Fractal

Ελεύθεροι εγκλωβισμένοι

Γράφει η Εύα Μ. Μαθιουδάκη // *

 

egklovismenoiΔημήτρης Οικονόμου «Οι εγκλωβισμένοι», εκδ. Ίκαρος

 

Μπορεί κανείς να μιλήσει για την Αθήνα του σήμερα χωρίς να αναφερθεί στην κρίση; Μπορεί κανείς να ζει και να κινείται στο περιθωριοποιημένο κέντρο της πόλης χωρίς να νιώθει τον εγκλωβισμό θηλιά στον λαιμό του;

Το βιβλίο του Δημήτρη Οικονόμου Οι εγκλωβισμένοι το διάβασα σχεδόν ταυτόχρονα και σε παραλληλισμό με το σημαντικό έργο της Αυστριακής συγγραφέως Μάρλεν Χαουσχόφερ (1920-1970) Ο τοίχος, που δημοσιεύτηκε το 1963 και γυρίστηκε σε ταινία το 2012, σε σκηνοθεσία του Γιούλιαν Πέλσλερ και με πρωταγωνίστρια τη Μαρτίνα Γκέντεκ. Είναι ένα έργο σχεδόν άγνωστο στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, αν και κυκλοφορεί μεταφρασμένο από το 1999 (μετάφραση Ξενοφώντα Αρμυρού, εκδόσεις Κέδρος).

Οι ήρωες και των δύο αυτών βιβλίων, εγκλωβισμένοι και Ροβινσώνες στην ψυχή τους, βρίσκουν τη δύναμη να επαναπροσεγγίσουν τον ανήμπορο εαυτό τους και να χαράξουν ένα νέο μέλλον μέσα στον ψευδώς εννοούμενο πεπερασμένο κόσμο τους.

Στο έργο της Χαουσχόφερ, η ηρωίδα πηγαίνει εκδρομή στο βουνό και φιλοξενείται στην αγροικία ενός φιλικού της ζευγαριού. Οι φίλοι της αναχωρούν για τα ψώνια τους στο γειτονικό χωριό, και η ίδια βρίσκεται ξαφνικά εγκλωβισμένη εντός ενός απροσπέλαστου γυάλινου τοίχου που καταλαμβάνει μια μεγάλη περιοχή γύρω από την αγροικία. Έτσι, μένει μόνη με έναν σκύλο και με άλλα ζώα, τα οποία σιγά σιγά βρίσκουν καταφύγιο κοντά της.

Κεντρικά πρόσωπα στο έργο του Δημήτρη Οικονόμου είναι ο Βασίλης, ένας μοναχικός ιδιοκτήτης φωτοτυπικού καταστήματος στο κέντρο της Αθήνας, και η Μαίρη –η «κυρία Μαίρη», θα λέγαμε–, συμβολαιογράφος, προσφάτως απατημένη και διαζευγμένη, σε μια κατάσταση πιο βαριά και από κατάθλιψη. Μεσήλικοι και οι δυο τους, με διαφορετικές κοινωνικές καταβολές, σχεδόν από άλλο πλανήτη ο καθένας, πονεμένοι και αδικαίωτοι, περιφέρουν την ύπαρξή τους μέσα στο κουφάρι μιας πόλης που συνεχώς φθίνει.

Για το κέντρο της Αθήνας μάς μιλάει ο συγγραφέας και πολιτικός μηχανικός Δημήτρης Οικονόμου, που γνωρίζει πολύ καλά αυτή την πόλη. Κι εμείς τριγυρίζουμε μαζί του στους δρόμους της, όπου κάθε κτίριο, κάθε πλακόστρωτο, κάθε σοβάς που πέφτει, κάθε ίσκιος υποκρύπτει την οικονομική κρίση που ταλανίζει τον τόπο μας, μαζί και τη ζωή μας, εδώ και χρόνια. Με έναν εξαιρετικό, σχεδόν υπόγειο, θεατρικό τρόπο ο συγγραφέας πλέκει τη μυθιστορία του μέσα στην πόλη της Αθήνας, και ο αναγνώστης βυθίζεται μέσα της και γίνεται μέρος του σκηνικού της. Με μικρές, πολλές φορές αδιόρατες αναφορές, ο Δημήτρης Οικονόμου χτίζει τα ψηλά τείχη μιας πόλης που μέλλει να γίνει απροσπέλαστη, τείχη που οριοθετούν τον εγκλωβισμό των ηρώων, ο οποίος στο μυαλό τους αποτυπώνεται και σε πολεοδομικά σχέδια.

Γιατί η κρίση έχει πολλά πρόσωπα. Πέρα από τη βιαιότητα του αναπάντεχα καταστροφικού, του ξαφνικού «Σήμερα έχω τη δουλειά μου, την επιχείρησή μου, την περιουσία μου, και αύριο τη χάνω», υπάρχουν και όσα κάνουμε πως δεν βλέπουμε, αυτά που ίσως δεν μας αφορούν άμεσα αλλά μας στοιχειώνουν τις νύχτες παρότι δεν πεινάμε, δεν διψάμε, δεν κρυώνουμε, αυτά που εν πολλοίς μοιάζουν με την παλιά, γνωστή μας καθημερινότητα. Και τι είναι κρίση αν όχι το απτό, η καθημερινότητα του «Δεν έχω, δεν μπορώ, δεν τα καταφέρνω, δεν… δεν… δεν…», μια ατέλειωτη σειρά από αρνήσεις; Πάνω απ’ όλα όμως η κρίση αφορά κυρίως το μυαλό, που, προγραμματισμένο σε συγκεκριμένη λογική, δεν καταφέρνει να απαρνηθεί τη συνήθεια, να σπάσει το περίβλημα, να απελευθερωθεί από τα στερεότυπα και να αναζητήσει την ίδια την αξία της ύπαρξής του. Και όλοι ξέρουμε πολύ καλά ότι στο τέλος της κάθε μέρας σημασία δεν έχει τι ή πόσο έφαγες, αλλά αν κάθισες με κάποιον στο ίδιο το τραπέζι και μοιράστηκες μαζί του το φαγητό σου.

