Fractal

Διήγημα: “Οι μέρες μου στη Μυτιλήνη και άλλες ιστορίες”

Της Μαρίας Αθανασέκου // *

 

 

 

Καθισμένη στο παλιό ψηλοτάβανο καφέ, κοιτάζω τον κόσμο που περνάει. Από τα μεγάλα του παράθυρα βγαίνω σε μια πραγματικότητα άλλη. Βλέπω την πλάτη του Αγίου που τα μισά της κρύβουν τέντες από τα μικρομάγαζα που πουλάνε τυριά, βοτάνια και σαρδέλες. Σηκώνω το βλέμμα μου και αντικρίζω ένα αλλόκοσμο και ξένο κτίσμα, λες και στάθηκε εδώ για λίγο να ξαποστάσει πριν συνεχίσει το ταξίδι του για πιο μακριά. Τόσο ξένο και τόσο ντόπιο πια. Ο κόσμος περνάει, στέκεται και ψωνίζει, χαζεύει βιτρίνες, περιμένει γνωστούς. Οι φοιτητές σουλατσάρουν, η Άνοιξη έχει έρθει. Μυρωδιές ανακατεμένες στην αγορά, λίγο από Αλ Χαλίλι, λίγο από Αθηνάς, λίγο απ’ όλα. Μυστήριο μέγα και φοβερό, ασύνδετο και τόσο αρμονικό. Ένα κράμα εγγύτητας και εξωτικού. Στους Χαιρετισμούς ο δρόμος μύριζε λιβάνι. Κόσμος γέμιζε τον Άγιο, τα φτηνομάγαζα είχαν φανταχτερά στεφάνια από λουλούδια πλαστικά, τα καλά ανθοπωλεία, κομψά στεφάνια από φρέσκα λουλούδια με έμφαση στο μωβ, το λευκό και το λιλά, μικρά αγόρια πουλούσαν κεριά έξω από την εκκλησία.

Δεν ξέρω γιατί τον ένιωσα τόσο πολύ αυτόν τον τόπο. Κάτι μου θύμιζε, κάποιον.

Αυτό το συνονθύλευμα μυρωδιών, εικόνων, το υψηλό δίπλα στο λαϊκό, ο 19ος μαζί με νεογοτθικά, ισλαμικά, μπαρόκ, νεοκλασικά στοιχεία. Ο εκλεκτικισμός, οι παστοί μπακαλιάροι στα βαρέλια πλάι στο σοφιστικέ βιβλιοπωλείο με βιτρίνα τον Καστοριάδη, το μαγαζί με τα θρησκευτικά αξεσουάρ, τα σιδερένια παπούτσια του Ταξιάρχη, τις εικονίτσες του Ραφαήλ και των συγκατοίκων του, τα μπουκαλάκια με τον αγιασμό και το μύρο, τα κομποσκοίνια και τα φυλαχτά, δίπλα στο κρεοπωλείο με βιτρίνα ολόκληρα σφαγμένα ζώα που οι τουρίστες και οι αποστολές των ΜΚΟ φωτογράφιζαν ως κάτι έθνικ και φολκλόρ, ως κάτι από το couleur locale, γιατί στις χώρες τους όλα είναι αποστειρωμένα, συσκευασμένα και τεμαχισμένα. Ξέρεις τι θέλω να πω, όλο αυτό το σύνολο των αντιθέτων, της ωμότητας και του τριτοδεύτερου πλάι σε πνευματικές και υπερφυσικές αντανακλάσεις της ουράνιας Ιερουσαλήμ, όλο αυτό που είμαι εγώ, που είσαι και εσύ. Ένα μείγμα αντιθέσεων, το προϊόν μιας αγαστής συνύπαρξης ουρανού και γης, καλαισθησίας και κιτς, του διανοητικά κρυστάλλινου και εξιδανικευμένου και του λασπωμένου, του χυδαίου.

