Fractal

Ανάμεσα σε δυο όχθες

Γράφει η Χρύσα Φάντη //

 

Κατερίνα Ζαρόκωστα «Οι αδερφές Ραζή» Μυθιστόρημα, σελ. 331, εκδ. Μεταίχμιο, 2017

 

«Αν ο άνθρωπος έβαζε μυαλό με τις συμφορές, ο κόσμος θα προχωρούσε προοδευτικά προς το καλύτερο και ύστερα από τόσους αιώνες πολιτισμού θα είχε αγγίξει σφαίρες σχεδόν θεϊκές» («Οι αδερφές Ραζή»

[…]

Οι άνθρωποι έχουν έναν διαισθητικό τρόπο να αντιλαμβάνονται τον κόσμο, κι αυτός ο τρόπος έρχεται σε σύγκρουση με τα λόγια της εξουσίας» (σελ. 21)

 

Στο μυθιστόρημα της Κατερίνας Ζαρόκωστα «Ένα κομματάκι ουρανός», (2000, 2008, Καστανιώτης), πρώτο μέρος μιας τριλογίας με τίτλο «Οι δυο όχθες», οι κεντρικοί ήρωες ήταν έλληνες πρόσφυγες από τα παράλια της Μικρασίας. Στο πιο πρόσφατο «Οι αδερφές Ραζή» (2017, Μεταίχμιο)- και δεύτερο μέρος την εν λόγω τριλογίας-, πρωταγωνιστούν πρόσφυγες από την Κωνσταντινούπολη. Κοινός τόπος και στα δυο μυθιστορήματα ο ψυχικός μετεωρισμός των ηρώων ανάμεσα σ’ αυτές τις δυο όχθες-πατρίδες.

 

 

 «Πίσω, εκεί, στη γειτονιά τους, τα σοκάκια ήταν ανηφορικά, κάθετα στον γιαλό. Ο Βόσπορος μπαίνει σε κάθε σπίτι, απ’ τη γωνίτσα του μπαλκονιού, απ’ το παράθυρο της κουζίνας, τον διάδρομο, τη σάλα[…]»

 

Τι σημαίνει να ζεις στη μια όχθη και να ονειρεύεσαι την αντίπερα; Οι αδερφές Ραζή (Μέλπω, Τέτα και Χαρίκλεια) περνούν ανέφελα τα παιδικά τους χρόνια στο πατρικό τους δίπλα στον Βόσπορο. Μετά τον «διάπλου της απόγνωσης», χωρίς τα οικονομικά μέσα για κάτι καλύτερο, θα καταφύγουν στον καταυλισμό της Καισαριανής. Η Μέλπω θα παντρευτεί τον συμπατριώτη της Ευάγγελο Φραντζή, που από σκουπιδιάρης του Δήμου θα καταφέρει μετά πολλών βασάνων να βρει δουλειά  δίπλα στον Μποδοσάκη. Σχετικά σύντομα θα παντρευτεί και η Χαρίκλεια με τον επίσης πρόσφυγα και συμπατριώτη της Μιχαλάκη. Η Χαρίκλεια θα φύγει από τον καταυλισμό για να δουλέψει στο  ζαχαροπλαστείο που έχει ο Μιχαλάκης στο Φάληρο. Kαι η Τέτα, μετά από εφτά χρόνια «στην καμπούρα του Ευάγγελου», θα μεταναστεύσει στην Αμερική για να παντρευτεί τον Γιάννη Τσακίρογλου, συμπατριώτη της που ελάχιστα γνώριζε.

Στο μεταξύ, στο Φάληρο, στην άλλη μεριά της Αθήνας, η πάλαι ποτέ αριστοκράτισσα Ζαμίχα Χούρσογλου ζει σε ένα καμαράκι που της έχουν παραχωρήσει μακρινοί συγγενείς, ενώ ο γιος της ο Άρης, εξαφανισμένος από ντροπή, κουβαλάει κάρβουνο για να ζήσει.

Πώς να προσαρμοστείς στις νέες συνθήκες; Στην πλειοψηφία τους, (η περίπτωση της Χαρίκλειας είναι εξαίρεση, ίσως γιατί δουλεύει μαζί με τον σύζυγο), οι γυναίκες από την πόλη, αστές με περιουσία και μόρφωση, δεν εργάζονται. Η Ζαμίχα, ακόμη και στον ξεπεσμό της, ξεχωρίζει «για τον αέρα και τα μαργαριτάρια της».

