Fractal

Άσμα στην ιδιαίτερη πατρίδα

Γράφει η Γιώτα Παρθενίου // *

 

 «ΟΦΙΣ ΟΙΚΟΥΡΟΣ» του Νίκου Κατσαλίδα, Eκδόσεις του Φοίνικα

 

Πάει καιρός να ξαναζωντανέψουμε «Τα πατρικά της μνήμης». Έφτανε τούτη η ποιητική συλλογή «Όφις οικουρός» Νίκου Κατσαλίδα, να βυθιστεί κανείς στο πηγάδι της μνήμης ή στους δαιδάλους του υποσυνείδητου, που όψεις αισθητικές και συγκινησιακές, καλούμαι σήμερα να μοιραστώ μαζί σας, σε μια αναζήτηση αιτίων, πηγών έμπνευσης και λειτουργίας της ποιητικής γραφής στο σύγχρονο ποιητικό γίγνεσθαι. Η έκδοση καλαισθητική και ως υφή, υποβάλει εξ αρχής μιαν οικειότητα. Ο τίτλος αινιγματικός. Οι δυο λέξεις, τόσο η όφις, όσο και η οικουρός σαφώς μας παραπέμπουν στην αρχαία ελληνική γραμματεία. Όφις οικουρός λοιπόν και το συναρπαστικό κείμενο που προτάσσεται της ποιητικής συλλογής, μας απαλλάσσει από τη διαδικασία αναζήτησης της ακριβούς έννοιας. «Να ‘χετε τη γνώμη σας, μη λάχει το πειράξετε, μαύρα μου γεννητούρια, φίδι πους σας έφαγε, σας πιάνει η κατάρα, είναι ο φύλακάς μας, πνεύμα το στοιχειό, ο οικουρός ο όφις των παππούδων, φίδι του σπιτιού το λέμε εμείς σήμερα». Ολόκληρο το κείμενο μας βγάζει κατ’ ευθείαν στις λαϊκές δοξασίες.

Αν ο τίτλος σημαίνει, κι αν στην απλή γλώσσα του λαού σημαίνει το φίδι του σπιτιού, το φύλακα, τότε ας προετοιμαστούμε για έναν κόσμο που προϋπήρξε, με ότι τον χαρακτηρίζει και τον εμπεριέχει , αν όμως ο ποιητής δεν μένει μόνο στο προϋπάρχον, τι μέλλεται να αποκαλυφτεί; Το φίδι ως υπαρκτό ον , αλλά και ως σύμβολο, εδώ κυρίως σύμβολο, μας είναι γνωστό από την αρχαιότητα ήδη, λαβές αγγείων, άγαλμα της θεάς Αθηνάς όπου ορθώνεται στα πόδια της, μπρος από την ασπίδα, από την ελληνική μυθολογία ακόμη την αρχαία ελληνική τέχνη. Αλλά και στη χριστιανική θρησκεία είχε θέση ο όφις. Τα 303 ποιήματα της συλλογής, είναι τρίστιχα και χωρίς την παραμικρή παρέκκλιση, παίζουν, ερωτοτροπούν πάνω στο δεκαπεντασύλλαβο. Η επιλογή του ποιητή να κινεί, να ολοκληρώνει τα ποιήματα σε τρεις μόλις στίχους δεν είναι διόλου εύκολη υπόθεση, φανερώνει σπουδή, μαθητεία, πειθαρχία αφαίρεσης και γραφής.

