Fractal

Διήγημα: «Ο Ξένος»

Της Ελένης Λύτρα – Χαραρά // *

 

 

f14

 

«…Καινούργιους τόπους δεν θα βρεις,

δεν θα βρεις άλλες θάλασσες.

η πόλις θα σε ακολουθεί….»

(Κ Καβάφης Η ΠΟΛΗ)

 

 

Η κυρία Ηλιάδη, απέναντί μου, νεοφερμένη στην εταιρεία, έχει αποσπάσει την προσοχή μου με το εκφραστικό της πρόσωπο, το καλλίγραμμο κορμί και τις μακριές της γάμπες.

Από την απόσταση που μας χωρίζει την παρατηρώ καθώς τακτοποιεί τους φακέλους, ενώ τους εξετάζει προσηλωμένη. Προσπαθώ να ανιχνεύσω στοιχεία της προσωπικότητάς της. Διακρίνω, ίσως και να διαισθάνομαι μελαγχολική διάθεση σε αντίθεση με τη συνολική της παρουσία. Γιατί άραγε; Αναρωτιέμαι και σηκώνομαι απ’ τη θέση μου, μήπως και καταφέρω και ξεφύγω απ’ την επιρροή της. Έχω όμως την αίσθηση, ότι κι εκείνη ρίχνει λοξές ματιές επάνω μου, για να διαπιστώσει την αποδοχή του διευθυντή της, θα έλεγε κάποιος, όχι όμως κι εγώ. Και δε θα το ‘θελα άλλωστε.

Η αλήθεια είναι, ότι σπάνια στη ζωή μου μέχρι τώρα, έχω συγκινηθεί ιδιαίτερα από κάποια γυναίκα, τουλάχιστον από εξωτερική εμφάνιση. Κοντά τριάντα χρόνια με τη Σούζυ δεν ένιωσα την ανάγκη να βρεθώ με κάποια άλλη. Βέβαια υπήρξαν φορές, δεν το κρύβω, που η προσωπικότητα και η γοητεία ορισμένων γυναικών δε με είχαν αφήσει αδιάφορο. Όπως τότε, που είχα νιώσει δυνατή συγκίνηση για μια Ελληνίδα, σε κάποιο επιστημονικό συνέδριο του κλάδου μας στο Σικάγο, όταν ακόμα ήμουν στην Αμερική στέλεχος στη μητρική εταιρεία της πολυεθνικής που εργάζομαι. Κι έλεγα τότε « Αχ!! Πάνο! Την ταύτισες με την πατρίδα. Αδιόρθωτε Έλληνα!» Και με αυτή τη δικαιολογία συνέχιζα να ζω στην Αμερική με την Αμερικάνα τη Σούζη και τον Τζων το γιο μου. Αυτός βέβαια, είχε καθορίσει την πορεία μου σ’ εκείνη τη χώρα. Όταν γεννήθηκε, η ξενιτιά δεν ήταν πια ίδια για μένα. Είχα κάνει ρίζα μέσα από εκείνον. Αντίστροφη πορεία ζωής. Γαντζώθηκα πάνω του. Πατρίδα τα παιδιά μας, έλεγα πάντα.

Είχα γνωρίσει τη Σου, έτσι τη φώναζα, στο πανεπιστήμιο. Οικονομικά σπούδαζα εγώ, πολιτικές επιστήμες εκείνη. Τη θαύμαζα. Ήταν όμορφη, έξυπνη, λίγο απρόσιτη, μα κυρίως αλλιώτικη απ’ τα κορίτσια που ήξερα μέχρι τότε στην πατρίδα. Κι εκείνη αγάπησε το άβγαλτο αγόρι με τις Ελληνικές αξίες και τη διαφορετικότητα απ’ τα Αμερικανάκια, τους συμφοιτητές μας. Ίσως κι εκείνη, λέω σήμερα, μπλέκοντας μ’ έναν ξένο να ‘θελε να διατηρήσει αποστάσεις απ’ την ίδια της την ψυχή.

