Fractal

Σχέσεις Στοργής

Γράφει η Τζένη Μανάκη //

 

Τζίνα Ψάρρη «Οι κόρες της ανάγκης», εκδ. Άνεμος Εκδοτική

 

«…. η αναπηρία ενός παιδιού  προσβάλλει τον γονιό σε ναρκισσιστικό επίπεδο. Πρόκειται για έναν πανικό μπροστά σε μια εικόνα του εαυτού που δεν μπορεί ν’ αναγνωρίσει, ούτε ν’ αγαπήσει. Αυτός ο γονιός θα ζήσει με τον δικό του τρόπο ένα πραγματικό δράμα, βίαιες συναισθηματικές συγκρούσεις, και αυτή ακριβώς η κατάσταση θα καθορίσει τη συμπεριφορά του απέναντι στο παιδί.»

 

«Η Κλωθώ είναι η Κόρη της  Ανάγκης, κατά τον Πλάτωνα. Η Μοίρα που υφαίνει το νήμα της ζωής των ανθρώπων. Κι ύστερα εκείνοι αναρωτιούνται: τα χαρίσματά μας τα επιλέγουμε ή μήπως είναι με κάποιον τρόπο προαποφασισμένα; Ποιες αναμνήσεις χάνονται και ποιες διατηρούνται;»

 

Έτσι μας συστήνει, στο οπισθόφυλλο,  η συγγραφέας το νέο της μυθιστόρημα

«Οι κόρες της ανάγκης». Ένα βιβλίο για την απενοχοποίηση της αναπηρίας, για την άδολη αδελφική αγάπη, για τον έρωτα, την προδοσία, τον χρόνο, τη μνήμη, την αρρώστια, και τον θάνατο. Η γραφή της αναλυτική, και παράλληλα ατμοσφαιρική και λυρική. Η συγγραφέας περιγράφει διεισδυτικά την εσωτερική ένταση των ηρώων της, με μία γλώσσα ποιητική και ρέουσα. Η ποιητική της φλέβα πάλλεται σ’ ένα μεγάλο μέρος του κειμένου. Χαρακτηριστική είναι η επινοητικότητα μεταφορών και παρομοιώσεων και το πλούσιο λεξιλόγιο της. Δυνατό υλικό αφήγησης οι εσωτερικοί πρωτοπρόσωποι μονόλογοι, με βάθος αυτογνωσίας, σαρκασμό και ειρωνεία. Η διαμόρφωση προσωπικού στυλ γραφής, οι λεπτομερειακά διατυπωμένες περιγραφές συναισθημάτων, οι φιλοσοφικές σκέψεις, και ο αποφθεγματικός λόγος, αποτελούν στοιχεία που απαντώνται σε γνωστούς έμπειρους συγγραφείς.

 

«Προσωπικά με τα διαζευκτικά είτε και ή δεν τα πήγα ποτέ καλά, τ’ άφηνα ανέκαθεν έξω από το λεξιλόγιό μου. Λέξεις που ηχούν θορυβώδικα στ’  αυτιά μου είναι, λαβύρινθοι που τελικά οδηγούν σε σχέσεις που μόνο φασαρία κάνουν. Η ευθεία είναι ο συντομότερος δρόμος και οι χειροκυβιστήσεις ή το ένα ή το άλλο του χρόνου δραπέτες. Γιατί το διφορούμενο έχει την τάση να ξεγλιστράει από τις λέξεις και να γίνεται παγιωμένη συνήθεια, εικόνα που συνεχώς αμφιρρέπει. Ένα βλέμμα επισκέπτη γίνεται που απλώς αναζητά γραφική ομορφιά σε μέρη άγνωστα. Ή εδώ θα τη βρει ή αλλού.» Όπου κι αν είναι να φτάσεις, κάν’ το χωρίς  υπεκφυγές»

λέω συχνά για να τ’ ακούω. Κι αν κάνω λάθος, το φοράω παράσημο στο στήθος, ως την επόμενη φορά. Τους ανθρώπους της ζωής μας όσο μπορούμε τους αγαπάμε. Όχι περισσότερο ή λιγότερο. Και τίποτα δεν μας ανήκει όσο νομίζουμε»

 

Η Αγνή, αφηγήτρια, νιώθει απέραντη αγάπη για τη μικρότερη χαρισματική αδελφή της Φένια, μαζί και έντονη διάθεση να την προστατεύσει από κάθε κακό, που ενδέχεται να προκύψει, εξαιτίας των πάντα καλών της προθέσεων και της έντονης τάσης της για δόσιμο. Η Φένια ερωτεύεται τον Στάθη, που ο χαρακτήρας του προκαλεί υποψίες στην Αγνή. Τον παντρεύεται. Η Φένια παρά τις σπουδές της επιλέγει να μην εργάζεται, μένει σπίτι. Απολαμβάνει την οικονομική άνεση που της προσφέρει ο σύζυγος και κάνει το παν για να τον ευχαριστήσει, μεταλλασσόμενη σε μία τέλεια νοικοκυρά.