Τόσο οι τίτλοι, όσο και οι στίχοι πολλαπλών εκδοχών και αναγνώσεων, έχουν ένα νοηματικό και συγκινητικό φορτίο που καταγράφεται στη μνήμη, στο σώμα της ύπαρξης, στην ψυχή και διόλου δεν είναι απλής γραφής, ίσα, ίσα. ΚΑΡΑΒΙΑ ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΑ: «Βουνό, βουνό πηγαίναν άκρη φεγγαριού./Τα σπίτια πίσω αφήναν και στοιχειώνανε./Στον καβαλάρη ο όφις, τοτέμ, βιγλάτορας». Το ποίημα ταυτίζει τη γενέτειρα, το γενέθλιο τόπο, δηλώνει την αποδημία και τα συνακόλουθα, εντοπίζεται η λαϊκή δοξασία. Μια γραφή που παίζει ανάμεσα στο πραγματικό και μη πραγματικό, δηλαδή στο φανταστικό. Ηχεί σαν απόηχος από ηπειρώτικο μοιρολόι. Γυρίζοντας τις σελίδες όλως φευγαλέα, αισθάνομαι να καταγράφονται τίτλοι που θέλγουν, πονούν, που σε πάνε στο παράλογο και παραμυθικό, όπως η κάθοδος του όρθρου, λέαινα η σελήνη, φαντασμαγορική παρέλαση εξαθλιωμένων ανδριάντων. Τι πραγματεύεται η συλλογή; Ποια τα εστιακά της κέντρα; Πραγματεύεται στοιχεία ταυτότητας, αρχετυπικά σημεία αναφοράς, αλλά όχι μόνον. Τα εστιακά κέντρα της συλλογής είναι: Οικία, οικουρός όφις. Γενέθλιος τόπος-πατρίδα. Αποδημία, απώλεια. Νόστος. Επάνοδος. Όλα ιδωμένα μέσω της μνήμης. Το φίδι, φύλακας του σπιτιού, διατρέχει σχεδόν όλη τη συλλογή, ‘άγρυπνο φιδοσέρνεται, σφυρίζει στα καδρόνια’ το φίδι της εστίας, όφις της γενναιοδωρίας ή κι ο τελευταίος οικουρός. Το σπίτι, αρχετυπικό κύτταρο της κοινωνίας στις πολλαπλές του εκδοχές ως όλον και ως μέρος αλλά και με τον περίγυρό του, με ή χωρίς πρόσωπα με ή χωρίς τον όφι οικουρό, με τους εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους. Κάθε φορά και άλλη οπτική.

Το σπίτι αφύλακτο. Το σπίτι στην εγκατάλειψη. Το σπίτι ή τα σπίτια; Βαρύ φορτίο εγκατάλειψης. Ο ποιητής προσφεύγει στην επινόηση των λαϊκών δοξασιών. Στο φίδι του σπιτιού αναθέτει τη φύλαξη, στοιχειό ή πνεύμα, είναι η ίδια σκέψη του, η δική του έγνοια;) Το σπίτι εσωτερικά: σκαλισμένη σκάλα, παραθυρόφυλλα, δρύινα συρτάρια, σάλα της υποδοχής, κάμαρα με ιερά οικόσημα, σπίτι στη διψαλέα μοναξιά του. ΟΙΚΟΝΙΣΜΑ ΤΟΥ ΑΗ- ΝΙΚΟΛΑ: ‘Αγιάζει ο άγιος δεξιά και ο παππούς ζερβά του./Κι εγώ ο συνονόματος μέσα στην αγκαλιά τους./Κι η πανσεβάσμια γιαγιά ανάβει το καντήλι τους’. Διαφαίνονται ήδη πατροπαράδοτες αξίες που τις είχαμε ολότελα αποποιηθεί ή αποβάλλει. ‘στρωμένη άγια τράπεζα στη σάλα της υποδοχής, κόκκινο κρασί, κόκκινα αυγά, λαμπάδες της Λαμπρής’ αλλά και εθιμοτυπικά της οικογένειας, άγραφων κανόνων λειτουργίας της ως και συνδετικών κρίκων της. Στίχοι που παραπέμπουν σε αρχοντικό, όπως κι ο οικουρός στη σκαλισμένη σκάλα ή το σπίτι με τα οικόσημα. ΤΑ ΙΕΡΑ ΟΙΚΟΣΗΜΑ: ‘Στην κάμαρη το εκκρεμές της εφηβείας,/στο λεύκωμα του αρχοντικού οι εκατό φωτογραφίες./Κι ένα μολύβι κολοβό μες στα τετράδια του πατέρα’. Στίχοι που χαράσσουν.