Την απώλεια/απουσία αυτού του «κάποιου» ο Δημήτρης Οικονόμου την παρουσιάζει με χαρισματικό τρόπο και με έναν ιδιότυπο λυρισμό. Καθένας από τους ήρωες-ηθοποιούς του βγαίνει από ένα φωτισμένο και πλούσια στολισμένο σαλόνι, για να μπει σε ένα αδειανό δωμάτιο, σε ένα κενό χωρίς οξυγόνο – από τον σκύλο του δρόμου, τον άστεγο και τους απλήρωτους υπαλλήλους μέχρι τον Βασίλη, που μετράει τις πενταροδεκάρες του, το φαγητό του, τα έξοδά του, την ίδια του την αναπνοή.

 

Δημήτρης Οικονόμου

Δημήτρης Οικονόμου

 

Το μυθιστόρημα όμως δεν σταματά σε φαινομενικά άσκοπες περιγραφές, και αυτό ακριβώς συνιστά τη μαγεία και τη δύναμή του. Σιγά σιγά, σταδιακά, το λίγο τού εντός, ο φόβος που συνοδεύει τη ζωή των ηρώων, ο οποίος στην αρχή μοιάζει με απάθεια, με αδιαφορία ακόμη και προς την ίδια τη ζωή, αλλάζει, και το λίγο τολμά να φουντώσει, τολμά να σηκώσει κεφάλι και να αντισταθεί, τολμά να αντιδράσει και να γίνει πολύ. Ο συγγραφέας παρουσιάζει αυτή την εσωτερική διεργασία, αυτή την ανατροπή, με έναν πολύ ωραίο αντρικό –αν μου επιτρέπεται η έκφραση– τρόπο: ως μια αντίδραση του πιο μικρού μορίου του DNA μας, που απλώς είναι προγραμματισμένο να ζει και να επιβιώνει.

Όταν, στο συνταρακτικό έργο του Μπέκετ Τέλος του παιχνιδιού (1957), ο Χαμ ρωτούσε τον Κλοβ «Τι βλέπεις;» και εκείνος του απαντούσε «Δεν βλέπω τίποτα, αν και εδώ ήταν κάποτε η θάλασσα, ο ωκεανός», κανείς δεν είχε αντιληφθεί τι εννοούσε ο δραματουργός. Ορισμένοι δημοσιογράφοι τον ρώτησαν αργότερα αν αναφερόταν σε κάποια πυρηνική καταστροφή –ήταν η εποχή των πυρηνικών δοκιμών του Νότιου Ειρηνικού–,  και εκείνος απάντησε πολύ απλά: «Αυτή είναι μια κατάσταση του μυαλού που μπορεί να συμβεί στον καθένα μας ανά πάσα στιγμή».

Άδειοι και κούφιοι, κι ας μην είμαστε ήρωες του θέατρου του παραλόγου, πορευόμαστε προσπαθώντας ο καθένας από μας να κρατήσει το προσωπικό του πλαίσιο, το ελάχιστο της ταυτότητας ή και της αξιοπρέπειάς του, και πολλές φορές αρνούμαστε να βγάλουμε το χέρι μας έξω από αυτό το κάδρο για να ανάψουμε τον διακόπτη της σκοτεινής μας ζωής και να τη φωτίσουμε.

Τελικά, όπως η ηρωίδα της Χαουσχόφερ επαναπροσδιορίζει και ανακαλύπτει τις ανθρώπινες αξίες μέσω της επαφής της με τα ζώα και τη φύση, έτσι και ο ήρωας του Οικονόμου ανδρώνεται και ενηλικιώνεται πατώντας πάνω στα προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει: αφήνει πίσω τον μικρό, πικρό εαυτό του και ανοίγει τα φτερά του, επιδεικνύοντας έναν ανθρωπιστικό, θα έλεγα, επαγγελματισμό και σώζοντας χαμένες ψυχές σε μια απάνθρωπη πόλη με σαθρά πλακόστρωτα και γκρίζο μπετόν.

Και στα δύο έργα ο αποκλεισμός των μοναχικών ηρώων είναι ουσιαστικά ψυχικός, και στα δύο έργα ο «εξανθρωπισμός» δίνει τη λύτρωση σε αυτούς τους ελεύθερους εγκλωβισμένους.

 

Οκτώβριος 2016

 

 

* Η Εύα M. Μαθιουδάκη γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης. Σπούδασε Οικονομικές Επιστήμες στην Αθήνα και στο Αμβούργο. Το Δεκέμβριο του 2014 δημοσιεύτηκε η πρώτη της νουβέλα Αυτός ο ένας, ο Αρίστος από τις Εκδόσεις Γαβριηλίδη.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top