Fractal

Διήγημα: “Οδός θλίψεως”

Του Οδυσσέα Νασιόπουλου // *

 

collage

 

Στην αρχή περνούσαν πολλοί απ ‘αυτόν τον δρόμο, να ακούσουν το τραγούδι του. Ήταν τότε που η εποχή μύριζε θυμάρι και αγάπη και παντού ανέβλυζε μέσα απ ‘την πέτρα το αγιονέρι, ήταν τότε που το ιερό σώμα έβρισκε ν ‘ακουμπήσει και ν ‘ανθίσει τα ωραιότερα της ζωής λουλούδια, άφοβα στο σκοτάδι που αργά και ύπουλα σχεδίαζε τον αφανισμό τους. Μαζί τους έφερναν την χαρά, το άρωμα μιας κάποιας ευτυχίας στα φτωχικά πλην τίμια σπίτια.

Καθώς οι εποχές διαδέχονταν η μία την άλλη, απ’ το ασπρόμαυρο, στο έγχρωμο, στον ίδιο πάντα δρόμο, τα άλλοτε χαμηλά σπίτια ψήλωσαν σε όγκο και φωνή τόσο που ασφυκτικά έσπρωχναν το ένα το άλλο ψάχνοντας να καταλάβουν όλο και περισσότερο χώρο. Οι καυτοί τους ανάσα σ’ έπνιγε, την αγνή και απλή χαρά δεν την ένιωθες όπως πρώτα, ούτε τα άλλοτε ολοζώντανα γέλια υπήρχαν, να σε ξεσηκώσουν, αλλά τα βουβά δάκρυα μιας σκιώδους μελαγχολίας, αλλά εκείνα επέμεναν και τραγουδούσαν.

Ήταν τότε που αυτά τα λουλούδια άρχισαν, και λιγόστευαν κι εκείνα που κατάφερναν να ανοίξουν τα μάτια τους, να δουν για λίγο το φως του ήλιου ήταν τόσο μικρά που σχεδόν δεν καταλάβαινες αν υπήρχαν ή όχι, μέχρι που ξεχνούσες ποίο είναι στ ‘αλήθεια το χρώμα της γης που γεννά την ζωή. Κυριαρχούσε παντού στην πόλη, αυτή η μαύρη και αλλότρια, αόρατη, μόνιμη συννεφιά, μέχρι που στο τέλος έμπαινε μέσα σου, σε κυρίευε ως μέσα την ψυχή σου. Στην οδό της θλίψεως, όπως την ονόμασαν οι φωνές που δεν ακούγονται, δεν πετούν πλέον πουλιά, τα δέντρα χάθηκαν, έγιναν καλλωπιστικά είδη στη βεράντα της φυλακής μας, η ζωή δεν ανθίζει όπως κάποτε, οι άνθρωποι έγιναν σαν τα σπίτια τους γκρίζοι και μόνοι στην όψη, με την ψυχή τους αλυσοδεμένοι στον κεντρικό καναπέ του σαλονιού. Μόνη ελπίδα, στον ίδιο αυτό δρόμο είναι οι λίγες αυτές νησίδες από τα μικρά αυτά λουλούδια που μέσα απ’ το ηρωικό αίμα που τα γέννησε, κατάφεραν να ανθίσουν, χαρίζοντας λίγη ανάσα και πίστη που αν κάποιος κατάφερνε για λίγο, να μυρίσει το άρωμα τους, ακούσει το ξεχασμένο τραγούδι τους. Θα γινόταν ο ίδιος η οδός της αγάπης που θα διώχνε, την θλίψη, απ ‘αυτήν την οδό. Τελευταία έγιναν πολλές οι οδοί αυτοί και καταλάβανε τις γειτονίες, τις πόλεις, τη χώρα.

 

 

* Ὁ Ὁδυσσέας Νασιόπουλος γεννήθηκε τὸ Σεπτέμβρη τοῦ 1982, σ ‘ἕνα ὁρεινό χωριό τῆς ἐπαρχίας Καλαμπάκας-Τρικάλων, ὀνόματι Κακοπλεύρι. Μαθήτευσε στην Καλαμπάκα, οἱ σπουδές του στὸ Τ.Ε.Ι. Κοζανής Ἡλεκτρολογίας, ἔμελλαν να μείνουν ἀνολοκλήρωτες (μ’ ἔφαγε ἡ βαρεμάρα), λόγῳ δυσμενῶν οἰκονομικῶν συγκηριῶν, και στροφῆς του προς τὸ γράψιμο, και δὴ τὴν ποίηση, διήγημα, σενάριο.Ἡ ἀδιάλλειπτη και συνεχής μελέτη τῶν ἀρχαίων Ἑλληνικῶν και τὸ (πολύ)διάβασμα, τὸν βοήθησαν, ὡς προς την βελτιώση τοῦ τρόπου γραφῆς. Ἔχει συμμετάσχει σὲ πλῆθος λογοτεχνικῶν διαγωνισμῶν(βίτσιο κι αὐτό) πανελλήνιων και διεθνῶν ἀποσπώντας πολλά βραβεία, ἐπαίνους και τιμητικὲς διακρίσεις, ὅπως ἐπίσης καὶ συμμετοχές σὲ Καλλιτεχνικά ἡμερολόγια τρομάρα μου. Ἡ «Ματαιοπονία», εἶναι ἡ πρώτη του ὁλοκληρωμένη ποιητικὴ συλλογή ποῦ ἔχει ἐκδοθεῖ, ὡς ἀποτέλεσμα, Α΄Βραβείου Πανθεσσαλικοῦ λογοτεχνικοῦ διαγωνισμοῦ τῶν Ἑκδόσεων Ἥρα Ἑκδοτική το 2012, στὸ Βόλο. Ζεῖ και ἐργάζεται στὰ Τρίκαλα, βοηθώντας στην οἰκογενειακή ἐπιχείρηση Ἀρτοποιεῖο. Αυτά.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top