Όλες οι δυνατότητες που έχουμε εν σπέρματι μέσα μας, κλαρίνα και πανηγύρια εναλλάξ με κοντσέρτα για τσέλο υπό το φως των κεριών, Νικ Κέηβ και Γωγώ Τσαμπά, μηλόπιτα με custard στην κρύπτη του Αγίου Μαρτίνου και βρώμικο στη Μαβίλη, Κολτρέιν και Ντίκινσον και Blackman στο ραδιόφωνο μετά το Κάστρο για το χωριό, τρισεύγενοι στα επαγγελματικά και κανίβαλοι με τους κολλητούς. Ότι είμαστε ικανοί να μιλήσουμε βρώμικα, ελεεινά, ιδρωμένα στο σεξ, να βγούμε εκτός εαυτού και εκτός decorum και το πρωί να ψάλλουμε ύμνους στην Παρθένο Μαρία στην εκκλησία. Καταλαβαίνεις τι λέω; Η condition humaine, το πολυδιάστατο αυτής της πόλης, η ειλικρίνειά της, το ακομπλεξάριστο, το πολυσυλλεκτικό, το ‘από παντού’, η Ανατολή μαζί και η Ευρώπη. Αυτό με συγκίνησε και δονήθηκε βαθιά μέσα μου.

Έχω ταξιδέψει πολύ. Με το που πάτησα το πόδι μου εκεί, ένιωσα ότι επιστρέφω σπίτι. Σαν να την ήξερα την πόλη από παλιά. Ο μεγάλος μου έρωτας, ο Άγιος. Δεν το χωράει το μυαλό μου πόσο ‘ύλη εκτός τόπου’ είναι αυτή η εκκλησία, κατά την ωραία έκφραση που μου έμαθαν οι Ανθρωπολόγοι φοιτητές. Απλά, δεν περιγράφεται. Είναι ο παράγοντας του σοκ, της έκπληξης και μετά της νοσταλγίας για το ρυθμό της. Το μυαλό μοιραία ταξίδευε αλλού και νόμιζα ότι θα άκουγα ιταλικά στο δρόμο, ότι δεν στεκόμουν μπροστά στο φούρνο με τα τοπικά γλυκά, απέναντι από το παντοπωλείο, πιο πάνω από το βουτηγμένο στο 80’s καφεκοπτείο που ο ιδιοκτήτης έπαιζε πάντα στη διαπασών χέβι μέταλ και μέσα κάθονταν σε καρέκλες με ψάθα ηλικιωμένοι ατενίζοντας έξω, ο σουρεαλισμός ο ίδιος δηλαδή, ότι πιο ‘κει δεν ήταν το ψιλικατζίδικο με τις χαμηλής ανάλυσης έγχρωμες φωτοτυπίες των έργων του Θεόφιλου.

Από το καλοκαίρι με χτύπησε η νοσταλγία. Σκέφτομαι ότι περπατάω στην Ερμού και τους παραδρόμους, δίχως τον σάκο στην πλάτη, το λαπτοπ υπό μάλης και τις σακούλες με τα δώρα από τύψεις και λαχτάρα για τον μικρό (και τον μεγάλο). Είμαι ξεκούραστη και φρέσκια, είναι Άνοιξη και πηγαίνω στην καθολική εκκλησία να ξεκουράσω το βλέμμα μου στα ΄δυτικά’ που αγαπάω, στις ταπετσαρίες της και τα αγάλματά της, στις ‘στάσεις του Σταυρού’ που είναι παρατεταγμένες στη χαμηλή ζώνη των τοίχων, κυκλωτικά του ιερού. Σταυρώνω το μέτωπό μου με αγιασμό από τη μαρμάρινη λεκάνη στην είσοδο, από σεβασμό για το χώρο λατρείας, άσχετα αν δεν είμαι καθολική, και κάθομαι στα στασίδια, ήσυχη, ανάλαφρη, υπερυψωμένη. Μια ταξιδιώτισσα που δεν βιάζεται, μια κοπέλα που είναι σε αποστολή αισθητικής απόλαυσης. Μετά σκέφτομαι ότι βγαίνω έξω στο δρόμο, ότι το αεράκι μου ανακατεύει τα μαλλιά και αναδύεται άρωμα λεβάντας και τριαντάφυλλου, ότι είμαι φρέσκια και ξεκούραστη. Σεργιανίζω στην πόλη χωρίς σκοπό, παίρνω καφέ και κάθομαι στο τοιχαλάκι στο τέρμα του δρόμου και κοιτάζω μπροστά, τον κόσμο, τη ζωή. Περνάνε φοιτητές, γελάμε, πηγαίνουμε προς το Μπίνειο, περνάμε μπροστά από ένα μαγαζί με πλακάκια που, άγνωστο για πιο λόγο, έχουν τη Μόνα Λίζα στην ταμπέλα και αρχίζουν τα αστεία, γελάμε δυνατά, μας ακούς;

