Fractal

Διήγημα: “Οι Επισκέπτες”

Του Κώστα Κυριάκου // *

 

 

 

Ο κυρ Αντώνης αρνιόταν πεισματικά να πάει στον Πειραιά. Παιδιά κι εγγόνια μάταια τον παρακαλούσαν να τους ακολουθήσει. Δεκαοχτώ απογόνους είχε. Κι αν λογάριαζε και το γεγονός ότι τα πρώτα δύο του εγγόνια είχαν παντρευτεί πρόσφατα, σε κάνα χρόνο, δυο το πολύ θα αποκτούσε και δισέγγονα.

“Για φαντάσου! Ο γιος μου θα γίνει παππούς” μονολόγησε και ρούφηξε με θόρυβο τον ελληνικό καφέ του.

Κάθε καλοκαίρι, Χριστούγεννα και Πάσχα τον επισκέπτονταν στο νησί, πάντα όλη η οικογένεια μαζί, ενωμένη και τότε το διώροφο παλιό αρχοντικό σπίτι γέμιζε με ζωή. Ο ήχος από τις φωνές γέμιζε όλα τα δωμάτια που την περισσότερη διάρκεια του χρόνου παρέμεναν άδεια και σιωπηλά. Τα εγγόνια του, τις ώρες που δεν έπαιζαν και χάνονταν μέσα στα γραφικά σοκάκια του μοναδικού οικισμού της Μεγίστης, μαζεύονταν γύρω του και τον παρακαλούσαν να τους πει ένα παραμύθι μόνο που ο κυρ Αντώνης δεν ήξερε παραμύθια. Τα μάτια του όμως είχαν δει πολλά και τα αυτιά του άκουσαν ακόμη περισσότερα για να μπορεί να τους διηγηθεί μπόλικες ιστορίες από το παρελθόν. Όταν τελείωνε, τα παιδιά τον παρακαλούσαν να επιστρέψει μαζί τους στον Πειραιά. Τον ήθελαν κοντά τους να τους λέει ιστορίες την ώρα που εκείνα έπεφταν για ύπνο.

Τα παιδιά του τον προσέγγιζαν με σοβαρότερο ύφος με την ελπίδα ότι θα κατάφερναν να τον συνετίσουν λέγοντάς του:

“Πατέρα μέχρι πότε θα ζεις εδώ μόνος σου εδώ στο σπίτι; Γιατί δεν θέλεις να έρθεις να μείνεις μαζί μας”;

Η αλήθεια είναι ότι τον λυπούνταν· σε κανέναν άνθρωπο δεν άξιζε η μοναξιά, πόσω μάλλον στον ίδιο τους τον πατέρα, έλεγαν μεταξύ τους.

Τότε ο κυρ Αντώνης εφάρμοζε την συνηθισμένη τακτική. Κουνούσε το κεφάλι πάνω κάτω. Ο καθένας ήταν ελεύθερος να ερμηνεύσει όπως ήθελε την αντίδρασή του αυτή. Το βέβαιο ήταν πως δεν είχε σκοπό να πάει πουθενά. Στήριζε το πηγούνι του πάνω στο δεξί χέρι που ήταν ακουμπισμένο πάνω στο αριστερό και με τα δυο μαζί κρατούσε το μπαστούνι του αφήνοντας ελεύθερο το βλέμμα του να περιπλανηθεί στην επιφάνεια της θάλασσας. Όταν είχε τις μαύρες του και ένιωθε ότι τα παιδιά του γίνονταν κουραστικά τους έλεγε κοφτά δίχως να αφήνει περιθώρια διαπραγμάτευσης:

“Εγώ τον τόπο μου μόνο όταν πεθάνω θα τον αποχωριστώ”.

Τότε τα μεγαλύτερα σε ηλικία εγγόνια έλεγαν στους γονείς τους να τον αφήσουν ήσυχο και κάπως έτσι κυλούσε η ζωή τους.

