Fractal

Ο γοητευτικά παράδοξος κόσμος του κ. Κλάιν

Γράφει η Ελένη Κοφτερού // *

 

Χλόη Κουτσουμπέλη «Ο βοηθός του κυρίου Κλάιν», εκδ. Μελάνι, σελ. 214

 

«Την ημέρα του ελέγχου ένα ασθενικό φως γάζωνε τον ποδόγυρο του ουρανού. Κάπου σε μια πόλη, σε μια χώρα, σε μια ήπειρο, στον πλανήτη Γη, ο Στέφαν κοίταξε ανήσυχος από το τζάμι του λεωφορείου τα μαύρα σύννεφα να θεριεύουν και να γιγαντώνονται. Κατά διαστήματα όλα σκοτείνιαζαν ξαφνικά, θαρρείς και μια τεράστια σουπιά εκσφενδόνιζε το μελάνι της. Ήρθε άραγε το τέλος του τέλους; αναρωτήθηκε.

Δεν θα μπορούσα να φανταστώ καταλληλότερη αρχή απ’ αυτήν τη δυσοίωνη εικόνα που σκοτεινιάζει βαθμιαία αλλά όχι εντελώς (αφού ένα ασθενικό φως γαζώνει το σκούρο φόρεμα τ’ ουρανού, χαρίζοντας φως -έστω αμυδρό-  κίνηση και αρμονία στην εικόνα) με την οποία η συγγραφέας εισάγει τον αναγνώστη στον ονειρικό και συνάμα γοητευτικά παράδοξο κόσμο του μυθιστορήματός της, που απ’ ότι φαίνεται τον έλεγχο έχει ο κ. Κλάιν. Πώς ορίζεται όμως αυτός ο κόσμος;  Είναι σταθερός ή μεταβαλλόμενος; Δεν γίνεται αντιληπτό από την αρχή της αφήγησης,    με αποτέλεσμα αυτό που αυθαίρετα θα ονόμαζα «άδολη άγνοια του αναγνώστη» – που γεννά ερωτηματικά  και εικασίες, υποθέσεις και προφητείες – να αποτελεί ένα από τα πιο  σαγηνευτικά χαρακτηριστικά του μυθιστορήματος.

Η πρώτη παράγραφος όμως συνεχίζεται: Ήταν σίγουρα παράξενοι καιροί, αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα κι ο άνθρωπος στην αλυσίδα της εξέλιξης, αντί να ορθώνεται, γονάτιζε και άφηνε όλο και περισσότερο τον χιμπατζή να κυριαρχεί στον εγκέφαλό του. Πόλεμοι μαίνονταν, μια τεράστια οικονομική κρίση μάστιζε τον κόσμο, όλο και περισσότεροι άνθρωποι κουβαλούσαν το σπίτι τους στην πλάτη, παιδιά πνίγονταν στη θάλασσα.»  για να τοποθετηθεί  χρονικά η πλοκή και η αλληλεπίδραση των ηρώων  στη σύγχρονη εποχή. Μα, αν το καλοσκεφτούμε, η σημερινή εποχή δεν διαφέρει και πολύ από παλαιότερες,  τουλάχιστον όσον αφορά την αδυναμία των ανθρώπινου είδους να εδραιώσει την ειρήνη, να σεβαστεί την ομορφιά στον πλανήτη που του δόθηκε. Επομένως, ο κόσμος του κ. Κλάιν αντιπροσωπεύει την ιστορία της ανθρωπότητας, ή μάλλον της φάρσας της ανθρωπότητας που επαναλαμβάνεται αιώνες τώρα. Παρά την εξέλιξη της επιστήμης, τη θεαματική  άνοδο της τεχνολογίας  και την προβολή της τέχνης, σε παρά πολλά μέρη  της γης επικρατεί η βαρβαρότητα και η βία.

