Fractal

Κακόγουστα στυλιστικά ελαττώματα και πραγματικά ερεθιστική ιδιοφυΐα στους «Φόνους της Οδού Μοργκ»

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

 

Έντγκαρ Άλαν Πόε, “Οι φόνοι της οδού Μοργκ”. Εκδόσεις Ερατώ. Αθήνα, 2017

 

 

«Οι φόνοι της οδού Μοργκ» ήταν η πρώτη σύντομη ιστορία μυστηρίου του Έντγκαρ Άλλαν Πόε, η επιτυχής επίλυση της οποίας βασίστηκε κυρίως στην ψυχρή λογική, και η οποία βεβαίως εισήγαγε όλους τους αναγνώστες ευθέως στα περισσότερα βασικά χαρακτηριστικά της αστυνομικής μυθιστοριογραφίας από οποιαδήποτε άλλη σύντομη ιστορία του Πόε. Μεταξύ αυτών των βασικών χαρακτηριστικών, σύμφωνα με τη γνώμη πολλών, ανευρίσκονται τρεις κεντρικές παρατηρήσεις και ιδέες. Εν πρώτοις, η δολοφονία που κυριαρχεί στην μικρή ιστορία λαμβάνει χώρα μέσα  σε ένα κλειδωμένο δωμάτιο από το οποίο δεν διαφαίνεται κάποια πιθανή έξοδος του υπόπτου για την εν λόγω  δολοφονία, με τελικό αποτέλεσμα την έκδηλη αμηχανία των αστυνομικών οι οποίοι στην κυριολεξία ευρίσκονται προ απροόπτου ανίκανοι να προχωρήσουν την υπόθεση σε διέξοδο. Στην μεταγενέστερη αστυνομική  μυθιστοριογραφία, μετά την εποχή του Πόε, αυτή η ιδέα διατηρείται εν μέρει, ενώ επεκτείνεται και χρησιμοποιείται από τον συγγραφέα των αστυνομικών ιστοριών όταν εκείνος καθορίζει επακριβώς την τοποθεσία που διαδραματίστηκαν τα φονικά επεισόδια σε ένα κλειστό περιβάλλον όπου ο δολοφόνος συμπεριλαμβάνεται στους παρευρισκόμενους εκεί ανθρώπους. Το κίνητρο του φόνου, κατά δεύτερο λόγο, η πρόσβαση των αστυνομικών στο συγκεκριμένο πεδίο και τα άλλα επιφανειακά και εύκολα στοιχεία της έρευνας, δείχνουν συνήθως ή κατευθύνουν προς ένα αθώο άτομο. Συχνά στις αστυνομικές ιστορίες, ο ερασιτέχνης ντετέκτιβ ελκύεται και εμπλέκεται στην υπόθεση γιατί ένας φίλος ή κάποιος γνωστός του έχει κατηγορηθεί και ενοχοποιηθεί ψευδώς, όπως και ο  Αύγουστος Ντυπέν, εν προκειμένω, ο οποίος αναλαμβάνει την υπόθεση λόγω υποχρέωσης προς τον κατηγορούμενο. Τέλος, ο ντετέκτιβ κάνει χρήση μερικών απρόσμενων και όχι πάντοτε θεμιτών μέσων για να οδηγηθεί η υπόθεση στη λύση. Έχουμε σημειώσει, παραπάνω, ότι όλες οι ενδείξεις πρέπει να είναι παρούσες, αλλά, παρ’ όλα αυτά, η εκλεπτυσμένη φαντασία του ντετέκτιβ έγκειται στην απροσδόκητη λύση, η οποία γίνεται λογική βεβαίως μόνο εκ των υστέρων, όταν δηλαδή αποκαλυφτεί τελικά ο ένοχος.