*

Οι γιορτές του Πάσχα πέρασαν γρήγορα. Tα παιδιά και τα εγγόνια του κυρ Αντώνη αποχώρησαν από το Καστελόριζο για να επιστρέψουν στον Πειραιά. Με βαριά καρδιά επιβιβάστηκαν στο καράβι μαζί μ’ένα πλήθος άλλων ταξιδιωτών. Μέσα τους γυρόφερνε μια κακιά σκέψη σαν εκείνες που αρχίζεις να σφυρίζεις ή να σιγοτραγουδάς ένα σκοπό με την ελπίδα ότι έτσι θα την διώξεις από μέσα σου, θα την εξοντώσεις κατά κάποιο τρόπο και θα την αποτρέψεις από το να μεταμορφωθεί σε πραγματικότητα. Όλοι έλπιζαν ότι δεν ήταν η τελευταία φορά που θα’βλεπαν τον κυρ Αντώνη ζωντανό. Από την άλλη ο κυρ Αντώνης έστεκε αγέρωχος στο λιμάνι με κορμοστασιά λεβεντίσια, σαν ενός νέου παλικαριού και τους χαιρέτησε όλους έναν προς έναν δίνοντάς τους την ευχή του. Όταν το καράβι σάλπαρε, απλώς έκανε μεταβολή και γύρισε πίσω στο καφενείο όπου περνούσε τις μέρες του μπροστά στη θάλασσα έχοντας για συντροφιά το μπαστούνι του και την Μπιάνκα, ένα γλυκύτατο λαμπραντόρ που του’χαν κάνει δώρο τα εγγόνια του πριν από πέντε χρόνια.

*

Η μία ανοιξιάτική μέρα διαδεχόταν την άλλη κι όσο περνούσε ο καιρός αυξαντόταν η συχνότητα των δρομολογίων των πλοίων. Μέρα με τη μέρα έφταναν στο νησί πλοία αλλά και μικρά αεροπλάνα που μετέφεραν τουρίστες από κάθε άκρη της Ευρώπης. Το Καστελόριζο μεταμορφονόταν λες και ξυπνούσε από χειμερία νάρκη. Άφηνε πίσω του την εικόνα που θύμιζε εγκαταλελειμμένο, ερημικό τοπίο και μετατρεπόταν σε κοσμοπολίτικο παραθεριστικό τοπίο. Πολλές φορές μάλιστα επικρατούσε συνοστισμός τα βράδια καθώς οι επισκέπτες έβγαιναν από τα δωμάτιά τους φρεσκολουσμένοι και περιποιημένοι για να απολαύσουν το δείπνο τους σε μία από τις λιγοστές ταβέρνες γύρω από το φυσικό λιμάνι.

Στον Πειραιά, τα παιδιά του κυρ Αντώνη είχαν ήδη προσαρμοστεί στους ρυθμούς της δικής τους καθημερινότητας αφήνοντας πίσω τους τις ανέμελες μέρες που πέρασαν στο νησί. Πάντα όμως θα τους θύμιζε, έστω και περιστασιακά, τα παιδικά τους χρόνια και τη μακαρίτισσα μάνα τους. Πού και πού τα μικρά παιδιά ρωτούσαν τους γονείς τους αν θα επέστρεφαν στο νησί τον Αύγουστο να δουν τον παππού.

Παρά τα ογδόντα δύο του χρόνια, ο κυρ Αντώνης τηρούσε το καθημερινό του πρόγραμμα με πειθαρχία. Ξυπνούσε κάθε πρωί χωρίς ξυπνητήρι στις έξι και μισή. Έπαιρνε το πρωινό του στις επτά και αμέσως μετά έβγαινε για τον πρωινό του περίπατο με την Μπιάνκα η οποία ήδη στεκόταν με αδημονία στην πόρτα και κουνούσε την ουρά της. Στο σπίτι του που βρισκόταν στον λόφο κοντά στο κάστρο επέστρεφε το μεσημέρι. Στον εσωτερικό χώρο της οικίας υπήρχαν παντού φωτογραφίες λες και ήθελαν να επισημάνουν στον επισκέπτη ότι κάποτε το παλιό εκείνο αρχοντικό έβριθε από ζωή κάποτε. Ωστόσο ο κυρ Αντώνης είχε πάψει προ πολλού να το νιώθει σπίτι του. Από τότε που’φυγαν τα αδέρφια του για την Αυστραλία πριν από πέντε δεκαετίες, από τότε που έφυγαν τα παιδιά του αλλά κυρίως από τότε που έχασε τη γυναίκα του, το άλλοτε ζεστό σπιτικό πήρε τη μορφή ενός άχαρου κτίριου. Η αποχώρηση αγαπημένων προσώπων είναι αρκετή να γκρεμίσει ακόμη και τα πιο ανθεκτικά ντουβάρια, κι ας παραμένουν φαινομενικά ακόμη όρθια. Υπήρχε μόνο μία εξαίρεση ως προς την ανθρώπινη παρουσία, εκείνη της οικιακής βοηθού, της Μαρίας. Κάθε μέρα μαγείρευε, έπλενε τα πιάτα και μετά έφευγε. Μία φορά την εβδομάδα περνούσε ένα οκτάωρο γεμάτο για να ασχοληθεί με τις καθαριότητες σε βάθος.

