Fractal

Ρεπορτάζ και Λογοτεχνία: «Η εποχή της ελπίδας έδωσε τη θέση της στην εποχή του φόβου…»

Γράφει η Κατερίνα Ζωγραφιστού // *

 

✔  Παρουσιάσεις λογοτεχνικών έργων στον «Έντεχνο λόγο» Ηρακλείου

 

molyvenioiΣβετλάνα Αλεξίεβιτς «Οι μολυβένιοι στρατιώτες», Μετάφραση: Γιάννης Κοτσιφός, εκδ. Σύγχρονοι Ορίζοντες, σελ. 373

 

Η Σβετλάνα Αλεξίεβιτς γεννημένη το 1948 στο Ivano-Frankovsk της Ουκρανίας και μεγαλωμένη στη Λευκορωσία είναι δημοσιογράφος κατ’ επάγγελμα και συγγραφέας διηγημάτων, θεατρικών έργων και σεναρίων για ντοκιμαντέρ. Το κατ εξοχήν, όμως, συγγραφικό της έργο είναι τα βιβλία-μαρτυρίες για τα οποία  τιμήθηκε το 2015 με το βραβείο Nobel. Ήταν μια βράβευση για την οποία διατυπώθηκαν πολλές αντιρρήσεις, αφενός, διότι είναι μια συγγραφέας με μικρό σχετικά έργο που περιορίζεται σε 7 μόνο βιβλία: Ο πόλεμος δεν έχει γυναικείο πρόσωπο(1985), Οι τελευταίοι μάρτυρες (1985), Οι μολυβένιοι στρατιώτες (1990), Γοητευμένοι από το θάνατο (1995), Τσερνόμπιλ, ένα χρονικό του μέλλοντος (1997), Το τέλος του κόκκινου ανθρώπου(2013), το έβδομο και  τελευταίο με τον τίτλο  Μεταχειρισμένος χρόνος κυκλοφόρησε μετά το Νόμπελ και αφετέρου, διότι τα έργα της έχουν μια λογοτεχνική μορφή που στερείται το κύριο χαρακτηριστικό της λογοτεχνίας, τη μυθοπλασία.

Αμφισβητήθηκε, λοιπόν, από πολλούς δημοσιογράφους, από κριτικούς και συγγραφείς αν το δημοσιογραφικό ρεπορτάζ,  μπορεί  να αποτελέσει λογοτεχνικό έργο και αν μπορούμε να μιλάμε για ντοκιμαντερίστικη λογοτεχνία, παρόλο που πολλοί συγγραφείς αμερικανοί  θήτευσαν στην ερευνητική δημοσιογραφία, όπως ο Ερνέστ Χεμινγουέι, ο Τρούμαν Καπότε, αλλά και στη ρώσικη λογοτεχνία ο Σολζενίτσιν και ο Γκρόσμαν. H αρμόδια επιτροπή της Ακαδημίας για την απονομή του βραβείου αιτιολόγησε την απόφαση να τιμηθεί η Αλεξίεβιτς «Για τα πολυφωνικά γραπτά της, μνημείο της οδύνης και του θάρρους στον καιρό μας».