Ο πατέρας ένα λυρικό παραλήρημα και στάση σεβάσμια και η γιαγιά η πανσεβάσμια. Στο εσωτερικό του σπιτιού η θέση του παιδιού στην εφηβεία και αλλού στα παραθυρόφυλλα τα βράδια παραβάτης, ερευνά ουρανούς κι αθροίζει αστέρια. Τώρα, γιατί τούτος ο στίχος με πάει στο: ‘Ένα παιδί μετράει τα’ άστρα;’ Εικόνες, αργά πλάνα. Κι η μάνα, ω! η μάνα στην ιδεατή μορφή και διάσταση στο ονειρικό, στο φανταστικό, ακυρώνει ή μεταλλάσσει την πραγματικότητα. Η ΜΑΝΑ ΤΩΝ ΑΓΕΡΗΔΩΝ: ‘Στη σκάφη της προσήλωσης ζυμώνει χιονιάδες,/και με τα αλευρωμένα λεπτεπίλεπτα χεράκια της/ ανοίγει τις κουρτίνες και διαβάζει τους βοριάδες’. Η μάνα σαν βγαλμένη από πλάνο εκείνου του μεγάλου- τον Αγγελόπουλο-εννοώ, να ανοίγει τις κουρτίνες, να θέλγει. Το στοιχειό της εγκατάλειψης ξανά και ξανά. ‘Εδώ ανεμοδέρνεται, χτυπιέται η μπαλκονόπορτα’ ή ‘τρίζανε απελπιστικά τα σκουριασμένα παραθύρια’ ή ‘έσταζε η στέγη του σπιτιού, δακρύζανε τα λούκια’ ‘και τα βουβά σπιτάκια μας στο σεληνόφωτό τους’. Το στοιχείο του ανιμισμού, της απόδοσης ανθρώπινων ιδιοτήτων στα άψυχα, είναι ίδιον του Κατσαλίδα και το χειρίζεται μαγικά.

Ο ποιητής παίζει στο τοπίο των μεταμορφώσεων, παιχνίδι που ασκεί μοναδικά. Τούτο το παιχνίδι με πάει στον Απόλλωνα που αναφέρει στις Μεταμορφώσεις ο Οβίδιος: ‘Ότι και να την χτυπάει βγάζει μουσική’. Ακόμα και στην εγκατάλειψη ο στίχος του καθαγιάζει. ‘Εδώ ανεμοδέρνεται, χτυπιέται η μπαλκονόπορτα’ ή ‘τρίζανε απελπιστικά τα σκουριασμένα παραθύρια’ ή ‘Τώρα τα στοιχειωμένα σπίτια μας, τα σωριασμένα τζάκια, αστρικά πλεούμενα με τις μεσίστιες σημαίες τους’. Όλα ως να ‘χουν ψυχή, κι η λέξη και το δέσιμο των λέξεων, τούτη η τέχνη της ποιήσεως να κάνει τα αδύνατα δυνατά, το σπίτι και ο περίγυρος, τα ωδικά πουλιά, τα δέντρα, τα ζώα, η αυλή. Ο στίχος σημαίνει, όχι, δεν μένει καθόλου στο αίτιο, το αίτιο πλανιέται κι ο αναγνώστης ως μετέχων ή συμμετέχων λαλείται να το ανακαλύψει μόνος. Γενέθλιος τόπος-πατρίδα. Ο γενέθλιος τόπος κάποιες φορές δίνεται με όνομα. Ήπειρος, τα ηπειρώτικα καράβια, το ρολόι της Κακαβιάς, σημαίνει και κυμαινόμενοι, στοιχείο οριοθέτησης, βόρεια και νότια πατρίδα, βόρειος και νότιος χρόνος, βόρειες βραχογραφίες, Λεσινίτσα, κώνος της Στουγάρας, κράκουρα του Θεολόγου, λιθοσουριές του Λυκουρσίου. Όμως η πατρίδα δεν είναι μόνο ο τόπος που γεννιέσαι, είναι κι ο τόπος που γεννά ιδέες, αξίες, ιστορία, λόγου χάριν ως λίκνο πολιτισμού ή ως γενέτειρα ιδεών.

