Fractal

Διήγημα fractal: “Οι καμπάνες του Κορνέλ”

Της Αντωνίας Κώστα-Φώτη // *

 

 

 

 

 

Οι μελωδικές κωδωνοκρουσίες που ακούστηκαν από τον πύργο του ΜακΓκρόου τη βρήκαν να κείτεται κάτω από μια τεράστια σιωπηλή βελανιδιά. Σήμερα έπαιζαν κάποιο εγερτήριο, έναν σκοπό που δεν αναγνώριζε και της φάνηκε ενοχλητικός, λες και κάθε καμπανιστός κτύπος πελέκιζε το κρανίο της προκειμένου να το κατακερματίσει σε χιλιάδες κομμάτια. Κάποιες άλλες μέρες, στις αρχές των σπουδών της, είχε απολαύσει αυτή την ιστορική παράδοση του πανεπιστημίου και χαιρόταν να ανακαλύπτει πως οι φοιτητές του μουσικού τμήματος ερμήνευαν από κλασική μουσική μέχρι Beatles.

Όχι σήμερα όμως, όχι πια.

Το σώμα της ήταν πλέον απαλλαγμένο από την ικανότητα της απόλαυσης. Ειδικά αυτή τη στιγμή, καθώς οι υπόλοιποι φοιτητές την προσπερνούσαν βιαστικοί μέσα στο ομιχλώδες πρωινό χωρίς να την βλέπουν, τρέχοντας με τη γοργότητα φοβισμένων εντόμων στα καλοσχηματισμένα δρομάκια του campus.

Ήταν περίοδος εξετάσεων. Ακόμα κι αν άρχιζε να τρέχει φλεγόμενη μέσα στους διαδρόμους, ελάχιστοι θα την πρόσεχαν ή θα ενδιαφέρονταν να της ρίξουν παραπάνω από μια ενοχλημένη ματιά.

Η ανακοίνωση που βγήκε χθες ήταν ξεκάθαρη και φάνηκε απολύτως λογική σε όλους: οι εξετάσεις θα συνεχίζονταν κανονικά. Αν παρόλα αυτά κάποιος φοιτητής ή κάποια φοιτήτρια (η έμφαση στην αναγνώριση των ανδρών και των γυναικών και η αποφυγή της έμφυλης διάκρισης ήταν κάτι που πάντοτε διέκρινε το Κορνέλ, ένα από τα πρώτα πανεπιστήμια στις ΕΠΑ που είχε ανοίξει τις πόρτες του στις γυναίκες), ένιωθε πως δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει στην εξεταστική περίοδο λόγω του πρόσφατου οδυνηρού περιστατικού, μπορούσε να πάρει το χρόνο του και να επαναλάβει τα μαθήματα στο επόμενο εξάμηνο.

Φυσικά κανείς δεν θα επέλεγε να κάνει κάτι τέτοιο. Οι σπουδές ήταν αγώνας δρόμου, δεν βρίσκονταν σε βουδιστικό μοναστήρι ώστε να “πάρουν το χρόνο τους” για να θρηνήσουν ή να σκεφτούν πάνω στο περιστατικό. Και η Σου το ίδιο θα έκανε εδώ που τα λέμε.

Η δημοφιλής μακρυμάλλα γλυκοπρόσωπη Σου, η μικροκαμωμένη διοπτροφόρα Σου, μέλος της λέσχης ανάγνωσης, πρωταγωνίστρια στα χριστουγεννιάτικα θεατρικά, με το καλύτερο σερβίς στο τένις κλαμπ, η Σου που πάντα χαμογελούσε στους διαδρόμους και μερικές φορές άκουγες το διακριτικό της γέλιο να διαχέεται καμπανιστό στην εύκαιρη ακουστικότητα των αιθουσών, η Σου που δολοφονήθηκε το περασμένο Σάββατο στον κοιτώνα της, θα γελούσε αν της έλεγαν να μην δώσει εξετάσεις επειδή κάποιος την σκότωσε. Ακόμα και την ημέρα που την πυροβόλησαν διάβαζε για το επικείμενο τεστ Χημείας.