Η συγγραφέας στην επίσημη ομιλία που εκφώνησε κατά την τελετή βράβευσης δεν υποστήριξε το έργο της ως αυτό καθαυτό λογοτεχνία. Μας χρειάζεται μια υπερλογοτεχνία, αυτός που πρέπει να μιλήσει είναι ο μάρτυρας είπε, εννοώντας μια λογοτεχνία ανατρεπτική, μακριά από τους κλασικούς κανόνες που ισχύουν ως τώρα στην τέχνη του λόγου. Με τρόπο μάλιστα κατηγορηματικό αρνήθηκε στη μυθοπλασία τη δυνατότητα να εκφράσει τα πάθη των ανθρώπων, να αφηγηθεί την ιστορία τους και κυρίως να πει την αλήθεια. Η αποτύπωση της αλήθειας, όμως, είναι αυτό που προέχει για την Αλεξίεβιτς, να ακουστούν φωνές αυτοπτών μαρτύρων σε γεγονότα, ανθρώπινες φωνές που παραμένουν εσαεί στα αζήτητα της επίσημης Ιστορίας, ενώ οι περισσότεροι από αυτούς έχουν πληρώσει βαρύ το τίμημα για εγκληματικές αποφάσεις, παραλείψεις και πολιτικά λάθη. Σε μια πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη που έδωσε στη γαλλική Figaro Littéraire είπε ότι τα εργαλεία που χρησιμοποιεί για τη συγγραφή των έργων της “είναι ένα μαγνητοφωνάκι και ένα στυλό και με αυτά θα συνεχίσω όχι να κάνω δημοσιογραφία, δηλαδή, όχι συγκέντρωση πληροφοριών κάτι που βαριέμαι αφόρητα, αλλά να υπηρετώ το ίδιο αυτό είδος λογοτεχνίας, που πιστέψτε με, δεν ενδιαφέρει καμιά εφημερίδα και είναι το μυστήριο της ανθρώπινης ψυχής, το κακό, η συνάρτηση του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου με την εξωτερική πραγματικότητα“. Η πρότασή της προς όλους είναι “να αφουγκραστούμε τη λογοτεχνικότητα του όλο πόνο ειπωμένου λόγου, της αυθόρμητης αφήγησης εμπειριών και συναισθημάτων

Στο έργο της  Οι μολυβένιοι στρατιώτες η Αλεξίεβιτς αποκαλύπτει το βρώμικο, άδικο και σκληρό πόλεμο στο Αφγανιστάν, συνθέτοντας δεκάδες μαρτυρίες απλών στρατιωτών, αξιωματικών, συζύγων και μανάδων των πολεμιστών. Στον πρόλογο του βιβλίου μιλά για τον τρόπο που βλέπει η ίδια τα έργα της. “Είναι μαρτυρίες και ταυτόχρονα είναι η δική μου αντίληψη της εποχής. Συλλέγω στοιχεία καταγράφω συναισθήματα που προκύπτουν όχι μόνο από μια συγκεκριμένη ανθρώπινη ύπαρξη, αλλά από ολόκληρο το πνεύμα του καιρού, από τις φωνές αυτού του καιρού. Δεν επινοώ οτιδήποτε, ούτε προσθέτω δικές μου σκέψεις, αλλά οργανώνω τα στοιχεία όπως είναι στην πραγματικότητα”.

 

Svetlana Alexievich

Svetlana Alexievich

 

Η συγγραφέας στα γεμάτα ρεαλισμό κείμενα της,  στα οποία η γραφίδα της δίνει μεγάλη δραματικότητα και ισορροπία, χωρίς λογοτεχνικές φιοριτούρες, αλλά με ένα λόγο απλό, ζωντανό και καλογραμμένο καταφέρνει να αναδείξει την αλήθεια για τον πόλεμο στο Αφγανιστάν και να καταγγείλει, την κυβερνητική ελαφρότητα της πρώην Σοβιετικής Ένωσης στη λήψη αποφάσεων, βάσει των οποίων στάλθηκαν στην έρημο χιλιάδες νεαροί ρώσοι στρατιώτες, για να επιστρέψουν οι 15.000 από αυτούς μέσα σε μεταλλικά φέρετρα.

Η δραματική ένταση αποδίδεται με εικόνες, με  παρομοιώσεις, με σύντομους διαλόγους που διακόπτουν τη μονότονη αφήγηση και διατηρούν μια σχετική προφορικότητα στο κείμενο και ενώ οι μαρτυρίες αφορούν όλες τον ίδιο πόλεμο η κάθε φωνή έχει κάτι διαφορετικό να αφηγηθεί, ένα άλλο συμβάν και έτσι το θέμα  παρουσιάζεται από διαφορετικές οπτικές γωνίες.

Ας εστιάσουμε λίγο στα λογοτεχνικά μέσα που χρησιμοποιεί η Αλεξίεβιτς στους Μολυβένιους στρατιώτες.

