Fractal

Διηγήματα Fractal: “Οι Μεγάλες Παρασκευές μου”

Της Ελένης Γκίκα //

 

 

 

α) Το βράδυ που μ’ ονειρεύτηκε ο Ιούλιος

 

Διάβαζα τον «Ζοφερό Οίκο» από νωρίς το απόγευμα. Έβραζε ο τόπος κι είχα ανάψει το κλιματιστικό, με δρόσιζε ο Ντίκενς κι ας ήταν μέσα στο έρεβος. Οι Μεγάλες Προσδοκίες σκέφτηκα, χαμογελώντας μόνη μου, ολότελα δεν σ’ εγκαταλείπουν ποτέ.

Έξω, ένα πολύβουο Σάββατο απόγευμα. Παιδιά που παίζουν στην αμεριμνησία της ημέρας, νοικοκυρές που τρέχουν για τα τελευταία ψώνια και βιαστικοί οδηγοί, τώρα αυτοί για πού τρέχουν;

Εγώ, όταν επιθυμώ να βρω κάτι, στέκομαι ακίνητη’ σε περίπτωση έρωτα, κίνδυνου ή μέγιστου τρόμου. Διαβάζω ό,τι βρω ή μουτζουρώνω ένα χαρτί ολόλευκο. Και τσουπ εκεί μέσα στο τίποτα και στην απόλυτη ασπρίλα «αυτό-το-κάτι» θα έρθει να με βρει.

Αυτό το καλοκαίρι με έπιασε κυριολεκτικά στον ύπνο. Κι ας απαγόρευαν τα χάπια τα όνειρα. Η επιδίωξη ήταν αυτή’ να κοιμηθώ βαριά’ να ξεχάσω ποια είμαι.

Ακίνητη! Σε περίπτωση κινδύνου ήμουν και το ‘νοιωθα.

Καράβι το κρεβάτι με πανιά ολόμαυρα’ πουθενά δεν μ’ έβγαζε και το ‘ξερα. Μόνο να ξεχαστώ, έστω για λίγο.

Και τότε ακριβώς τον ονειρεύτηκα! Να μαστορεύει εκεί ψηλά στη σκαλωσιά, σ’ ένα κατάλευκο σπίτι που ήτανε λέει το σπίτι μας. Το πρώτο που πρόσεξα ήταν εκείνο το πανύψηλο κάτασπρο σπίτι. «Δικό μας» και το ‘ξερα, αυτό που αγνοούσα ήταν το πόσο ήταν λευκό.

Και τότε τον είδα. Στην σκαλωσιά επάνω στο πιο ψηλό παράθυρο. «Χριστέ μου, θα πέσει» μόνο το σκέφτηκα, καθόλου αν «ήταν», «δεν ήταν καλά». Μονάχα ότι «ο μπαμπάς μου είναι ψηλά και θα πέσει».

Κρατούσε σαν παιδικό παιχνίδι ένα μυστρί στα χέρια του. Δυο- τρία μερεμέτια, είπε, και τέλειωνε.

Θα γίνει καλά, σκέφτηκα μόλις ξύπνησα. Και τότε συνειδητοποίησα τον χρόνο. Ιούλιος να μπαινοβγαίνουν τα

σημαντικά: γάμοι, γεννήσεις, θάνατοι, ατυχήματα και έρωτες’ θερινά σινεμά όταν ήμουν παιδί κάποτε με τον μπαμπά. Τώρα, επιστρέφοντας τα βράδια κάθε φορά πρέπει να του ξανασυστήνομαι.

Τον βλέπω πάντα στη τζαμαρία μονάχα που τώρα δεν βγαίνει για να μου πει «καλωσόρισες», στην πολυθρόνα του στέκεται ακίνητος. Σχεδόν δεν αντιδρά.

«Μπαμπά! Ήρθα!» εκεί να επιμένω και του χαϊδεύω το χέρι, κόκαλα σκέτα και με πονά.

«Περιμένω την κόρη μου!»

«Ήρθα! Ήρθα, μπαμπά!»