Η πατρίδα κι η οικογένεια ξεχάστηκαν. Παραδομένος σε νέες συγκινήσεις, ακολουθούσα τη Σου σε κάθε βήμα. Δε μ’ ένοιαζε τότε που ήταν ξένη. Μάλιστα μαζί της ξεπερνούσα και την άλλη ξενιτιά, που βίωνα εκεί. Ίσως κι αυτή να ήταν η πρωταρχική ανάγκη γι αυτή τη σχέση. Πάντα μέσα μας όμως κουβαλάμε μια ξενιτιά, λέω τώρα. Κι η κάθε ξενιτιά με το δικό της προσωπείο μας αποπροσανατολίζει. Πολύ γρήγορα, πριν ακόμα τελειώσουν οι σπουδές μας, γεννήθηκε ο Τζων. Φυσικά γίναμε οικογένεια παρά τις αντιρρήσεις του θείου μου, που με είχε κάτω από την προστασία του.

«Μα ξένη βρήκες κι ερωτεύτηκες, γιε μου», έλεγε και ξανάλεγε. «Αυτές δεν είναι σαν και μας.»

Ο θείος, αδελφός του πατέρα μου, είχε ξεπατριστεί από νέο παιδί ακόμα στο Αλεντάουν της Πενσιλβάνιας μαζί με την αγαπημένη του. Δεν έκαναν παιδιά. Κράτησαν όμως τα ήθη και τα έθιμα της πατρίδας με ευλάβεια, ρίζα τους, για να στηριχτούν. Ζούσαν στην οργανωμένη Ελληνική κοινότητα, όμοια με το στενό χώρο της πατρίδας που άφησαν. «Για να ξεγελάμε την ξενιτιά», έλεγε πάντα. Κι όταν πήγα εγώ εκεί μετά το θάνατο του πατέρα, βρήκα οικογένεια σαν τη δική μας. Πίσω έμειναν όμως η μάνα με την Όλγα, την αδελφή μου, παρά τα παρακάλια των θείων να ακολουθήσουν κι αυτές. Κι αιτία; Η γνωριμία της Όλγας με ένα παλληκάρι, ξενομερίτης στον τόπο μας, μηχανικό, που δούλευε εκεί κι αγαπήθηκαν. Τα ήθη στενά, ο τόπος δεν άντεχε ανοίγματα και παντρεύτηκαν. Κι η μάννα έμεινε κοντά για να βοηθήσει στις γέννες και στα μεγαλώματα των παιδιών, με την καρδιά χωρισμένη ανάμεσα σε Αμερική κι Ελλάδα. Τους νοσταλγούσα και αυτούς και το νησί μας. Συχνά ονειρευόμουν το λιμάνι μας, που έλεγες θα χώραγε στην αγκαλιά σου σαν άνοιγες τα χέρια, τα πέτρινα σπίτια με τις κεραμοσκεπές, τα πρόσωπα που ήταν χαραγμένα σε νου και ψυχή. Κι ήμουνα μακριά. Ξένος. Ξενιτεμένος.

Με τη Σου και τον Τζων πήγαμε αρκετές φορές στην πατρίδα. Με λαχτάρα κάθε φορά για το ταξίδι. Μα σαν έφτανα εκεί όλοι λέγαν. «Ήρθε ο “ξένος”, ο γιος της κυρά Γιάννενας». Κι ένιωθα πάλι ξένος, μέσα στον ίδιο μου τον τόπο. Ακόμα και στο σπίτι που γεννήθηκα, μια και τώρα ανήκε στην αδελφή και το γαμπρό μου. Και νοσταλγούσα να γυρίσω στη βολή μου. Στην πολυεθνική μου, στο ωραίο μου σπίτι, στη δική μου οικογένεια, που όσες φορές κι αν με ακολουθούσαν δεν ενσωματώθηκαν. Λοιπόν, στη νέα μου χώρα ήμουνα καλά βολεμένος, μα όλοι ήταν για μένα «ξένοι». Έξω απ’ το δικό μου εαυτό. Γι αυτούς ήμουνα ο Έλληνας. Είχα πολλές φορές την αίσθηση, πώς κάτι άλλο υπάρχει μέσα μου και ζει τη δική του ζωή. Κι έτσι σιγά-σιγά έμπαινα σ’ ένα βαθύ τούνελ, το τούνελ της «ξενιτιάς» και προχωρούσα διαρκώς. Κι έφτασα εκεί, όπου δεν ήμουν ούτε ότι ήμουν στο παρελθόν, ούτε ότι έγινα στη νέα χώρα. Ήθελα απεγνωσμένα τότε να γυρίσω πίσω και να συνεχίσω να ζω τη ζωή που άφησα στην πατρίδα με όποιο κόστος. Αποζητούσα τη συνέχειά μου. Και είπα. Θα φύγω. Θα επιστρέψω στην πατρίδα. Και τότε διαπίστωσα, πως μερικοί από εμάς, ίσως γεννιόμαστε για να φεύγουμε. Κι ακόμα, να κουβαλάμε το φευγιό μας μέχρι τον τάφο μας. Ο μετανάστης μέσα μας δεν ησυχάζει ποτέ!