Η γενέτειρα του Κατσαλίδα, πέραν όλων εκείνων που εμπεριέχει και ολοζώντανα στήνονται με θαυμαστή εικονοποιία μπροστά στα μάτια μας αναδύει ήχους, σιωπές, ‘ξελαρυγγισμένα καναρίνια’, αρώματα, αλλεπάλληλα πλάνα, ωδικά άσματα, μια ζωολογία, μια φυτολογία, βάφει ακουαρέλες, υδατογραφίες, ή παίρνει την κάμερα του εικονολήπτη, ένθεος, μανιακός. ‘Όστριες ανασαίνοντας τα νυχτολούλουδά μας’, ‘με σπαστικές ανασαιμιές στο πορφυρένιο ράμφος’, λαμπηδόνες, εσπερινός, ήλιοι, θάλασσες, ποταμοί, αγαύη, αθάνατοι. ‘Με χρυσαφένιες χτένες σε κλαριά ελάτων τα σγουρά μαλλιά χτενίζει ο αποσπερίτης’, ‘δεξιοτέχνης ζέφυρος απάνω στις ανέγγιχτες χορδές της λεμονιάς’. ‘Να ξαναπιάσω τις σταλαματιές των άστρων. ΛΕΑΙΝΑ Η ΣΕΛΗΝΗ : Λούζεται, λύνει τα μαλλιά στην άκρη στο ποτάμι,/λυγίζει για να δροσιστεί στα διάσελα της πούλιας,/πλένει τα λιονταράκια της, τα ροδαλά της όστριας’. Πινελιές υπερρεαλιστικής γραφής. Άφατη τρυφερότητα, όπως κι εκείνη στα ΠΑΙΔΙΚΑ ΥΠΟΔΗΜΑΤΑ: ’Τρία καρφιά στα πέταλα σπάνε την εφηβεία μου, τρία μικρά αστράκια απ’ τα παιδικά μου υποδήματα./ Τρία μικρά γατάκια από πίσω γλείφουνε το αίμα μου’.

 

–                                                               Νίκος Κατσαλίδας                                                           –

 

Ο Νίκος Κατσαλίδας παίζει ακόμη και στο παιχνίδι των αντιθέτων κι από τα γεμάτα ζωή και ευφορία πλάνα τα υμνητικά της φύσης μας βγάζει σε κείνα τα σκληρά ‘ Άγρια άτια προσπερνούν, αγρίμια αφιονισμένα’, ‘βουβοί κρατήρες των βοριάδων/ πότε σιωπούν, πότε γκρινιάζουν’, φαινόμενα, πλάνα σεληνιακά: ‘Στα τρίστρατα ξεθάβουνε σεληνιακές κοκάλες’, ‘τρίζουν τα δέντρα θάνατο’, ‘τα βράχια αγρίμια με ρουθούνια ορθωμένα’, ‘κλαγγές, στρατιές, βηματισμοί δαιμονισμένων’, ‘Κυκλώπεια οροπέδια βομβαρδισμένο ενυδρείο/ με μύριες γάργαρες πηγές και τώρα στερεμένες’. Το πριν και το μετά.

Η εγκατάλειψη παντού. Εικόνες ερήμωσης στα σπίτια, στα πρόσωπα, στους αγίους, στους νεκρούς, στο γενέθλιο τόπο, στην πατρίδα όπως εκείνη της αυλής: Η ΑΥΛΗ ΤΗΣ ΑΠΟΔΗΜΙΑΣ: ‘Η μαύρη χύτρα ανάποδα μουντζώνει ουρανούς./Η σκουριασμένη πυροστιά αστέρια καθηλώνει. Και η γαβάθα του σκυλιού ανάποδα στοιχειώνει’. Κι εμείς; Κι εμείς ούτε το πήραμε είδηση που βρισκόμαστε μέσα στα πλάνα του, αισθανόμαστε μέρος του πλάνου, συμπάσχουμε. Η ποίηση κάνει πράγματα που η φύση αδυνατεί να κάνει, είναι βέβαιο. Στις θανατικές ωδές κάνει το αδύνατο δυνατό: ‘Μόνοι οι νεκροί να ψέλνουνε την νεκρική πομπή τους’ και δίνουνε φιλί, τον τελευταίο ασπασμό τους. Κι εδώ εντοπίζουμε το τραγικό του αρχαίου δράματος, αίφνης. Η απώλεια, η έλλειψη, ο πόνος της αποδημίας γεννά το νόστο, τις νύχτες. Η νύχτα με σελήνη, με άστρα, υπάρχει έντονα στην ποίηση του Νίκου Κατσαλίδα. Ζώντα και μη ζώντα αναζητούν τον απόδημο, τον καλούν με όλες τις φωνές. ‘Τώρα μου λείπει το ποτάμι κι από μακριά μεσάνυχτα ήρθε αγκομαχώντας’ είναι δραματική προσωποποίηση. Άλλοτε τον αναζητούν οι κλάρες κι ο οικουρός.

ΟΦΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΝΑΙΑΔΩΡΙΑΣ: ‘Κι ο οικουρός μ’ αναζητάει στα μυθικά ποτάμια, που ‘ναι ψυχές μετέωρες κι άδεια τα κοιμητήρια. /Κι όταν μ’ ακούει τη φωνή γυρνά στο σπιτικό του’. Και τώρα εδώ; ‘Αλαργινά στερέψανε οι βρύσες της ανάβλυσης’. Κι ο μετανάστης; ’Και με το κινητό ανοιχτό βάζει ανοιχτή ακρόαση’. Το σήμερα της πατρίδας; Το σπίτι αφύλακτο, η πατρίδα αφύλακτη. Ο πόνος της πατρίδας αβάσταχτος. Αλλά μ’ ένα παράπονο. ‘Τόσο πολύ βαραίνουμε, όπου μας ξεφορτώνεις;’ Στοχασμός, αναστοχασμός, ολόκληρη η συλλογή, αυστηρά σε τρίστιχα ξετυλίγεται σαν ένα έργο δραματουργίας κι ο ποιητής μοιρασμένος ανάμεσα στην πρώτη και στη δεύτερη πατρίδα. Από τη μια ‘η ξεπαγιασμένη πατρίδα’, ‘τα όρη της αβύσσου’, από την άλλη Ομόνοια, Εξάρχεια, το καινούργιο σπίτι και το τετελεσμένο. ‘Κι οι βόρειες οροσειρές γινήκανε ταφόπετρες’ ή ‘αέρηδες καλύψανε τις αδειανές λακκούβες της’. Ο ποιητής σε μια αυτοσυνειδησία πλέον σε μιαν εκ βαθέων αυτογνωσία και δυναμικούς διασκελισμούς ‘Ρε, πες μου στα μουχρώματα/τις είδες τις πατρίδες;’

Ο Νίκος Κατσαλίδας γεννήθηκε στην Βόρειο Ήπειρο όπου ζει ο ελληνισμός της Αλβανίας κράτησε αντάξια την Ελληνικότητά του, την παιδεία και τη γλώσσα του με τα δόντια και τη χειρίστηκε θαυμάσια με πρωτότυπη ποιητική μεταφορά και βαθιά νοήματα. Η συνείδησή του διόλου εθνικιστική και ας διαπραγματεύεται το γενέθλιο τόπο και ας συλλογιέται την πατρίδα. ΤΑ ΟΡΗ ΤΗΣ ΑΒΥΣΣΟΥ: ‘Τα στενορύμια των θεών οδεύανε στα όρη μας,/τα βάραθρα της ερημιάς στα ρημαγμένα βράχια,/τα κόκαλα των κεραυνών στην κυανόλευκή μας’. Συνείδηση, λοιπόν εθνική κι η επάνοδος πώς; Τι θα βρει ο απόδημος στο σπίτι του; Τι θα βρει στην πατρίδα; ΚΙ Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΟΙΚΟΥΡΟΣ: ‘Τώρα στο άδειο αρχοντικό τρίζανε οι κοκάλες,/και το κατώφλι έπιασε σιάδι κουλουριασμένος,/απάνω στο κουφάρι του, τα ζούδια θα περάσουν’. Το γέρικο σκυλί του Οδυσσέα, δεν θα βγει, όχι, να προϋπαντήσει τον απόδημο μήτε ο οικουρός όφις, το πνεύμα, το στοιχειό. Το επινοημένο ή μη σύμβολο, ο οικουρός όφις, δεν υφίσταται. Κι αυτό –το δεν υφίσταται- επιβεβαιώνεται και εικαστικά θαυμάσια με το έργο της Γεροκώστα. Η επινόηση καταρρέει. Ο ποιητής και ο αναγνώστης ενώπιος ενωπίω. Το σπίτι, ο γενέθλιος τόπος, η πατρίδα, όλα αφύλακτα. Και τώρα τι; Τι προτείνει ο ποιητής; Και ποια η παρακαταθήκη του; Η ΞΕΠΑΓΙΑΣΜΕΝΗ ΠΑΤΡΙΔΑ: ‘Είπαν ότι κοκάλιασε και πάει η πατρίδα μας,/και μας ζητάει το άλικο μας αίμα της θυσίας,/να ξαναγεμίσει αορτές, φλέβες και αρτηρίες’. Τούτο το ερώτημα παρακαταθήκη με πάει στην ποίηση του Παλαμά, κύκλους κάνει η ιστορία; Ταγή και παρακαταθήκη το αίμα μας και το κλειδί ασκούριαστο. ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΤΗΣ ΕΞΩΠΟΡΤΑΣ: ‘Αν θα σκουριάσει το κλειδί της πατρικής στοργής, που μ’ ένα νήμα κρέμεται σαν φυλαχτό της μνήμης,/ σφαλίζει η εξώπορτα και ξεκινάει ο κάτω κόσμος’.