Άλλες φορές στέκομαι στο τοιχαλάκι και περιμένω τη μάνα μου. Θα της άρεσε πολύ αυτή η πόλη. Της δείχνω ό,τι έμαθα, την πηγαίνω όπου πήγα, την κρατάω από το χέρι σφιχτά σαν παιδί, να μην μου φύγει. Της παίρνω παγωτό φυστίκι και της μιλάω για την αρχιτεκτονική του Αγίου, την πηγαίνω στα μουσεία, τις πινακοθήκες, της μιλάω, της μιλάω, της μιλάω, γελάει, με ακούει και με φιλάει και μετά χάνεται. Μου έλειπε πολύ εκεί γιατί ήμουν τόσο γεμάτη, τόσο χαρούμενη και ήθελα να της το πω. Το εκτόνωνα με αναρτήσεις στο φμ, λες και ήταν ονλάιν και θα τις έβλεπε. Όταν χάνεις κάποιον που αγαπάς πολύ που ο δεσμός νόμιζες ότι δεν θα διαρραγεί ποτέ, κλονίζεσαι, κάνεις πράγματα που υπό άλλες συνθήκες θα τα χαρακτήριζες εκκεντρικά ή απλά ηλίθια. Αλλά τα κάνεις. Κάνεις μνημόσυνα ηλεκτρονικά, αφιερώνεις τραγούδια, ποιήματα, ένα σωρό ‘ό,τι να ‘ναι’ πράγματα. Μπας και νιώσεις καλύτερα, μπας και πάρεις αγάπη από όπου και όποιον μπορείς γιατί το κενό είναι ανυπόφορο, η απελπισία μεγάλη.

Στην πόλη αυτή που κρέμονται μεσοτοιχία αρνιά και ολόσωμες εικόνες του Αγίου Ραφαήλ, που μοσχοβολάει ο δρόμος μπαχαρικά, λιβάνι, σαπούνια, λευκά ζουμπούλια, ρίγανη και φρεσκοκομμένο καφέ, σ’ αυτή την πόλη με τους πολλούς αρχιτεκτονικούς ρυθμούς, με το ρημαγμένο τζαμί απέναντι από βραζιλιάνικο take away, την ορθόδοξη εκκλησία με το νεογοτθικό καμπαναριό φάτσα σε ένα κινέζικο ‘ό,τι πάρεις ένα ευρώ’, σ’ αυτή την πόλη των οξυμένων κόμπακτ αισθήσεων, την πολυπολιτισμική και sui generis ατμόσφαιρά της, θέλω να ξαναπάω. Τη νοσταλγώ πολύ, μου λείπει η λυρικότητα των παλιών, σκονισμένων κτιρίων, οι καμάρες και οι λεπτομέρειες από αλλού, τα χασάπικα με τις αρμαθιές τα λουκάνικα, η μυρωδιά της αλμύρας από τα ιχθυοπωλεία, η μυρωδιά του ούζου από τα καφενεία και το ‘κλακ κλακ’ από το τάβλι των γερόντων, το φως των κεριών και το χρωματιστό φως από τα βιτρώ των εκκλησιών, η βαριά προφορά που μου θύμιζε το χωριό μου και η ντοπιολαλιά που σχεδόν δεν καταλάβαινα, η ευγένεια και η φροντίδα των ξένων. Οι νέοι φίλοι που δεν χόρτασα, τα παιδιά στη Σχολή, η προκυμαία, ο Άγιος απέναντι στο βάθος, ο Θανάσης στο δωμάτιο που έμενα, μέχρι και ο γκρινιάρης ηλικιωμένος κύριος που με ξυπνούσε όταν δεν ήμουν τυχερή να με ξυπνήσει με τη ‘γλυκειά’ φωνούλα του ο Θανάσης με την τρομερή προφορά και το παχύ ‘ξ’ και ‘σ’: ‘Ξξξξύπνα! Έχεις μάθημα. Θεςςς καφέ;’ Και το βαρύ του χέρι στο παραθυρόφυλλο.

