Fractal

Σκοτώνοντας τις ώρες στα περιθώρια της ζωής και του πολέμου

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

Πάτρικ Χάμιλτον, “Οι σκλάβοι της μοναξιάς”. Μετάφραση: Κατερίνα Σχινά. Εκδόσεις Στερέωμα. 2017

 

Το 1943, ήταν μια από τις χειρότερες χρονιές του δεύτερου μεγάλου πολέμου. Στη Μεγάλη Βρεττανία, λίγο έξω απ’ το Λονδίνο, οι θαμώνες ετούτης της πανσιόν βρίσκονται κάπως απόμακρα και αποστασιοποιημένοι απ’ αυτόν. Εκεί μέσα λοιπόν, ‘…σχημάτιζαν συντροφιές και σκότωναν την ώρα τους ώσπου να ζαλιστούν από τη ζέστη, από την ακινησία, από τις τυχαίες, σπασμωδικές συζητήσεις, από τους θορύβους που έσπαγαν τη σιωπή – το θρόισμα των χιλιοδιαβασμένων εφημερίδων, το γύρισμα των σελίδων κάποιου βιβλίου, το κροτάλισμα από τις βελόνες του πλεξίματος, το ρούφηγμα μιας πίπας, το ακούραστο γρατζούνισμα κάποιου επιστολογράφου, τους ήχους της αναπνοής, της νευρικής μετατόπισης σε κάποιο κάθισμα, του χασμουρητού… Στο τέλος, πήγαιναν στα δωμάτιά τους σε μια κατάσταση σχεδόν ολοκληρωτικής αποβλάκωσης, μεθυσμένοι από τις εκπνοές του γκαζιού, τρεκλίζοντας, θαρρείς μετά από ένα όργιο ennui’.

 

‘Δύο γυναίκες στο εστιατόριο’. Φωτογραφία του George Marks.

 

Το βιβλίο ‘Οι Σκλάβοι της μοναξιάς’ (The Slaves of Solitude), του Πάτρικ Χάμιλτον (Patrick Hamilton, 1904-1962) είναι το δωδέκατο μυθιστόρημά του το οποίο εκδόθηκε στα 1947, αλλά η ιστορία του διαδραματίζεται πίσω στο 1943, με όλα τα δραματικά του ιστορικά γεγονότα. Η ιδιοκτήτρια της πανσιόν ΄Τεϊοποτείο Ρόζαμουντ’, κυρία Πέιν, ήταν μία τυπική βρεττανίδα στη συμπεριφορά της. Όλοι οι κανονισμοί εκεί μέσα,  όλες οι καινοτομίες, προσαρμογές, λειτουργίες  και διευθετήσεις,  εξαγγέλλονταν από εκείνη εγγράφως, με σημειώματα, χωρίς καμία εξαίρεση, κι’ αυτό το γνώριζαν και το σέβονταν αναγκαστικά όλοι, χωρίς καμία απολύτως εξαίρεση!  Η δεσποινίς Ρόουτς μια από τις ενοίκους και βασική πρωταγωνίστρια της ιστορίας του Πάτρικ Χάμιλτον, είναι σχεδόν σαραντάρα στην ηλικία και παραιτημένη από την… ‘ελπίδα’ εδώ και χρόνια, παρά τις κάποιες ευκαιρίες που της πρόσφερε κατά καιρούς η μοίρα.  Μετακόμισε εκεί στην πανσιόν του Τέιμς Λόκντον, τον ‘Ξενώνα Πέιν’ καλύτερα και σωστότερα,  μετά από  σχετική πρόσκληση της θείας της,  λόγω των πρόσφατων βομβαρδισμών στο Λονδίνο, γλυτώνοντας τη ζωή της και σώζοντας κάποια υλικά πράγματα μεταξύ των οποίων και τα βιβλία της, τους θησαυρούς που είχε διασώσει από τις καταστροφικές επιπτώσεις του βομβαρδισμού της βρεττανικής πρωτεύουσας!  Αλλά φυσικά εκεί βρίσκονται κι’ άλλοι. Κάποιους απ’ αυτούς, τους κατονομάζει και η Ντόρις Λέσινγκ στην άκρως κατατοπιστική εισαγωγή της στο βιβλίο. Σ’ αυτό το μυθιστόρημα, μας λέει η Λέσινγκ, ‘… συναντάμε δύο από τους πιο αντιπαθητικούς ήρωες του Χάμιλτον. Ο ένας είναι ο Θουέιτς, μια τυραννική προσωπικότητα που έχει βρει το ιδανικό θύμα στο πρόσωπο της δεσποινίδας Ρόουτς, και μια Γερμανίδα, η Βίκυ, που μυστικά λατρεύει τους ναζί, μηχανορραφεί, είναι άπληστη και κακόβουλη…’. Η τελευταία, είχε δώσει στην δεσποινίδα Ρόουτς την εντύπωση πως ήταν μια ήρεμη, έξυπνη  και καλλιεργημένη κοπέλα με την οποία θα μπορούσαν να συνυπάρξουν ως φίλες.

