Fractal

Διήγημα Fractal: “Οδηγός θέλησης”

Της Τζένης Μανάκη //

 

type_writer

 

Δεν ήταν σίγουρα μέσα στις προτιμήσεις της η όπερα. Ακολουθούσε ως ένας νέος άλλος εαυτός τον μεγαλεπήβολο «πετυχημένο» σύζυγο. Έτσι ήθελε να τον βλέπει για να δικαιώσει την επιλογή της. Επιλογή ηλικιακά καθυστερημένη. Συμβαίνει αυτό στις γυναίκες με αξιόλογη προίκα  που συνήθως επιλέγουν αυτόν που υποτίθεται ότι την περιφρονεί. Ίσως έπαιξε ρόλο και η εμφάνισή του. Ψηλός με αγέρωχο ύφος πετυχημένου και περίσσια έπαρση  την έπεισε ότι δεν μπορούσε να περιμένει κάτι καλύτερο. Πίεζαν και τα χρόνια. Ίσως τον ερωτεύτηκε κιόλας ως δεύτερη επιλογή μετά το χρήμα. Καλός ο έρωτας αλλά τα εμά – εμά. Ο σύζυγος ήταν υπομονετικός όπως όλοι όσοι έχουν στόχους, αρκεί να μη συμβεί η «στιγμή», εκείνο το κλίκ που έρχεται αναπάντεχα στη ζωή και …

 

Έτσι εκείνη αποφάσισε να μεταλλαχθεί. Αντικατέστησε τις σαπουνόπερες με όπερα και συναυλίες. Προσπαθούσε να ξεχάσει τον παλιό εαυτό όπως συμβαίνει συνήθως σε όσους έχουν μία επιτυχία ή κάτι που θεωρούν επιτυχία και γαντζώνονται απ’ αυτήν αντικαθιστούν την παλιά ζωή με μια νέα σαν η προηγούμενη να μην υπήρξε ποτέ. Σταδιακά όταν η επιτυχία εγκατασταθεί ως μόνιμη κατάσταση ωραιοποιούν τις αναμνήσεις τους για να δικαιωθούν για τον χαμένο παρελθοντικό χρόνο.

«Εμένα με ήθελαν πάρα πολλοί αξιόλογοι άντρες αλλά δεν τους ενέκρινε ο μπαμπάς». Ο μπαμπάς υπήρξε ο προγενέστερος κάτοχος της θέλησής της, χήρος,  αυταρχικός, απορροφημένος από τα δικά του επαγγελματικά και προσωπικά άφησε την μοναχοκόρη του στερημένη προσόντων. Αυτή αδύναμη να ζήσει χωρίς επιστασία, αναζήτησε νέο μέντορα κι αφέντη μόνο όταν εκείνος βρισκόταν στα πρόθυρα της εγκατάλειψης του μάταιου αυτού κόσμου.

Δεν κατάφερε να εξασκηθεί στα δικά της «θέλω» ποτέ. Ίσως και να μην ήξερε τι ακριβώς έπρεπε ή είχε την δυνατότητα να θέλει πέρα από την διαφύλαξη του χρήματος που ήταν ο τομέας της, κάτι σαν συγγενές γονίδιο, τόσο ισχυρό που δεν εξοντώθηκε από την ανυπαρξία λοιπής πρωτοβουλίας.

Μετά το γάμο υπήρξαν κάποια χρόνια που την έκαναν χαρούμενη. Η γνώμη των άλλων για την «επιτυχία» της, κάποια ταξίδια σε συνέδρια και η αίσθηση της μοιρασιάς της δόξας  του συζύγου ήταν το αντίτιμο για την εκχώρηση του εαυτού σε κάθε δική του επιλογή με την γνωστή, εννοείται, εξαίρεση.

Ο χρόνος όμως, αυτή η ανελέητη μάστιγα που αθόρυβα και ύπουλα διαφοροποιεί αισθήματα και καταστάσεις άρχισε να κεντρίζει την υπομονή του συζύγου για τον στόχο ενώ ταυτόχρονα συρρίκνωνε σ’ εκείνη την αίσθηση της επιτυχίας. Κάπου στον ορίζοντα αχνοφαινόταν μία αναποφάσιστη ρήξη. Εκείνος μάζευε τις απαιτήσεις του όταν άναβε το κόκκινο φως της επικινδυνότητας για έναν οριστικό χωρισμό κι εκείνη πανικόβλητη  υποχωρούσε εκχωρώντας ακόμη και μέρος του δικαιώματος της στην χρήση του χρήματος από τον φόβο της απώλειας του «οδηγού θέλησης».

