Fractal

Ενώνοντας αριστοτεχνικά μυθοπλασία και πραγματικότητα

Γράφει η Γιόλα Πετρίτση //

 

Ντέμπλιν Άλφρεντ «Οι δύο φίλες και η υπόθεση φαρμακείας», μετάφραση: Γιώτα Λαγουδάκου, Εκδόσεις Καλέντης, σελ. 160

 

Βρισκόμαστε στο 1918. Η Έλλη Λινκ 19 ετών, που  εργαζόταν ως κομμώτρια στο Μπραουνσβάιγκ, φτάνει στο Φριντριχσφέλντε του Βερολίνου, για να δουλέψει σαν κομμώτρια, αλλά και να ξεφαντώνει τα βράδια σε μπυραρίες, γοητεύοντας τους άντρες. Ενώ εκείνη αρεσκόταν με το να παίζει μαζί τους και να τους προκαλεί, εκείνοι την κυνηγούσαν, την παρακαλούσαν, την χτυπούσαν και στο τέλος την έδιωχναν. Είχε μια αθώα ζωντάνια και ήταν αστεία σαν παιδί, αλλά και η ανάπτυξή της ήταν περιορισμένη, που χαρακτηριζόταν από παιδισμό.

Ο Λινκ, ένας σοβαρός νεαρός ξυλουργός, με κομμουνιστικές πεποιθήσεις, γοητευμένος απ’ αυτόν τον χαρακτήρα της, τη ζήτησε σε γάμο. Αυτό άρεσε στην Έλλη, γιατί ήθελε να φτιάξει μια οικογένεια. Έτσι δέχτηκε αμέσως και τον σύστησε στους γονείς της. Το Νοέμβριο του 1920 και σε ηλικία είκοσι ενός ετών η Έλλη και είκοσι οκτώ ο Λινκ παντρεύτηκαν και πήγαν να μείνουν στο πατρικό σπίτι του Λινκ όπου έμενε και η μητέρα του. Στην αρχή όλα πήγαιναν πολύ καλά, όμως όταν άρχισε να αισθάνεται η Έλλη ότι ο Λινκ ήταν ολοκληρωτικά εξαρτημένος απ’ αυτήν κι αυτή δε θα μπορούσε να ζει ελεύθερα όπως πρώτα, άρχισε να δυσανασχετεί. Άρχισε να μην είναι ευγενική μαζί του, τον απόπαιρνε, του έβαζε τις φωνές και ήθελε να τον χωρίσει. Για να την ευχαριστήσει ο Λινκ της επέτρεψε ν’ ανοίξει κομμωτήριο στο σπίτι και να δουλεύει, γιατί πίστευε πως θα καλυτέρευαν τα πράγματα, όμως τα πράγματα χειροτέρευαν, γιατί αφ’ ενός η μητέρα του Λινκ έβαζε λόγια στο γιο της για τη νύφη, αλλά και για το ότι η Έλλη δεν ήταν συνεπής στις δουλειές που της ανέθετε. Έτσι ο Λινκ άρχισε σιγά σιγά να ξενυχτάει, να πίνει και όταν γύριζε στο σπίτι γινόταν βίαιος σεξουαλικά, τη χτυπούσε και την ανάγκαζε να κάνει πράγματα που εκείνη αηδίαζε. Ήθελε να τιμωρήσει την Έλλη, που τον αποστρεφόταν σεξουαλικά, να την υποβιβάσει ακριβώς εκεί που τον απέρριπτε. Η αγριότητα φούντωνε κάθε μέρα και μ’ αυτόν τον τρόπο άλλαζαν και οι δύο και γίνονταν και οι δύο ανυπόφοροι, ώσπου κάποια μέρα η Έλλη έφυγε από το σπίτι και πήγε στους γονείς της, να τους παραπονεθεί ότι δεν αντέχει τη βία και θέλει να χωρίσει. Οι γονείς της την δέχτηκαν, όμως ο πατέρας την έπεισε πως πρέπει να γυρίσει στον άντρα της, γιατί από την ώρα που η γυναίκα παντρεύεται ανήκει στον άντρα της. Ο Λινκ νόμιζε πως όλα αυτά γίνονταν επειδή έμεναν στο σπίτι με τη μάνα του, γι’ αυτό αποφάσισαν να μετακομίσουν σ’ ένα επιπλωμένο διαμέρισμα.