 

 

Η παρουσία, όμως, σε κείνες τις μέρες κάποιων Αμερικανών στρατιωτικών στη γειτονιά αυτή της πόλης, δίνει το έναυσμα και ανατρέπει σταδιακά τις υφιστάμενες  καταστάσεις και ισορροπίες, και κυρίως τις διαπροσωπικές σχέσεις των μελών της παρέας ή σωστότερα των ενοίκων της πανσιόν. Η γνωριμία της δεσποινίδας Ρόουτς με τον υπολοχαγό Πάικ, συγκεντρώνει το ενδιαφέρον αρκετών σελίδων στο μυθιστόρημα, όπου η σαραντάχρονη Ρόουτς γρήγορα συνειδητοποίησε ότι το βασικότερο μειονέκτημα του εν λόγω Αμερικανού, είναι η αναξιοπιστία του χαρακτήρα του και η ανακολουθία των εύκολων δηλώσεων και βεβαίως των ενεργειών του. Κεντρικό ρόλο στην ιστορία δίνει ο συγγραφέας και στον κ. Θουέιτς, ο οποίος όταν έβγαινε  απ’ την κρεβατοκάμαρά του, οι άλλοι ένοικοι ‘… ήταν απορροφημένοι στις δουλειές τους, τις δουλειές δηλαδή των ανθρώπων οι οποίοι στην πραγματικότητα δεν είχαν καμιά δουλεία σ’ αυτή τη γη πέρα από το να οδηγούν τα φθίνοντα σώματά τους σε μονοπάτια ελεύθερα από ενοχλήσεις, έγνοιες και ασθένειες, προς την κατεύθυνση εκείνης της τελειωτικής, μοιραίας ασθένειας που θα τους εξόντωνε όλους’. Υπήρχαν ακόμα εκεί, η δεσποινίς Στηλ και η κυρία Μπάρατ, κι’ επίσης ο κ. Πρεστ, το μαύρο πρόβατο της πανσιόν, για να αναφέρουμε έτσι κάποιους ακόμα που αναμιγνύονται με δευτερεύοντες έστω ρόλους στο πλέξιμο του καμβά της ιστορίας του Χάμιλτον. Εκεί μέσα, δεν απεικονίζονται ούτε περιγράφονται μάχες, θάνατοι ή υλικές καταστροφές, αλλά οι βαθύτερες ψυχολογικές καταστάσεις των πρωταγωνιστών του βιβλίου, ‘Οι Σκλάβοι της Μοναξιάς’ του Πάτρικ Χάμιλτον, ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα γύρω από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.

 

Βομβαρδισμένο κεντρικό Λονδίνο. Καλοκαίρι του 1942.