 

Κατερίνα Ζαρόκωστα

 

«Τι είναι ο άνθρωπος χωρίς τον τόπο και τις μνήμες του;» (σελ. 68)

«Είναι χαιρέκακος ο οίκτος για κείνον που ξεπέφτει» (σελ. 25)

 

Στην Κατοχή και τα δύσκολα χρόνια που θα ακολουθήσουν, όλοι θα προσπαθήσουν να επιβιώσουν με κάθε μέσο και τίμημα. Μητέρα και γιος θα δουν τη ζωή τους να καλυτερεύει με την βοήθεια της μεστωμένης Μερόπης, κρυφή ερωμένη του γιου και μια από τις πρώην habituées στα jours fixes της μητέρας του στην Πόλη. Αντίθετα, το πρώτο παιδί του Ευάγγελου και της Μέλπως θα πεθάνει από τις αναθυμιάσεις και τα κουνούπια του καταυλισμού. Σ’ αυτό το τραγικό γεγονός θα προστεθεί ο παράφορος έρωτας του Ευάγγελου για την κατά πολύ νεότερή του Ινώ, πρώην προσφυγάκι από τον καταυλισμό και ιδιαιτέρα του αφεντικού του.

 

Πώς γίνεται μέσα σε συνθήκες ακραίου φόβου, πείνας, φτώχειας,  ηθικής εξαχρείωσης και σκληρού συμβιβασμού για την επιβίωση,  αντισυμβατικοί έρωτες να κλονίζουν τη ζωή των εμπλεκομένων τόσο όσο και το άδικο μιας πρώιμης ανθρώπινης απώλειας;

 

Η Κατερίνα Ζαρόκωστα ανατέμνοντας την ιστορία των κεντρικών ηρώων ρίχνει το βάρος στα προσωπικά πάθη τους και σε όσα αυτοί υπέμειναν εξαιτίας της προσφυγιάς τους. Με την μακρά σπουδή της σε παρόμοιες καταβυθίσεις (από την μάντισσα της Ιωνίας στο «Τομέκ», Καστανιώτης, 1988, μέχρι τους ήρωές της με καταγωγή από την  επαρχία της Βιθυνίας στη μικρά Ασία του 1908, στο «Ένα κομμάτι Ουρανός») σε συνδυασμό με την πολύχρονη λογοτεχνική σκεύη, τη δύναμη της επινόησης και τα έμμεσα βιώματά της (η ίδια προέρχεται από οικογένεια Μικρασιατών προσφύγων), δίνει μια διεισδυτική, καλειδοσκοπική εικόνα των Ελλήνων της Πόλης που αναγκάστηκαν να ξεριζωθούν. Αναιρώντας τις προκαταλήψεις των ντόπιων που αποκαλούσαν τους  άντρες πρόσφυγες «τουρκόσπορους», «μπατήρηδες», «μουφλούζηδες», «ξεβράκωτους», «διακονιάρηδες», «πολίτες δεύτερης κατηγορίας», τις δε γυναίκες «πουτάνες» και «παστρικές», αγγίζει, ξεδιπλώνει, εστιάζει και τελικά εμμένει σ’ αυτά που πραγματικά τους χαρακτήριζαν ∙ πονηριά, κολακεία, φόβο, αλλά και νοικοκυροσύνη, συμπόνια, πνευματική καλλιέργεια. Επιπρόσθετα, οι περιγραφές των αναμνήσεών τους από την Πόλη ─ τα δίπατα σπίτια με τα σαχνισιά, τις οικογένειες που γλεντούσαν στους κήπους και τους κατάφυτους λόφους της Χάλκης σε αντίθεση με τη μετέπειτα ζωή τους στους προσφυγικούς καταυλισμούς και τις λαϊκές συνοικίες, − την Καισαριανή, την Ηλιούπολη, την Αργυρούπολη και τα Τουρκοβούνια όπως ήταν τότε −, χάρη στη  ψυχογραφική της δεινότητα και την μελετημένη σκηνοποιία δημιουργούν λίαν ενδιαφέρουσες  αποτυπώσεις.

 

«Τα νοικοκυρεμένα σπιτάκια ξεψυχάνε μπροστά σε μια γυμνή, χέρσα έκταση, ένα ξεροβούνι σπαρμένο με τούμπες, βράχια, άνυδρα ρέματα. Αυτά, λοιπόν, είναι τα Τουρκοβούνια;» (σελ. 49)

 