Δύο αφορισμοί και αποφθέγματα που αφορούν την συγκεκριμένη μυθιστοριογραφία παρουσιάζονται επίσης για πρώτη φορά σε ετούτη την ιστορία του Πόε. Πρώτον, η αλήθεια είναι εκείνη η παράμετρος που παραμένει σε διαρκή ισχύ μέσα στο κείμενο, αφού το αδύνατο έχει καθοριστεί,  ανεξάρτητα από το πόσο απίθανη, ή εξωπραγματική, μπορεί να φανεί αυτή καθ’ εαυτή η αλήθεια. Δηλαδή, η αστυνομία στην εν λόγω ιστορία καθορίζει ή υποθέτει ότι δεν υπήρχε πιθανή έξοδος από το δωμάτιο των δολοφονημένων γυναικών, δεδομένου ότι η  πόρτα ήταν κλειδωμένη από μέσα, και όλα τα παράθυρα ήταν κλειδωμένα με ασφαλή και αποτελεσματικό τρόπο.  Δεύτερον, όσο πιο δύσκολη φαντάζει στα μάτια των αστυνομικών η περίπτωση και όσο πιο απλή είναι η υπόθεση που διαβάζουμε, τόσο πιο εύκολα, για ειρωνεία της τύχης, μπορεί να λυθεί το μυστήριο από τον επιτετραμμένο προς τούτο ντετέκτιβ. Για παράδειγμα, εδώ, το πρόβλημα στους ‘φόνους της οδού Μοργκ’, που έχει τόσο μπερδέψει και εγκλωβίσει στο αδιέξοδο την αστυνομία, είναι πώς μπορεί μια παράλογη και απάνθρωπη ύπαρξη να διαρρήξει τα όρια του ισχύοντος νόμου, του κατεστημένου και της πολιτισμένης καθεστηκυίας τάξης και να διαπράξει μια τόσο φρικτή και φρικτή θηριωδία σε δύο μοναχικές, αλλά καλά προστατευμένες γυναίκες και μάλιστα μέσα στο διαμέρισμά τους.  Η αστυνομία δεν μπορεί να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ένα ανθρώπινο ον θα μπορούσε ενδεχομένως να το κάνει αυτό, αφού το σπίτι είναι κτισμένο κατά τέτοιο τρόπο ώστε να προστατεύει τις γυναίκες από τις πράξεις που διαπράχθηκαν εκεί. Οι δολοφονίες μπορούν να λυθούν λογικά, μόνο όταν ένα υποψιασμένο άτομο είναι σε θέση να τοποθετήσει το ανθρώπινο μυαλό του σε παραλληλισμό και συμφωνία με ένα μη ανθρώπινο μυαλό και βεβαίως με τις παράλογες πράξεις ενός… θηρίου. Συνεπώς, εδώ ο Πόε φέρνει μπροστά μας έναν λαμπρό και διαισθανόμενο ντετέκτιβ, που έρχεται αντιμέτωπος με τις ενέργειες και τακτικές της  αστυνομίας, καθώς υπολογίζει όλες τις πιθανότητες και παρατηρεί τη σκηνή όπως εξελίσσεται σε διαφορετικό μήκος και πλάτος από εκείνο της αστυνομίας και κάτω από άλλο φυσικά πρίσμα και οπτική γωνία.

Ο τίτλος της ιστορίας είναι απλός και δηλώνει ξεκάθαρα ότι οι δολοφονίες λαμβάνουν χώρα στην οδό Μοργκ. Στο αρχικό τμήμα της ιστορίας, ο Πόε, πρωτοπορώντας φανερά, μας προσφέρει μερικές από τις απόψεις που εκφράστηκαν παραπάνω σχετικά με την ανάγκη του ντετέκτιβ να είναι προσεκτικός, περισσότερο από τον απλό άνθρωπο και, επιπλέον, πρέπει να γνωρίζει ποια στοιχεία που αφορούν την υπόθεση πρέπει να παρατηρήσει επισταμένως. Ακόμα και η πιο ανέμελη κίνηση ή έκφραση, μπορεί να αποκαλύψει κάτι περισσότερο από πολλές εστιασμένες παρατηρήσεις  που δεν χρησιμοποιεί ποτέ ο Ντυπέν, παρ’ όλο που η αστυνομία συνεχώς στηρίζεται σε μία από αυτές για να  λύσει τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν. Και επίσης, ο έχων υψηλή θέση, προσόντα  και ικανότητα  ντετέκτιβ, πρέπει να είναι σε θέση να εξαγάγει τα σωστά συμπεράσματα από τα πράγματα που παρατηρεί. Εδώ βρίσκεται και το κλειδί όπου η εφευρετικότητα γίνεται η πιο σημαντική παράμετρος στην επίλυση του  εγκλήματος. Ο αφηγητής συναντήθηκε αρχικά με τον Αύγουστο Ντυπέν όταν αναζητούσαν ταυτοχρόνως έναν σπάνιο τόμο σε μια βιβλιοθήκη, και  σύντομα, στη συνέχεια έγιναν φίλοι και μοιράστηκαν μαζί ένα παλιό σπίτι. Στη μεταγενέστερη αστυνομική μυθιστοριογραφία, το μοτίβο αυτό επαναλαμβάνεται, αφού ο λαμπρός ντετέκτιβ και ο βοηθός του συχνά μοιράζονται την ίδια κατοικία. Ο αφηγητής, εν προκειμένω, μας δίνει ένα δείγμα της λαμπρής αναλυτικής ικανότητας του Ντυπέν. Περπατώντας κατά μήκος της οδού μια νύχτα, ο αφηγητής σκέφτεται έναν συγκεκριμένο ηθοποιό, και ξαφνικά ο Ντυπέν απαντάει χωρίς ο αφηγητής να του έχει ποτέ ζητήσει κάτι συγκεκριμένο. Τότε ο Ντυπέν εξηγεί πώς μέσω της λογικής της προηγούμενης συνομιλίας τους και παρατηρώντας συγκεκριμένες ενέργειες στις κινήσεις του φίλου του, ήταν σε θέση να συμπεράνει σε ποιο σημείο ο φίλος του είχε καταλήξει σε ένα ορισμένο συμπέρασμα.