Είναι αλήθεια ότι ελάχιστοι άνθρωποι αντιστέκονται απέναντι σε μια  κατηγορηματική θέληση. Εκείνος το ήξερε. Το είχε μελετήσει μέχρι τα πενήντα πέντε χρόνια της εργένικης  ζωής του. Ίσως αν αυτό είχε αποτελέσει το αντικείμενο του διδακτορικού του θα έπαιρνε μεγαλύτερο βαθμό από αυτόν του επιστημονικού γνωστικού του αντικειμένου  στο Χάρβαρντ. Ήταν σε πλεονεκτικότερη θέση από εκείνη, όπως όλοι οι άνθρωποι που ξέρουν τι θέλουν, σ’ αντίθεση μ’ αυτούς που πάσχουν από μία μη συνειδητοποιημένη αδυναμία  συγκεκριμένης θέλησης. Εκείνη  όταν πετούσε την ασπίδα του πλούτου ήταν άοπλη κι έτσι μπορούσε άνετα να την αλλοτριώσει ακόμη και να την εκμηδενίσει παρά τις πρόσκαιρες αδύναμες αντιδράσεις που αν και σε μόνιμα σταδιακή υποχώρηση, άρχισαν να την προβληματίζουν. Συμβαίνει αυτό όταν επίσης σταδιακά υποχωρούν και τα τελευταία απομεινάρια του έρωτα. Συχνά εξοργιζόταν με τον εαυτό της που είχε καταντήσει υποχείριό του. Το μικρόβιο της αμφιβολίας για την επιτυχία της είχε αρχίσει να κεντρίζει το μυαλό της,  το ύπουλο έργο του προχωρούσε ακάθεκτο. Επαναστατικές πρωτόγνωρες σκέψεις περνούσαν από  μυαλό της σαν όνειρα που ματαιώνονται με κάθε αφύπνιση.

Να είναι η οικονομία της φύσης ή μία επιβολή ενός αμφιλεγόμενου δικαίου που συνέβαλε στην αλλιώτικη εξέλιξη της κατάστασης και συνέβη αυτό το κλίκ των αποσιωπητικών που προηγήθηκαν;

Καθώς περπατούσε αγέρωχος εκτελώντας την πρωινή άσκηση διατήρησης του στυλ του, ένας μισοκοιμισμένος οδηγός φορτηγού έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου  και τον πέταξε σαν άδειο τσουβάλι στην άσφαλτο.

Δεν πέθανε.

Εκείνη πανικοβλήθηκε, όχι μόνο ξέχασε τα επαναστατικά όνειρα αλλά ένιωσε ανυπέρβλητες τύψεις γι’ αυτά. Έμεινε πιστή στο προσκέφαλό του μερόνυχτα αναπολώντας τις όμορφες μέρες ως άλλη Γουίνυ, τρομαγμένη από το κενό επόμενων επιλογών ζωής.

Στο πιο μαύρο σημείο της σκέψης της την άγγιξε το κρύο μέταλλο των ακουστικών του. Σήκωσε το κεφάλι της και τον είδε. Θαμπώθηκε από την λευκότητα της μπλούζας του και το συμπονετικό του χαμόγελο. Της έπιασε το χέρι κι ένιωσε την ανθρώπινη ζεστασιά σαν να ήταν η πρώτη, η μοναδική φορά στη ζωή της.

«Μη στενοχωριέστε κυρία, σας παρακολουθώ μέρες και καταλαβαίνω τον πόνο σας, σας υπόσχομαι να τον προσέχω και θα προσέχω κι εσάς. Σε λίγα λεπτά τελειώνει η βάρδια μου, ελάτε να σας προσφέρω έναν καφέ».

Δεν περίμενε τέτοια συμπεριφορά από έναν τόσο νεαρό ειδικευόμενο γιατρό. Τον ακολούθησε σαν υπνωτισμένη.

Της μίλησε για την στερημένη ζωή του, για τούς αγώνες επιβίωσης μέχρι το τέλος των σπουδών του, για τούς γονείς του που χάθηκαν σε ατύχημα όταν ήταν στο πρώτο έτος σπουδών, για την ουσιαστική μοναξιά που βίωνε εξαιτίας και οικονομικών προβλημάτων.

Ένιωσε την ανάγκη να τον παρηγορήσει, να του κρατήσει αυτή το χέρι, να αναπτύσσεται μέσα της μία πρωτόγνωρη δύναμη να κάνει κάτι  γι αυτόν. Τον κοίταξε στα μάτια  και γέμισε η ψυχή της από ένα  μητρικό αίσθημα που η έλλειψη θέλησης άφησε απωθημένο, συρρικνωμένο στα βάθη της συνείδησής της. Μίλησαν για ώρα, έβγαλε από μέσα της όλη την συσσωρευμένη δυσαρέσκεια κι ο νεαρός την άκουγε με κατανόηση μ’ ένα χαμόγελο δικής του επιτυχίας που αδυνατούσε να κρύψει.

«Είναι απίθανο το πόσο μοιάζουμε», της είπε . «Πόσο θα ήθελα να είστε η μητέρα μου!»

Έσπασε μέσα της μ’ έναν απόκοσμο ήχο ο πάγος, σαν ν’ άνοιγε βίαια η πόρτα του χρηματοκιβωτίου της, μαζί με την πόρτα της καρδιάς της.

Τώρα πια δεν την ένοιαζε ακόμη κι αν πέθαινε ο σύζυγος. 

                                                                                              

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top