Fractal

«Ζω χωρίς εμένα»

Από τον Γιώργο Ρούσκα // *

 

Προσέγγιση στην ποιητική συλλογή «Οι πέντε εποχές του κόκκινου» της Ελευθερίας Θάνογλου, εκδόσεις Πικραμένος, Οκτώβριος 2017.

 

Είναι το πρώτο βιβλίο της Ελευθερίας Θάνογλου με ποιήματα (άλλα με τίτλο, άλλα χωρίς) συγκροτημένα σε πέντε  ενότητες. Πέντε εποχές. Πέντε γραμμές παράλληλες. Της απουσίας. Της μετανοίας. Της παράθλασης. Της αλμύρας. Των πτήσεων. Πέντε αποβάθρες σταθμών. Πέντε λεκτικά υπόβαθρα που αποτελούν ένα πεντάγραμμο, στο οποίο είναι γραμμένο το τραγούδι της ζωής: έρωτας, απουσία, μοναξιά. Σώμα, ψυχή, νους. Προβληματισμοί, διαπιστώσεις, καταστάσεις. Είναι πέντε παράθυρα προς τον κόσμο, ανοιγμένα στον κατακόκκινο τοίχο της σιωπής, του πόνου, του αίματος. Πέντε παράθυρα ανοιχτά για να βλέπεις τις διακυμάνσεις του φωτός, της ύλης, των συναισθημάτων, των σκέψεων, των ερωτημάτων και των διλημμάτων.

 

Η εποχή της απουσίας, πρώτη. Προϋποτίθεται η ύπαρξη παρουσίας πριν. Άρα χρόνος κοινός. Έρχεται με συνειδητοποιήσεις που συνοδεύονται από απορίες για τη ζωή του απόντος, αφήνοντας στην άκρη το γεγονός πως και τότε όλα γινόντουσαν μπροστά στα μάτια μας:

Πώς

ξόδεψες τις στιγμές που δεν έζησες

κι εγώ με τι οικονομία μάζευα τις απουσίες σου.

 

Η νοσταλγία του άλλου, σωματικά και ψυχικά, μαχαίρι. Το σώμα διψά, ποθεί, θυμάται:

Κοιτάζω τα χέρια σου,

ξένα χέρια,

άλλου σώματος,

ξένα.

Αυτά που γνώρισαν το σώμα μου

καλύτερα κι απ’ τα δικά μου.

 

Η αφή κυρίαρχη αίσθηση στη συλλογή, εντείνει την απουσία, η οποία περιστρέφεται κυρίως γύρω από το σώμα, τον έρωτα και τελικά το όλο «είναι», το οποίο ως ποτάμι ρέει συνεχώς αρνούμενο να υποταχτεί. Ο πόνος της απουσίας μαλακώνει όταν θυμάται στην εποχή της παρουσίας τις άκαρπες προσπάθειες και τις μονομερείς θυσίες για επίτευξη συμπόρευσης:

Τι κι αν έστησα αναχώματα σηκώνοντας λευκή σημαία

επάνω τους

εσύ πάντα ζητούσες την ευθυγράμμισή μου…

Πώς μπορείς λοιπόν να ευθυγραμμίσεις ένα ποτάμι;

Και για πόσο μπορείς να το κρατήσεις έτσι;…

Πώς μπορείς και μου ζητάς ν’ αλλάξω;

Δεν βλέπεις; Χύθηκα μέσα στη θάλασσα πια.  

 

Λόγια σκληρά; Λόγια αληθινά, ειλικρινά, κατακτημένα μέσα από πόνο, εμπειρίες, καταστάσεις, τριβή. Όταν η απουσία είναι παρούσα, ανεξάρτητα από το αν οι άνθρωποι μένουν μαζί, το γυαλί πάει, έχει ραγίσει και δεν ξαναγίνεται όπως ήταν πριν. Κάθε προσπάθεια καταδικασμένη. Με το ζόρι βέβαια τα κομμάτια μπορεί να μείνουν σε κάποιου είδους «επαφή», οι ρωγμές όμως είναι πάντα εκεί ως απέναντι όχθες που μέσα τους κυλάει και φεύγει ανεπιστρεπτί το νερό από το ποτάμι της ζωής. Φεύγει και ο χρόνος, άνοστος, χαμένος. Τίποτε δεν μπορεί να αναστρέψει τα πράγματα, ούτε η εκούσια θυσία του ενός στο βωμό της λογικής ούτε ο νοητικός εγκλωβισμός του μέσα σε τεχνητά καλούπια. Μάταιο:

«Τετραγώνισε με» της είπε.