Τα είχε με εκείνο το αγόρι από το σχολείο. Στο Κορνέλ όμως δεν υπήρχε χρόνος για έρωτες. Όχι με τον Κιμ τουλάχιστον που δούλευε σε βενζινάδικο και πάλεψε τρεις χρονιές για πάρει χαριστικά ένα απολυτήριο Λυκείου. Την αγαπούσε πολύ από ότι φαίνεται. Τόσο πολύ που κάθε δεύτερο σαββατοκύριακο ερχόταν στους κοιτώνες για να της κάνει σκηνή. Ήθελε να την πείσει να αφήσει τις σπουδές και να παντρευτούν. Μια φορά η Σου και η συγκάτοικός της αναγκάστηκαν να καλέσουν την ασφάλεια. Κι όταν τον οδήγησαν έξω – καθώς εκείνος έβριζε χυδαία του φρουρούς που τον κουβαλούσαν αγκαζέ προς την έξοδο σε μια βεβιασμένη χορογραφία απειλητικής γελοιότητας που είχε καταφέρει να μαζέψει ένα μικρό πλήθος από φοιτητές που κοιτούσαν μέχρι ο Κιμ να οδηγηθεί στην πύλη- φαινόταν τόσο οργισμένος, με τη φλέβα στο λαιμό του να τινάζεται, φορώντας εκείνο το άσπρο μπλουζάκι και το ξεθωριασμένο τζιν που φορούσε συνήθως, ενώ τα μπράτσα του ασφυκτιούσαν απειλητικά κάτω από το φθαρμένο ύφασμα.

Δεν τον δικαιολογούσε -προς θεού!- αν όμως είχε εκείνη έναν Κίμ, αν αντί για τη Σου τον είχε εκείνη, ίσως να μην είχε συμβεί ποτέ το οδυνηρό περιστατικό, γιατί εκείνη, ναι, θα παρατούσε ευχαρίστως αυτόν τον εφιάλτη. Θα μπορούσε να το σκάσει μαζί του και να ζούσαν σε καμιά απερίγραπτη τρώγλη στα προάστια, στο νοτιοανατολικό Μπρόνξ, και οι μοναδικές της ασχολίες θα ήταν να του φέρνει τις παντόφλες, να καθαρίζει το αχούρι τους, να του μαγειρεύει μακαρόνια, να γεννάει τα παιδιά του και να τον αφήνει να εκτονώνει την οργή του στο παρθένο αιδοίο της.

Ακόμα όμως κι αν τελικά ο Κιμ σκότωνε την ίδια, αν ο φόνος που έκανε ήταν αποτέλεσμα μιας αταβιστικής ανάγκης και όχι μιας οργισμένης συγκυρίας, ακόμα κι αν το περασμένο Σάββατο ανέβαινε ένα ένα τα σκαλιά και περπατούσε στο διάδρομο με την ήρεμη ψυχρότητα του αποφασισμένου δολοφόνου προς το δικό της δωμάτιο αντί για της Σου, με το αυτόματο περίστροφο στο χέρι, ακόμα κι αν οι πέντε σφαίρες τρυπούσαν τον δικό της θώρακα δεν θα την ένοιαζε, γιατί σήμερα, μια εβδομάδα μετά, δεν θα χρειαζόταν να πετάξει τον εαυτό της στα βράχια για να απαλλαγεί από αυτό το ανυπόφορο αίσθημα ανημποριάς και να στιγματιστεί για πάντα ως αυτόχειρας.

Σιγανά, ψιθυρίζοντας, μιλούσαν για επιδημία αυτοκτονιών. Απελπισμένοι φοιτητές που δεν άντεχαν την πίεση βουτούσαν στα φυλλώδη κενά των πανεπιστημιακών εκτάσεων. Ως μέτρο προφύλαξης είχαν τοποθετήσει προστατευτικά δίχτυα στους παγωμένους καταρράκτες και σε όλα τα υψώματα της υπέροχης φύσης που τύλιγε το campus. Αλλά αυτό δεν γιάτρευε τις πληγές, απλώς τις κάλυπτε ώστε να μένουν αφανείς και προστάτευε πρόσκαιρα τα μαραμένα πορσελάνινα σώματα από το να θρυψαλιαστούν στο έδαφος. Εκείνη θα έβρισκε παρόλα αυτά έναν τρόπο. Θα υπήρχε κάποιο ξεχασμένο άνοιγμα, κάποιο μπάλωμα -πάντα υπάρχει κάπου- από όπου το ταλαιπωρημένο της κορμί θα έπεφτε σαν στιλέτο πάνω στις μυτερές άκρες των βράχων.

