Fractal

Ταξίδι στον αστερισμό της ετερότητας

Γράφει η Χρύσα Νικολάκη // *

 

Καίτης Κουμανίδου «Οι δύο όψεις του φεγγαριού», εκδ. Όστρια

 

Οι δυο όψεις του φεγγαριού της εικαστικού και ποιήτριας Καίτης Κουμανίδου θα τολμούσαν να συσχετισθούν  με  έναν υπέροχο πίνακα ζωγραφικής, αυτόν από τον οποίο αντλεί και τον τίτλο του το ομώνυμο βιβλίο στο εξώφυλλο. Ο πίνακας, φιλοτεχνημένος από την ίδια την ποιήτρια, απεικονίζει μια νεαρή γυναίκα που ενατενίζει το φεγγάρι μέσα από το μουντό της δωμάτιο. Με το που βλέπει κανείς το εξώφυλλο αμέσως διερωτάται για το αντικείμενο της εσωτερικής της διεργασίας. Του γεννάται ένα ερωτηματικό και συνάμα ένα θαυμαστικό. Ερωτηματικό για την θέση του ανθρώπου στον κόσμο, τον λόγο ύπαρξης του και θαυμαστικό για την ομορφιά του σύμπαντος που άμεσα έρχεται σε αντιδιαστολή με τις γκρίζες πολυκατοικίες που υπάρχουν στο βάθος του πίνακα.

O έρωτας νοηματοδοτεί τη ζωή, σκοτώνει το θάνατο, οδηγεί τον άνθρωπο στη θέωση, τον εξυψώνει οντολογικά, (Λόγια Απέριττα): «Κάθε σου σ’ αγαπώ Ανάσταση.» Μέσα από την απλότητα η ποίηση της γίνεται ωδή στην αγάπη, εναγκαλισμός της ζωής, ταξίδι στον αστερισμό της ετερότητας. Γράφει: «To πιο μακρύ ταξίδι μου ΕΣΥ.» Ο έρωτας κυριεύει την ζωή, δίνει λαχτάρα στο όνειρο, είναι συνυφασμένος με το απρόσμενο, το ιδεατό, το ονειρικό, (Σαν τραγούδι ξεχασμένο):

 

«Σαν τραγούδι ξεχασμένο

σαν θρόισμα σιγανό

ήρθες.

……………….

λευκά περιστέρια

γέμισε ο ουρανός

σαν όνειρο έγινε η ζωή

σαν χάδι.

 

Μικρός ο κόσμος αγάπη μου

δεν μας χωράει.»

 

 

Στο ποίημα της «Έλα» γράφει:

«Μην κλαις , βρέχει μέσα στην ψυχή μου σου φωνάζω

Πανσέληνο σου έταξα

καταμεσής Δεκέμβρη έλα να την πάρεις».

 

Καίτη Κουμανίδου

 

Ο λυρισμός των παραπάνω στίχων έγκειται στην απλότητα των αγνών συναισθημάτων περιπλεγμένων με έναν απτό ρομαντισμό, που μας παραπέμπει στους Αναγεννησιακούς Ιταλούς ποιητές(1453-1600).

Οι προσωποποιήσεις μορφών που παραπέμπουν σε υπερβατικές παρουσίες, όπως η πανσέληνος, έλκουν την παρουσία τους από τον Ιταλικό ρομαντισμό. Επίσης, οι θεματικές του έρωτα, της θρησκείας, της γυναίκας, της φύσης και η νοσταλγική θέαση του παρελθόντος αποτελούν εκφάνσεις του ρομαντισμού. Ο έρωτας, εξιδανικευμένος, έστω κι αν δεν έχει πάντοτε ευτυχή κατάληξη ξεπερνά τα ανθρώπινα μέτρα:

«ανεξάντλητος ο έρωτας για την αγάπη,

ηδονική η γεύση της.» (Χωρίς Πυξίδα)

 

Ο ρομαντισμός ως κίνημα επιδιώκει την σύνδεση  της φύσης με το πνεύμα, ταυτίζει τον Θεό με την φύση μέσα από ένα πρίσμα παγκόσμιας αρμονίας. Στο ποίημα « Ονειρογράφημα», βλέπουμε ό,τι η ηρωίδα του βλέπει το σύμπαν ως μια ολότητα, στα πλαίσια της οποίας μπορεί να κινηθεί ανεμπόδιστα με τη φύση, άρα και με τη θεϊκή πτυχή της υπόστασης της.

 

«Μα σαν χελιδονίσει

η αγάπη μου για εσένα

και η αύρα της θωριάς σου

απαλείψει την γραφή της λύπης

γαληνεύοντας τον πόνο

με την ζώσα παρουσία σου

τότε

απειθάρχητο δάκρυ θα κυλήσει

θα φλυαρήσουν τα ρόδα

θα παίξουν τα έγχορδα του κόσμου

και το όνειρο

το άλλοθι της ζωής

θα πλημμυρίσει από θεόπεμπτο φως

ανοίγοντας διάπλατα τις θυρίδες

του καλόμορφου ουρανού .»