«Δεν μπορώ» του απάντησε «ξέρεις πως στις γωνίες σκοτώνουν

κι ότι για μένα υπήρξες ο κύκλος μου».

 

Το ζήτημα είναι μετά την απουσία, στην εποχή της μετανοίας, να μετανιώσεις έντιμα και ειλικρινά για όσα ήταν ξένα προς εσένα. Όχι γι’ αυτά που με το χέρι στην καρδιά έκανες. Να μετανιώσεις για τις μάσκες που φόρεσες, να δεις ποιος είσαι χωρίς να φορτωθείς επάνω σου ενοχές, χωρίς να καταδικάσεις τον εαυτό σου. Νοείς μετά την τέλεση. Γίνεσαι καλύτερος. Πώς;  «Μετά» και «κατά» νοώντας.

Ξεκινάει δύσκολα η μέρα. Το ξέρω πρώτο χέρι:

Πρωί· κάτω στη σόλα

του παπουτσιού της

η μέρα ήδη σκοτωμένη.

 

Νιώθεις κενός, άδειος, ασήμαντος, μπορεί και άχρηστος. Ναι, η χαμηλή αυτοεκτίμηση, έρχεται απρόσκλητη να σε επισκεφθεί.

Και η γυμνή κρεμάστρα;

Έμεινε γυμνή

κατακτώντας το κενό

της καλά κλειστής ντουλάπας.

 

Το σώμα σου, συμμαχεί με τον απόντα, γεννώντας με δόλο επιθυμίες μέσα από εικόνες γλυκών αναμνήσεων:

Τα χέρια σου μετάνοιες

που χώθηκαν στην μπλούζα μου

στις πρώτες αμαρτίες.

 

Έρχονται εναντίον σου στρατιές από άνομες συμμαχίες: Οι ενοχές σου, οι νοσταλγίες, ο φόβος της μοναξιάς, οι πεποιθήσεις των πολλών, ο κοινός νους, οι άβουλοι φίλοι, οι «καθωσπρέπει» συμβουλάτορες, όλοι με το χαμόγελο-όπλο σε σημαδεύουν. Σε έχουν καταδικάσει πριν καν μιλήσεις.

 

Ελευθερία Θάνογλου

 

Μπορεί να σε χαρακώνει η απουσία, αλλά μήπως ήρθε η ώρα να συνειδητοποιήσεις κι εσύ πως έχεις ευθύνη; Συγκάλυψες, παρανόησες, παρέβλεψες, αγνόησες σημάδια που κραυγαλέα σου φώναζαν την πραγματικότητα. Ζούσες σε έναν κόσμο εικονικό, πλασμένο από εσένα. Είχες καταφύγει εκεί για να νιώθεις ασφαλής, καλύπτοντας το ψέμα με τα ίδια σου τα χέρια. Μήπως να ξυπνήσεις, να δεις κατάματα το τι έχει συμβεί; Μήπως να πάρεις αποφάσεις; Να μετανοήσεις, να δώσεις χώρο στον εαυτό σου (συγ-χώρεση), αγκαλιά, αποδοχή; Να βελτιώσεις την ικανότητά σου να διακρίνεις καθαρά; Να εστιάσεις στην αυτογνωσία σου; Να μην υποτάσσεσαι; Να μην παραβλέπεις; Να μην αφήνεις να παραβιάζουν τον προσωπικό σου χώρο; Θυμάσαι τι του (της) είπες κάποτε;

Εσύ ο λύκος.

Εγώ το φίδι.