“Καλώς τον κύριο Αντώνη μας”! αναφωνούσε η Μαρία κάθε φορά που αντιλαμβανόταν την άφιξή του. Η Μαρία ήταν γύρω στα πενηνταπέντε, ανύπαντρη και είχε καταγωγή από την Τραπεζούντα. Σύμφωνα με την ίδια, στην Ελλάδα ήρθε από το Καζακστάν κάπου στα τέλη της δεκαετίας του 90 και χωρίς να γνωρίζει κανέναν. Το πώς βρέθηκε στο Καστελόριζο κανείς δεν κατάφερε να το μάθει ακριβώς μιας και η κάθε της αναφορά στο εν λόγω θέμα συνοδευόταν από ένα σωρό λεπτομέρειες και ατελείωτες πληροφορίες για τους γονείς της, τους προγόνους της που έφυγαν κακήν κακώς από τον Πόντο, για τα χίλια μύρια προβλήματα που αντιμετώπισαν στη Σοβιετική Ένωση υπό το καθεστώς Στάλιν και πολλά άλλα σε σημείο που οι συνομιλητές της χάνονταν στις περιγραφές της και στο τέλος ξεχνούσαν ποια ήταν η αρχική τους απορία.

Μόλις άκουγε τον κυρ Αντώνη να ανεβαίνει με το μπαστούνι του τα λίγα σκαλοπάτια της κεντρικής εισόδου στην αυλή, έβγαινε για να τον υποδεχτεί. Τον κρατούσε από τον αγκώνα για να τον βοηθήσει να ανεβεί τα ελάχιστα σκαλοπάτια για να φτάσει στην αυλή. Ο κυρ Αντώνης δεν είχε ανάγκη από στήριξη ωστόσο η σκέψη και μόνο ότι θα βρισκόταν σε τόσο κοντινή απόσταση από το πρόσωπο της Μαρίας τού άρεσε πολύ. Δεχόταν με προθυμία την καλή της διάθεση να τον περιποιείται με σχολαστική επιμέλεια και αυτό τον έκανε να προσποιείται ότι πράγματι είχε ανάγκη από ένα χέρι βοηθείας. Με τον καιρό είχαν μάθει ο ένας τα χούγια του άλλου και η εγκαρδιότητα και ο σεβασμός που αναπτύχθηκε μεταξύ τους ρίζωσε και παρέμεινε αμοιβαίος.

Ήταν όμως κάποιες φορές που της απαντούσε μ’ένα νεύμα· όχι από αγένεια αλλά επειδή ένιωθε ότι οι κουβέντες τον κούραζαν· του διέκοπταν τη σειρά των σκέψεων μέσα από τις οποίες αντλούσε παρηγοριά. Η Μαρία είχε μάθει ότι το νεύμα ήταν ο άτυπος τρόπος με τον οποίο της έλεγε ‘κοίτα, μη με παρεξηγείς αλλά δεν μπορώ· δεν έχω κέφια, να τα πούμε κάποια άλλη στιγμή’; Κι εκείνη δεν χρειαζόταν να επιμείνει. Τον καταλάβαινε τον κυρ Αντώνη. ‘Όλοι οι άνθρωποι έχουμε ανάγκη να περνάμε και λίγο χρόνο μόνοι μας’, έλεγε στον εαυτό της δικαιολογώντας τον συνάμα. Τις μέρες όμως που ξαφνικά ξανάβρισκε την αισιόδοξη πλευρά του εαυτού του κοντοστεκόταν στην κουζίνα όπου η Μαρία όλο και κάτι μαγείρευε και έπιανε κουβέντα μαζί της. Με αυτό τον τρόπο ήταν σαν να της έλεγε: ‘κοίτα, συγγνώμη που ήμουν απόμακρος. Αν θες ας κουβεντιάσουμε λιγάκι’. Στην αρχή ήταν διστακτικός. Όταν όμως έβλεπε ότι η Μαρία έπαιρνε φόρα την άκουγε υπομονετικά και με ενδιαφέρον. Όποτε έκανε παύση τότε έβρισκε ο κυρ Αντώνης την ευκαιρία για να πάρει τον λόγο. Καύχημα το’χε να τονίζει ότι εκείνος ποτέ δεν εγκατέλειψε το νησί του για κανένα λόγο. Εκείνος παρέμεινε. Τα λόγια αυτά παρέπεμπαν στη δική του πραγματικότητα: όταν ο τόπος είχε αδειάσει από νέους εκείνος δεν εγκατέλειψε την ιδιαίτερή του πατρίδα. Όταν όλοι σχεδόν μετανάστευσαν για να ζήσουν ένα καλύτερο μέλλον εκείνος αρκέστηκε στο απλοϊκό αν όχι φτωχικό μέλλον που του έταζε ο τόπος του. Στο μυαλό του γυρόφερνε μια λέξη που του άρεσε: ήταν πιστός.