Διαφορετικές εικόνες διαδέχονται η μία την άλλη με δραματική ένταση, με τρόπο κινηματογραφικό. Αισθάνεται ο αναγνώστης ότι παρακολουθεί ένα σκληρό ντοκιμαντέρ από τα πεδία των μαχών των σύγχρονων πολέμων, χωρίς το προστατευτικό φίλτρο για τις σκηνές φρίκης. Πουθενά δεν εξωραΐζονται οι ακρότητες του πολέμου ούτε διαφαίνεται πρόθεση από την συγγραφέα να αποκρύψει τις πληροφορίες  που μαρτυρούν την απώλεια της ανθρωπιάς μέσα στις συνθήκες πολέμου.

Αφηγείται ένας λοχίας νοσηλευτής σε μονάδα καταδρομών ” Τα τραύματα από νάρκες είναι φοβερά. Ένα πόδι κομμένο ως το γόνατο… Το κόκαλο προβάλλει ακάλυπτο… Στο άλλο πόδι έχει κοπεί το μισό πέλμα… Το πέος επίσης κομμένο… Ένα μάτι χυμένο… Ένα αυτί κομμένο… Την πρώτη φορά γύριζε το κεφάλι μου δεν μπορούσα να ανασάνω. Σκέφτηκα: αν δεν τα βγάλεις πέρα τώρα δεν θα γίνεις ποτέ καλός νοσηλευτής. Έδεσα τα τραύματα με αιμοστατικούς επιδέσμους, για να σταματήσω την αιμορραγία, έδωσα στον τραυματία ένα παυσίπονο. Τραύμα από σφαίρα ντουμ ντουμ στην κοιλιά, τα έντερα κρέμονται. Επίδεσμοι να σταματήσω την αιμορραγία, παυσίπονο… Τέσσερις ώρες τον κράτησα στη ζωή, ύστερα πέθανε. (σ.88)

Δεν έχει δώσει νομίζω η αντιπολεμική λογοτεχνία, ή το κάνει πολύ σπάνια, με τρόπο τόσο καθαρό τη φρίκη του πολέμου και την απαξίωση του ανθρώπινου σώματος. Περισσότερο το έχει κάνει ο κινηματογράφος. Οι ωμότητες των πολέμων και κυρίως του πολέμου στο Βιετνάμ, έχουν αναδειχθεί στη μεγάλη οθόνη.

Ακόμα και οι εικόνες γαλήνης  που ξεπροβάλουν μέσα στην αφήγηση, όπως μια ηλιόλουστη μαγιάτικη μέρα, οι ολάνθιστες μαργαρίτες, το μάζεμα της σοδειάς, (σ. 260-1) η θέα των βουνών μοιάζουν με παρωδία μπροστά στη φρίκη που συνήθως ακολουθεί. Δεν καταφέρνουν να παρηγορήσουν τον αναγνώστη, αλλά εντείνουν την αγωνία του για αυτό που θα διαβάσει παρακάτω.

Αφηγείται ένας στρατιώτης καταδρομέας: “Σε μισή ώρα είχα ησυχάσει εντελώς, ένοιωθα σαν τουρίστας. Παρατηρούσα τον ξένο τόπο-εξωτικός! Τα δέντρα, τα πουλιά, τα φυτά… Για πρώτη φορά έβλεπα αυτούς τους αγκαθωτούς θάμνους… Ξαφνικά η έκρηξη. … Βγάλαμε έξω τα πρώτα παιδιά, τα γνωρίζαμε… Ακέφαλα …Τα χέρια κρέμονταν …”

Οι  πολύ εύστοχες παρομοιώσεις δίνουν ένταση στο κείμενο.  “Βλέπουν πως ζαρώνει το καμένο δέρμα, σαν χαλασμένο καλσόν…”,  “.. Τα κράνη τα πουλήσαμε – περίσσιο φορτίο και πυρακτώνονταν σαν τηγάνια…”,  ” Ρίχναμε χασίς στο ρύζι ή στο χυλό… Τα μάτια γίνονταν σαν πιατάκια του καφέ”…

