Σοφή προσέγγιση σ’ ένα σκληρό ζήτημα
Γράφει η Ασημίνα Ξηρογιάννη //
Μερκούριος Αυτζής «Οι νότες του παππού ταξιδεύουν», Εκδόσεις Παρρησία
Λέξεις και εκφράσεις ποιητικές, παραμυθένια, εκφραστική και κλασικότροπη εικονογράφηση, γλώσσα και ύφος γενικά που σέβονται την παιδική ψυχή. Χωρίς λεκτικά πυροτεχνήματα, μεταμοντέρνους τρόπους, τερτίπια παντός είδους! Όλα αυτά μαζί συγκεντρωμένα στο παιδικό βιβλίο με τίτλο «Οι νότες του παππού ταξιδεύουν» του Μερκούριου Αυτζή που κυκλοφορεί από τις εκλεκτές εκδόσεις Παρρησία.
Είναι δύσκολο να απευθύνεσαι σε παιδιά και να πραγματεύεσαι την απώλεια. Και ειδικά όταν η απώλεια τούτη είναι η απώλεια που επιφέρει ο θάνατος. Γιατί τα παιδιά ρωτούν και όλο ρωτούν και συ συχνά είσαι αμήχανος και δεν ξέρεις τί να πεις και πώς.
H αφηγήτρια της ιστορίας είναι ένα μικρό κορίτσι που περιγραφεί αναλυτικά τη ζωή με τον παππού της. Την ζωή με τον παππού τη βρίσκει συναρπαστική. Είναι για αυτήν και τον αδερφό της ένας μύθος ζωντανός. Παράλληλα είναι ένας άνθρωπος που λατρεύουν και θαυμάζουν, ακριβώς επειδή ασχολείται μαζί τους και τους μαθαίνει καινούργια πράγματα, τους διδάσκει, τους εισάγει σε εμπειρίες ζωής. Ο παππούς αγαπά τη μουσική, παίζει πολλά μουσικά όργανα, αγαπά τις μελωδίες και είναι γεμάτος καλοσύνη και αγάπη. Μένει χιλιόμετρα μακριά στο χωριό με τη γιαγιά, πέντε ώρες από την Αθήνα. Όμως, όταν τον συναντούν, περνάνε υπέροχα μαζί του. Οι αναμνήσεις πολλές και ποικίλες. Οι ατμόσφαιρα πάντα γλυκιά, τα όνειρα μεγάλα. Ο παππούς πηγαίνει τα εγγόνια του για ψάρεμα, τους φτιάχνει χειροποίητα παιχνίδια, χορεύει μαζί τους, πάνε όλοι μαζί για ποδήλατο. Και οι εικόνες της Κατερίνας Βερούτσου συνάδουν με τον τρόπο που έχει επιλέξει ο συγγραφέας να προσεγγίσει το θέμα του. Με ευαισθησία και τρυφερότητα. Με αλήθεια!
Ώσπου κάποια στιγμή μοιραία έρχεται η μεγάλη ανατροπή. Οι γονείς παίρνουν άρον άρον τα παιδιά και φεύγουν για το χωριό. Οι απορίες δημιουργούνται η μία μετά την άλλη. Μια ασάφεια, μια θολούρα. Κατά τη διαδρομή, τα μικρά σκέφτονται τι να έχει συμβεί και αναθυμούνται. Τίποτα δε λέγεται ρητά, όμως υπονοείται ο θάνατος του παππού. Όταν ζούσε, ο παππούς είχε το δικό του μοναδικό τρόπο να μιλάει για την απώλεια στα εγγόνια του. Να τα προετοιμάζει. Πού πάει ο άνθρωπος όταν πεθαίνει; Χάνεται για πάντα; Ή γίνεται μελωδία, αγέρας, κόκκος γύρης;
Άκρως συγκινητική η τελευταία σκηνή, εικόνα. Όταν τα παιδιά φτάνουν στο χωριό και μπαίνουν στο σπίτι του παππού, φωνάζουν, αλλά κανείς δεν απαντά. Αλλά αντικρίζουν ένα συγκλονιστικό θέαμα. Κάθε φωτάκι και ένα μουσικό όργανο. Παντού μέσα και έξω υπήρχε και ένα μουσικό όργανο του παππού. Γκάιντα, πίπιζα, κλαρίνο, τουμπελέκι, φλογέρα, καβάλι, νταούλι, φυσαρμόνικα. Όλα ήταν εκεί, αλλά ο ιδιοκτήτης τους έλειπε. Όμως, η παρουσία του αισθητή. Σαν ένας αόρατος μαέστρος που διευθύνει τη συναυλία των αγγέλων.
Όταν η κόρη μου Αριάδνη με είχει ρωτήσει τι πάει να πει «πέθανε», της είχα πει: «δεν τον ξαναβλέπεις». Τώρα της δίνω να διαβάσει το βιβλίο, ακριβώς επειδή μιλάει με διακριτικό και αβρό τρόπο για την απώλεια. Καλό είναι να γνωρίζουν την αλήθεια τα παιδιά. Να τους λέμε «τον λύκο λύκο» που θα έλεγε και ο Αναγνωστάκης. Όμως από την άλλη καλό είναι να γνωρίζουν πως η μνήμη, η ανάμνηση και η Πίστη στη δύναμη που αυτές διαθέτουν, μπορεί να απαλύνει κάθε θάνατο, να κάνει κάπως να υποφέρεται η πληγή. Τις αναμνήσεις των παιδιών από τον παππού τους, κανείς θάνατος δεν μπορεί να τους τις «κλέψει». Αυτές θα είναι πάντα εκεί να τους θυμίζουν πράγματα, ή αλλιώς να μην τα αφήνει να ξεχνούν. Στην ουσία πρόκειται για ένα ημερολόγιο, ένα λεύκωμα αναμνήσεων των παιδιών, που η ύπαρξή του ταξιδεύουν τον αναγνώστη σε έναν μελωδικό παράδεισο και τον κάνουν να αισθανθεί.
Ο παππούς τους έλεγε συχνά: «Κάποτε, παιδιά μου, θα ‘ρθει η ώρα που θα γίνω και ‘γώ αγέρας.»Τα λόγια του ρυθμικό ρεφρέν, παραμυθίας λόγια, αλλά και τρόπος θεώρησης των πραγμάτων, μύηση σε στάση ζωής, σοφή προσέγγιση σε ένα τόσο σκληρό ζήτημα.