 

Ο Πάτρικ Χάμιλτον γεννήθηκε το 1904, μέσα σε μια ταραγμένη οικογένεια μεσαίας τάξεως, κάτι που δημιουργεί από τη μια μεριά μεγάλη δυστυχία ειδικά στα μικρότερα μέλη της, αλλά την ίδια στιγμή εξαιρετικό υλικό για ανάπτυξη και δημιουργία μυθοπλασίας και λογοτεχνίας. Είχε άσχημα παιδικά χρόνια, μ’ έναν πατέρα χήρο, αλκοολικό και τις περισσότερες φορές απόντα από κοντά του. Η μητέρα του, από την άλλη μεριά,  διαζευγμένη, κτητική και προφανώς κι’ αυτή δυστυχισμένη. Αποτέλεσμα όλων αυτών, ήταν ο μικρός Πάτρικ να ζήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα σε οικοτροφείο. Δεν πήγε στο πανεπιστήμιο, αλλά είχε μια σύντομη καριέρα ηθοποιού, πριν προχωρήσει στη συγγραφή ενός πολλά υποσχόμενου βιβλίου, και κάνοντας το ντεμπούτο ως μυθιστοριογράφος με το ‘Δευτέρα Πρωί’   (Monday Morning, 1925). Η θητεία του στο θέατρο, τον βοήθησε να γράψει μερικά  πολύ επιτυχημένα έργα, όπως τα ‘Rope’ (1929) και ‘Gas Light’ (1939), τα οποία τον βοήθησαν σε σημαντικό βαθμό τόσο ψυχολογικά, όσο και στον οικονομικό τομέα. Ευρισκόμενος στην κορυφή της δημιουργικής του καριέρας, είχε άμεση εμπλοκή σ’ ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα, το οποίο του άφησε δυστυχώς μόνιμη παραμόρφωση στο πρόσωπο, με αποτέλεσμα να στραφεί στην ανεξέλεγκτη κατανάλωση αλκοόλ,  η οποία του προκάλεσε κίρρωση του ήπατος, προϊούσα ηπατική ανεπάρκεια και τελικά τον οδήγησε στο θάνατο, στα 1962,   στην ηλικία των 58 μόλις ετών. Η αγάπη του και η εξάρτησή του από το αλκοόλ ήταν τέτοια, ώστε στα 1941, εν μέσω του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, προχώρησε στο γράψιμο του Hangover Square (1941), μια δυνατή φανταστική μελέτη αυτού του καταστρεπτικού εθισμού, την οποία βίωνε και ο ίδιος τοποθετημένη γεωγραφικά στη γραφική συνοικία και κατοικία πολλών καλλιτεχνών, το Έρλ’ς Κορτ του δυτικού κεντρικού  Λονδίνου. Ενώ αρχικά ήταν ένας τυπικός μαρξιστής της γενιάς του, που συνδύαζε όμως την εξιδανικευμένη άποψη της σοβιετικής Ρωσίας με έναν άνετο τρόπο ζωής της μεσαίας τάξης, η έκθεση στο φως πολλών λεπτομερειών του μεγαλείου της σταλινικής τυραννίας και των όποιων γνωστών πολιτικών εκκαθαρίσεων, στην περίοδο πάντοτε του ψυχρού πολέμου, ενίσχυσε την αντίθετη άποψη, ώστε να αλλάξει κι’ εκείνος μεταξύ πολλών άλλων, τις πολιτικές του απόψεις. Παντρεύτηκε  δύο φορές, αλλά τα βιογραφικά του στοιχεία δείχνουν μία μάλλον δυσαρεστημένη σεξουαλική ζωή και πολλαπλές συγκρουσιακές συμπεριφορές με τις γυναίκες, οι οποίες και αντικατοπτρίζονται μέσα στη μυθιστοριογραφία του, αλλά όχι και στο έργο ‘Οι Σκλάβοι της Μοναξιάς’ (The Slaves of Solitude), ένα μυθιστόρημα για την ενσυναίσθηση, την συναισθηματική δηλαδή ταύτιση με την ψυχική κατάσταση ενός άλλου κοντινού μας ατόμου και την βαθιά κατανόηση της συμπεριφοράς και των κινήτρων του, με κεντρικό χαρακτήρα εκείνον της γυναίκας. Όταν δημοσιεύθηκαν το 1947, οι ‘Σκλάβοι της Μοναξιάς’, ο Πάτρικ Χάμιλτον αναγνωρίστηκε από αρκετούς συναδέλφους και κριτικούς ως ένας από τους καλύτερους μυθιστοριογράφους της εποχής. Ίσως, βέβαια, το συνολικό έργο του Χάμιλτον, να μην  είναι τόσο εντυπωσιακό όσο το έργο άλλων συγγραφέων της ίδιας γενιάς, όπως για παράδειγμα του Γκράχαμ Γκρην (Graham Greene, 1904-1991), ή του Έβελυν Γουώ (Evelyn Waugh, (1903-1966), αλλά τον δικαιολόγησαν, κι αυτό γιατί ειδικά το έργο του ‘Οι Σκλάβοι της Μοναξιάς’ είναι ένα εξαιρετικά ευχάριστο για τον αναγνώστη μυθιστόρημα, αλλά είναι μάλλον δύσκολο να το τοποθετήσεις σε οποιοδήποτε λογοτεχνικό στυλ ή κίνηση. Ο Χάμιλτον είναι ρεαλιστής μυθιστοριογράφος, με προφανείς ρίζες στην αγγλική παράδοση και μια εκλεκτική τεχνική. Μερικές φορές τον συγκρίνουν με τον Ντίκενς, τον οποίο ο ίδιος διάβαζε  με ενθουσιασμό από μικρή ηλικία, και σίγουρα υπάρχει μια ομοιότητα μεταξύ αυτών των δύο, αλλά και με κάποιος άλλους συγγραφείς, όπως με την Τζέιν Ώστεν (1775-1817). Το μυθιστόρημα ετούτο λοιπόν περιστρέφεται γύρω από τον κεντρικό χαρακτήρα μιας γυναίκας,  αλλά μετατοπίζεται συνεχώς και προς άλλους χαρακτήρες οι οποίοι συνυπάρχουν με τον βασικό, εκείνον  της δεσποινίδας Ρόουτς. ‘Οι Σκλάβοι της Μοναξιάς’ είναι ένα από τα καλύτερα αγγλικά μυθιστορήματα για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, που αναφέρεται όμως στα παρασκήνια και περιστρέφεται μακρυά από περιγραφές μαχών και καταστροφών. Το στρατιωτικό προσωπικό, που εμφανίζεται στο βιβλίο, βρίσκεται πάντοτε εκτός υπηρεσίας και δραστηριοποιείται κοντά σε πολίτες. Η ηρωΐδα του μυθιστορήματος, δεσποινίς Ρόουτς,    είναι μια μόνη γυναίκα, με ηλικία που πλησιάζει τα σαράντα χρόνια, η οποία εργάζεται σε ταπεινή θέση για μια εκδοτική εταιρεία στο Λονδίνο, όπου μετακινείται καθημερινά  από ένα πανδοχείο που διαμένει, την  πανσιόν ΄Τεϊοποτείο Ρόζαμουντ’ στο Τέιμς Λόκντον, μια μικρή πόλη που βρίσκεται σε ασφαλή απόσταση από τους βομβαρδισμούς της βρεττανικής πρωτεύουσας. Έτσι το μεγαλύτερο μέρος του κειμένου διαδραματίζεται σε αυτή την πανσιόν,  γύρω από την οποία ευρίσκονται και λειτουργούν αρκετές παμπ. Το βασικό στοιχείο του μυθιστορήματος ‘Οι Σκλάβοι της Μοναξιάς’, αποτελεί η αντίθεση μεταξύ της καταπιεστικής ζωής του οικοτροφείου και της χαλάρωσης και της ψεύτικης φιλικότητας και εγκαρδιότητας της παμπ, ένα μέρος το οποίο ο Πάτρικ Χάμιλτον γνώριζε, ομολογουμένως,  τόσο καλά.

