Fractal

Διήγημα Fractal: “Οι εποχές του Νο. Γιούκιο Μισίμα”

Γράφει ο Απόστολος Θηβαίος // *

 

 

 

“Όπου για δοκιμή,

να μπορούμε

να σβήσουμε τα φώτα,

να δούμε πώς θα ‘ναι

επιτέλους τα σπίτια

χωρίς αυτά.”

 

 

Είναι μια συνοικία πνιγμένη στ’ άνθη. Όλοι οι κήποι είναι φροντισμένοι και στο φόντο τους λάμπει κυκλωτικό το Τόκιο. Εκεί που καταλήγουν αιώνες παλιού ανέμου στέκει φθαρμένο, σαν υπέροχο δείγμα ενός κόσμου που χάθηκε, το παλιό θέατρο.

Η στέγη του είναι ξύλινη με μικρούς, πολύ μικρούς φεγγίτες στο εγκάρσιο κλίτος εκείνου του κλεισμένου κόσμου. Έτσι το φως εισβάλλει ελάχιστο και όλα τείνουν να υπηρετήσουν τη σκιά. Αν κοιτάξεις την οροφή, θα δεις τη μεγάλη καμπάνα του σκοταδιού που απ’ το τίποτε συγκρατείται.

Ένας νεαρός, όμορφος άνδρας με το εξαίσιο, λευκό του πρόσωπο στάθηκε στο μέσον της σκηνής. Η ορχήστρα που καθώς πάντα προσθέτει μια ιδέα μαγείας στο φαινόμενο του θεάτρου εκτελούσε αυστηρά μερικές απ’ τις πιο εξαίσιες, ιαπωνικές κλίμακες. Η κομψότητα του χιονισμένου αγοριού άγγιζε τα όρια της λύπης. Τον κέρδιζε το βαθύ πράσινο κιμονό του που έσφυζε από ζωντάνια και αρχαίο μεγαλείο. Μια ερυθρότητα αμιγώς ιαπωνική, ένα θαύμα των ματιών, ένα τρομερό θέλγητρο ξεχώρισε για μια στιγμή. Στο νου μου ήρθαν οι ξεχασμένοι αυτοκράτορες και ένιωσα τον πόνο του Ανδριανού για τον εξαίσιο νεκρό Αντίνοό του.

Σκέφτομαι πως η ζωή στο ιαπωνικό θέατρο αρχίζει μετά το θάνατο. Και όλες εκείνες οι φιγούρες που περνούν με πειθαρχία πάνω απ’ την παραδοσιακή σκηνή, δεν είναι άλλο από ψυχές φωτισμένες που γυρεύουν το δρόμο τους με χρώματα φθαρμένα πεπαλαιωμένου ελεφαντοστού. Τέτοια σώματα αναδύονται απ’ τις μυστικές εσοχές, άνδρες δίχως υπόσταση με χιλιάδες κεριά πίσω απ’ την μεγάλη τραγωδία τους. Σαν πίσω απ’ τις ζωγραφιές, χάλκινο γεννιέται ξανά το πρόσωπο του Γιούκιο. Θυμίζει τα δίχως κορμί κορίτσια που είναι κυκλωμένα από δόξες και αυτοκράτορες και ο λαιμός τους είναι σπάνια λευκός, όπως ενός σπασμένου κύκνου φίλε μου. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει τίποτε άλλο απ’ το σώμα του νεαρού έτσι όπως κρεμιέται σε μια αιώνια στιγμή πάνω στις γαλαρίες του θεάτρου. Είναι ένας μεγαλοπρεπής νέος αυτός  που κατοικεί τη σκηνή του παλιού θεάτρου, είναι από αρχιτεκτονική και μυστικό φτιαγμένος ο κόσμος του όταν επιστρέφει από μια μάχη με προτεταμένα μήλα, ερυθρός από το θάνατο και την αγωνία. Στα χέρια του κρατιέται ο έρωτας όλου του κόσμου και η μάσκα του είναι από ένα σπάνιο, πήλινο εκμαγείο με ινώδη κρύσταλλα. Όλο και όλο το παίξιμό του βασίζεται στο παιχνίδι της σκιάς, έτσι δεν είναι Γιούκιο;

Είναι βαθύ, κρυμμένο το χρώμα του αγοριού. Λένε πως αργά τη νύχτα, επάνω στις μεγάλες σιωπές, γεννιέται σαν χρυσάνθεμο από το πρόσωπό του. Ένα κλειστό βιβλίο που ανοίγει αφήνοντας ποιήματα πουλιά πάνω απ’ το εκκωφαντικό Τόκυο, μια τελετουργία του χαμού, έτσι όπως συντελείται σε διεθνή εμβέλεια, σ’ έναν χώρο μυστικό που δεν ζει το αίσθημα. Είναι τραγωδία ετούτη η ζωή δίχως κήπους κρεμαστούς και θαύματα. Δίχως τις κινήσεις  της ψυχής όταν έρχεται στις επιφάνειες.

Ήσυχα που σβήνει ο Γιούκιο όταν το ξίφος ακουμπήσει στις καρδιές, ήσυχα που κοιμάται το Τόκυο μες στις κερασιές. Και είναι από χιόνι τούτες οι μέρες, έτσι όπως ξοδεύονται μες στη λευκή, την αμυδρή ανταύγεια εκείνου του θεάτρου που θ’ απομείνει μυστήριο με τους σκοτεινούς τοίχους, με τα βαθιά υπόστεγα, τα φώτα του που λανθάνουν, τα πρόσωπα που γεννιούνται απ’ τις σκιές. Καινούριες μορφές, καινούριες ρωγμές για τη θέα προς το παράξενο και το ιδεώδες. Αυτές οι βραδυκίνητες μορφές Γιούκιο, θυμήσου, θα ‘ναι περιβεβλημένες ακριβά ενδύματα. Για σένα η ζωή θα είναι ένα απατηλό όνειρο φίλε μου, όταν ενώπιον εκατομμυρίων αδελφών σου, γίνεσαι χάρτινο φάντασμα και άγγελος αρχαίος.

 

Ο Γιούκιο Μισίμα, στις 25/11/1975 για χάρη της παραδοσιακής Ιαπωνίας που περνά στην ιστορία, θα βάλει τέλος στη ζωή του. Στα πρότυπα των προγονικών συνηθειών, εμπρός στην συντριπτική ήττα μιας ολόκληρης χώρας, θα ακολουθήσει τα κρυμμένα μονοπάτια των χρυσανθέμων. Η ευδοκία του χρόνου και τ’ ανοιξιάτικο χιόνι για πάντα θα τον συντροφεύουν, καθώς τα τελευταία θέατρα της πατρίδας του συντρίβονται και τα μάτια μας γίνονται δυο ακέραια, δυο σπουδαία θαυμαστικά εμπρός στη γοητεία που αναβλύζει τούτο το παιχνίδι των υπαινιγμών.

 

———————————–

 

* Ο Απόστολος Θηβαίος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Απασχολείται στον τραπεζικό τομέα. Κείμενά του δημοσιεύονται σε ηλεκτρονικά και έντυπα περιοδικά. Γυρεύει εναγωνίως κάτι απ’ τη φωνή του.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top