Πολλές φορές τα είχε διηγηθεί όλα αυτά στη Μαρία. Της τα’λεγε με τρόπο φυσικό και δίχως έπαρση. Η Μαρία συγκινιόταν. Για τους δικούς της λόγους, που δεν μπορούσε να προσδιορίσει με σαφήνεια, η ιστορία του εργοδότη της της προκαλούσε νόστο για την δική της χαμένη πατρίδα, τον Πόντο, κι ας μην τον είχε δει ποτέ στη ζωή της παρά μόνο σε έντυπη και σε ηλεκτρονική μορφή.

“Ωραία μέρα σήμερα, δεν είναι;” της απάντησε κι εκείνη συμφώνησε μαζί του χαρίζοντάς του ένα γλυκό χαμόγελο καθώς γέμιζε με ούζο το ποτήρι του. Στο πλάι άφησε ένα πιατάκι με αλμυρές σαρδέλες και φρέσκο χωριάτικο ψωμί.

Παρά την προχωρημένη του ηλικία ο κυρ Αντώνης έχαιρε αρίστης υγείας· οι λέξεις χοληστερίνη, πίεση και ζάχαρο ήταν απούσες από το λεξιλόγιό του. Κάθε Κυριακή πρωί μετά την λειτουργία στην εκκλησία των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, στο προαύλιο με τα βότσαλα που σχημάτιζαν ένα μεγάλο και όμορφο μωσαϊκό Δωδεκανησιακής αρχιτεκτονικής, οι λίγοι συνομίλικοί του γκρίνιαζαν ο ένας για το ζάχαρό του κι ο άλλος για την αυξημένη του πίεση. Ο κυρ Αντώνης προσπαθούσε να αλλάξει την κουβέντα, κι ας ήταν λιγομίλητος, από φόβο μην τυχόν και τον ρωτούσαν: “εσύ πώς τα πας με την υγεία σου”; Το γεγονός ότι δεν είχε προβλήματα υγείας τού χάριζε την πολυτέλεια να γεύεται σχεδόν τα πάντα. Ποτέ όμως δεν υπερέβαλλε· ποτέ δεν έκανε καταχρήσεις. Φρόντιζε να τρώει και να πίνει με μέτρο. Λίγο απ’όλα αλλά σε μικρές ποσότητες. Αυτό ήταν πάντα το μυστικό του.