Τον χειμώνα του 1943, η περιοχή του Τέιμς Λόκντον, όπως και η υπόλοιπη άλλωστε χώρα, είναι γεμάτη από Αμερικανούς στρατιώτες που προετοιμάζονται για το άνοιγμα ενός άλλου  μετώπου. Αλλά για την δεσποινίδα Ρόουτς, καθώς και για μερικούς άλλους, επίσης κύριους χαρακτήρες, κατά βάση μεμονωμένους ηλικιωμένους άνδρες και γυναίκες με περιορισμένα οικονομικά μέσα, ο πόλεμος που λαμβάνει χώρα στην ηπειρωτική Ευρώπη, με όλη την επική σφαγή και τη φρίκη που τον συνοδεύουν, θα μπορούσε να συμβαίνει σ’ έναν άλλο πλανήτη, καταστάσεις και ίσως μερικές λεπτομέρειες οι οποίες γίνονται γνωστές μέσα απ’  τις φήμες και τις εικασίες και την μερική αναφορά των εφημερίδων και των ενημερωτικών δελτίων που μπορούν και εμφανίζονται στη δημοσιότητα. Εδώ ο πόλεμος τους αναγκάζει να ζουν μέσα στη συσκότιση, με ελλείψεις και μικρούς καθημερινούς περιορισμούς και δυσκολίες, σε περιορισμένης έκτασης και πληκτικές, βρεττανικές, θλιβερές  κρεβατοκάμαρες που φωτίζονται από αδύναμες λάμπες, και οι οποίοι ένοικοι είναι αναγκασμένοι να  παίρνουν τα γεύματά τους σε κοινή τραπεζαρία, ανάμεσα σε αφόρητους κάποιες φορές συνδαιτημόνες, όπως είναι ο κ. Θουέιτς, ο οποίος χωρίς να  διαπράττει οποιοδήποτε εμφανές  έγκλημα,  προκαλεί  σωματικό και ψυχικό πόνο στο θύμα του, που στην προκειμένη περίσταση, στην πανσιόν, είναι η  δεσποινίς Ρόουτς, μέσω της γλώσσας που χρησιμοποιεί όταν απευθύνεται σ’ αυτήν, καθώς και της γενικότερης συμπεριφοράς του.   Αυτό που κάνει στην πραγματικότητα ο κ. Θουέιτς στην δεσποινίδα Ρόουτς, είναι η εκφοβιστική του συμπεριφορά και κυρίως  αναγκάζοντάς την να αρνηθεί πράγματα που δεν έχει ποτέ ομολογήσει και επιβεβαιώσει η ίδια, έτσι ώστε να απαλλαχτεί από τους όποιους ψευδείς καταλογισμούς που πιθανόν να της προσάψει εκείνος. Με αυτό τον τρόπο ο κ. Θουέιτς ασκεί μερικό, κατά κάποιο τρόπο, έλεγχο πάνω της.  Έτσι, η πρώτη παρατήρηση που της απευθύνει ενόσω βρίσκονταν στην τραπεζαρία στο μυθιστόρημα είναι, ‘Οι φίλοι σου φαίνεται ότι διέπρεψαν υπερβολικά, ως συνήθως’, με αποτέλεσμα εκείνη προσπαθεί να αποφύγει τεχνηέντως την οργή του και να απολογηθεί για την παρούσα κατάσταση των πραγμάτων στο ανατολικό μέτωπο.   Ο ίδιος ήταν  θαυμαστής του Χίτλερ πριν από τον πόλεμο και αντιτίθεται τώρα σθεναρά στην επέλαση του ‘κομμουνισμού’. Η συνεισφορά και επιτυχία των ρωσικών στρατιωτικών δυνάμεων στην όλη συμμαχική υπόθεση αποτελεί επομένως μια πηγή δυσαρέσκειας γι’ αυτόν, αν και δεν τολμά να το παραδεχτεί ανοιχτά,  προσπαθώντας να αποστασιοποιηθεί από αυτό το γεγονός με το να συνδέει την δεσποινίδα Ρόουτς με τους Ρώσους, και χρησιμοποιώντας την μάλλον υποτιμητική χροιά ‘ως συνήθως’. Η Ρόουτς προσπαθεί να ανταπεξέλθει σε αυτή την κίνηση, την οποία φυσικά κατανοεί πολύ καλά, παραμένοντας σιωπηλή, αλλά εκείνος επιμένει να την επαναλάβει, οπότε ο κώδικας της ευγενικής συνομιλίας την αναγκάζει να απαντήσει, στην αρχή τουλάχιστον με  την προσποίηση ότι δεν καταλαβαίνει, ρωτώντας, ‘Ποιοι είναι οι φίλοι μου’ ;

