Fractal

Οι αρραβώνες του κυρίου Ίρ, και η αμφοτερόπλευρη έννοια της απέχθειας

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

arravones

 

Georges Simenon, “Οι αρραβώνες του κυρίου Ίρ”. Μετάφραση: Αργυρώ Μακάρωφ. Εκδόσεις Άγρα, 2008

 

Μια βαριά ατμόσφαιρα το σκηνικό, αποπνικτική για μερικούς όπως ο πρωταγωνιστής ετούτου του βιβλίου, η εξωτερική ζωή να κατασκευάζει ενόχους, αποτέλεσμα συνεχιζόμενων φαντασιώσεων, θλιβερές τετριμμένες μέρες, μελαγχολική καθημερινότητα για τους περισσότερους, με μοναδική ίσως εξαίρεση για τους μοναχικούς η βραδινή ως επί το πλείστον ενατένιση του απέναντι δωματίου μαζί με το περιεχόμενο του δωματίου, απόρριψη κάποιων από τους πολλούς, βαρετές παρακολουθήσεις, έντονη κι αέναη αντιπαράθεση ήχων, βουητών, συναισθημάτων, αντιπάθεια και απέχθεια εκατέρωθεν.

Η υπόθεση του μυθιστορήματος ‘Οι αρραβώνες του κυρίου Ίρ’,  μετατοπίζεται εμπρός και πίσω, σαν όχημα στην εύκολα μετακινούμενη και αφιλόξενη άμμο, με συχνά ξέφρενη κίνηση, αλλά και ατελείωτη αναμονή ενδιάμεσα. Υπάρχει λίγη ηρεμία σε τούτο εδώ το κείμενο, περισσότερο μάλλον ταραχή.   Η κεντρική φιγούρα είναι ο κ. Ίρ,  αν και το όνομα της οικογένειας είναι Ίροβιτς, ένας μοναχικός άνθρωπος που κερδίζει τον επιούσιο με μια ταχυδρομική απάτη η οποία υπόσχεται στους ερωτηθέντες ότι μπορούν να κερδίσουν εύκολα χρήματα με σχετικά λίγη προσπάθεια. Η θυρωρός στο κτίριο όπου ζει είναι πεπεισμένη ότι αυτός είναι ένοχος για την πρόσφατη δολοφονία μιας νεαρής γυναίκας, και η αστυνομία θεωρεί ότι αυτή μπορεί να έχει δίκιο.  Έτσι τοποθετούν ανθρώπους γύρω του για πολλές ώρες οι οποίοι τον παρακολουθούν και σιγά-σιγά του σφίγγουν ολοένα και περισσότερο μια αόρατη θηλιά γύρω από το λαιμό του. Ο Ίρ σύντομα παρατηρεί την προσοχή που δίνουν σε αυτόν, αλλά ο Σιμενόν ξεσκεπάζει αργά και σταδιακά τον χαρακτήρα του, και δημιουργεί ένα πορτρέτο το οποίο αρχίζει να αναδύεται καθώς ακολουθούμε τις μετακινήσεις του, την επαγγελματική επιχείρησή του, και τους διάφορους άλλους σταθμούς της καθημερινότητάς του. Πρόκειται αναμφίβολα για έναν ελεεινό χαρακτήρα, ένα δυσάρεστο είδος ανθρώπου, που κάθεται και κοιτάζει μια γυναίκα την ώρα που ξεντύνεται στο απέναντι σπίτι μέσα από το παράθυρό του τα βράδυα. Αλλά, από την άλλη μεριά, υπάρχουν επίσης και κάποιες άλλες  πλευρές σ’ αυτόν που εκπλήσσουν. Πρόκειται για έναν εξαιρετικό σφαιριστή σε λέσχη μπόουλινγκ και μπιλιάρδου, και όσοι τον γνωρίζουν μόνο από τις επιτυχίες του στο παιχνίδι είναι πεπεισμένοι ότι στην πραγματικότητα είναι αστυνομικός.  Ο Σιμενόν κάνει αριστοτεχνική δουλειά με την επεξεργασία της εικόνας  αυτού του πλαδαρού ανθρώπου, αρχίζοντας με τη φυσική του κατάσταση.   ‘ …Ήταν πλαδαρός. Ο όγκος του δεν ήταν μεγαλύτερος από εκείνον οποιουδήποτε συνηθισμένου ανθρώπου, αλλά έδινε την εντύπωση ότι δεν είχε ούτε  σάρκα ούτε οστά, αλλά ένα μαλακό και  χαλαρό σώμα, τόσο ώστε οι κινήσεις του να γίνονται δύσκολα…’.