«Κι όπου να ‘ναι θα ‘ρθει! Έχει πάει στη δουλειά! Λείπει» λέει κι είναι σαν λύπη.

«Πάμε να κοιμηθούμε, μπαμπά κι ήρθα» κάθε βράδυ ξανά. Ό,τι και να του πω «περιμένω την κόρη μου» ασάλευτος τοίχος κι όσο κι αν έρχομαι περιμένει αυτός.

Ένα βράδυ μέσ’ στην απελπισία μου τον αγκάλιασα κλαίγοντας, «εσύ είσαι;» τον άκουσα να μουντζώνεται. Μόνο με την αφή γίνομαι η κόρη του σκέφτηκα, και τώρα που έφυγες το μόνο που σκέφτομαι είναι πως θα με αναγνωρίζεις πια…

Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2011

 

 

β) Η γυναίκα που ονειρεύεται πως γράφει

Για όλα είχε προνοήσει’ τίτλο, μότο… το μπολερό που θα ήταν παγωτό κι αυτό που όλοι νομίζουμε χρόνο, από Ιούλιο σε Ιούλιο. Τον έτρεμε και την έθελγε σαν μήνας. Τόπο, Κέρκυρα που του ταιριάζει μουσικά.

Το μόνο που της απόμεινε ήτανε να στρωθεί! Γιατί όλα θα μπορούσε να ήταν κι αεράκι, αλλά κατασκευή τίποτα εκτός από το «στρώσιμο»…

Για ποιαν συγγραφέα, αλήθεια, άκουσε πώς έγραφε από τις οκτώ το πρωί; Οκτώ το πρωί εκείνη την πλακώνει το ταβάνι. Ολόκληρη μέρα πώς θα περάσει, σκέφτεται, ολόκληρη ζωή…

Αν έβαζε όμως αυτό το στόχο; Διακόσιες λεξούλες την ημέρα; Σα την Βιρτζίνια Γουλφ πριν την πέτρα της. Ίσα – ίσα για ν’ αντέξει το τόσο όσο στη ζωή. Θα αρχίσει λοιπόν από αυτό το Σαββατόβραδο, θα το βαφτίσει πρωί, με κάποια που αναζητά κάποιον να του αφιερωθεί για να μη χάνεται, για κάποια που ούτε ξέρει ποιον αγαπά ούτε και τι είναι η αγάπη.

Όλο το θέμα είναι να βρει έναν μπούσουλα. «Ποιητής είναι κάτι που σου επιτρέπεται να είσαι» σύμφωνοι, αλλά η ιστορία είναι άλλη κατάσταση, μπορεί και η ζωή που φοβήθηκε, το χάος που θα την καταπιεί ή ήδη την κατάπιε.

Στο κομοδίνο ο Μπόρχες και «Οι συνωμότες» του, και στο χαρτί «Ο νεκρός»: «Ένα μαχαίρι αστράφτει’ ο Οτάλορα δεν ξέρει σε ποιανού μεριά είναι το ίδιο, αλλά η γεύση του κινδύνου τον τραβάει, όπως άλλους η τράπουλα ή η μουσική».

Και στο γραφείο η λάμπα κι η ιστορία σαν ανοιχτή πληγή. Και επάνω της, όλοι οι άλλοι. Βάρος αβάσταχτο. Στ’ αυτιά της επίμονα μια «άλλη απόκρυφη περικοπή»: «Δύο είναι τα χρέη σου, αυτό που έχει κάθε άνθρωπος: να είσαι δίκαιος και να είσαι ευτυχισμένος. Μόνος σου πρέπει να σωθείς». Γυρίζει τη σελίδα, άλλη λύση δεν έχει μόνο που δεν ξέρει τι να γράψει «αρχή» ή «τέλος»;

Αρχή. Κι από τον φόβο εκπορευόμενη για ακόμα μια φορά στο τέλος. Τέλος. Δεν έχει ελπίδα, τι ελπίδα να έχει αφού έτσι φτάνει στο τέλος εξ αρχής.

Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2012, των Φώτων

 

 

γ) Να ‘χεις να χάνεις…

Σαν αύριο πόσες φορές έπαιξα κορώνα – γράμματα τη ζωή μου. Σαν αύριο πόσες φορές μ’ έπαιξε κορώνα- γράμματα, όμως, κι αυτή.

Τον Προφήτη ο προπάππος μου τον έλεγε «Παππούλη», καντηλανάφτισσα η γιαγιά, Τον άκουγε και την άκουγε, κι ό,τι Του ζήταγε της το έδινε. Ξεφτίζουν οι γενιές μετά. Ή και μπορεί να

είναι, τελικά, αλλόκοτο πράγμα η ευλογία.

«Μερικούς δεν τους θέλει ο Θεός με συντροφιά», μου είχε πει κάποτε η Μάρω για παρηγοριά. Όταν με χόρεψε παραμονή η ζωή στο Προφήτη με τα νταούλια. Δεκαεννιά στα γιορτινά μου και τον περίμενα στην Ηπείρου, δεν με πίστεψε, δεν τον συγχώρησα κι έχουμε τώρα να μετανιώνουμε χρόνους και χρόνους μετά.

Δεκαπέντε και η Κύπρος έπεφτε, θυμάμαι σαν τώρα μέσα στα πόδια μου αυτό το σκυλί: «πω πω και την έχει μια η μάνα της». Την επιστράτευση, το λυσσιατρείο, τους γιατρούς ανύπαρκτους, το λαβωμένο μου γόνατο και την πλάκα του Θοδωρή: «τι έγινε; ακόμα δεν λύσσαξες;»

Λύσσαξα! Για τα δύσκολα αλλά κι αυτό το κατάλαβα αργά.

«Για το στραβό σου κεφάλι, και πάλι λίγα» επέμενε η μαμά.

Σάββατο απόγευμα παραμονή του Προφήτη καλή ώρα, στα είκοσι δύο. Το είπαν πρώτα σε μένα. «Ο μικρός έφυγε, βρες τους θειούς σου, μόνος του; κακιά στιγμή; επιτόπου στον κεντρικό, δίπλα στο Μπάλιο».

Αλλάξαμε έκτοτε. Οι περισσότεροι, δρομολογήσαν να φύγουν. Εγώ πού να πήγαινα, είχα να μετανιώνω για μια ζωή. Που δεν τον άκουσα, δεν του στάθηκα, ήμουν παρούσα- απούσα σχεδόν αόρατη, όπως υπήρξα, εν γένει, όλα αναδρομικά σ’ αυτή τη ζωή.

Τώρα ανάβω κεριά, γράφω σα να ξύνω πληγές, θα τα ξεχάσω φοβάμαι, «έχουμε σόι, ε ρε και να πάθω έμενταλ, έτσι όπως μπερδεύω τους μυθιστορηματικούς ήρωες με τη ζωή, μπορείς να το φανταστείς;» «Μαγεία» είπε εχθές η Νανά στη βόλτα των μεσηλίκων. «Μπα, φόβος και τρόμος! Μ’ αρέσουν τα θρίλερ, έχεις να λύσεις ντάλα γεράματα μυστικά άλυτα!»

Απόψε, θα κάνω τα δέοντα. Κοιμητήριο, ύστερα βόλτα, τη νύχτα θα τους χαϊδέψω στο πρόσωπο έναν- έναν. Εσένα που δεν σε κατάλαβα, αλλά πιο πολύ τον μικρό. Εκ των υστέρων ακούμε τους άλλους. Και τώρα μου λες πού να σε βρω;

Έπαιξα κι έχασα. Μπορεί και να ήμουν, όμως, ήδη χαμένη. Μεγάλο το κέρδος κι εγώ μόνο αυτό ήθελα κάποτε, να καταλάβω. Γι’ αυτό έχω ακόμα να χάσω πολλά.

19 Ιουλίου 2014, «Οι Κυριακές του μπαμπά», του μικρού Σπύρου

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top