Αυτή βεβαίως είναι η δεσποινίδα Ρόουτς μπροστά στους άλλους ενοίκους της πανσιόν και της ιδιοκτήτριάς της, αλλά οι πιο οικείες σκέψεις και συναισθήματά  αφήνονται απ’ τον αφηγητή να γίνουν γνωστά μόνο στον αναγνώστη. Ο Χάμιλτον παρατηρεί και περιγράφει την ηρωΐδα του με σεβασμό και συμπάθεια, αλλά όχι χωρίς ειρωνεία. Στην αρχή της ιστορίας παραιτείται από τη μοίρα της μοναχικής γυναίκας, αφού οι συνθήκες του πολέμου την έφεραν στο δρόμο ενός ευγενικού Αμερικανού, του υπολοχαγού Πάικ,  ο οποίος  φαίνεται να της προσφέρει την προοπτική της αγάπης και του γάμου, έως ότου μια νέα Γερμανίδα ενοικιάστρια ονόματι Βίκυ Κούγκελμαν, με το δικό της τρόπο φρικτό,  όπως κι’ ο Θουέιτς , παρεμβαίνει στη σχέση τους που βρισκόταν ήδη σε εξέλιξη. Εδώ θα έπρεπε ίσως να πούμε μόνο ότι η ιστορία της δεσποινίδας Ρόουτς, έχει ένα είδος ευτυχούς κατάληξης, η οποία όμως εντοπίζεται σε άλλο επίπεδο και όχι αναγκαστικά   συναισθηματικό, γιατί όταν ‘… έσβησε το φως, γύρισε πλευρό, βολεύτηκε στο μαξιλάρι της κι’ έδιωξε  κάθε σκέψη ελπίζοντας να κοιμηθεί, Θεέ μου βοήθησέ μας, βοήθησέ μας όλους, βοήθησε τον καθένα μας, κι’ όλους μας μαζί’.