Όταν κατέβασε δυο γουλιές ούζο και έφαγε μερικές σαρδέλες με μια μπουκιά ψωμί, η Μαρία σέρβιρε τη χωριάτικη σαλάτα και στη συνέχεια άνοιξε το φούρνο για να βγάλει το ταψί. Η μυρωδιά του λεμονάτου ψητού κοτόπουλου με τις πατάτες απλώθηκε παντού στο σπίτι και έφτασε μέχρι έξω στην αυλή όπου η Μαρία είχε στρώσει το τραπέζι για να φάνε. Η μυρωδιά του φαγητού κέντρισε τη μύτη του κυρ Αντώνη. Εκείνη τη στιγμή προβληματίστηκε καθώς δεν ήταν σίγουρος για το αν ήταν Σάββατο ή όχι. Κάθε Παρασκευή έτρωγαν μακαρονάδα και κάθε Σάββατο κοτόπουλο στον φούρνο ενώ τις Κυριακές έτρωγαν πάντοτε παστίτσιο. Ήταν μια συνήθεια που θα του φάνταζε παράλογη αν δεν ήταν το αποτέλεσμα μιας καθιερωμένης συνήθειας που ξεκίνησε από τις πρώτες κιόλας μέρες του εγγάμου βίου του και διήρκησαν μέχρι το τέλος. Όταν η γυναίκα του πέθανε, ο κυρ Αντώνης όχι μόνο αρνήθηκε να αλλάξει το οτιδήποτε μέσα στο σπίτι αλλά φρόντισε να τηρεί με ευλάβεια την κάθε συνήθεια του ζευγαριού με σκοπό να διατηρήσει επ’άπειρον τη μνήμη της αγαπημένης του συζύγου.

“Μα, είναι Σάββατο σήμερα”; Η ερώτησή του ακούστηκε πιο πολύ σαν διαμαρτυρία. Η σκέψη ότι ίσως άρχιζε να ξεχνάει πράγματα και καταστάσεις τού προκαλούσε φρίκη. Για τον κύριο Αντώνη η απώλεια της μνήμης ήταν ό,τι πιο τρομακτικό θα μπορούσε να συμβεί σε έναν άνθρωπο.

Η Μαρία κρατούσε στα χέρια της και το δικό της πιάτο και ετοιμαζόταν να καθίσει δίπλα του. Πάντα κρατούσε το πιάτο με τα δυο της χέρια. Με τον τρόπο αυτό δήλωνε σεβασμό και ευγένεια. Ήταν κάτι που γινόταν στην Κορέα, είχε διαβάσει, και της φάνηκε όχι μόνο λογικό αλλά και συνάμα πάρα πολύ όμορφο. Άλλωστε, με τα χρόνια έμαθε ότι τη ζωή την ομόρφαιναν οι λεπτομέρειες, οι μικρές κινήσεις. Οι μικρές χαριτωμένες χειρονομίες ήταν αυτές που έδιναν απαλές πινελιές ομορφιάς στη ζωή.

“Σωστά το είπατε κυρ Αντώνη! Σάββατο είναι σήμερα! Άντε, εβίβα και καλή μας όρεξη”! είπε σηκώνοντας το ποτήρι της με τη ρετσίνα και περίμενε τον κυρ Αντώνη να σηκώσει το δικό του για να τσουγκρίσουν.

Στα μισά του γεύματος μια ηλικιωμένη γυναίκα εμφανίστηκε στην εξώπορτα της αυλής. Φορούσε μαύρη φούστα και μπλε φανέλα και στο κέντρο του στήθους της κρεμόταν ένας χρυσός σταυρός. Τα μάτια της ήταν κρυμμένα πίσω από τα μαύρα γυαλιά ηλίου της. Με το αριστερό της χέρι κρατούσε μια μικρή βαλίτσα. Η απρόσμενη άφιξη της άγνωστης κυρίας εξέπληξε και τους δύο ενώ μέσα τους ένιωσαν μια δόση δυσανασχέτησης που αναγκάστηκαν να διακόψουν το φαγητό τους.

 

 

“Παρακαλώ; Τι θα θέλατε”; είπε η Μαρία η οποία όχι μόνο σηκώθηκε από το τραπέζι αλλά είχε κιόλας φτάσει στην εξώπορτα.