Από τη μέρα που μετακόμισαν έβγαιναν πιο πολύ μαζί έξω και κάποια μέρα αποφάσισαν να πάνε σ’ ένα εστιατόριο μ’ ένα νέο ζευγάρι τον Μπέντε και την Γκρέτε. Από εκείνη την ημέρα η Έλλη δέθηκε με την Γκρέτε, η οποία ζούσε και με τη μητέρα της και πήγαινε συχνά στο σπίτι τους, γιατί έψαχνε κάπου ν’ ακουμπήσει. Η Γκρέτε ήταν τρία χρόνια μεγαλύτερη από την Έλλη και η οποία γρήγορα κατάλαβε τη θλίψη της Έλλης, πολύ σύντομα άνοιξε την αγκαλιά της να την προστατέψει σαν την κόρη που δεν είχε.

Η Γκρέτε είχε προβλήματα κι αυτή με τον άντρα της, είχε όμως τη μητέρα της που την παρηγορούσε. Είχε μία μειωμένη ευφυΐα στα όρια της βραδύνοιας. Γρήγορα οι δυο γυναίκες ήρθαν τόσο κοντά που η αγάπη τους προχώρησε πέρα από μια αγάπη μεταξύ μάνας και κόρης και συνδέθηκαν ερωτικά. Αυτό στην Έλλη φάνηκε σαν ελευθερία και δύναμη συγχρόνως για να μπορεί να υπομένει τα όσα της έκανε ο άντρας της. Από τη στιγμή που αποφάσισε να γυρίσει πίσω ζήτησε από τον άντρα της να κάνουν ένα παιδί, για να έχει έστω μια παρηγοριά. Εκείνος όμως της απάντησε, ότι αν ποτέ έκαναν παιδί, θα το έβαζε αμέσως στον πάγο ή θα του έχωνε καμιά βελόνα στο κρανίο.

Η Έλλη ένιωθε ένα απύθμενο μίσος για τον άντρα της, ίσως γιατί τώρα και με τη συγκατάβαση του πατέρα της δε θα μπορούσε να του ξεφύγει. Είχε ενσταλάξει στην ψυχή της άγρια συναισθήματα. Ξαφνικά ένιωσε ν’ αγαπάει παράφορα τη φίλη της. Οι ιδιαίτερες αυτές συνθήκες έφεραν στην επιφάνεια κάτι που υπήρχε ατροφικό μέσα της. Τα ερωτικά συναισθήματα των δυο γυναικών φούντωναν λόγω του όλο και μεγαλύτερου μίσους για τους άντρες, παρόλο που και οι ίδιες θεωρούσαν την πράξη τους εγκληματική και τιμωρητέα. Όταν δεν μπορούσαν να συναντηθούν έστελνε η μία στην άλλη γράμματα και μέσα σ’ ένα απ’ αυτά έγραψε η Έλλη στην Γκρέτε, πως ήθελε να δηλητηριάσει τον άνδρα της, αλλ’ όχι να τον σκοτώσει μια κι έξω, αλλά ότι έπρεπε να πέσει άρρωστος στο κρεβάτι, για να καταλάβει τι αξίζει μια γυναίκα. Συνειδητά δεν ήθελε να βγάλει από τη μέση τον Λινκ, αλλά ήθελε να τον αλλάξει και να τον κάνει καλύτερο. Έτσι κάποια μέρα προμηθεύτηκε ποντικοφάρμακο κι όταν είδε πως δεν έκανε τίποτα, προμηθεύτηκε αρσενικό που του έριχνε στο φαγητό του λίγο λίγο.