Δε λανθάνει επίσης της παρατήρησης του αναγνώστη το γεγονός, ότι οι φωνές που καταγράφονται, εκφράζουν χωρίς επιφυλάξεις ό,τι νοιώθουν. Αναδεικνύεται έτσι ο φόβος,  η ντροπή για τη συμμετοχή σε ένα έγκλημα, η σκοτεινιά του ψυχικού κόσμου όσων γύρισαν ανάπηροι ή με σαλεμένο μυαλό, ο ψυχικός πόνος της μητέρας που έχει χάσει το γιό της, η μιας άλλης μητέρας που ο γιός της έμαθε στο Αφγανιστάν να μισεί και να σκοτώνει και όταν επέστρεψε δολοφόνησε με μαχαίρι ένα συμπατριώτη του. Σε όλες τις αφηγήσεις υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής. Η απώλεια. Όλοι γι’αυτή μιλούν. Κανείς δεν έχει κερδίσει τίποτα. Αυτοί που χάθηκαν γιατί τα έχασαν όλα και σκόρπισαν γύρω τους τον πόνο και αυτοί που επέζησαν γιατί γύρισαν πίσω χωρίς ψυχή. Η απώλεια στον πόλεμο δεν είναι μόνο ο θάνατος. Το μόνο που δεν χάνεται στα κείμενα της Αλεξίεβιτς είναι η αγάπη από την οποία ξεχειλίζουν οι θρήνοι των γονιών για τα παιδιά τους. Η συγγραφική της ικανότητα, όμως, δεν επιτρέπει στο μελοδραματικό ή αν θέλετε στο συναισθηματικό στοιχείο να αναδυθεί εις βάρος του ρεαλιστικού, αλλά ισορροπούν τις περισσότερες φορές σωστά.

 

sv_2

 

Μέσα από τα κυρίαρχα συναισθήματα των αφηγητών προκύπτει ένα μεγάλο ερωτηματικό για το καθεστώς της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Ήταν ευθύνη του η απόφαση για τον πόλεμο. Το “διεθνιστικό καθήκον”, ο “διεθνισμός”, ο “διεθνιστικός στρατιώτης” που επανέρχονται συνεχώς μέσα στις μαρτυρίες μοιάζουν με θλιβερή παρωδία. Το αίσθημα των στρατιωτών και των οικογενειών τους ότι έπεσαν θύματα “φτηνής απάτης” αναδεικνύεται πολλαπλώς από την Αλεξίεβιτς. Επίσημα το μεγαλύτερο μέρος αυτών που υπηρέτησαν στο Αφγανιστάν παρουσιάζονται ως εθελοντές. Οι μαρτυρίες αποκαλύπτουν ότι δεν ήταν έτσι ακριβώς τα πράγματα. “Όταν η γυναίκα μου ρώτησε, “Με ποια διαδικασία πήγε ο σύζυγός μου στο Αφγανιστάν;” της είπαν “Προσφέρθηκε εθελοντικά”. Την ίδια απάντηση έπαιρναν και οι άλλες σύζυγοι ή μητέρες.  Αλλά η συγγραφέας αφήνει να φανεί ότι και οι πραγματικοί εθελοντές μάλλον ήταν εύπιστοι ή η προπαγάνδα στον τύπο για την προστασία των νοτίων συνόρων της Ρωσίας ήταν πολύ καλά οργανωμένη και πολύ πειστική. Ακόμα και η αγάπη προς την πατρίδα τίθεται σε αμφισβήτηση μέσα στους “Μολυβένιους στρατιώτες”.

 “…θυμώνω με τον εαυτό μου για την ευπιστία μου…” λέει ένας επιλοχίας, νοσηλευτής σε μονάδα καταδρομών.
“Πάνω στο μνήμα του γιού μου έβαλα να χαράξουν: “Να θυμάστε, άνθρωποι, ότι σκοτώθηκε για να ζήσετε εσείς”. Τώρα πια ξέρω πως αυτό δεν είναι αλήθεια. Πρώτα εξαπατήθηκα εγώ, ύστερα εξαπάτησα τον γιό μου. Ήμασταν τόσο καλόπιστοι! Τον μεγάλωσα λέγοντάς του: “Να αγαπάς την πατρίδα σου, γιέ μου, κι εκείνη δε θα σε προδώσει ποτέ, θα σε αγαπάει πάντα”. Τώρα θα προτιμούσα να έχω γράψει στο μνήμα του: Γιατί;