 

Έντγκαρ Άλαν Πόε

 

Λίγο αργότερα, βρίσκεται στον αέρα μια ανακοίνωση για δύο περίεργες δολοφονίες, σύμφωνα με την οποία γύρω στις τρεις τα ξημερώματα κάποιοι γείτονες ξύπνησαν από τον ύπνο τους επειδή άκουσαν κραυγές από τον τέταρτο όροφο των διαμερισμάτων της μαντάμ Λεσπανέιγ και της κόρης της δεσποινίδας Καμίλλης Λεσπανέιγ. Χρειάστηκε αρκετός χρόνος ώστε το πλήθος να κατορθώσει να εισέλθει από τις κλειδωμένες πόρτες και, αφού άκουσαν όλοι δύο φωνές, ακολούθησε η ανάλογη και… πνιγηρή σιωπή. Όταν μπήκαν στο διαμέρισμα, βρέθηκαν μπροστά σε μια άγρια δολοφονία. Από την ηλικιωμένη γυναίκα είχαν αφαιρεθεί κάποια μαλλιά, ο λαιμός της ήταν κομμένος τόσο βαθιά, ώστε όταν η αστυνομία σήκωσε το σώμα, το κεφάλι έπεσε. Επιπλέον, το σώμα της γυναίκας ήταν καλυμμένο με μώλωπες σε τόση έκταση, που έκανε την αστυνομία να υποθέσει ότι την είχαν χτυπήσει πολύ άσχημα πριν αποκοπεί το κεφάλι της. Το σώμα βρέθηκε ξαπλωμένο στην αυλή αρκετά κάτω από το διαμέρισμα της γυναίκας και είναι αδύνατο να προσδιοριστεί πώς το σώμα μεταφέρθηκε στην αυλή αφού το δωμάτιο ήταν εντελώς κλειδωμένο από μέσα. Η κόρη της στραγγαλίστηκε  προφανώς, από τα χέρια ενός εξαιρετικά ισχυρού άνδρα, και ήταν στρυμωγμένη στην καπνοδόχο, με το κεφάλι προς τα κάτω. Σίγουρα θα χρειαζόταν υπερβολική ανθρώπινη δύναμη για να την βάλουν εκεί, επειδή χρειάστηκε αρκετή προσπάθεια για να την απελευθερώσουν. Η εφημερίδα γράφει πώς η ηλικιωμένη κυρία είχε μόλις αποσύρει 4.000 φράγκα από χρυσό από την τράπεζά της, και για ανεξήγητο λόγο, οι δύο σάκοι με το περιεχόμενο των χρημάτων βρέθηκαν στη μέση της αίθουσας. Οι άνδρες που εισήλθαν στο διαμέρισμα έδωσαν τις εξηγήσεις τους στην αστυνομία και όλοι οι μάρτυρες συμφώνησαν σε ένα θέμα, ότι δηλαδή υπήρχαν εκεί δύο φωνές. Η μία ήταν η βαθιά φωνή ενός Γάλλου και η άλλη ήταν κάπως σαν ψαλμωδία την οποία κανένας δεν μπορούσε να προσδιορίσει με ακρίβεια. Ο γιατρός και ο χειρουργός συμφωνούν μεταξύ τους  ότι η μαντάμ Λεσπανέιγ  κακοποιήθηκε με αμβλύ όργανο δεδομένου ότι  όλα τα οστά των άνω και κάτω άκρων, ήταν θρυμματισμένα σε μεγάλο βαθμό. Λόγω του ότι ένας γνώριμος του Ντυπέν, κατηγορείται για τις επαχθείς δολοφονίες, ο Αύγουστος Ντυπέν λαμβάνει την άδεια να διερευνήσει το περιβάλλον που είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον από τότε που οι εφημερίδες αναφέρουν ότι το έγκλημα φαίνεται αδύνατο να επιλυθεί επειδή δεν υπήρχε τρόπος για έναν δολοφόνο να ξεφύγει από το κλειδωμένο και  κλειστό διαμέρισμα των γυναικών. Ο Ντυπέν ξεκινά με τη γνωστή μέθοδο της σκέψης του, υποστηρίζοντας  ότι δεν πρέπει να ρωτάμε ‘τι έχει συμβεί’, αλλά, αντ’ αυτού, ‘τι συνέβη τώρα που δεν είχε συμβεί ποτέ προηγουμένως’.  