Η Αγνή αισθάνεται αποξενωμένη. Την πρώτη θέση στην καρδιά της αδελφής της έχει καταλάβει ο Στάθης. Συχνά καταφεύγει σε καταδύσεις στην παιδική ηλικία, στις νεανικές ελπίδες, στις ματαιώσεις, τις διαψεύσεις, μνήμες διάφανες γεμάτες σιωπές διαλογισμού.

 

«Η μνήμη ως έναν μεγάλο βαθμό είναι μυθοπλασία. Διαλέγουμε. Κάτι αστραφτερό, ίσως και κάτι περισσότερο σκοτεινό, αδιαφορώντας μάλλον για ό,τι μας διέλυσε , και κάπως έτσι χρωματίζουμε τους πίνακες που κρατάμε καλά φυλαγμένους στον νου. Αιχμαλωτίζουμε στιγμές, λίγα λεπτά μόνο διασώζουμε απ’ την ολοκληρωτική εξαφάνιση, ξεδιαλύνουμε ελάχιστες μόνο εικόνες από το παρελθόν. Τελικά η πραγματικότητα μια νοσταλγία είναι. Στιγμές που κρατάμε ζωντανές, αναμνήσεις φευγαλέας αλήθειας. Μνήμες σφιχτά υφασμένες, που άλλοτε ανασταίνουν και άλλοτε θάβουν στη λήθη…»

 

Η Φένια μένει έγκυος, το γεγονός δίνει μεγάλη χαρά στην μεγάλη αδελφή και όλον  τον οικογενειακό περίγυρο. Η Αγνή εξακολουθεί να είναι άγρυπνος φρουρός της  ευτυχίας της αδελφής της. Η διάγνωση ότι το παιδί που κυοφορείται θα έχει προβλήματα υγείας και πιθανές αναπηρίες, αποτελεί το πρώτο ρήγμα στη σχέση Φένιας – Στάθη. Εκείνη επιμένει να γεννήσει το παιδί, με όποιες συνέπειες, εκείνος βρίσκει παράλογη την επιμονή της. Η Αγνή προβληματίζεται αλλά υποτάσσεται στην έντονη θέληση της αδελφής της. Όταν έρχεται στον κόσμο η Αγγελίνα λατρεύεται κυριολεκτικά από τη μητέρα της. Ο πατέρας προσπαθεί να κρύψει κάτω από το χαλί το συναίσθημα ντροπής που νιώθει για το ανάπηρο παιδί του.

Παρά τη θλίψη για την κατάσταση της Αγγελίνας, η Φένια εμμένει στις αέναες προσπάθειες της ν’ ανταπεξέρχεται  τέλεια στους ρόλους μητέρας και συζύγου, ενώ ο Στάθης ανατρέπει ό,τι καλό κτίζει εκείνη για την εξέλιξή του και την ανάδειξη των ταλέντων του. Η σχέση ξεφτίζει, πεθαίνει.

 

«Ήταν φανερό πως αυτό που τους έδενε ήταν η υποχρέωση. Το μόνο που προκαλούσαν ο ένας στον άλλον ήταν σύγχυση και απογοήτευση. Έβλεπα τη ματιά της να εκτοξεύεται πύρινη, σαν πέτρα που φεύγει με ορμή από σφεντόνα. Έβλεπα  τα δικά του μάτια σκοτεινά, να τη διαμελίζουν με χειρουργική ακρίβεια. Οι κοφτερές σιωπές τους ήταν ακόμη χειρότερες. Έλεγαν την αλήθεια ξεκάθαρα με πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα απ’ ό,τι οι λέξεις τους.»

 

Η βουβή θλίψη από τον αργό θάνατο του γάμου της και η ανελλιπής απασχόληση της Φένιας με την κόρη της, κάνει την Αγνή να νιώθει απομονωμένη, ανήμπορη να προσφέρει βοήθεια. Αντιλαμβάνεται το ανώφελο της συμμετοχής της.

 

«Δεν μοιράζεται ο πόνος, είναι καθαρά προσωπική υπόθεση. Όσο κι αν οι προθέσεις όλων είναι οι αγνότερες, το μόνο που μπορούν να προσφέρουν είναι σεβασμό στη δική σου κόλαση. Το ήξερα, κι αυτό ακριβώς επιχειρούσα να προσφέρω δέκα χρόνια τώρα. Μάλλον ανεπιτυχώς.»

 

Η αίσθηση της αδυναμίας προσφοράς  την οδηγεί για παρηγοριά στη θάλασσα, όπου τυχαία, γνωρίζεται με έναν άλλο Στάθη, με τον οποίο σχετίζεται και αναπτύσσεται μεταξύ τους ένας παράφορος έρωτας. Η επιλογή του ίδιου ονόματος από την συγγραφέα, τονίζει την αντιδιαστολή μεταξύ δύο ανθρώπων με ίδιο όνομα και απολύτως διαφορετικούς χαρακτήρες. Ο αναπάντεχος αυτός έρωτας είναι πηγή ίασης αλλά και δέσμευσης.