Εγώ έχω το δηλητήριο,

μα εσύ στάζεις φαρμάκι.

 

Οι δέσμες φωτός, οι όποιες εκλάμψεις του νου, την εποχή της παράθλασης που έπεται (κάποτε προηγείται) περνώντας μέσα από την οπή της μνήμης, δεν συνεχίζουν την πορεία τους ευθύγραμμα, αλλά μπορεί να αλλάξουν κλίση. Είναι ίσως από την αγωνία τους να ξεφύγουν από τη λήθη. Όλα αλλάζουν.

Και μόνο τα κενά των ανθρώπων παρέμεναν ίδια·

μεγάλα.

 

Αυτό που έλκει τους προβολείς επάνω του, είναι η μοναξιά. Είναι «κοινό σημείο αναφοράς». Η τραγικότητά της εντείνεται με την ικανότητά της να αλλάζει διαρκώς πρόσωπα, ανεβάζοντας στη σκηνή

την μοναξιά που έγινε επαίτης

για ένα άγγιγμά σου

την μοναξιά που πέθανε μέσα

στα δάχτυλά σου.

 

Εσύ πονάς, κλαις, υποφέρεις. Κλείνεσαι. Απομονώνεσαι. Κι όταν η βροχή χτυπήσει τα τζάμια του παραθύρου σου, σηκώνεις το κεφάλι και θυμάσαι καθαρά ποιος ήταν αυτός για τον οποίο άδικα θρηνείς:

Ο έρωτάς σου πέφτει

σαν τα ψίχουλα από κάποιο παραμύθι

σ’ έναν δρόμο που βγάζει μόνο στο εγώ σου.

 

Ή μήπως μιλάς για σένα;

Όσο για εκείνον; Ο εαυτός του και κανείς άλλος. Με το προσωπείο του φρόντιζε μόνο το εγώ του. Εσύ; Τι έκανες; Η μνήμη, ανοίγει τα πέταλά της να μουσκέψουν από τη βροχή και ψιθυρίζει:

Την φίλησε

εκεί που έπεφτε η μπλούζα της

αφήνοντας έναν ώμο ακάλυπτο.

 

Και αυτή σήκωσε την μπλούζα

να μην κρυώσει το χνώτο του

που ’ταν ζεστό σαν ποίημα.

 

Ναι, αυτή ήσουν. Τρυφερή, ευαίσθητη, δοτική, συναισθηματική, εύθραυστη. Για τους άλλους αλλοπαρμένη. Δεν πειράζει. Τους συγχωρείς κι αυτούς. Αυτή ήσουν, αυτή είσαι. Η εποχή της μετανοίας πέρασε. Έδωσες τον καλύτερο εαυτό σου, απροσποίητα, με την καρδιά σου. Δεν μετανιώνεις γι’ αυτό. Ήσουν ο εαυτός σου. Δεν πειράζει αν ο άλλος δεν το κατάλαβε, δεν το εκτίμησε, δεν το υπολόγισε. Ήταν πολύ άκαμπτος για να αισθανθεί την πνοή σου. Πολύ κλειστός. Δεν άφηνε χαραμάδα για να περάσει το φως σου. Αργότερα θα εμπεδώσεις αυτό που ήδη έχεις αισθανθεί (δεν θα πω ξέρεις, δεν έχει σχέση καμία με τη λογική): δεν ήταν για σένα.

 

 

Μπορεί αυτή η αίσθηση να σου πέφτει τώρα λίγο αλμυρή, μα πέρασες κιόλας στην εποχή της αλμύρας. Εκεί, έρχεσαι σε επαφή με όλα όσα προνοητικά είχες παστώσει με αλάτι για να έχεις αργότερα, να μπορείς να θρέφεις την ψυχή σου όταν πεινάει. Αξίες που με κόπο ανακάλυψες και διαφύλαξες. Έχουν αλάτι από το αίμα σου. Μα και οι αναμνήσεις έχουν γεύση αλμυρή. Ιδιαίτερα των λαθεμένων επιλογών. Θες το αλάτι του χρόνου, θες το αλάτι του παράπονου, θες το αλάτι άλλων ανθρώπων, δεν παύουν να είναι αλμυρές. Όπως και όλα όσα σε πονάνε.