Υποστηρίζει ότι η λύση του μυστηρίου βρίσκεται σε άμεση σχέση με την προφανή αδυναμία επίλυσης του μυστηρίου, σύμφωνα με την αστυνομία. Αναγγέλλει στον φίλο του, τον αφηγητή της ιστορίας, ότι αναμένει τη λύση του αινίγματος, αναμένοντας ότι σύντομα θα βρεθεί ένα άτομο που θα  επιβεβαιώσει τη θεωρία του, επισημαίνοντας ταυτόχρονα στον αφηγητή μερικές προφανείς παρατηρήσεις και λεπτομέρειες που η αστυνομία έχει προκλητικά παραβλέψει. Μεταξύ των μαρτύρων που άκουσαν τις δύο φωνές βρίσκονταν ένας Ιταλός, ένας Άγγλος, ένας Ισπανός, ένας Ολλανδός και ένας Γάλλος. Ο καθένας σκέφτηκε ότι η διαπεραστική φωνή που όλοι άκουγαν ήταν η φωνή ενός αλλοδαπού, αλλά κανένας δεν συμφωνούσε για την εθνικότητά του. Ο Ντυπέν, ωστόσο, ισχυρίζεται  ότι αυτές οι προφανείς αδύνατες ενέργειες  που έλαβαν χώρα, είναι, στην πραγματικότητα, πολύ πιθανές. Χρησιμοποιώντας την κοινή  λογική, ανακαλύπτει ότι τα κλειδωμένα παράθυρα έχουν ένα ελατήριο μέσα, που μόλις πιεστεί, μπορεί να ανοίξει. Μαζί με αυτό το σημαντικό εύρημα, ανακαλύπτει και αρκετές άλλες λεπτομέρειες από την περαιτέρω εξέταση των παραθύρων, βρίσκοντας ότι άνετα θα μπορούσε κάποιος να εισέλθει και εξέλθει του δωματίου από το παράθυρο, χωρίς αυτό να γίνει αντιληπτό στη συνέχεια. Όταν παρατήρησε το εξωτερικό του κτιρίου, η αστυνομία εστίασε την προσοχή της σε  μια μόνο γωνία και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι κανείς δεν μπορούσε να σκαρφαλώσει από τους εξωτερικούς τοίχους, κάτι με το οποίο όμως ο Ντυπέν έχει αντίθετη άποψη. Επιπρόσθετα στις έρευνές του, ο Ντυπέν παρατήρησε ότι κανένας άνθρωπος δεν θα μπορούσε να σκοτώσει με τέτοια αγριότητα και βιαιότητα, αφού κανένας  άνθρωπος δεν διαθέτει τέτοια δύναμη. Έτσι, το διαισθητικό και αναλυτικό μυαλό του πρέπει τώρα να σχεδιάσει και να συλλάβει έναν δολοφόνο που έχει εκπληκτική ευκινησία, υπεράνθρωπη δύναμη, σκληρή και απάνθρωπη αγριότητα και επιπλέον πρέπει να εξηγήσει μια δολοφονία χωρίς ουσιαστικά κανένα κίνητρο, έναν δολοφόνο με ξένη φωνή σε όλα τα αυτιά και χωρίς συγκεκριμένες αναγνωρίσιμες συλλαβές. Αυτές  οι ενδείξεις που περιγράφτηκαν παραπάνω, θα πρέπει να επιτρέψουν στον προσεκτικό αναγνώστη να προχωρήσει το συλλογισμό του κάνοντας μια εικασία σχετικά με τη φύση του δράστη του εγκλήματος. Οι περισσότεροι αναγνώστες, ωστόσο, είναι όπως και ο αφηγητής της ιστορίας, και φυσικά θα χρειαστούν ακόμα περισσότερες ενδείξεις και πληροφορίες, τις οποίες βεβαίως και δίνει ο Ντυπέν στη συνέχεια. Μια μικρή τούφα μαλλιών που αφαιρέθηκε από τα άκαμπτα δάκτυλα της μαντάμ Λεσπανέιγ, ήταν ωστόσο μια λεπτομέρεια την οποία αγνοούσε η αστυνομία, αφού δεν ήταν ‘ανθρώπινη’ ενέργεια. Η σχεδίαση του διαγράμματος του μεγέθους και του σχήματος του χεριού που σκότωσε την δεσποινίδα Καμίλλη Λεσπανέιγ, οδηγούν τον  αφηγητή να συνειδητοποιήσει ότι δεν πρέπει να ήταν ανθρώπινο το χέρι που σκότωσε τη νεαρή γυναίκα.