Αυτό ήταν άραγε η απόγνωση; Αυτό το απροσδιόριστο μούδιασμα σε όλο το σώμα, αυτός ο αξεδιάλυτος κόμπος που είχε σταθεί εδώ και μήνες στον οισοφάγο της και δεν την άφηνε να καταπιεί καμία τροφή χωρίς δυσκολία, και δεν την άφηνε να ανασάνει κανονικά, και μερικές φορές την ανάγκαζε να πέφτει στο έδαφος και να ξεσπάει σε βίαιους σιωπηλούς λυγμούς;

Μήπως όλα ήταν αποτέλεσμα της ανικανότητας της να ανταπεξέλθει στις φοιτητικές της υποχρεώσεις; Μήπως τελικά τα πανεπιστήμια δεν ήταν για τις γυναίκες, όπως ο στρατός;

Της άρεσε να σκέφτεται, πως σε μια άλλη εποχή, τη δεκαετία του πενήντα για παράδειγμα, ίσως μια νεαρή γυναίκα να περπατούσε εδώ, στα ίδια φολιδωτά δρομάκια, πηγαίνοντας ενθουσιασμένη στο μάθημα της λογοτεχνίας που δίδασκε ο Ναμπόκωφ στο Κορνέλ, προσδοκώντας αισιόδοξα πως σε τριάντα χρόνια από τώρα όλα θα ήταν πολύ καλύτερα για τα άτομα τους φύλου της και τον κόσμο. Πού να ήξερε όμως πως τριάντα τρία χρόνια αργότερα το σύστημα εκπαίδευσης θα ήταν ακόμα ένας λόγος για να πεθάνεις, ειδικά αν ήσουν γυναίκα.

Δεν ήταν αποκλειστικά θέμα φύλου όσα ένιωθε -το ήξερε καλά αυτό- μα αν οι συνθήκες ήταν διαφορετικές, αν δεν χρειαζόταν να έχει έναν Κιμ για να την κάνει να ζήσει ή να πεθάνει, θα πατούσε πιο γερά στα πόδια της και θα είχε τα φόντα να ξεκινήσει μια καινούργια ζωή χωρίς τις πιέσεις της οικογένειας της, χωρίς την ντροπή που ένιωθε κατάψυχα για κάθε έκφραση του κορμιού και της σκέψης της.

Σκέφτηκε το κορίτσι που μερικά χρόνια πριν γάζωσε τα παιδιά ενός σχολείου γιατί δεν της άρεσαν οι Δευτέρες. Σε πόσο χειρότερη κατάσταση ήταν η ίδια! Το να μισείς τις Δευτέρες ήταν μια ελιτιστική πολυτέλεια του αστού που προσδοκά το σαββατοκύριακο για να ζήσει μακριά από τις ανόητες υποχρεώσεις που γεμίζουν την τσέπη του. Εκείνη μισούσε και τις Τρίτες και τις Τετάρτες και τις Παρασκευές και τις Κυριακές. Μισούσε όλες τις μέρες όλων των χρόνων που υπήρξαν και θα υπάρξουν. Θα έφτανε άραγε ποτέ στο ίδιο σημείο με αυτό το κορίτσι;

Κάποιες φορές της άρεσε να καταφεύγει σε αναμνήσεις της παιδικής της ηλικίας. Όχι θύμισες από τα σχολικά χρόνια ή κάποιο διασκεδαστικό περιστατικό του παρελθόντος. Της άρεσε να θυμάται τις ημέρες των παιδικών αδιαθεσιών της. Τότε που ο χρόνος σταματούσε κι εκείνη μπορούσε να κουρνιάσει μέσα στις κουβέρτες της και να πνιγεί από αγαλλίαση μέσα στα φουσκωτά της μαξιλάρια και την γλυκιά ταραχή του πυρετού. Τότε ένιωθε ζωντανή. Τώρα το μέτωπο της ήταν πάντα παγωμένο.

Η πρωινή μελωδία των καμπανών είχε ολοκληρωθεί. Οι φοιτητές βρίσκονταν ήδη τακτοποιημένοι στα ξύλινα αναλόγια τους, κοιτώντας με άρρωστα προσηλωμένα μάτια την ιερή καθηγητική αυθεντία. Νιώθοντας οίκτο και ζήλια ταυτόχρονα για την μακάρια αποβλάκωσή τους, προχώρησε με ηρεμία προς τους παγωμένες καταρράκτες.

 

 

 

* Η Αντωνία Κώστα-Φώτη γεννήθηκε το 1989 στη Ρόδο. Το πρώτο της μυθιστόρημα “Ακόμα στον Παράδεισο” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ένεκεν.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top