Fractal

Μεταξύ Μύθου και Ιστορίας

Γράφει η Τζένη Μανάκη //

 

Μαίρη Κόντζογλου «Οι μαγεμένες – Law Incantadas», εκδ. Μεταίχμιο

 

H Μαίρη Κόντζογλου παντρεύει Ιστορία και μυθοπλασία σ’ ένα μυθιστόρημα που αποπνέει αύρα Σαλονίκης των αρχών του δεύτερου μισού του  19ου αιώνα. Η γραφή της παραπέμπει σε σχολαστικό σκηνοθέτη που δεν αφήνει ούτε καν το πέταγμα ενός φτερού να χάνει τον συμβολισμό που θα ήθελε στα πλάνα του. Πρόκειται για ένα ατμοσφαιρικό μυθιστόρημα που παρασέρνει τον αναγνώστη σ’ εκείνη την πολύβουη, πολύγλωσση, ζωντανή, αλλά σκλαβωμένη πόλη που υπήρξε τότε η Θεσσαλονίκη.

Θρυλείται από τα βάθη των αιώνων, ότι η βασίλισσα της Θράκης, ερωτευμένη με τον Μέγα Αλέξανδρο, τρέχει να τον συναντήσει μέσα στη νύχτα. Ο Βασιλιάς- απατημένος σύζυγος, αντιλαμβάνεται την προδοσία και με μάγια μαρμαρώνει την άπιστη και τη συνοδεία της. Τα είδωλά τους είναι οι περίφημες «Μαγεμένες», που κάποτε, κοσμούσαν τη Θεσσαλονίκη. Τώρα κοσμούν το Λούβρο και μόνο τα πιστά τους αντίγραφα στέκονται περήφανα μπροστά στο περιστύλιο του Αρχαιολογικού Μουσείου της πόλης.

Η αρπαγή των περίφημων γλυπτών που χρονολογούνται από τον 2ο μ.Χ. Αιώνα είναι το βασικό θέμα, γύρω από το οποίο η Κόντζογλου αφηγείται την Ιστορία εκείνης της περιόδου, μαζί με τον μύθο της, γλαφυρά, ζωντανά, στηλιτεύοντας την αρχαιοκαπηλία, σαν να βρίσκεται σε μία διαρκή ”συνομιλία” με τον αναγνώστη.

 

Η οικία με τις «Μαγεμένες», όπως την κατέγραψαν σε χαρακτικό το 1753 οι Βρετανοί περιηγητές James Stuart (ζωγράφος-αρχιτέκτονας) και Nicholas Revert (αρχιτέκτονας).

 

 

Οκτώ ανάγλυφες μυθολογικές μορφές που αναπαριστούσαν την Νίκη, την Αύρα, τον Διόσκουρο, τον Γανυμήδη με τον Δία μεταμορφωμένο σε αετό, την Λήδα, την Αριάδνη, τον Διόνυσο και μία Μαινάδα να παίζει φλάουτο, τοποθετημένες σε μία κορινθιακού ρυθμού κιονοστοιχία στεκόταν περήφανες πάνω από το σπίτι του Νταβίντ εφέντη, στην εβραϊκή συνοικία Ρόγκος, εκεί που άνθισε ο έρωτας της μικρής κόρης του Χάννα με τον νεαρό επαναστάτη Νικόλα.

Στην πολυπολιτισμική αλλά σκλαβωμένη Θεσσαλονίκη εκείνης της περιόδου, όπου μιλούνται αμέτρητες γλώσσες, και λατρεύονται τρεις Θεοί από το εθνολογικό πάζλ των κατοίκων της, ο Γάλλος παλαιογράφος Μιλλιέρ έρχεται να κλέψει τις «Μαγεμένες», για να τις προσφέρει δώρο στον αυτοκράτορα του. Τις προθέσεις του πληροφορούμαστε κυρίως, από την αλληλογραφία που διατηρούσε με τη σύζυγό του. Ο παλαιογράφος, έρχεται αντιμέτωπος με την σθεναρή αντίσταση κάποιων ανθρώπων που μάχονταν για την ελευθερία και τη διατήρηση των μνημείων του τόπου.

Ο Έλληνας Δάσκαλος, ο αρχαιολάτρης Εβραίος Νταβίντ εφέντης, ο ονειροπόλος γλύπτης Αλέξανδρος Δημητριάδης και τα δύο ερωτευμένα παιδιά η Χάννα (Αννίκα) και ο Νικόλας είναι αποφασισμένοι να αγωνιστούν για ν’ αποτρέψουν την κλοπή του μνημείου. Η οργανωμένη από καρδιάς αντίστασή τους αποδεικνύεται ανήμπορη να αντιταχθεί στο οθωμανικό καθεστώς που υποστήριζε τη μεταφορά των κλοπιμαίων στη Γαλλία. Το γκρέμισμα των τειχών που περιέκλειαν την πόλη διευκολύνουν την ανίερη πράξη.

