Fractal

Διήγημα Fractal: “Ο βήχας του Ιουλίου”

Της Μαρίας Ξυλούρη // *

 

Σ’ αυτόν τον τόπο σηκώνεται παράξενος αέρας κάθε Ιούλιο («Άρχισε πάλι τον κακό του βήχα» λένε οι γεροντότεροι)· στο πρώτο φύσημα, με το που μπαίνει ο μήνας, αρχίζουν και βροντούν οι πόρτες, τρίζουν τα παραθυρόφυλλα, ανακατώνονται τα μακριά μαλλιά των κοριτσιών, σηκώνονται τα φορέματά τους και οι άντρες για λίγο ξεχνούν τον αέρα και λαχταρούν τη σάρκα που προβάλλει από κάτω· τα δέντρα τινάζουν τα κλαδιά για ν’ αποδιώξουν τα αρπακτικά τους βλέμματα, τα βλέμματα όμως δεν τα σαλεύει ο αέρας· τα φύλλα πέφτουν και σκορπούν στα πεζοδρόμια, στους δρόμους, στις αυλές, και τα πουλιά σκαρφαλώνουν στον ουρανό με τις φωνές κλεισμένες.

 

summerwind

 

Τη μέρα, ο κόσμος κάνει κουράγιο και βγαίνει για τις δουλειές του και παριστάνει πως δεν τρέχει τίποτα. Κατά το μεσημέρι, δίνει το σύνθημα ο αέρας και εν χορώ φέρνουν τα χέρια στον λαιμό και ξεροβήχουν σαν να τους στάθηκε άγανο από ψάρι που δεν έφαγαν· κοιτούν την αγριεμένη θάλασσα, κοιτούν το ασάλευτο βουνό, μετρούν τις μέρες που περάσαν, ονειρεύονται άλλους τόπους κι ας ξέρουν πως ποτέ δεν θα τους δουν.

Όταν πέσει ο ήλιος, όμως, το χωριό αμπαρώνεται, επειδή ο αέρας του Ιουλίου φέρνει μαζί του κάτι πλάσματα παράξενα· πριν από χρόνια, βρέθηκε επιτέλους ένας ξένος και τους είπε ότι είναι οι προδομένες προσευχές, που επιστρέφουν σ’ αυτούς που χάσαν την ελπίδα και την πίστη τους κι έπαψαν να τις λένε (δυστυχώς, ο ξένος έφυγε χωρίς τους πει πώς να απαλλαγούν από δαύτες· ίσως να μην ήξερε). Ορισμένες από αυτές τις προσευχές είναι τόσο γριές που μήτε νύχια έχουν, μήτε δόντια, βγάζουν όμως από τα βάθη του λαιμού έναν τριγμό που πήζει το γάλα και το κάνει βούτυρο, κι όπως τα γέρικά τους κόκαλα σέρνονται σε δρόμους και αυλές, οι γάτες σκιάζονται και σκαρφαλώνουν στα δέντρα και στους στύλους του ηλεκτρικού, όπου ουρλιάζουν απελπισμένα και μάταια, αφού κανένας δεν τολμά να ξεπορτίσει για να τις σώσει. Άλλες προσευχές είναι στην ακμή τους· η πίκρα τους έχει φτάσει στο απόγειο, έτσι που όταν ακουμπούν τις τριανταφυλλιές αυτές ευθύς ξεραίνονται μ’ έναν ψιλό στεναγμό που τον καταπίνει ο αέρας λυσσασμένος. Είναι και κάποιες προσευχές που μπουσουλούν στον δρόμο, κι από το στόμα τους στάζει σάλιο, κι από τη μύτη τους στάζει μύξα, κι από τα μάτια τους στάζουν δάκρυα έξαλλα, και η φωνή τους σκιάζει τους λύκους στο βουνό. Όλο το βράδυ ουρλιάζουν, κλαίνε και κοπανάνε πόρτες· οι λίγοι στο χωριό που κάπως καταφέρνουν να κοιμηθούν είναι αυτοί που ακόμα έχουν στα χείλη μια ζώσα προσευχή (συνήθως προσεύχονται να τελειώσει ο Ιούλιος, μια προσευχή απολύτως ακίνδυνη, μια και πράγματι ο Ιούλιος πάντα κάπως τελειώνει, αν και όχι για όλους, αφού κάποιοι τελειώνουν πριν από αυτόν), αλλά κι αυτοί ξέρουν πως αργά ή γρήγορα θα έρθει η σειρά τους, κι αυτή η γνώση διαλύεται στο μαύρο νερό του ύπνου σα χάπι, κι όπως διαλύεται βγαίνουν φλέβες κόκκινες στο μαύρο, και ανεβαίνουν στην επιφάνεια φυσαλίδες, και έπειτα σηκώνονται στον αέρα ατμός, και ο αέρας του Ιουλίου φυσά πιο δυνατά, πιο άγρια, και σβήνει το φεγγάρι, και τότε έρχονται οι πιο βαθιές και προδομένες προσευχές και σβήνουν και τα υπόλοιπα, γιατί μόνο τον ήχο της δικής τους φωνής ανέχονται, μόνο το χρώμα του δικού τους δέρματος αντέχουν (caput mortuum, που το αγαπούσαν οι ζωγράφοι του παλιού καιρού για τις ρόμπες των αρχιερέων)· οπότε, ακόμα και οι λυγμοί της γυναίκας που κάθεται δίπλα στο παράθυρο και προσπαθεί να ξεγελάσει τον εαυτό της πως βλέπει από τις χαραμάδες την πρώτη υποψία της ανατολής είναι βουβοί, και τα μάτια της δεν φαίνονται, επειδή έτσι θέλει ο αέρας του Ιουλίου. Τα παιδιά ανοιγοκλείνουν στόματα και μάτια ανώφελα ώσπου όλο το πρόσωπό τους παγώνει ανοιχτό, ξάστερο σαν τους ουρανούς που φέρνει το φως μετά από χιλιετίες που διασχίζει το διάστημα, επειδή έτσι θέλει ο αέρας του Ιουλίου. Μόνο κάτι παράξενα νυχτοπούλια, ακριβοθώρητα, τολμάνε να πετάξουν τέτοιες ώρες· κι αυτό γιατί η δική τους προσευχή ποτέ δεν σβήνει και ποτέ δεν εγκαταλείπεται: ζητούν το ένδοξο όνομα των αμερικανών εξαδέλφων τους, νυχτογέρακα, αντί του δικού τους (γιδοβύζια, ποιος το σκέφτηκε αυτό;)· τους είχε φέρει έναν από αυτούς τους συγγενείς ο αέρας του Ιουλίου κάποτε από τις μακρινές Αμερικές, κι όταν τους συστήθηκε, όχι απλά νυχτογέρακο, νυχτοβάτης, ντράπηκαν και πέταξαν μακριά, κι όταν γύρισαν, ο νυχτοβάτης δεν ήταν πουθενά, και συνέχισαν να γλιστρούν στον μαύρο μανδύα της νύχτας αθέατα.

