Fractal

«Ο Χρόνος κι οι Πληγές»

 

Δυο αποσπάσματα από το εκτενές ποίημα «Ο Χρόνος κι οι Πληγές» του Γιώργου Δ. Μπίμη * …

 

α΄

Θα γυρέψω να βρω μια ζωή στην αγάπη και στη μνήμη των συνανθρώπων μου… Σ’ αυτούς που μ’ αγαπούν γιατί τους αγάπησα, σ’ αυτούς που με τιμούν γιατί τους τίμησα…

Η ζωή που μου χάρισες μητέρα δε μου ανήκει, ανήκει στη ζωή…

Κι απ’ τη δική μου απώλεια κι απ’ το δικό μου αίμα, ο κόσμος έχει να κερδίσει μια μικρή λευτεριά, γατί η ζωή αποκτά νόημα και αξία στη δύναμη των αδούλωτων και των ελεύθερων…

Πάντα αυτό ήθελα μητέρα: να δω του ήλιου το φως να κυματίζει δίκαια πάνω απ’ την ξερολιθιά κι απ’ τη γλαυκή θάλασσα της πατρίδας μου…

Κι εκεί, στο μεταίχμιο της κόλασης και του παράδεισου, ο άνθρωπος καλείται να επιλέξει…

Η θυσία αναγεννά μια άλλη πραγματικότητα και σηματοδοτεί μιαν άλλη πορεία… Κι όταν χάνεται ένας άνθρωπος μια ιδέα κυματίζει σα σημαία στο φως για να ξαναζωντανέψει στον κόσμο τα όνειρα.…

Υποτάχτηκα στο θέλημα τούτης της ιδέας γιατί το άφθαρτο κάλλος της μου έθελξε την ψυχή…

Κι όταν η αγάπη είναι για όλους και προς όλους, χωρίς εξαίρεση, τότε μετουσιώνεται σε θυσία κι αρχίζει μια καινούρια διαδικασία ζωής…

Μη μετράτε τις νίκες ή τις ήττες, αλλά τον αγώνα…

Γιατί αυτός ο τόπος διαθέτει πίστη, μνήμη, αρχές κι ιστορία, κι οι ήρωες πάντα συντάσσονται με τους λίγους, με τους δυνατούς και με τους αποφασισμένους…

Κάθε αληθινός επαναστάτης μπορεί ακόμα και να ξεχαστεί και να πέσει στη λήθη….

Όμως κάποτε θα πέσουν οι μάσκες και θ’ αποκαλυφτούν τα πρόσωπα…

Και τότε, στην άσκοπη περιπλάνηση, στον αυταρχισμό και στην αδικία, πάνω από την τυραννία της ζωής, θα βηματίσει το δικό μας δίκιο, η δική μας λευτεριά κι η αληθινή δικαιοσύνη που με τόσο πάθος γυρέψαμε…

Να ζητάς πάντα αυτό που σου ανήκει, αλλά να ξέρεις πώς να το ζητάς…

Να μην ευτελίζεις το ιδεώδες και το ακμαίο για να βολευτείς πρόσκαιρα στο εφήμερο και στο ασήμαντο …

Δεν άκουσες τη φωνή μου μητέρα, γιατί η φωνή μου εξαντλήθηκε μέσα σε εκείνη την καταιγίδα των άλλων φωνών…

Κι όταν έπεσε η νύχτα και σώπασαν οι κραυγές, μέσα σε κείνο το αιμάτινο ποτάμι, ήμουν και εγώ νεκρός…

Όμως μη λυπάσαι, πρέπει επιτέλους να αντιληφτείς κι εσύ κι οι άλλοι πως η δική μου ζωή δεν είναι σημαντικότερη από τη ζωή εκείνου του τυφλού που ζητιανεύει στη γωνία ψωμί και φως!…>>

 

β΄

 

Για ν’ αγγίξω τους ήχους και τα χρώματα της αυγής, μου είπες, πρέπει να επιστρέψω απ’ τα σκοτάδια κι απ’ τους έρημους δρόμους…

Κι εγώ είμαι πάντα εδώ στα σταυροδρόμια του καιρού και σε καρτερώ αγόγγυστα…

Άγγελε γλαυκέ, γιε του πεζολάτη ήλιου, στάσου μονάχα για μια στιγμή κάτω από τη δεντροστοιχία του μεσημεριού, άνοιξε την άτρητη πύλη του παραδείσου και πρόβαλε ξανά στον κόσμο πρώτος…