Η συγγραφέας τοποθετεί τον κεντρικό ήρωά της, τον Στέφαν, με τρόπο εντελώς φυσικό στο πολυσχιδές  μυθοπλαστικό σύμπαν που  συντίθενται από ψευδαισθησιακό καθεστώς, καφκικό άρωμα,  επιρροές από τη Νέκυια της Οδύσσειας, τη δραματουργία του  Σαίξπηρ, την Αποκάλυψη του Ιωάννη. Εκεί    βυθίζεται ολοκληρωτικά ο Στέφαν, καθώς ένα παράλληλο σύμπαν εξυφαίνεται χάρη στην ανάδρομη και εγκιβωτισμένη αφήγηση, τους παραστατικούς διαλόγους και το εύρημα των επιστολών. Με την ίδια φυσικότητα, ο  αναγνώστης καλείται να βηματίσει στα υψίπεδα των ονείρων, να διασχίσει χαράδρες συναισθημάτων, να εξερευνήσει σκοτεινά δάση ενοχών, να ανοίξει μονοπάτια και στοές συνομιλώντας με τους ήρωες και τη δημιουργό τους. Ο Στέφαν μεταβαίνει σ’ έναν κόσμο ρευστό και τρεμάμενο όπου ο χρόνος διαχέεται, άλλοτε ρευστοποιείται, καυτή λάβα που αφανίζει ό,τι αγγίξει  κι άλλοτε παγώνει, αναπλάθοντας σαν θεόσταλτη χάρη τη γλυκύτητα της στιγμής, μα αλλοίμονο γρήγορα μετατρέπεται σε κατάψυξη που συντηρεί αναλλοίωτη την  άφατη οδύνη.

Η Κουτσουμπέλη χτίζει το συγγραφικό της οικοδόμημα – κυριολεκτικά στη συγκεκριμένη περίπτωση- πάνω στα σχέδια μιας πολυκατοικίας – φάλαινας που έχει καταπιεί τα παιδιά της. Ο αναγνώστης από την άλλη εξερευνά ψηλαφώντας λέξεις και διαδρομές,  εικόνες και  διαλόγους, την οριζόντια και κάθετη διάσταση της πολυκατοικίας που εκτός των άλλων εμπεριέχει και  την  ταξική στρωματοποίηση. (Ενδεικτικά θα αναφέρω ότι στα πάνω πατώματα κατοικεί ο αστός γιατρός ντυμένος με ακριβά ρούχα κάτω από τον σφιχτό μανδύα του καθωσπρεπισμού με την αυταρχική μητέρα και την αφανισμένη από τον πόνο οικιακή βοηθό- μετανάστρια ενώ πιο κάτω κατοικεί η μοναχική εμμονική γυναίκα που δουλεύει στην ψαραγορά). Παράλληλα όμως αντικρίζει και τα μέσα δωμάτια των ηρώων, τους διαδρόμους και τα πλακάκια που βηματίζουν τα προσωπικά τους φαντάσματα, προσκρούει στις μάντρες των φόβων τους που υψώνονται χωρίς προειδοποίηση κι άλλοτε κρυφοκοιτάζει μέσα από τα συρματοπλέγματα του φράχτη της αλήθειας που έφτιαξαν μόνοι τους.

Χωρίς καμιά επιφύλαξη, θα χαρακτήριζα υποδειγματική την αρτιότητα της σκιαγράφησης των ηρώων. Ο αναγνώστης αφήνεται στο βάθος και την ένταση του ψυχισμού τους καθώς η συγγραφέας με άκρατη ευαισθησία προσεγγίζει τη μύχια ζωή τους, αναδεικνύει τα κρίματά τους (λέξη που έλκει την καταγωγή της από αρχαίες τραγωδίες και λησμονημένα μοιρολόγια), σπάει σε λέξεις τις ενοχές τους, αποδομεί την εξουσία που τους παρείχαν οι απώλειες και οι ανεπάρκειές τους.