Όταν ο Ντυπέν μεταφέρει την έκθεσή του στον υπεύθυνο της Αστυνομίας, διαβάζουμε ότι είναι δύσκολο γι’ αυτόν να αποκρύψει την αγανάκτησή του για  τη στροφή που πήραν  οι υποθέσεις της αστυνομίας για τις δολοφονίες των γυναικών. Όπως εξελίχτηκε  πλέον σε παραδοσιακή τακτική, στο τέλος του αστυνομικού μυθιστορήματος, η αστυνομία δέχεται τη λύση του Ντυπέν για τη δολοφονία, την  οποία όμως η ίδια δεν ήταν σε θέση να λύσει, και αντί να δείξει ευγνωμοσύνη, σημειώνεται μια εμφανής αίσθηση δυσαρέσκειας για την τελική τροπή των πραγμάτων.

Συμπερασματικά, ο Ντυπέν στο κείμενο του Πόε, είναι στην πραγματικότητα υπόδειγμα ενός ανθρώπου που έχει μια καθαρή ποιητική διαίσθηση που συνορεύει με τη σοφία και την παντογνωσία, και που  ουσιαστικά ‘ονειρεύεται’ τις λύσεις του. Η λογική του μέθοδος έγκειται στο να τοποθετήσει τη δική του διάνοια απέναντι σε εκείνη του άλλου και ως εκ τούτου να ανακαλύψει τι άλλο πρέπει να σκεφτεί ή να πράξει. Στο πρώτο μέρος της ιστορίας, μπορεί να ταυτιστεί πλήρως με τις σκέψεις των άλλων, αλλά  συχνά απαντά σε ερωτήσεις προτού καν του ζητηθούν, και έτσι φαίνεται σαν να ήταν προικισμένος με μια αντίληψη πέραν και έξω των γνωστών μας αισθήσεων. Με αυτή τη μέθοδο της σκέψης και της διαισθητικής αντίληψης, είναι σε θέση να λύσει ένα μυστήριο πρόβλημα που κανένας άλλος δεν είναι σε θέση να το κάνει. Τοιουτοτρόπως, γίνεται ο πρώτος από μια σειρά λαμπρών, εκκεντρικών ντετέκτιβ που μπορούν να επιλύσουν δύσκολες δολοφονίες που φέρνουν σε έκδηλη αμηχανία όλους τους άλλους εμπλεκόμενους στην υπόθεση.