«Θανάση μου, θα ξενυχτίσω, έχε το νου σου το πρωί και κάνε reset στο rooter, δεν μπαίνω στο ίντερνετ και έχω δουλειά.»

«Πάλι δεν πρόλαβες, αρρώστησε ο μικρός;»

«Όχι, ευτυχώς είναι καλά, πρόλαβα, αλλά στο αεροπλάνο σκέφτηκα και κάτι άλλα έργα και θέλω να το αλλάξω.»

(Φεύγει και μετά από 10 λεπτά με παίρνει στο κινητό)

«Για δες τώρα, μπαίνεις;»

«Θανάση μου, όχι, τι θα κάνω; Τι θα δείξω στα παιδιά το πρωί; Θα πέσω από τον τρούλο του Αγίου!»

«Γαμώ τον ΟΤΕ μου μέσα (μαζί με άλλα γαλλικά), τους είπα να μην σκάψουν γιατί θα ‘ρθεις και το φοβόμουνα. Θα σε πάω στο Μπίνειο να δουλέψεις και θα σε περιμένω να γυρίσουμε μαζί να μη φοβάσαι».

Την πρώτη φορά που τηλεφώνησα για το δωμάτιο ρώτησα αν έχουν καλό φως γιατί δουλεύω τη νύχτα.

«Και τι θα κάνεις; Θα κεντήσεις; Μοδίστρα είσαι;»

(Του εξηγώ.)

«Καλά, θα σου φέρω ένα λαμπατέρ απ’ τη μάνα μου.»

Και το ‘φερε. Ένα ασύλληπτο λαμπατέρ του ’50, χρυσοποίκιλτο, κιτς, τρισμέγιστο… Ένα λαμπατέρ από το γάμο της.

Αυτό το ίντερνετ, ο ΟΤΕ, η vodafon, η κακιά η ώρα, όλο κόλλαγε μεταμεσονύχτια.

«Θανάση μου, συγγνώμη που σε ξυπνάω… Το ίντερνετ…»

«Αμάν, ρε Αθανασίου (ποτέ δεν έμαθε το επίθετό μου), σώστα πια (δηλαδή, τελείωνε) και πέσε για ύπνο.»

«Καλά, Θανάση μου, φτιάξε το ρούτερ σε παρακαλώ και θα κοιμηθώ σαν πουλάκι σε λίγο».

Η καλοσύνη, η φροντίδα των ξένων.

Καθισμένη στον πάγκο της κουζίνας μου κι όμως νιώθω πως είμαι εκεί. Φοράω κάτι φλοράλ (ένεκα η υπερβολική δόση Ρόζαμουντ Πίλτσερ χρόνια πριν – πάντα οι ηρωίδες της φοράνε κάτι φλοράλ, ένα ψάθινο καπέλο, φεύγουν για να βρουν τον εαυτό τους και βρίσκουν μαζί και έναν εραστή, πάντα πρώην δικηγόρο ή αρχιτέκτονα που επίσης έφυγε και πια είναι κηπουρός και γλύπτης…), αφήνω κάτω τα μαλλιά μου και βγαίνω για το ραντεβού μου με την πόλη. Δεν έχω να προλάβω αεροπλάνο, δεν έχω καμία έγνοια στον κόσμο, δεν μου λείπει κανείς, δεν μου λείπει τίποτα. Φρέσκια και ξεκούραστη.

Μυτιλήνη, φιλαράκια μου, ευχαριστώ για την ομορφιά που μοιραστήκαμε.

 

 

 

Η Μαρία Αθανασέκου είναι ιστορικός τέχνης, διδάσκει, γράφει και μιλάει ακατάπαυστα για την τέχνη. Της αρέσει να επικοινωνεί μέσω της εικόνας. Πιστεύει ότι οι ιστορίες της τέχνης μας αφορούν όλο και περισσότερο, όσο διευρύνεται το υπαρξιακό μας πεδίο. Το προηγούμενο εξάμηνο δίδαξε στη Μυτιλήνη και τη νοσταλγεί.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top