Τα βάλαμε κάτω με τη Σου. Ατέλειωτες, χρονοβόρες οι συζητήσεις. Στην αρχή ήταν ανένδοτη. Μετά, σιγά-σιγά υποχωρούσε. Τέλος την κατάφερα. Θα με ακολουθούσε. Ο γιος μας θα συνέχιζε τις σπουδές του σε Αμερικάνικο Κολέγιο στην πατρίδα. Και εκείνη, εάν το επιθυμούσε, δουλειά θα εύρισκε. Ήταν η εποχή που η Πολυεθνική που εργαζόμουν, εγκαθιστούσε θυγατρική εταιρεία στην Αθήνα. Η θέση που μου πρότειναν, θα ήταν αξιόλογη. Το λογαριάσαμε κι αυτό, ιδιαίτερα η Σου.

Σήμερα είμαι ο γενικός διευθυντής. Όλοι με υπολογίζουν, μα είναι συγκρατημένοι.«Ο κύριος διευθυντής».. λένε… Πάλι νιώθω μόνος, «ξένος». Μετανάστης στην ίδια μου τη ζωή. Βέβαια είμαι στον τόπο μου. Κοντά στην αδελφή μου και στην οικογένειά της. Η μητέρα μοιράζει το χρόνο της ανάμεσά μας. Συναντώ συχνά τους φίλους και τους γνωστούς μου. Θα έπρεπε να νιώθω οικειότητα. Όμως τώρα τα σχεδόν τριάντα χρόνια διαφορετικότητας με κρατούν σε απόσταση.

Μου λείπει κι ο γιος μου. Προτίμησε για ανώτατες σπουδές το Ηarvard της Αμερικής. Διέθετε τα προσόντα. Ακολούθησε τον κλάδο της μητέρας του. Πάντα τη θαύμαζε. Εγώ ήμουνα για κείνον ο «ξένος». Ο Έλληνας. Το μυαλό του ήταν Αμερικάνικης κατασκευής. Εγώ το φρόντισα αυτό. Ήθελα το παιδί μου να μην απειλείται εξ αιτίας της δικής μου Ελληνικότητας. Δεν ήθελα να λένε ο γιος του «ξένου». Γι αυτό τον άφησα προσκολλημένο στη μητέρα του. Εξ ολοκλήρου στη δική της επιρροή. Τώρα όμως που μου λείπει νιώθω να ξεριζώνομαι κι απ’ το δικό μου τόπο. Κι η γυναίκα μου που διαρκώς ταξιδεύει απ’ τη μια χώρα στην άλλη, αντί να βοηθήσει να στεριώσουν οι ρίζες μας εδώ, πετυχαίνει εντελώς το αντίθετο.

Νιώθω πάλι έρμαιο ανάμεσα στις δυο πατρίδες. Μόνη μου ασφάλεια η διάρκεια του ταξιδιού. Λες και τα αεροπλάνα είναι το σπίτι μου. Εκεί είμαι ευτυχής, γιατί κυλώ ανάμεσα στις πατρίδες μου, στις ρίζες τις εδώ και τις εκεί. Η επιτάχυνση του αεροπλάνου με αποσπά από τη μια ρίζα κι η προσγείωση με κρατά στην άλλη.

Κι εκεί που παλεύω να ισορροπήσω και να κρατηθώ από κάπου, να σου και η κυρία Ηλιάδη, η καινούργια συνάδελφος, να γεμίζει με την πληθωρική της παρουσία το γραφείο μου. Θα μπορούσα, αφού αντέχω σ’ αυτό το διχασμό, να γίνω πολλά πράγματα. Εκτός από ένα. Να σταματήσω, δηλαδή, να είμαι Έλληνας. Η Ελληνικότητά μου δεν αμφισβητείται. Έτσι κατασκευάστηκα. Κι αυτή η Ελληνικότητα δεν αντιστάθηκε στη γνήσια Ελληνική σαγηνευτική παρουσία της συναδέλφου, κυρίας Ηλιάδη.