 

 

Μεταξύ της δημοσίευσης των γκροτέσκ και αραμπέσκ ιστοριών του (Tales of the Grotesque and Arabesque) το 1840, και του θανάτου του, το 1849, ο Έντγκαρ Άλλαν Πόε έγραψε πολυάριθμες μικρές ιστορίες.  Ανάμεσά τους είναι μερικά από τα πιο γνωστά απ’ όλα τα γραπτά του, όπως ‘Ο Μαύρος Γάτος’ (The Black Cat), ‘Η καρδιά που αποκαλύπτει’ (The Tell-Tale Heart), ‘Το βαρέλι του Αμοντιλιάδο’ (The Cask of Amontillado), ‘Η Μάσκα του Κόκκινου Θανάτου’ (The Masque of the Red Death), και ‘Το Πηγάδι και το Εκκρεμές’ (The Pit and the Pendulum). Αν και οι κριτικοί των ιστοριών του ήταν, ως συνήθως, μοιρασμένοι μεταξύ εκείνων που χαρακτήρισαν τον Πόε ως ένα μεγάλο πρότυπο συγγραφέα και εκείνους που τον απέρριψαν ως ένα επιδειξία και στιλιστικά ανίκανο, το βιβλίο ‘Tales of the Grotesque and Arabesque’ εντυπωσίασε και πούλησε  περισσότερο και καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη έκδοση του Πόε. Εδώ εμφανίστηκαν οι γνωστές αστυνομικές ιστορίες με ήρωα τον πανέξυπνο, εκκεντρικό και περιθωριακό ντετέκτιβ Αύγουστο Ντυπέν, όπως ‘Το μυστήριο της Μαρί Ροζέ’ (The Mystery of Marie Roget), ‘Οι φόνοι της οδού Μοργκ’ (The Murders in the Rue Morgue), και ‘Το κλεμμένο γράμμα’ (The Purloined Letter). Βεβαίως πολλοί άλλοι συγγραφείς, όπως ο Βολταίρος (Voltaire, 1694-1778), ψευδώνυμο του Φρανσουά Μαρί Αρουέ,  ο Oυίλιαμ Γκόντγουιν (William Godwin, 1756 -1836) και ο Σκωτσέζος ποιητής και συγγραφέας Τομπάιας Σμόλετ (Tobias George Smollett, 1721-1771), παρήγαγαν παραδείγματα για το τι μπορεί να ορισθεί κάπως ελεύθερα ως εγκληματική μυθιστοριογραφία τον 18ο αιώνα, εν τούτοις ήταν αυτές οι ιστορίες του Έντγκαρ Άλλαν Πόε που καθιέρωσαν τη σύγχρονη και σύντομη αστυνομική ιστορία ως σαφή και διακριτή μορφή. Στους φόνους της οδού Μοργκ, από τις πιο διάσημες και ευχάριστες αστυνομικές ιστορίες του Πόε, αναγνωρίζουμε αμέσως τη δομή της σύγχρονης ιστορίας με ήρωα έναν ντετέκτιβ. Όταν το θλιβερό και ανεξήγητο έγκλημα διαπράττεται, συγκεκριμένα η βίαιη δολοφονία δύο γυναικών σε ένα κλειδωμένο δωμάτιο στο Παρίσι, όλα τα αποδεικτικά στοιχεία βρίσκονται μπροστά μας. Η αστυνομία, που βασίζεται στην πονηριά και το ένστικτο και όχι στην ορθολογική μέθοδο και τη φαντασία, όπως ήδη τονίσαμε, βρίσκεται εντελώς αμήχανη και αρκετά μπερδεμένη. Ευτυχώς για αυτούς, ένας ερασιτέχνης και μεγαλοφυής άνθρωπος, ο Αύγουστος Ντυπέν, βρίσκεται σε ετοιμότητα για να ξεδιαλύνει το περίεργο μυστήριο. Δημιουργώντας τον Ντυπέν, ο Πόε εφεύρε και δημιούργησε το  αρχέτυπο του σύγχρονου ντετέκτιβ. Μεταξύ των απογόνων του Ντυπέν, κατατάσσονται σίγουρα ο Ηρακλής Πουαρώ της Αγκάθα Κρίστι,  ο Σέρλοκ Χολμς του Σερ Άρθουρ Κόναν Ντόυλ, και αρκετοί άλλοι. Μια εκκεντρική και απομονωμένη μεγαλοφυία, ο Ντυπέν είναι ταυτόχρονα ποιητικός οραματιστής που συνδύασε έξυπνα και αποτελεσματικά τις ιδιότητες του ποιητή με εκείνες του μαθηματικού.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top