Το αλάτι τσούζει σε ανοιχτή πληγή. Ξεραίνει το δέρμα και μόνο με την επαφή:

η ζωή αλμύρα πάνω στο δέρμα μου

κι ο θάνατος κοιμήθηκε στο άσπρο μου σεντόνι

 

μα φέρει μέσα του μνήμες που γίνονται  θάλασσα. Ένας και μόνο κρύσταλλος είναι αρκετός να σε κρατήσει όρθιο όταν έχεις έρθει στο σημείο να πεις:

μαζεύτηκε τόση άμμος μέσα μου

που έσβησε απ’ τον ορίζοντά μου την θάλασσα.

 

Αλμυρές είναι πλέον αρκετές από τις διαπιστώσεις σου, όπως αυτή που συνομιλεί με τον χρόνο:

Σε κάθε ίχνος που αφήνω πίσω μου

βουλιάζει και μια μικρή θάλασσα.

κι εγώ ακόμη ψάχνω να βρω το μέλλον μου

σε κάθε βυθισμένο παρόν.

 

Έχεις όλα τα άλλα, έχεις και την καθημερινότητα να αντιμετωπίσεις. Ή μήπως αναφέρεσαι σε νέες προτάσεις που σου γίνονται (η παλαιότερες που εκ νέου επανέρχονται) για υπαναχώρηση, συμβιβασμό, φυλάκιση των ανθέων της καρδούλας σου; Έχουν θράσος:

Τώρα πώς σου ζητάνε να χωρέσεις

την ζωή σου σε ρηξικέλευθα τσιμέντα;

 

Πώς να αντέξεις; Πώς να συνεχίσεις; Η εποχή των πτήσεων, έρχεται να σε πάρει μακριά από όλα τούτα, να σου δώσει μια ανάσα, να κάνεις βουτιές σε κόσμους ονείρων, επιθυμιών, να χαθείς μέσα στο στερέωμα της φαντασίας. Ομολογείς μεν:

Αγαπημένε μου

γελώ χωρίς εσένα

κλαίω χωρίς εσένα

ζω χωρίς εμένα

 

αλλά θέλεις να προχωρήσεις, να βρεις το κουράγιο να ζήσεις. Κάνοντας την αρχή, ξεκινάς τις πτήσεις σου με όμορφες αναμνήσεις που σε σημάδεψαν:

Από μικρή δεν μου άρεσε η Γεωγραφία

ώσπου ανακάλυψα τις Κυκλάδες

στο κορμί σου.

 

Ονειρεύεσαι τον Έρωτα και συγκλονίζεσαι. Αφήνεσαι στη ζωή. Σε μια από τις πτήσεις σου συναντάς εκείνον που βγάζει από μέσα σου ό,τι ομορφότερο έχεις. Είναι κι εκείνος τρυφερός, σαν κι εσένα. Ταιριάζετε. Κάνεις το βήμα. Του λες:

Τα χέρια σου

τα πόδια σου

τέσσερις γραμμές ευθείες.

Όταν ξεμείνω από χαρτί

επάνω τους θα γράψω.

 

Τολμάς. Πετάς σταθερότερα τώρα προς το μέλλον, έχοντας την εμπειρία των τεσσάρων σταδίων που προηγήθηκαν. Αλλά και δύο ακόμη στηρίγματα.

Τους γονείς σου:

Κάποιοι άνθρωποι είναι σαν άσπρα σύννεφα·

Τους εμπιστεύεσαι γιατί ξέρεις

ότι το βαμβάκι ουδέποτε χάραξε,

μόνο πληγές καθάρισε

 

και τον πρώτο σου, τον άγουρο έρωτα, που μπορεί να έμεινε ως καταγραφή μιας φιλίας ιδανικής, αλλά πάντα ήταν καυτός, ποτέ δεν έχασε το παραμικρό από τη μαγεία και την έντασή του:

τα νιάτα μας

τα όνειρα τα άγουρα

τ’ αγκάλιαζε η ζέστη

και πίσω από τα βραχάκια

μας χάζευε ένα μέλλον.