-Ντίνα, λέγετέ με, μου είπε, με τη σιγουριά της έμπειρης γυναίκας, αλλά και τη δροσιά των τριάντα οκτώ της χρόνων, αφήνοντας με χαριτωμένη κίνηση του χεριού της, τα μακριά καστανά μαλλιά της, ανάλαφρα να τιναχτούν προς τα πίσω. Η κίνηση αυτή της πρόσθεσε μια ακαταμάχητη γοητεία, που ανασκάλισε τα μέσα μου και με προσγείωσε, μετατρέποντας τη ρίζα μου την Ελληνική σε λιγότερο αμφισβητήσιμη.

-Τι κάνεις μετά το γραφείο;

-Δεν έχω πρόγραμμα. Εσείς κύριε Πετρίδη;

-Πάνο, λέγε με. Είμαι κι εγώ ελεύθερος. Η Σου, η γυναίκα μου, είναι στην Αμερική. Θέλεις να πάμε μαζί για φαγητό;

Το ταβερνάκι στην παραλιακή ήταν ήσυχο. Ήταν η ώρα εκείνη, που ο ήλιος βουτάει στη θάλασσα και χάνεται σιγά-σιγά, ενώ μια μικρή τελευταία αχτίδα ήρθε και κάθισε, στα καστανά της μαλλιά, σαν χρυσή ανταύγεια. Και φάνταζε ακόμα πιο ωραία. Συνεπαρμένος την κοιτώ. Εκείνη βυθίζει το πράσινο βλέμμα της στο δικό μου, μέχρι που γίνεται πράσινο βαθύ, σκοτεινό, από το μούχρωμα που το δειλινό έχει πια απλώσει. Το χέρι της απαλό, φυλακίζεται ανάμεσα στα δικά μου.

Μήπως είναι ο ξένος μέσα μου που ερωτεύεται; Αναρωτιέμαι. Δε με απασχολεί η απάντηση. Αρκεί πως έχω την αίσθηση, ότι ξαφνικά βρέθηκα στο δικό μου σπιτικό. Τώρα γύρισα στην πατρίδα. Γεύση από τα χρόνια μου τα παιδικά, πριν ακόμα ο μετανάστης μέσα μου ξυπνήσει, με έχει κυριεύσει. Μια μονοκοντυλιά διαγράφει χρόνια μετανάστευσης, χρόνια διχασμού. Είμαι πάλι στη δική μου πατρίδα. Κόβω όμως τη μαγική σιωπή και τη ρωτώ.

-Ο άντρας σου;

-Έχω ζητήσει διαζύγιο, λέει και αποσύρει το βλέμμα της απ’ το δικό μου.

-Παιδιά;

-Δεν έχω. Είχα ένα γιο… αρρώστησε…χάθηκε οκτώ χρονών, λέει κι η ματιά της θλιμμένη κοιτά πέρα στον ορίζοντα.

Την αγκάλιασα κι έμεινε με κρυμμένο το πρόσωπο στο στήθος μου, ώρα αρκετή. Τώρα νιώθω τη δική της ξενιτιά. Να ψάχνει σ’ άγνωστους τόπους να στεριώσει. Εγώ ήμουν στο σπιτικό μου πια. Θα πάσχιζα να την κρατήσω. «Θέλεις να γίνεις Ελληνίδα υπήκοος»; Ρώτησαν τα χέρια μου, τα κύτταρά μου. Κι άκουσα, μάλλον αφουγκράστηκα, τη δική της απάντηση. Την πήρα και φύγαμε.

Το τηλεφώνημα που ακολούθησε με τη Σούζυ, ήταν σκληρό. Η τελεσίδικη πρότασή της με εκβιαστική επιμονή να τα αφήσω όλα και να επιστρέψω στη Νέα Υόρκη, μου τσίτωνε τα νεύρα. Πρόβαλε σαν μέσο το γάμο του γιου μας και με τα σπασμένα της Ελληνικά, έτσι ξερά κι απόλυτα, όπως τα χρησιμοποιούσε κάθε φορά που προσπαθούσε να με ξεπατρίσει, μου πέταξε κατάμουτρα,

-Πάρ’ το απόφαση, σύντομα θα γίνεις και παππούς…κι η Ελλάδα… για σένα θα μείνει ξεχασμένη.