Η Αλίς, είναι η γυναίκα που ο Ίρ έχει τα μάτια του πάνω της,  που τον χρησιμοποιεί γιατί ο φίλος της, τον οποίο ο Ίρ γνωρίζει, είναι ο πραγματικός δολοφόνος. Είναι ένα μυθιστόρημα συνεχώς αυξανόμενης έντασης και ανησυχίας, ακόμη και με τυχαίους χαρακτήρες οι οποίοι προστίθενται στην ολοένα και πιο καταπιεστική ατμόσφαιρα, όπως όταν η μικρή κόρη της θυρωρού αρρωσταίνει. Αλλά o Ίρ  είναι πάντα ένα απομονωμένο νησί από το γενικότερο κοινωνικό περιβάλλον.  Η θηλιά συνεχίζει να σφίγγεται, με αποκορύφωμα την τελική αναμέτρηση, αλλά ακόμα και στο τέλος η θλιβερή εικόνα παραμένει ακριβώς έξω από τον έλεγχο. Ένα καλά σχεδιασμένο, πολύ ανήσυχο ψυχολογικό πορτρέτο και παράλληλα ένα κατάλληλα ανατριχιαστικό θρίλερ.

 

Georges Simenon

Georges Simenon

 

Στη διάρκεια της ζωής του, ο Ζωρζ Σιμενόν απέκτησε αρκετή  φήμη ως ο δημιουργός της δημοφιλούς σειράς με επιθεωρητή τον Μαιγκρέ, αλλά οι ιστορίες του με πρωταγωνιστή τον παραπάνω  ντετέκτιβ είναι μόνο ένα τμήμα της συνολικής παραγωγής που περιλαμβάνει την ερευνητική δημοσιογραφία, νουβέλες, εγκλήματα, πολύτομα απομνημονεύματα, καθώς και ένα ολόκληρο κομμάτι στο έργο εκείνο  που θεωρείται το καλύτερό του, τα ψυχολογικά δηλαδή μυθιστορήματα. Όλα αυτά καθιστούν τον γεννημένο στο Βέλγιο συγγραφέα, ως έναν από τους μεγάλους μανιακούς με τη λογοτεχνία. Εκεί όπου άλλοι συγγραφείς είχαν διαθέσεις, φαντασιώσεις και έρωτες που μπορεί να είχαν επηρεάσει το έργο τους, ο Σιμενόν φάνηκε να μετατρέπει κάθε θετική ή αρνητική διάθεση, κάθε περαστική φαντασίωση, κάθε ερωτική σχέση στην οποία έπεσε, σε  μυθιστόρημα.

Και ευτυχώς, για τους αναγνώστες,  στη ζωή του υπήρχαν πάρα πολλές φαντασιώσεις και αισθηματικές υποθέσεις. Στις σπάνιες περιπτώσεις όταν δεν έγραφε, ο  Σιμενόν είχε άπειρες υποθέσεις με πόρνες, ερωμένες, κι ακόμα και με τις συζύγους. Όσον αφορά τις τελευταίες, είχε δύο, αν και ο προτιμώμενος τρόπος ερωτικής του συμπεριφοράς ήταν ένα ερωτικό τρίγωνο που περιλάμβανε μια οικονόμο ή την προσωπική του γραμματέα. Για ένα σύνηθες μυθιστόρημα, χρειαζόταν περίπου έξι με δεκατέσσερις ημέρες, όσο διαρκούσαν περίπου κι οι ερωτικές του ιστορίες, αλλά οι γάμοι του κατά μέσο όρο πολύ περισσότερο. Ανήκε αναμφίβολα σε εκείνη την κατηγορία συγγραφέων που είναι πρόκληση για τους μελετητές γιατί είναι δύσκολο να ξέρουν  πού τελειώνει η προσωπική τους ζωή   και που αρχίζει το γράψιμο και η μυθοπλασία, που είναι σίγουρα ανακατεμένα με τις ψυχολογικές εμμονές του συγγραφέα, τις τάσεις, τις αγωνίες, καθώς και τις σχετικά καλά  οργανωμένες άμυνές του ενάντια σε όλους αυτούς τους φόβους. Οι παραπάνω γραμμές φυσικά δεν υπαινίσσονται με κανένα τρόπο ότι αυτά τα μυθιστορήματα είναι αυτοβιογραφικά ή εξομολογητικά με οποιονδήποτε τρόπο. Στην περίπτωσή μας, οι υποθέσεις του έχουν να κάνουν ή βρίσκονται αναμεμιγμένες με τα μεγαλύτερα ιστορικά γεγονότα, όπως ο γαλλικός αποικισμός της Δυτικής Αφρικής, άλλα φέρνουν μπροστά μας κάποια  μικροπρεπή δράματα της μεσαίας και κατώτερης τάξης, στη διαδικασία της διάρρηξης των σχέσεων, κάτι που κλασσικά ισχύει στο  ‘Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν’, ή σε πιο σπάνιες περιπτώσεις σε ανθρώπους που προσπαθούν να ξανασταθούν στα πόδια τους είτε στην Ευρώπη ή την Αμερική, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τα ‘Τρία υπνοδωμάτια στο Μανχάτταν’. Στα ‘Κόκκινα φώτα’, πάλι, η τυπική υπόθεση εξιστορεί τις απεγνωσμένες, άστοχες ή αποτυχημένες προσπάθειες ενός ανθρώπου για ελευθερία από τους πέριξ κοινωνικούς περιορισμούς. Στα μυθιστορήματα μυστηρίου, όμως, που μοιάζουν κάπως στενάχωρα, ο Σιμενόν υποβάλλει την επιθυμία στον πρωταγωνιστή του να πάει οπουδήποτε έξω και μακριά από αυτό τον κόσμο. Υπάρχουν μεσήλικες άνδρες που φεύγουν μακριά από τις οικογένειές τους για κάποια αβέβαιη περιπέτεια, νέοι άνδρες οι οποίοι καταλαμβάνονται από τη μανία του εγκλήματος, ή να αφήνουν την Ευρώπη για την Αφρική και να ξαναγυρίζουν όταν πια δεν μπορούν να αντέξουν ή να αντιμετωπίσουν τη φρίκη, άνδρες που κοιτάζουν έξω από τα παράθυρα, άνδρες που κάνουν αιώνια υπομονή απλώς και μόνο για να είναι ή έστω να αισθάνονται ότι είναι ζωντανοί.