 

 

Η αναπόληση και η γλυκιά μελαγχολία απορρέουν από τα ποιήματα της οδηγώντας τον αναγνώστη σε μια βαθιά συγκινησιακή φόρτιση μέσα από λέξεις απλές, έμπλεες ρυθμού και βαθιάς εσωτερικότητας, όπως στο ποίημα : Πικρές Παραδοχές. Γράφει χαρακτηριστικά: «Αβάσταχτος ο πόνος / τόση παγωνιά δεν αντέχεται / πικρές οι παραδοχές.» Γιατί όταν εκλείψει ο έρωτας , ο άνθρωπος βιώνει έναν μικρό θάνατο. Συνεχίζει στο ίδιο ποίημα γράφοντας : «Έφυγε το καλοκαίρι, πώς να το σταματήσω;». Ο λεπτός υπόγειος κυνισμός που υποκρύπτεται, αφήνει να αναδυθούν τα συναισθήματα της οδύνης και της ενδοσκόπησης. Ο αναγνώστης καλείται αυτομάτως να απαντήσει στο ερώτημα και να ταυτιστεί, να αναρωτηθεί για το τι θα μπορούσε ο ίδιος να πράξει για να προλάβει τα πεπραγμένα. Αυτή η υπαινικτική χροιά είναι χαρακτηριστική στην γραφή της ποιήτριας, η οποία επιθυμεί να διερωτηθεί και ο ίδιος ο αναγνώστης , τον οδηγεί σε μια εκ του βάθους συζήτηση με τον ίδιο του τον εαυτό, σε μια ποιητική συμπόρευση.

 

Η  ποίηση της θα μπορούσε να συνοψιστεί σε δύο μόνο στίχους από το ποίημα : «Με φοβάμαι»

«Δίπλα στην κόψη του σουγιά ο  91ος  Ψαλμός.

……………………………………………

Είναι και ο ESSE που μόνο γι’ αγάπη μιλά.»

Η βαθιά θρησκευτική συνείδηση είναι διάχυτη. Από τη μια πλευρά η εναπόθεση του εαυτού σε μια ανώτερη δύναμη, στο υπέρτατο Ον που οδηγεί το χέρι της ζωής μας, την ελεύθερη βούληση μας και από την άλλη «η κόψη του σουγιά», ο θάνατος, που προκαλεί την συνείδηση μας καθώς χωλαίνει τη σκέψη και μαραζώνει όλο μας το είναι. Η ποιήτρια στο ποιητικό της κοσμοείδωλο θεωρεί ότι τα πράγματα είναι πολύ απλά, ο έρωτας είναι ζωοδότης, είναι αρχέγονο δώρο της ζωής και οφείλουμε να τον σεβόμαστε. Ο θάνατος ορίζεται ως η απομάκρυνση μας από το πρόσωπο του άλλου που φωτίζει σαν ολόγιομο φεγγάρι την ύπαρξη μας.

 

Η ζωή είναι στη δίνη του ανθρώπου, όπως γράφει :

 

«Λιγόστεψε η ανάσα της Λευτεριάς
μπουμπούκια έβγαλε
ο Θάνατος.»

 

Ο άνθρωπος κατά  την ποιήτρια είναι το ίδιο υπεύθυνος να οδηγήσει την ζωή του στην ευτυχία, στην ευδαιμονία  όσο και να την εξοβελίσει στην Κόλαση, στην επίγεια οδύνη.

«Θάνατος παντού
στιγμές ολέθρου
ανακατατάξεις
στον χάρτη του κόσμου
η κόλαση επί της γης.»

 

Σε κάποια κοινωνικά της ποιήματα, όπως στους Κολασμένους της Γης ,εναγωνίως αναζητά την «ποθητή στιγμή της σωτηρίας». Εναποθέτει στο χέρι του Θεού την απόδοση της Δικαιοσύνης. Ωστόσο θεωρεί σωτήρια  για τονάνθρωποτην παρακλητική επίκληση του Θεού:

 

«Της προσευχής ο δρόμος

μέσα από τα σπλάχνα του Θεού περνάει».

 

Όσο για την ελπίδα, όταν «δηλητηριάζεται από μοναξιά, θανατικό μυρίζει»(Τ’ όνομα σου).  Η ζωή είναι άρρηκτα δεμένη με την συντροφικότητα . Ο ατομισμός και ο εγωκεντρισμός οδηγούν σε ατραπούς σκοτεινούς, σε δύσβατα κι απόκρημνα μονοπάτια. Η ενατένιση στο Σύμπαν, είναι εκείνη που προσφέρει την βαθιά προσδοκώμενη ελπίδα, όπως γράφει στο ποίημα της «Σιωπηλές Κραυγές»:

«Ακροβάτης στο Σύμπαν θα γίνω
να δραπετεύσω.»

Η θαρραλέα και διαυγής αντιμετώπιση του τετελεσμένου δεν παραλύει τον άνθρωπο. Μπορεί η ήττα να είναι προ των πυλών, μπορεί ο αγώνας να αποβεί τελικά μάταιος και το τέλος μοιραίο. Αυτό, όμως, που έχει σημασία, που νοηματοδοτεί εκ νέου την ανθρώπινη ζωή είναι η αξία του ίδιου του αγώνα. Μόνο ο έρωτας μπορεί να δώσει πνοή στο όνειρο…

Όπως γράφει στο ποίημα της «Έλα, έλα σου λέω»:

 

«Άγιος ο Έρωτας.

Έλα, έλα σου λέω

πριν είναι πολύ αργά.»

 

Η ποίηση της Καίτης Κουμανίδου είναι απαλλαγμένη από φτιασιδώματα και στολίσματα. Είναι αέναη και υπαινικτική. Αναζητά απαντήσεις σε αιώνια ερωτήματα του ανθρώπου ενώ διακατέχεται από μια εσωτερικότητα που αντλεί τη δυναμική της από την φιλοσοφική αναζήτηση και την προσωπική ενδοσκόπηση. Εστιάζει στην θέση του ανθρώπου απέναντι στο κοσμικό γίγνεσθαι και στο ρόλο του πάνω σε αυτό γι’ αυτό και χαρακτηρίζεται ως υπαρξιακή και βαθιά ουμανιστική με εκφάνσεις λυρισμού που παραπέμπουν στην Ιταλική αναγέννηση.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top