Ακόμα κι αν δεν είχα νιώσει τόσο κοντά στην πατρίδα μου, όσο εκείνο το δειλινό, αυτή η απόπειρα του βίαιου ξεριζωμού θα με πονούσε. Θα αντιδρούσα. Κι ας είχα τόσο ανάγκη την παρουσία του Τζων.

Με τη σκέψη γύρω από το γάμο του παιδιού μου, νιώθω πάλι μετανάστης μέσα στον ίδιο μου τον εαυτό. Κι εκείνη, η νέα γυναίκα, η Ντίνα, να γκρεμίζει σύνορα γύρω απ’ την καρδιά μου. Κι εγώ να απελευθερώνομαι. Όλη η γη να γίνεται σπίτι μου με εκείνην οικοδέσποινα.

Δε θα ξαναφύγω. Το ορκίστηκα. Η οικογένεια της αδελφής μου κι η μάνα μου θα στήριζαν την απόφασή μου. Με ήξεραν καλά. Συμμερίζονταν πάντα την πάλη που γινόταν μέσα μου.

-Κι ο Τζων; Ρωτάει με αγωνία η μάννα. Θα τον βλέπουμε; Κι η Σου; Πώς θα την αποδιώξω από κόρη μου; Έτσι, τη δέχτηκα για να δικαιολογήσω τον μισεμό σου. Κι απάνω που είπα… ότι… γύρισαν, επί τέλους, όλοι στην πατρίδα… πάλι αλλάζω ρότα. Με μπέρδεψες, γιε μου, λέει θλιμμένη.

Είμαι σίγουρος πως έκλαψε κρυφά. Μα δεν το ‘δειξε. Κι ύστερα με φρεσκοπλυμένο το πρόσωπο, με χαμόγελο, μου λέει.

-Ας τη… γνωρίσουμε, λοιπόν, κι έσκυψε το κεφάλι για να μη δω, πως παραβίασε τους κανόνες και τις αξίες της.

«Αχ!! Μάννα… μάννα»

Κι έτσι η Ντίνα μπήκε στη ζωή μας. Φώλιασε κοντά μας με την ανάγκη μιας νέας πατρίδας, μακριά απ’ την ξενιτιά του χάρου. Χάραξε όμως τώρα τα δικά της σύνορα και μ’ έκλεισε μέσα από φόβο, μη τυχόν κυλήσω ανάμεσα στις δυο πατρίδες.

Προσπάθησα να σβήσω το παρελθόν, μα η έλλειψη του γιου μου, που καθημερινά βίωνα, γιατί δεν είχα την τύχη να είναι συχνή η παρουσία του, ακόμα κι ο δρόμος που από παιδί σχεδόν είχα χαράξει με τη Σου, αγκάθι ήταν στην καρδιά μου.

Όσο κι αν χαιρόμουν το δικό μου σπιτικό με την Ντίνα, τη δική μου Ελλάδα, που μου είχε λείψει, τις συνήθειες τις Ελληνικές, τις πατροπαράδοτες, τόσο κι η άλλη πλευρά ξεπρόβαλε κι είμαι… διχασμένος… ξενιτεμένος.

Κλεισμένος είμαι σ’ ένα κάδρο. Το σωστό κάδρο, που έχω τοποθετήσει τη ζωή μου, το μύθο μου. Ζωγραφισμένα όχι απ’ το δικό μου χέρι… και περιμένω… περιμένω…

Δεν ξέρω όμως, τι;

 

(από τη συλλογή διηγημάτων «Στα μονοπάτια του νου»)

 

 

* Η Ελένη Λύτρα – Χαραρά εργάστηκε στην Εθνική Τράπεζα για είκοσι χρόνια σπουδάζοντας παράλληλα, Διοίκηση Επιχειρήσεων αρχικά και κατόπιν Ελληνική Φιλολογία. Ασχολείται με τη Γραφή. Έχουν εκδοθεί: Από τις εκδόσεις Κυπροέπεια το μυθιστόρημα “Σα σπασμένο ρόδι” κι από τις εκδόσεις Χρ. Δαρδανός (Gutemberg), “Πέταξα μ’ ένα κοπάδι γλάρους” 7 νουβέλες, “Ζωή…ρόδι που έσπασε” μυθιστόρημα και “Μοίρα μου… σα ματωμένο παραμύθι” μυθιστόρημα. Ποιήματα και Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά..

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top