 

  

 

«Δεν το δικαιούμουν αυτό το είδος της υπέρτατης ευτυχίας; Αυτό που λένε ότι, αν είσαι τυχερός, θα το ζήσεις μόνο μία φορά στη ζωή σου; Για ένα πράγμα μόνο ήμουν απολύτως σίγουρη: έτσι δεν είχα ξανανιώσει ποτέ. Οι στιγμές που σε σημαδεύουν είναι σχεδόν πάντα αυτές που δεν περιμένεις. Αυτές που ξέρεις ότι θα έρθουν, που έχεις λόγο να τις περιμένεις, είναι σαν να τις πρόβαρες από πριν, δεν έχουν τόση δύναμη.»

 

Που θα οδηγηθεί ο γάμος της Φένιας με τον Στάθη, όταν εκείνη χτυπιέται από την αρρώστια; Πως θα αντιδράσει η Αγνή με τα νέα δεδομένα στην κατάσταση της αδελφής της; Η αφηγήτρια (Αγνή) παράλληλα με την άρρωστη Φένια, περνάει μέσα από τη στενωπό ψυχολογικών και συναισθηματικών κρίσεων.

 

«Έπρεπε να μάθω ν’ αρκούμαι στο λίγο, τώρα που είχε χαθεί πλέον το πολύ. Όταν χιονίζει, ο δρόμος χάνεται, αυτό ωστόσο δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει. Παγώνει, ναι, και γίνεται δύσβατος, αλλά υπάρχει. Αρκεί να έχεις προνοήσει να βάλεις σημάδια από πριν, να τον έχεις κάπως οριοθετήσει. Εμείς δεν τα βάλαμε τα σημάδια στην ώρα τους και το έργο μας δυσχεραίνει. Ήταν δύσκολο, πράγματι, όμως ποτέ δεν δέχτηκα πως έγινε αδύνατον. Διάλεξα μερικά ρινίσματα μνήμης τ’ ανέσυρα ολοζώντανα και τους ζήτησα να βοηθήσουν. Κέντησα την αυταπάτη στο μαντίλι μου και πήγα παρακάτω.»

 

Όταν η αίσθηση της προτεραιότητας κλίνει προς την πλευρά της αδελφής ο έρωτας πετάει μακριά. Η Αγνή θυσιάζει την προσωπική της ευτυχία και αφοσιώνεται  στη φροντίδα της αδελφής και της ανεψιάς της με όλη της την αγάπη. Ο δικός της Στάθης θα επανέλθει δριμύτερος και παρηγορητικός αν τον καλέσει η ανάγκη; Και ο άλλος; Ο Στάθης της Φένιας, πως θ’ αντιδράσει;

Ποιος θα προδώσει και ποιος θα διαμαρτυρηθεί αλλά τελικά θα «χωνέψει» την προδοσία;

 

«Αλήθεια που πηγαίνουν οι θετικές σκέψεις όταν μας εγκαταλείπουν; Δεν ρωτάω για τις αρνητικές, ξέρω. Φωλιάζουν στο στέρνο κι αρνούνται πεισματικά να το εγκαταλείψουν. Παίρνουν βάρος δυσανάλογο του μεγέθους τους και συνθλίβουν την ανάσα.»

 

 Άξιζε άραγε τη συγνώμη ή την δέχθηκε  σαν προσωρινό συγχωροχάρτι που πέταξε μέσα από τα χέρια με την ελάχιστη πνοή του ανέμου;

Ποια η στάση της μικρής Αγγελίνας που η ψυχή της είναι πλήρης από την αγάπη της μάνας της αλλά διαισθάνεται την απόρριψη από τον ίδιο τον πατέρα της;

Η ιστορία που μας αφηγείται η Τζίνα Ψάρρη είναι μια οικογενειακή σάγκα με δράματα και μυστικά, όνειρα και προσδοκίες, αγάπες, έρωτες και προδοσίες, αρρώστια και θάνατο κάτω από το βάρος μιας μικρής αναπηρίας που δεν άντεξε ένας τεράστιος εγωισμός, διογκώθηκε από κατεστημένες κοινωνικές ανοησίες και συνέθλιψε ανθρώπους, διατυπωμένη μ’ έναν εκλεκτικιστικό βερμπαλισμό, που   αξίζει την ανάγνωση.

 

 

Η Τζίνα Ψάρρη γεννήθηκε στην Αθήνα. Αποφοίτησε από την Ελληνογαλλική σχολή Ουρσουλινών και πήρε το πτυχίο της Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας από το Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο. Δούλεψε για 20 χρόνια στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, διδάσκοντας γαλλικά και ιστορία, σε σχολεία της Αθήνας και της επαρχίας. 

Από τις εκδόσεις Όστρια, κυκλοφόρησε το 2015 το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο «Μέχρι το πέμπτο σκαλοπάτι», ενώ πολλά ποιήματα και διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά (Fractal, Άνεμος Magazine) αλλά και λογοτεχνικά blogs (Eikonakailogos, Λογοτεχνικά Σοκάκια, Πολιτιστική Ατζέντα, Ψυχής Απάγκιο).

Το διήγημά της «Πρωινό αστέρι», απέσπασε το πρώτο βραβείο 2016 στον πανελλήνιο διαγωνισμό που κάθε χρόνο διοργανώνει η Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top