Στον χωροχρόνο του μυθιστορήματος οι ισορροπίες διαταράσσονται, τα συναισθηματικά και ενοχικά φορτία αναδύονται με σταθερή συχνότητα όπως οι μικροβλάβες στα διαμερίσματα της πολυκατοικίας. Οι σκέψεις, οι αντιδράσεις, οι πράξεις, τα νεύματα και οι χειρονομίες των ηρώων αποσυνδέονται από την πραγματικότητα και ακολουθούν τις σκάλες, τους διαδρόμους, το ασανσέρ, τα παράθυρα και τις ερμητικές πόρτες, αποκτούν είδωλα σε παραμορφωτικούς καθρέφτες, γεννούν πιθανότητες και μικρόκοσμους καθώς η συγγραφέας οδηγεί τους αναγνώστες στον πυρήνα των πραγμάτων. Οι όροφοι δομούνται σαν ένα οικοσύστημα που, μετά από διαταράξεις, αλληλεπιδράσεις, εσωτερικό ταξίδι και γόνιμες ανασκαφές στη μνήμη, οδηγείται στην ισορροπία. Η πάλη δεν γίνεται πια μεταξύ του καλού και του κακού αλλά μεταξύ των νέων δυνατοτήτων και ευκαιριών που δεν  δίνονται στην πραγματική ζωή ή μήπως στον πραγματικό θάνατο; Η  δεξιοτεχνία με την οποία η Κουτσουμπέλη προσδίδει τα χαρακτηριστικά μιας δυνατής εξίσωσης στη δομή του μυθιστορήματος, αφού τόσο ο κεντρικός όσο και οι υπόλοιποι ήρωες αγκομαχούν να βρουν τις μεταβλητές, τις άγνωστες παρταμέτρους προς την τελική λύση-λύτρωση, είναι μοναδική.

 

Χλόη Κουτσουμπέλη

 

Επίσης καθηλωτικός είναι ο τρόπος με τον οποίο μετέχει ο θάνατος στο μυθιστόρημα, ως αφανής ήρωας στην αρχή, που εδραιώνει σταδιακά την κυριαρχία του οδηγώντας στο ανεξάντλητο φως. Ο θάνατος σ’ αυτό το μυθιστόρημα δεν είναι αποκρουστικός και τρομαχτικός. Μέσω της γραφής μετουσιώνεται σε κάτι που μοιάζει με φροντίδα, πιάνει τους ήρωες από το χέρι- σαν παραμάνα που δεν αφήνει στιγμή τα παιδιά της να ξεφύγουν από την ενδελεχή κι αδιάλειπτη φροντίδα της- τους σκεπάζει όταν κρυώνουν, παρηγορεί τη σκέψη τους, καθοδηγεί τη μνήμη τους για να φωτίσει την πιο άβατη γωνιά της πολυκατοικίας που δεν είναι άλλη από τον ακάλυπτο του εσώτερου εαυτού τους. Την ίδια στιγμή ο αναγνώστης βιώνει την παλλόμενη αγωνία τις συγκρούσεις, την ελικοειδή θλίψη των ανθρώπων που μεγάλωσαν με βία, τραύματα κι απώλειες. Ο ίδιος όμως αξιώνεται να αγγίξει μέσω της ανάγνωσης το ασύγκριτο θαύμα της άδολης αγάπης. Σ’ αυτή την παράξενη πολυκατοικία οι ήρωες θα αγγίξουν και θα αγαπήσουν το ανομολόγητο τραύμα τους. Κι ο αναγνώστης θα αναρωτηθεί ξανά: τι γίνεται άραγε μετά την παύση των σφυγμών; Έπειτα από τον ύστερο χτύπο της καρδιάς; Την έσχατη κοπιώδη ανάσα; Υπάρχει άραγε ένα μεσοδιάστημα – καθώς κυριαρχεί η ακαμψία, και σταματά για πάντα η ροή του αίματος, καθώς κρυώνει το φθαρτό σώμα – που δεν μετριέται με τον ρεαλιστικό χρόνο, μια άχρονη περίοδος που χρειάζεται η ψυχή να βγει στο φως ενώ το φθαρτό σώμα οδεύει στο χωμάτινο σκοτάδι; Κανείς δεν ξέρει την απάντηση, κι είναι αυτή η μεγαλειώδης άγνοια που δίνει τη δυνατότητα στις λέξεις και την τέχνη να την περιγράψουν. Δεν υπάρχει πρόβα στη ζωή ούτε περιθώρια για να διορθώσουμε τα λάθη μας. Μα αν σε επιλέξει ο κ. Κλάιν για βοηθό του, ίσως μπορέσεις να λυτρωθείς κάνοντας δώρο την καρδιά σου σ’ ένα παιδί που κινδυνεύει.
Η συγγραφέας διαχειρίζεται με ταλέντο και επιδεξιότητα την ανάδρομη αφήγηση, εγκιβωτίζει όνειρα και αναμνήσεις των ηρώων καθώς οδηγεί τον αναγνώστη και τους ήρωες προς το φως. Γλυκαίνει με λυρικές μπουκιές τη σκληρή ρεαλιστική γραφή.  Μέσα από τον απαλό  -σαν παρηγορητικό λίκνισμα –   κυματισμό  της γραφής της  αναδύονται και εδραιώνονται  φιλοσοφικές και θρησκευτικές ανησυχίες,  βρίσκουν έρεισμα οι λογοτεχνικές επιρροές και αγάπες της ποιήτριας και φυσικά εκλύεται σαν αγωνιώδες φως ενός ξεχασμένου φάρου ο έντονος κοινωνικός προβληματισμός, η προσωπική υπαρξιακή αγωνία, οι μεταφυσικές και μυστικιστικές αναζητήσεις. Συναντάμε  ένα γοητευτικό μίγμα υλικών από τα οποία είναι εξυφασμένος ο ρευστός  θαυμαστός κόσμος του μυθιστορήματος. Οι εικόνες είναι πλαστικές και ανάγλυφες. Ο αναγνώστης κάποιες στιγμές έχει την (ψευδ)αίσθηση ότι αγγίζει  την τραχιά επιφάνεια της θλίψης του Στέφαν, τα πνευμόνια του φράζουν από τα μαύρα λιθάρια της οδύνης της μητέρας του Σβεν.