 

Πετάς, ξανά, λεύτερη. Πέρασες την εποχή της απουσίας ακούγοντας τη σιωπή της, την εποχή της μετάνοιας μυρίζοντας το άρωμά της, είδες για μια ολόκληρη περίοδο την παράθλαση, γεύτηκες την αλμύρα. Ήρθε η ώρα της χαράς, της απογείωσης των σωμάτων με την αφή, ήρθε επιτέλους η εποχή των πτήσεων.

Ναι, οι πέντε εποχές του κόκκινου, ίσως είναι οι πέντε πρώτες αισθήσεις. Του κόκκινου. Κόκκινου; Στη συλλογή παρουσιάζεται ως κόκκινο παλτό, κατάσαρκα ριγμένο «στη ραχοκοκαλιά της απουσίας». Στη φόδρα του διακρίνω καλά ζωγραφισμένο τον έρωτα και στα κουμπιά του τη ζωή. Η μοναξιά έχει ενώσει τα κομμάτια σε σύνολο με κόκκινη κλωστή.

 

Ώσπου, στην καθοριστική της πτήση, συναντάει εκείνον που

την γλώσσα της

οι άκρες των δαχτύλων του ακουμπούν.

 

Πάλι η παντοδύναμη αφή. Ανταποδίδει τη χαρά, την ηδονή. Είναι εκείνη που

κόσμους παραποτάμιους

γεωγραφούν τα χείλη της

στις φλέβες των χεριών του.

 

Με τον ίδιο τρόπο, κόσμους ποιητικούς γεωγραφούν οι λέξεις της Ελευθερίας Θάνογλου στις φλέβες της ποιητικής της συλλογής.

Πρόκειται κατά τη γνώμη μου για μια ερωτική θαλασσογραφία με κατακόκκινα νερά. Ο φλοίσβος της ακούγεται ποιητικά να μιλάει για πέντε εποχές, πέντε εκδοχές, πέντε αισθήσεις. Κύματα λυρισμού συναγωνίζονται κύματα ρεαλισμού σε μια σύγχρονης ποίησης πορεία, μη καθορισμένη εκ των προτέρων. Αναταράσσουν την επιφάνεια, κάτω από την οποία βασιλεύει ένας τεράστιος όγκος νερού μοναξιάς, αλμυρής από τις εμπειρίες της ζωής. Ο βυθός αμετανόητος σε αντίθεση με την ηπιότητα όσων χρωμάτων έχουν απλωθεί με τον χρωστήρα της μετανοίας. Το φως, παίζει με το μπλε, περνάει από τις αποχρώσεις του ουράνιου τόξου και καταλήγει στο σκούρο (βλ. εξώφυλλο). Φτερωτές μορφές –μόνο τα φτερά είναι ορατά, το σώμα δεν φαίνεται– ίπτανται πάνω από τα κύματα, που είναι πλέον λόφοι και βουνά. Μα και τα φτερά, είναι πλέον χέρια. Και η κίνηση, έχει πετρώσει σε ακινησία.

Σου μένει η αίσθηση του να έρχονται δέσμες φωτός από έναν επίσης αόρατο φάρο και να  παθαίνουν παράθλαση καθώς εισχωρούν εντός σου, κατευθυνόμενες ελκτικά στις πηγές του πόνου, πηγαίνοντας ανεμπόδιστα εκεί που αυτές επιλέγουν.

 

Ως αναγνώστης, ένιωσα πως η ποιητική αυτή συλλογή δεν είναι πρωτόλεια. Έχει να πει, έχει να δώσει, έχει να συγκινήσει και πάνω από όλα, η νέα αυτή ποιητική φωνή, έχει να υποσχεθεί πολλά καλά για το μέλλον.

Καλότυχο και καλοτάξιδο να είναι το βιβλίο!

 

 

* Ο Γιώργος Ρούσκας είναι ποιητής

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top