 

Alfred Döblin

 

Ο Λινκ αρκετές φορές είχε αποφασίσει από μόνος του να κρεμαστεί, επηρεασμένος από τον πατέρα του, που το είχε κάνει κι όλες τις φορές τον κατέβαζε η Έλλη και τον έσωζε. Ποιος ήταν λοιπόν, ο λόγος για την επιλογή της φαρμακείας, αντί για ένα γρήγορο θανατηφόρο χτύπημα; Το μίσος που είχε μέσα της η Έλλη ήταν τεράστιο. Έπρεπε να βγάλει από τη μέση τον άνδρα της κι αυτό να περάσει απαρατήρητο από τη μια, αλλά από την άλλη, ήθελε να τον κρατήσει για να τον σκοτώνει για περισσότερο καιρό. Άλλωστε ήταν μία σκέψη που δεν τολμούσε να την αποκαλύψει ούτε στη Γκρέτε, ότι δεν ήθελε να τον σκοτώσει, αλλά ήθελε μόνο να τον τιμωρήσει, γιατί πίστευε ότι έτσι θα διορθωνόταν, γιατί μέσα της υπήρχε μια συμπάθεια για τον Λινκ, η οποία ξεπηδούσε από την αίσθηση που είχε περί οικογένειας, ότι ήταν ο άντρας της. Η φίλη της ζούσε από κοντά την εξέλιξη αυτή. Παρ’ όλο που έπαιρνε το δηλητήριο ο Λινκ, δεν έδειχνε να τον επηρεάζει και πολύ. Συνέχιζε να πηγαίνει να μεθάει κι όταν γύριζε της πέταγε το φαγητό στο κεφάλι, την πέταγε στο κρεβάτι και την τυραννούσε. Σιγά σιγά όμως έβλεπε πως χειροτέρευε, αλλά έλεγε στο εαυτό της πως δεν κάνει πίσω, γιατί αυτός έπρεπε να μετανιώσει. Μέσα στα γράμματά της προς την Γκρέτε έγραφε πως όταν τέλειωναν όλα με τον Λινκ, θα καταλάβαινε, ότι τα έκανε όλα για χάρη της. Τέλος ο Λινκ πέθανε την 1η Απριλίου του 1922 σε ηλικία τριάντα ετών.

Η Έλλη τώρα ένιωθε λυτρωμένη. Η Γκρέτε όμως ήταν μπερδεμένη και λυπημένη μαζί, γιατί ένιωθε πως η φίλη της τη γέμιζε ενοχές και ότι για όλο αυτό που έγινε ήταν σαν να ευθυνόταν αυτή.

Στο πιστοποιητικό θανάτου του Λινκ, οι γιατροί έγραψαν ότι ο θάνατος προήλθε από δηλητηρίαση με μεθυλική αλκοόλη. Τότε η μητέρα του Λινκ ζήτησε να γίνει νεκροψία και βρέθηκαν υψηλά επίπεδα αρσενικού, οπότε συνελήφθη η Έλλη, αλλά επειδή έγινε έρευνα στο διαμέρισμα της Έλλης και βρέθηκαν οι επιστολές που είχαν ανταλλάξει μεταξύ τους η Έλλη με την Γκρέτε, συνέλαβαν και την Γκρέτε σα συνεργάτη, αλλά και τη μητέρα της Γκρέτε.

Η δίκη έγινε σε δικαστήριο του Βερολίνου από τις 12 έως τις 16 Μαρτίου του 1923. Η Λινκ καταδικάστηκε σε τέσσερα χρόνια φυλάκιση και της αφαιρέθηκαν τα πολιτικά της δικαιώματα για έξι χρόνια, ενώ η φίλη της σε ενάμιση χρόνο και της αφαιρέθηκαν τα πολιτικά της δικαιώματα για τρία χρόνια. Η μητέρα της Γκρέτε αφέθηκε ελεύθερη. Οι εφημερίδες βέβαια και οι διάφοροι πραγματογνώμονες έγραψαν και είπαν διάφορα.

Τα κύρια συμπεράσματα όμως  που βγήκαν ήταν:

  1. ότι η φιλία και ο καταπιεσμένος έρωτας γίνονται σεξουαλική σχέση και
  2. τονίστηκε η αναγκαιότητα της σεξουαλικής αγωγής και η επανακαθιέρωση της ανυπέρβλητης αποστροφής ως λόγος διαζυγίου.

Τέλος τονίστηκε ότι το μεγαλύτερο μέρος της ψυχής μας αποτελείται από ένστικτα και ότι η ανάλυση των ενστίκτων και η αποκάλυψή τους, φέρνει στο φως τις κινητήριες δυνάμεις που είναι εξαιρετικά καθοριστικές για τις πράξεις μας.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top