 

Η εμμονή του Σιμενόν με την ηδονοβλεψία είναι πιο σαφής στους ‘Αρραβώνες του κυρίου Ίρ’ (1933). Είναι ένα από τα βιβλία που οι νέοι αναγνώστες του συγγραφέα θα έπρεπε να διαβάσουν πρώτα. Ο άτυχος κ. Ίρ, γεννημένος ως Ίροβιτς, γιος ενός εβραίου ράφτη, είναι ο κλασσικός μοναχικός πρωταγωνιστής του Σιμενόν. Παχύσαρκος, με παιδαριώδεις τρόπους, εργάζεται μόνος και μυστηριωδώς σε ανήλιαγα γραφεία. Τα δύο κύρια πάθη του, είναι το  μπόουλινγκ και η παρακολούθηση της   κοκκινομάλλας γυναίκας απέναντι από την αυλή της πολυκατοικίας του, καθώς αυτή γυμνώνεται και σέρνεται  στο κρεβάτι, πιθανώς ο Σιμενόν να τη φαντάζεται με έναν δικό του τρόπο.  Η γυναίκα ξέρει ότι την κατασκοπεύει, αλλά την ίδια στιγμή  όλοι στο κατάμεστο παρισινό προάστιο ακριβώς έξω από το δέκατο τρίτο διαμέρισμα, έχουν τις δικές τους θεωρίες για τον κ. Ίρ. Οι γονείς πιστεύουν ότι είναι παιδόφιλος, οι φίλοι του  στο μπόουλινγκ ότι είναι πράκτορας της αστυνομίας, η θυρωρός που παρουσιάζεται ως η κατ’ εξοχήν πληροφοριοδότης λόγω της  καθημερινής παρακολούθησης στην πολυκατοικία που πιστεύει ότι αυτός είναι ο άνθρωπος που δολοφόνησε πρόσφατα μια πόρνη. Κάποια στιγμή καλείται η αστυνομία, ο πραγματικός δολοφόνος εμπλέκεται στην ιστορία κι όλα τα αναπόφευκτα παίρνουν το δρόμο τους.

 

Ο Ζωρζ Σιμενόν κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.   έζησε στη Βαντέ, που είναι τμήμα της δυτικής Γαλλίας, στις ακτές του Ατλαντικού. Η θέση που κράτησε ο συγγραφέας κατά τη διάρκεια του πολέμου, είναι ένα θέμα σημαντικών διαφωνιών, με μερικούς μελετητές να τον βλέπουν ως συνεργάτη των Γερμανών, ενώ άλλοι να διαφωνούν, και να τον θεωρούν έναν απολιτικό άνθρωπο που ήταν ουσιαστικά ένας οπορτουνιστής, και με κανένα τρόπο συνεργάτης των Ναζί. Αρκετοί πάντως από τους κριτικούς του Σιμενόν έχουν προτείνει ότι η αποφυγή του από την πολιτική, ιδίως μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν εσκεμμένη. Λιγότερο σαφές είναι εάν η σιωπή του υποκινήθηκε από την ενοχή, ή από μια αίσθηση ήττας.  Ο Πιερ Ασουλίν, συγγραφέας της οριστικής βιογραφίας του, παραπέμπει σε μια σειρά άρθρων που έγραψε ο Σιμενόν το 1921 για τη βελγική εφημερίδα ‘Gazette de Liège’, με θέμα τον εβραϊκό κίνδυνο. Εκεί ο Σιμενόν παρουσίασε μια λίστα σημαντικών εβραίων που ενεπλάκησαν στην μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ανασυγκρότηση. Είναι χαρακτηριστική μια από τις αρχικές του φράσεις, ‘… Υπάρχει ένας πραγματικός εβραϊκός κίνδυνος εναντίον του οποίου όλες οι εθνικές δυνάμεις και, πάνω απ’ όλα, οι Καθολικές δυνάμεις, θα έπρεπε να αγωνίζονται….’.