Κλασσική τριτοπρόσωπη αφήγηση με σχετικά λίγες χρονικές ή φαντασιακές αναδρομές, ρεαλισμός που σε σημεία εμφανίζεται ιδιαίτερα αιχμηρός, λόγος βιωματικός, εμποτισμένος με φράσεις και λέξεις τούρκικης, αραβικής ή λατινικής προέλευσης (πχ. σεβγκιλίμ, χανιμεφέντι,  “promenade της grande rue de Pera”κ.α.) πιστός στο γλωσσικό  ιδίωμα των ελλήνων της Πόλης και συγγενικός με την δική της καταγωγική ιδιόλεκτο. Δομή στέρεα και πλοκή χωρίς χάσματα, (να σημειώσουμε εδώ τα επιτυχώς σκιαγραφημένα και ενταγμένα στην όλη ιστορία δεύτερα πρόσωπα (Χαρίκλεια, Αντιόπη, Λίλη, Σταύρο) ομού με τα παρένθετα (Ζάχο-Νεντίμ, Γεωργία-Ανούς Εμινέ, Ήβη, Λουλουδάκι, παπα-πρόσφυγα κ.α). Λόγος καλοδουλεμένος, με τα αμιγώς αφηγηματικά μέρη να συμπληρώνουν προτάσεις δίκην λαϊκών γνωμικών ή θυμοσοφικών αποφθεγμάτων.

 

«Η φύση κινείται στους δικούς της ρυθμούς που σπανίως συμπίπτουν με την ανυπομονησία του ανθρώπου» (σελ. 21)

«Έρωτας χωρίς θαυμασμό δεν χτίζεται, ούτε ζει» (σελ. 37),

«Ούτε η ζωή δίνεται πίσω, ούτε τα κομμένα μέλη αναβλύζουν» (σελ. 81)

«Η νοστιμιά στα μικρά κρύβεται» (σελ. 22) 

«Ο μουσαφίρης λένε είναι σαν το ψάρι. Μετά την τρίτη μέρα παίρνει να μυρίζει» (σελ. 132)

«Όταν η τύχη αποφασίζει να παίξει τα παιχνίδια της, οι ερωτήσεις μένουν αναπάντητες» (σελ. 308)

 

Σε όλο το μυθιστόρημα της Ζαρόκωστα συναντάμε φράσεις παρόμοιες (ένα ελάχιστο δείγμα τους εδώ παραθέσαμε). Ρήσεις που σαν από στόμα αόρατου υποβολέα (κάτι σαν δεύτερη, αποστασιοποιημένη φωνή), συνομιλούν με το υπόλοιπο κείμενο, και χάρη στην  καθολική τους αξία και απλότητα (απλότητα και όχι απλοϊκότητα), το απογειώνουν. Εύστοχα σχόλια και συλλογισμοί σε λόγο πυκνό και λακωνικό που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν κάλλιστα και σαν μότο, προσδίδοντας στη διήγηση διαχρονικό βάθος και εύρος. Προτάσεις που δένουν αρμονικά τόσο μεταξύ τους όσο και με το σύνολο, χαρίζοντάς του προσωπικό ύφος και στιλ.  (Ύφος και στιλ που θυμίζει Άμος Οζ στον «Ιούδα»,  αγαπημένο, άλλωστε, συγγραφέα της  Κατερίνας  Ζαρόκωστα).

 

«Οι αδερφές Ραζή» συγκροτούν μια πολυπρόσωπη μυθιστορία ─ προϊόν ευαισθησίας, ευρυμάθειας και διορατικότητας της δημιουργού τους. Ένα πόνημα που προσφέρει αισθητική απόλαυση και συνάμα προβληματίζει. Έργο που μπορεί και απευθύνεται τόσο στον απλό μέσο αναγνώστη όσο και στον εξαιρετικά μυημένο.

Η συγγραφέας, καταξιωμένη πεζογράφος που δεν αφήνει τίποτα «να της πέσει χάμω», δείχνει να μην έχει ανάγκη από φορμαλισμούς ή άλλες ακρότητες για να πετύχει τους στόχους της.  Με το «Οι αδερφές Ραζή»   μας χαρίζει ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα-κατάθεση ψυχής.

 

 

Η Κατερίνα Ζαρόκωστα γεννήθηκε στην Αθήνα το 1951. Σπούδασε Γαλλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και συνέχισε έναν κύκλο σπουδών Κοινωνικής Ψυχολογίας στην École pratique des hautes études στο Παρίσι. Από το 1979 ως το 1993 συνεργάστηκε με την Κρατική Ραδιοφωνία και Τηλεόραση σε εκπομπές πολιτιστικού περιεχομένου. Από το 1993 ως το 2000 ήταν υπεύθυνη βιβλιοπαρουσίασης στο περιοδικό Elle. Στη λογοτεχνία εμφανίστηκε το 1983. Έκτοτε δημοσίευσε επτά βιβλία: συλλογές διηγημάτων, νουβέλες και ένα μυθιστόρημα. Διηγήματά της έχουν μεταφραστεί στα γερμανικά και στα αγγλικά. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και διετέλεσε μέλος του Διοικητικού της Συμβουλίου στα έτη 2007, 2011 και 2012. Είναι Μέλος της Επιτροπής για το βραβείο μυθιστορήματος The Athens Prize for Literature.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top