Η δεσποινίς Ρόουτς είναι στωική,  ήρεμη στο χαρακτήρα της, ευσεβής και φανερά αποφασισμένη να γνωρίζει όσο το δυνατόν λιγότερο τις λεπτομέρειες για τα παγκόσμια γεγονότα που συνταράσσουν την ανθρωπότητα στην εποχή της, και μπορεί με σχετική ευκολία να θεωρηθεί ότι αντιπροσωπεύει μια σειρά από απόψεις και στάσεις που βρέθηκαν από πολλούς να είναι απαραίτητες για τη διατήρηση της ζωής στη Μεγάλη Βρεττανία κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Πάτρικ Χάμιλτον αντιμετώπισε το εθνικό, τουλάχιστον,  πρόβλημα ευρισκόμενος στο κρεβάτι μέχρι αργά το βράδυ, με  ένα σοβαρό προσωπικό πρόβλημα και έχοντας ανάγκη μεγάλης ποσότητας οινοπνεύματος, το οποίο απαιτούσε κυριολεκτικά τρία μπουκάλια ουίσκι την ημέρα και γράφοντας θεατρικά έργα και μυθιστορήματα, τα οποία συγκρίθηκαν από πολλούς  με εκείνα του  Ντίκενς όσον αφορά την περιγραφή της  βρωμιάς της αγροτικής Βρεττανίας κατά τη διάρκεια του πολέμου, και τα οποία μέχρι πρόσφατα είχαν σχεδόν ξεχαστεί ακόμα και στην ίδια τη  χώρα του.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top