Με μια αεράτη κίνηση του δεξιού της χεριού που η Μαρία εξέλαβε σαν εντολή να παραμερίσει για να περάσει, μπήκε στο παλιό αρχοντικό και στάθηκε μπροστά στον κυρ Αντώνη ο οποίος επίσης είχε σηκωθεί. Είχαν περάσει ήδη δέκα λεπτά από την ώρα που η άγνωστη γυναίκα στεκόταν διακριτικά πίσω από το δέντρο δίπλα στην εξώπορτα του σπιτιού να τους παρατηρεί. Το’χε μεγάλη ανάγκη να ρουφήξει με τα μάτια της την κάθε στιγμή προτού κάνει την παρουσία της γνωστή στον αδερφό της που’χε πέντε δεκαετίες να ανταμώσει. Τον κυρ Αντώνη τον γνώρισε μεμιάς αλλά δεν είχε ιδέα για το ποια θα μπορούσε να είναι εκείνη η κατά πολύ νεότερη γυναίκα που έτρωγε μαζί του. Σίγουρα δεν ήταν κάποια από τις κόρες του. Αποκλείεται να την γελούσαν τα μάτια της. Τόσες φωτογραφίες με όλη την οικογένεια του Αντώνη είχε δει. Από την άλλη είχε και κάποιους ενδοιασμούς. Από τότε που εξελίχθηκε η τεχνολογία σε σημείο να μπορούν οι άνθρωποι ανά τον κόσμο να επικοινωνούν με βιντεοκλήση έπαψε της και τους συγγενείς της στην Ελλάδα γενικότερα. Το να σταθεί όμως μπροστά σε μια μικρή οθόνη ήταν για την κυρία Ευδοκία κάτι το τόσο αδιανόητο όσο να έβγαινε ζωντανά στην τηλεόραση. Κανένα από τα εγγόνια της δεν κατάφερε ποτέ να την πείσει να επικοινωνήσει με τον μοναδικό επιζώντα συγγενή της, τον κυρ Αντώνη, κατ’αυτόν τον μοντέρνο τρόπο.

Αποφάσισε ότι όποια κι αν ήταν η άγνωστη γυναίκα που έτρωγε στο ίδιο τραπέζι με τον αδερφό της θα το μάθαινε αργότερα. Αυτό που είχε σημασία ήταν να πλησιάσει τον αδερφό της και να τον σφίξει στην αγκαλιά της με την ελπίδα ότι η σωματική επαφή θα μείωνε το χάσμα των πενηνταδύο χρόνων που είχαν να ιδωθούν από τότε που εκείνη μπάρκαρε για την Αυστραλία με τον μεγαλύτερο αδερφό τους καθώς επίσης και με δεκάδες άλλους συντοπίτες τους.

Ο κυρ Αντώνης δεν αναγνώρισε τη γυναίκα που είχε μπορστά του, ούτε σκοτούρες ήθελε να βάλει στο κεφάλι του. Όποια κι αν ήταν ας άνοιγε το στόμα της να μιλήσει, να πει τι θέλει. Μόνο όταν άνοιξε διάπλατα τα χέρια της αφήνοντας την βαλίτσα να πέσει χάμω – αφορμή που ζητούσε η Μαρία για να τους δώσει τον απαραίτητο χώρο κι ας την έτρωγε η περιέργεια αν και καταλάβαινε ότι όποια κι αν ήταν η ηλικιωμένη κυρία σίγουρα δεν ήταν άγνωστη στον κυρ Αντώνη – και μόνο όταν άνοιξε το στόμα της και του μίλησε με τρεμάμενη φωνή κατάφερε να την αναγνωρίσει.

“Δεν χαίρεσαι που με βλέπεις, Αντώνη”; τον ρώτησε με δάκρυα στα μάτια. Η συγκίνηση τους είχε καταβάλει και τους δυο. Ο κυρ Αντώνης λύγισε. Η Μαρία αναλογίστηκε πόσες φορές τον είχε δει στο

παρελθόν να εκφράζει τα συναισθήματά του αλλά δεν βρήκε καμία τέτοια ανάμνηση. Η ουδετερότητα, που σαν μάσκα ήταν γατζωμένη μόνιμα πάνω στο πρόσωπό του, ξεκόλλησε για πρώτη φορά και τότε η Μαρία αντίκρισε έναν άνθρωπο διαφορετικό από κείνον που πίστευε ότι γνώριζε.

“Κόρη μου, αμάν κόρη μου” ήταν οι μόνες λέξεις που μπορούσε να ψιθυρίσει. Μέσα του κουνούσε γη και ουρανό για να μην ξεσπάσει σε λυγμούς.

“Έχουν να με πουν έτσι από τότε που’φυγα. Κανένας δεν με είπε ‘κόρη μου’ εκτός από σένα και την μάνα. Αχ Αντώνη μου, η μάνα…” είπε.

