγλου κατεβαίνοντας προς την οδό Σταδίου, με τα λίγα εναπομείναντα βιβλιοπωλεία και τα δισκάδικα, κι ακόμη παρακάτω στις στοές Αθηνών, Ανατολής και Αδελφών Θεοφυλάτου, στην οδό Αριστείδου πια, πιάνοντας στοά Ζερμπίνη & Κωσταντακοπούλου για να βγεις μέσω Λέκκα προς τη στοά Κοραή, απ’ όπου, με λίγο περπάτημα ακάλυπτος από στοές, βρίσκεσαι στη στοά Σπυρομήλιου και τότε, αφού διέλθεις από τη στοά Παύλου Καλλιγά, στο τετράγωνο μεταξύ Καραγιώργη Σερβίας και Σταδίου, έχεις βγει πια στην πλατεία Συντάγματος, μέσα από τους τριχοειδείς δαιδάλους του κυκλοφορικού συστήματος έχεις εκβάλει στην καρδιά της πόλης.

 

Ας σημειωθεί ωστόσο ότι, παρά τα λεγόμενα, που επιβιώσαν για αιώνες, σχετικά με τους μεθοδικούς λαβυρίνθους των στοών, πως σκοπό δήθεν είχαν την προστασία των Ανθηναίων από τα καιρικά φαινόμενα, η πραγματική αλήθεια είναι άλλη. Ο λόγος που χτίσαν έτσι την πόλη τους, ώστε να περνούν από τη μια στοά στην άλλη χωρίς να αναγκάζονται, αν χρειαστεί, να βγουν στο φως της μέρας, στο κρύο της νύχτας, στον αέρα και τη βροχή, ήταν την άνοιξη, όταν ανθίζουν οι αειθαλείς νεραντζιές που φύονται παντού σε αυτή τη γη, σε κάθε μικρή γωνιά αυτού του τόπου, να μπορούν προστατευμένοι από τα πέτρινα κουκούλια των στοών να αποφεύγουν την παραζάλη που προκαλεί η μυρωδιά των μικρών λευκών ανθών, μυρωδιά που αρκεί για να σαλέψει και ο πιο σοφός νους, να εκλυθεί ο βίος ο πιο εγκρατής, να παρεκκλίνει και ο πιο προσηλωμένος ανάμεσα στους ανθρώπους.

 

 

* Ο Γιάννης Μπαλαμπανίδης γεννήθηκε το 1980 στην Ξεσαλονίκη. Από το 2004 ζει και εργάζεται στην Ανθήνα.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top