Η ποίηση του Νίκου Κατσαλίδα, δίνεται στην σύγχρονη ελληνική γραμματεία ως ένα ιδιάζον φαινόμενο, με διαχρονικά πολλαπλά σημαίνοντα, είναι μια γραφή αφαιρετική, με μια πυκνότητα που εκπλήσσει, παίζει στο παιχνίδι των μεταμορφώσεων, στήνει ένα γενέθλιο τόπο και τον υμνεί με μύριες φωνές και ήχους. Ύμνος και άσμα στη μικρή ιδιαίτερη πατρίδα τούτη η ποιητική συλλογή. Θαρρώ, πως με τέτοια ιδιάζουσα γραφή δεν ξανατραγουδήθηκε ποτέ έτσι η πατρίδα στην ελληνική γραμματεία, έχοντας εστιάσει σε μια εποχή και γεωγραφία συγκεκριμένη. Αν η ποίηση είναι και ‘συναισθηματική αποτίμηση του κόσμου’, κι η θεματογραφία φανερώνει τη συγκρότηση του δημιουργού σε βιολογική και πολιτική οντότητα’, τότε μπορούμε να πούμε πως στη συγκεκριμένη συλλογή, η ελληνική αλλά και ευρύτερα η λογοτεχνία ευτύχησε και μαζί και ο αναγνώστης. Πολιτισμική δωρεά η ποίηση, πολιτισμικό αγαθό, ανάπλαση του κόσμου μας. Όσο για τον ποιητή θα δανειστώ στίχους του ίδιου;  ΆΣΤΕΓΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ: ‘Μπαίνει στα δάση να χωθεί, φωλιάζει στο φεγγάρι./Τρέχει αλαφροΐσκιωτος στους ίσκιους γητευμένος./Στοιχειωμένος κρέμεται στις απλωσιές των άστρων’. Λέγεται ότι ‘Κι η ποίηση να μοιράζεται όπως ο άρτος’. Αυτόν τον άρτο τούτης της ποιήσης έρχομαι να μοιράσω σ’ όλους.

* Η Γιώτα Παρθενίου γεννήθηκε κοντά στην Αρχαία Δωδώνη, όπου και έζησε τα πρώτα παιδικά της χρόνια. Ύστερα όλη η οικογένεια εγκαταστάθηκε στα Γιάννενα, στο σπίτι με τους μεγάλους καθρέφτες. Σπούδασε Επιστήμες της Αγωγής στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, Σχολή Νηπιαγωγών Καλλιθέας, Μαράσλειο Διδασκαλείο, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Δίδαξε Θεατρική αγωγή στο Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Ποιήματα και ποιητικές της συλλογές μεταφράστηκαν σε ξένες γλώσσες (ιταλική, ρουμάνικη, πολωνική, αλβανική, αραβική) και τιμήθηκαν με ελληνικά και διεθνή βραβεία. Ασχολήθηκε ακόμη με το παιδικό λογοτεχνικό βιβλίο. Έγραψε ποίηση για παιδιά. Σήμερα ζει και εργάζεται στην πόλη των Ιωαννίνων.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top