«Εκείνοι οι λόφοι έμοιαζαν να βάζουν πλάτη και να προσπαθούν να αναχαιτίσουν τη φόρα με την οποία η πόλη επεκτεινόταν προς τα πάνω, προς τον βορρά. Ήταν ολοφάνερο ότι ασφυκτιούσε μέσα στα όρια που είχαν χαράξει και χτίσει οι Βυζαντινοί… Όμορφη είναι τούτη η πόλη μουρμούρισε στα χαμένα, βγαίνοντας από το ναυτιλιακό γραφείο των Άμποτ δίπλα από την πύλη Τοπ Χανέ, όπου είχε συναντήσει τον πατέρα του… Ναι, η Σαλονίκη είναι μια αρχόντισσα!»

Μέσα από την γλαφυρή, σαρκαστική πολλές φορές αλλά και με υποβόσκον χιούμορ (έμφυτο της συγγραφέως) αφήγηση, ο αναγνώστης απολαμβάνει τις  λυρικές περιγραφές της φύσης, πάσχει από τη μόνιμη υγρασία της πόλης, αφουγκράζεται την ελληνική δίπλα στη λαντίνο, την τούρκικη και την γλώσσα των Βλάχων, ενοχλείται από τις άσχημες μυρωδιές του λιμανιού και των φτωχικών συνοικιών, λασπώνεται περιδιαβαίνοντας τα στενά σοκάκια, εκεί όπου ο ιδρώτας της αγωνίας για την ελευθερία αναμειγνύεται με την δυσοσμία της έσωθεν και έξωθεν προδοσίας. Η οσμή του χρήματος και η λαχτάρα της κοινωνικής ανόδου παρούσες και σ’ εκείνη τη μακρινή εποχή. Χαρακτηριστική η λαχτάρα των πετυχημένων εμπόρων να θέλουν να φαντάζουν απόγονοι των Βυζαντινών αριστοκρατών, (φυλετικό χάρισμα).

Η φιλοπατρία, η πίστη, η εμμονή σε ιδανικά, εξαίρονται με πάθος ως αρετές,  ο έρωτας θριαμβεύει ξεπερνώντας παραδόσεις, έθιμα και ιδεοληψίες, κι αλλού παραδίδεται στον θάνατο, θυσία για τη ζωή του αγαπημένου προσώπου.

«Je bent gek, schatje! … Είσαι τρελός καλέ μου!»

Η Κόντζογλου ερωτοτροπεί σαγηνευτικά με τον μαγικό ρεαλισμό. Στην τόσο παραστατική αφήγησή της, δίνει ζωή και φωνή στις «Μαγεμένες», στο λευκό μάρμαρο που αναπαριστά το πάλλον στήθος της Απολίν, στις παλιές σανίδες του σπιτιού του Νταβίντ εφέντη, στο βουητό του ανέμου, στους ψιθύρους των μυστικών. Και βέβαια, στον περίπου πρωταγωνιστή ήρωα, τον Λευτέρη, τον γάτο του Νικόλα.

Μέσα από την ιστορία της περνάνε με πλήρη ενάργεια, ήθη, έθιμα, καθώς και η θέση της γυναίκας σε κάθε  εθνολογική και κοινωνική τάξη. Ο υποβόσκων  σαρκασμός της αφήγησης συνοδευόμενος με υποδόριο χιούμορ, προδίδει τις θέσεις της συγγραφέως γύρω από αυτό το καίριο μέχρι σήμερα, μερικώς επιλυμένο, ζήτημα, (δυστυχώς με τάσεις οπισθοχώρησης).

Ζωντανές, χειμαρρώδεις, δοσμένες με γραφή παθιασμένου κινηματογραφιστή, συγκινούν οι σκηνές της αρπαγής των «Μαγεμένων», που παρεμβάλλονται στην τελευταία επιστολή του Μιλλιέρ, κι αφήνουν,  μέσα στο σκοτεινό χιονισμένο τοπίο, αναπάντητο το ερώτημα ποιανού στήθος τρύπησε μια σφαίρα… ενώ στον επίλογο εμπλέκεται σε ”διάλογο” και η Νίκη της Σαμοθράκης που έφθασε στο Λούβρο την 11/5/1864, να συντροφεύει τις συμπατριώτισσες της.

 

 

Η Μαίρη Κόντζογλου γεννήθηκε, μεγάλωσε και συνεχίζει να μεγαλώνει στη Θεσσαλονίκη.

Έχει σπουδάσει Πολιτικές Επιστήμες στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει εργασθεί σε μεγάλες ελληνικές εταιρείες, με αντικείμενο πάντα την Επικοινωνία.

 

ΕΡΓΑ ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ:

  • ΤΟ ΜΕΛΙ ΤΟ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ ( 2008)
  • ΠΕΡΠΑΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΓΓΕΛΟ ΣΟΥ (2009)
  • ΟΙ ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΟΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ (Τριλογία – 2011)
  • ΧΙΛΙΕΣ ΖΩΕΣ ΑΠΟΨΕ (2013)
  • ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΑΣΗΜΙΑ (Τριλογία – 2014, 15,15 )

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top