Παρέμειναν αγκαλιασμένοι για λίγο και στη συνέχεια αλληλοασπάζονταν ενώ ο νους τους έκανε ασυνάρτητα ταξίδια στο παρελθόν. Όλες οι αναμνήσεις από τα παιδικά και τα εφηβικά τους χρόνια αναδύθηκαν στην επιφάνεια σαν να απελευθερώθηκαν ξαφνικά από τα δεσμά της λήθης. Ο κυρ Αντώνης ήθελε να της πει τόσα πολλά πράγματα αλλά δεν είχε τη δύναμη να αρθρώσει λέξη. Τον λόγο πήρε η κυρία Ευδοκία λέγοντάς του:

“Αντώνη, ήρθα για πάντα. Τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου έχουν τη δική τους ζωή στην Αυστραλία. Θα έρχονται τα καλοκαίρια, όποτε μπορούν, να με βλέπουν και να τους βλέπω, εδώ στο Καστελόριζο. Όσο για μένα, φτάνει η ξενιτιά. Θέλω να αφήσω τα κόκαλά μου στον τόπο μου, στους τάφους των γονιών μας”.

Είχαν καθίσει στον καναπέ του σαλονιού και σκούπιζαν τα δάκρυά τους. Η Μαρία έστεκε λίγο πιο πέρα, στην αυλή, παρατηρώντας τους από την πόρτα. Ύστερα από λίγη ώρα, αφού καταλάγιασε η συγκίνηση, ο κυρ Αντώνης είπε στη Μαρία να σερβίρει άλλο ένα πιάτο. Όταν κάθισαν στο τραπέζι η Μαρία βρήκε την ευκαιρία να ξεγλιστρήσει από το σπίτι για να τους αφήσει μόνους. Φεύγοντας της πέρασε από το μυαλό ότι ίσως χρειαζόταν και να αποχωρήσει όχι μόνο από το σπίτι του αλλά και από τη ζωή του τώρα πια. Με την άφιξη της κυρίας Ευδοκίας γυρνούσε και μια σελίδα του βιβλίου της ζωής τους που ίσως και να μην γραφόταν ποτέ. Ωστόσο την διαδεχόταν μια νέα, ολόλευκη σελίδα επάνω στην οποία μέρα με τη μέρα θα ζωγράφιζαν, θα έγραφαν ασυνείδητα όλα όσα έμελλε να ζήσουν μέχρι που θα έφτανε το οριστικό τέλος. Το βέβαιο της υπόθεσης ήταν ότι ένα νέο κεφάλαιο ξεκινούσε. Κατά κάποιο τρόπο, θα έπαυαν να είναι ηλικιωμένοι. Οι ψυχές τους συναντιούνταν ξανά και στα μάτια τους αντίκριζαν όχι το ρυτιδιασμένο πρόσωπο του άλλου αλλά εκείνο το νεανικό που είχαν αντικρίσει για τελευταία φορά λίγα μέτρα πιο κάτω, στο λιμάνι του νησιού, όταν χωρίστηκαν. Στο χέρι τους ήταν να πιάσουν το νήμα της ζωής από εκεί που το άφησαν τότε και να συνεχίσουν τη ζωή τους με κατεύθυνση το μέλλον.-

 

 

* Ο Κώστας Κυριάκος γεννήθηκε το 1973 στις ΗΠΑ και ζει μόνιμα στη Ρόδο. Σπούδασε τουριστικά επαγγέλματα και ξένες γλώσσες στην Ελβετία και εργάστηκε σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες. Ανέκαθεν του άρεσε να διαβάζει, κυρίως μυθιστορήματα και ποιήματα. 

Τον Δεκέμβριο του 2017 έκανε το πρώτο του βήμα στη συγγραφή με τη συμμετοχή του στον διαγωνισμό μικροδιηγήματος (100 λέξεις σε 24 ώρες) που διοργάνωσαν το περιοδικό Fractal και η Ανοιχτή Βιβλιοθήκη και το διήγημά του διακρίθηκε από την κριτική επιτροπή ως ένα από τα 50 καλύτερα ανάμεσα σε 1.267. 

Πρόσφατα παρακολούθησε ένα σεμινάριο δημιουργικής γραφής από τον Ιανό (διήγημα/νουβέλα). Όνειρό του είναι να καλλιεργήσει στο έπακρο την αγάπη του για τη λογοτεχνία και να δει μια μέρα ένα έργο του σε έντυπη μορφή βιβλίου.

Άλλα ενδιαφέροντα/ασχολίες: μαθήματα πιάνου, περπάτημα στη φύση, δίψα για γνώση και πολλά ταξίδια.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top