Η Αλεξίεβιτς τόλμησε να παραβιάσει ένα από τα τελευταία ταμπού της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Κατέρριψε το μύθο των πολεμιστών απελευθερωτών, το μύθο του σοβιετικού στρατιώτη  που η τηλεόραση τον έδειχνε να φυτεύει μηλιές στα χωριά, ενώ στην πραγματικότητα πετούσε χειροβομβίδες μέσα στα αργιλόκτιστα σπίτια όπου γυναίκες και παιδιά είχαν αναζητήσει καταφύγιο. Η αφήγησή της στέρησε από τους νέους άνδρες που γύρισαν από τον πόλεμο το φωτοστέφανο του ηρωισμού, γιατί αυτά τα αγόρια είχαν χάσει σχεδόν τα πάντα, ήταν ανίκανοι να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους, έγιναν στα μάτια των υπολοίπων, βιαστές, δολοφόνοι και βάναυσοι.  Αυτός ήταν ένας από τους λόγους που η έκδοση ήταν  απαγορευμένη επί πολλά χρόνια στην πατρίδα της και προκάλεσε οξύτατες αντιδράσεις τόσο από στρατιωτικούς κύκλους, από εκπροσώπους του παλαιού καθεστώτος, από κάποιες μητέρες. Κατέληξαν μάλιστα στη δικαστική δίωξη της συγγραφέως η οποία κατηγορήθηκε ότι διαστρεβλώνει την πραγματικότητα για να κερδίσει χρήματα πουλώντας το βιβλίο της στις δυτικές χώρες.

 

sv_3

 

Η ίδια δεν αποφεύγει να μιλήσει ανοιχτά για τις δικαστικές της περιπέτειες : ” Με προστατεύει το γεγονός ότι είμαι γνωστό πρόσωπο. Παρόλα αυτά λέω αυτό που θεωρώ απαραίτητο να πω και γράφω αυτά τα βιβλία. Είτε αρέσει στην εξουσία είτε όχι. Ξέρω ότι θα υπάρχουν πάντα άνθρωποι που θα τα διαβάσουν και που γι αυτούς θα είναι ένα στήριγμα. Σήμερα που ο Λουκασένκο φλερτάρει με την Ευρώπη, τα βιβλία μου που δημοσιεύθηκαν στη Ρωσία εισήχθησαν και στη Λευκορωσία … Η κόρη μου είναι καθηγήτρια σε ένα σχολείο με μισθό 300 ευρώ … το βιβλίο μου κοστίζει 30 ευρώ και αυτός είναι ένας τρόπος λογοκρισίας, ένας τρόπος να με πολεμήσουν. Κάποιοι, ωστόσο, τα αγοράζουν σε πολλά αντίτυπα και τα μοιράζουν. Το αναγνωστικό μου κοινό είναι εκπαιδευτικοί, γιατροί, άνθρωποι του πνευματικού κόσμου που σήμερα είναι η πιο φτωχή κοινωνική ομάδα.”

Αντί οποιουδήποτε επιλόγου θα παραθέσω τα τελευταία λόγια από  την ομιλία της Αλεξίεβιτς στη Στοκχόλμη που δεν αφορούν μόνο την πατρίδα της, αλλά εκφράζουν, καθώς νομίζω, και τη σύγχρονη οικουμενική πραγματικότητα: Η εποχή της ελπίδας έδωσε τη θέση της στην εποχή του φόβου. Γυρίζουμε προς τα πίσω… Εποχή από δεύτερο χέρι. …. “

 

 

* Η Κατερίνα Ζωγραφιστού είναι Πολιτισμολόγος, Καθηγήτρια Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας, Msc “Συγκριτικής Λογοτεχνίας”, Département d’Études Néo-helléniques-Université  Paul Valéry, Montpellier III [kzografistou@gmail.com]

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top