Ενώ ο Σιμενόν τότε ήταν μόλις δεκαοκτώ ετών, και πολλοί άνθρωποι και δημοσιογράφοι μπορεί να γράψουν επιπόλαια κείμενα σε αυτή την ηλικία, εν τούτοις οι δικαιολογίες του ήρθαν πολύ αργότερα, το 1985, όταν τα άρθρα με αυτό το περιεχόμενο ήρθαν στο φως της δημοσιότητας. Αυτός ο αντισημιτισμός, συμμάχησε με τον καθολικισμό και τον εθνικισμό και συνθέτουν ένα προφίλ κοινό για πολλούς ανθρώπους στο Βέλγιο και τη Γαλλία, που σιωπηρά ή ανοιχτά συμπαθούσαν το φασισμό της Ιταλίας ή το αντίστοιχο εθνικοσοσιαλιστικό μοντέλο της Γαλλίας. Στο βιβλίο που αναφερόμαστε, ο κ. Ίρ ήταν γόνος εβραίων. Ο πατέρας του  ονομαζόταν Ίροβιτς, ήταν Ρωσοεβραίος και καταγόταν από τη Βίλνα, που εκείνη την εποχή ανήκε στη Ρωσία, κι ακόμα ασκούσε το επάγγελμα του ράφτη, και επιδιδόταν περιστασιακά στην τοκογλυφία.

Γάλλοι ιστορικοί πάντως, παρατηρούν ότι τα μεταπολεμικά μυθιστορήματα του Σιμενόν σχεδόν ποτέ δεν αναφέρονται στον πόλεμο, όπως και ποτέ στο Ολοκαύτωμα.  Αυτή η παράλειψη θα ήταν λιγότερο εντυπωσιακή, αν ο Σιμενόν δεν είχε τοποθετήσει  τους χαρακτήρες μερικών βιβλίων του σε κάποια από τα ορόσημα της κατοχής, συμπεριλαμβανομένου του σιδηροδρομικού σταθμού όπου οι Εβραίοι του Παρισιού απελάθηκαν και την πόλη της ίδιας της Vichy. Μια παρόμοια πειστική παρατήρηση κρέμεται πάνω από τα ‘Τρία δωμάτια στο Μανχάτταν’. Δεν είναι τυχαίο, εδώ, ότι ο Γάλλος ηθοποιός αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα, όπως και το γεγονός ότι η γυναίκα που συναντά στη Νέα Υόρκη μιλάει ουγγρικά, γαλλικά, γερμανικά, ισπανικά και αγγλικά. Μοιάζουν με τους πρόσφυγες, ακριβώς επειδή ίσως ήταν, κι η  συνάντησή τους θα μπορούσε να συμβεί μόνο στο καταφύγιο για όλους τους απάτριδες ανθρώπους όπως ήταν η πόλη της Νέας Υόρκης μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ωστόσο, για τον Σιμενόν, στο βιβλίο αυτό, ο άντρας κι η γυναίκα ήταν μάλλον  πρόσφυγες αμφότεροι από αποτυχία στον ερωτικό τους τομέα.

‘Οι αρραβώνες του κ. Ίρ’, ανήκουν στα κείμενα του Σιμενόν με περιεχόμενο έντονα ψυχολογικό, και κατατάσσουν τον συγγραφέα στους μεγάλους πεζογράφους του συγκεκριμένου είδους στον αιώνα του. Ο κ. Ίρ’, φαίνεται ότι αποτελεί το θύμα ενός λιντσαρίσματος, αλλά σε αργή και βασανιστική κίνηση. Είναι ένας πολύ βολικός αποδιοπομπαίος τράγος, ένα συνηθισμένο καθημερινό ανθρώπινο πλάσμα, μέσα σ’ ένα περιβάλλον δίκην ακουαρέλας γεμάτη με υγρασία και βροχή, κι ακόμα  μουτζούρες και καρικατούρες μουσκεμένων και αφόρητα συνηθισμένων καθημερινών ανθρώπων.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top