Ο συντελεσμένος χρόνος καμπυλώνει, σπαρμένα λιβάδια της φωτιάς ανάβουν στη μενεξεδένια δύση, χρόνια βουνά συνωστίζονται γύρω μου έτσι καθώς μετεωρίζομαι στα θραύσματα του ανέμου…

Αίνιγμα ζωντανό κι ατίμητο, άπλωσε το βιολετί των χεριών σου να λευτερώσεις το ανθισμένο όραμα της περασμένης νιότης μου, τη γήινη φορά του πεπρωμένου μου!…

Τώρα πια δε βρίσκω άλλη όχθη ν’ ακουμπήσω. Αλάτι και φώσφορο στάζει ο χρόνος κι εγώ τραγουδώ στη σιωπή σαν το μοναχό αηδόνι, για τη μέρα που απλώνει τη σημαία της στο ψήλωμα του ήλιου, για τη ζωντανή φλέβα που ηχεί σαν κύμβαλο,

για το ζεστό χέρι και τα κρυφά νοήματα των αστεριών…

Προλετάρισσα των πλατειών οριζόντων γυρεύω εναγώνια τη γαλήνη των ήμερων ουρανών, μελωδώντας και μοιρολογώντας για τα πάθη μιας αυγής, για το βαθύ κι ανεξερεύνητο ουρανό της…

Θα κλείσει

αυτός ο κύκλος των ανεξιχνίαστων νυκτών, θα έρθουν πάλι ξανθά καλοκαίρια να κρατήσουν ψηλά με τα λιτά τραγούδια τους, την ανεξάντλητη δύναμη της αισιοδοξίας μας.

Το λευκό περιστέρι θα ραμφίσει το κρύσταλλο της μόνωσής μας και θα τραγουδήσει στον άνεμο το χαίρε της δικαιοσύνης του.

Συντρόφισσα Μητέρα γη!

Εσύ που ξυπνάς το σύννεφο και τον κεραυνό μη λησμονήσεις να καλέσεις τη χρυσή βροχή των άστρων, τη γαλήνια μοναξιά του θεού για να ζωντανέψουν ξανά τ’ αρχαία όνειρα στη γη…

Στις απέραντες πολιτείες ποδοπατούν το δίκιο και την αθωότητα κι εξευμενίζουν τη φρίκη, το μίσος, το αίμα και τα δάκρυα…

Η αλληλεγγύη όμως προσδοκά το άλλο φως που δικαιωματικά της ανήκει, εκεί που ο κόσμος γίνεται μόνο μια λέξη: Ελευθερία!

Πέρασε ο καιρός…

Κι εγώ (εφήμερη ιαχή) ζητώ εναγώνια το αυτονόητο:

Να κρατήσω στα αβρά χέρια μου την αιώνια φωτιά, τη ζωή που μου έταξαν οι προφήτες, οι θεοί και οι άνθρωποι…

Νυν και αεί…

 

 

* Ο Γιώργος Δ. Μπίμης γεννήθηκε στον Άγιο Γεώργιο Βοιωτίας και ζει στη Λιβαδειά. Έχει φοιτήσει στην Πρότυπη Σχολή Εργοδηγών Μηχανολόγων της ΣΕΛΕΤΕ, στα ΤΕΙ του Πειραιά, στην Παιδαγωγική Σχολή της ΣΕΛΕΤΕ και στην Ταχύρρυθμη Σχολή εκπαίδευσης της ΔΕΗ στη Φλώρινα. Είναι συνταξιούχος εκπαιδευτικός. Διαβάζει, μελετάει και γράφει ποίηση από την εφηβική του ηλικία. Εκτός από ποίηση ασχολείται με τη στιχουργική, το θεατρικό λόγο, το διήγημα και το μυθιστόρημα… Έχει δημοσιεύσει ποίηση και στίχους επί σειρά ετών στον τοπικό τύπο (ΒΟΙΩΤΙΚΗ ΩΡΑ) και σε φιλολογικά περιοδικά όπως: “ΒΡΥΣΟΥΛΕΣ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ” στο Σύδνεϋ της Αυστραλίας, “homo universalis”, “αιολικά γράμματα”,  “ατέχνως”  κ.α…

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top