«Ο βοηθός του κυρίου Κλάιν» είναι ένα μυθιστόρημα που εξυψώνει τις πληγές. Οι πληγές, εν προκειμένω όπως οι βολβοί μέσα σε αφράτο χώμα, πετάνε βλαστάρια κι ανθίζουν εκεί που δεν το περιμένεις, μαραίνονται όποτε θέλουν, για να ξανανθίσουν πάλι ανάμεσα σε λέξεις και μελωδίες.
Η Χλόη Κουτσουμπέλη μάς χαρίζει ένα ρηξικέλευθο μυθιστόρημα που μιλά για τη ζωή και τον θάνατο – μερικές φορές δεν διαφέρουν και πολύ αυτές οι δυο καταστάσεις, επικαλύπτονται, όταν κυριαρχεί η βαρβαρότητα, η βία, η εξοργιστική κοινωνική αδικία- για την εσωτερική επεξεργασία του θανάτου που οδηγεί στην αναζήτηση του νοήματος, για τις σχέσεις με τον εαυτό μας και τον κόσμο. Με γοητευτικά για τον αναγνώστη εκφραστικά μέσα, με ευαισθησία και χειρουργική ακρίβεια αγγίζει τις αρχέγονες πληγές της ύπαρξης, αυτές που κληροδοτούνται στα ανθρώπινα πλάσματα μαζί με το προπατορικό αμάρτημα, μα και τις άλλες, τις επίκτητες πληγές, τα τραύματα που προκαλούν οι (δήθεν) πολιτισμένες κοινωνίες της ταχύτητας και της αποξένωσης.
Μετά την εξαιρετική ποιητική συλλογή της «Οι ομοτράπεζοι της άλλης γης» η Κουτσουμπέλη προσθέτει στο τραπέζι των ηρώων της κι άλλους καλεσμένους να μοιραστούν τη λάμψη των πληγών τους, μα κυρίως να επιδείξουν την επουλωτική γάζα της αγάπης.

 

 

* Η Ελένη Κοφτερού είναι ποιήτρια. Η πρώτη της συλλογή «Γράμμα σε γενέθλια πόλη» τιμήθηκε με το βραβείο Μαρία Πολυδούρη 2013. Το 2014 κυκλοφόρησε η συλλογή της «Στο λάμδα των χελιδονιών». Ποιήματα και διηγήματά της βρίσκονται σε λογοτεχνικά περιοδικά και ιστότοπους.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top