Ο Ιούλιος σ’ αυτόν τον τόπο ψεύδεται· κρύβει· συσκοτίζει· σκοτώνει τη βαθύτερη καρδιά του κάθε ανθρώπου και του αφήνει σκέτο έναν μυ να κοπανιέται μέσα στο στήθος. Κι έπειτα όταν φεύγει ξεγελιούνται όλοι από το εκτυφλωτικό φως του Αυγούστου και θαρρούν πως πάει, αυτό ήταν, ο επόμενος Ιούλιος θα είναι απλά ένας μήνας. Αλλά ο κακόβουλος αέρας δεν ξέρει να φεύγει, παρά μόνο για να ξανάρθει· άπαξ και φύγει, πάντα επιστρέφει.

(Παλιότερα, ένας κοινοτάρχης είχε επιχειρήσει, μήπως και επιτέλους βουβαθεί ο αέρας, να θεσπίσει την ολοκληρωτική κατάργηση της προσευχής, αλλά δεν τα κατάφερε: πέρα από τη σθεναρή αντίσταση του παπά, διαπιστώθηκε ότι ακόμα και των απίστων η καρδιά σαν πηγαίνει στην κούλουρη κάποιον παρακαλά, ανώνυμο άγιο ή πνεύμα του νερού, για να επιστρέψει αποκεί. Κι έτσι έληξε άδοξα εκείνη η απόπειρα. Τον επόμενο Ιούλιο, ο κοινοτάρχης κρεμάστηκε ένα βράδυ που η περσινή του προσευχή –να πάψουν τέλος πάντων να προσεύχονται– κατάφερε να ρίξει την πόρτα του και να μπουκάρει στο σπίτι. Ο επόμενος κοινοτάρχης αποφάσισε ότι δεν θα διέταζε απολύτως τίποτα, εκτός του να βγάλουν τον Ιούλιο όπως μπορούσε ο καθένας, και όταν η κόρη του πρότεινε να διατάξει να μην εγκαταλείπει πια κανείς τις προσευχές του, της ανακοίνωσε ότι ευθύς αμέσως θα την έστελνε στη θεία της στην πόλη να γλιτώσει, όπως και έκανε, και δεν ακούστηκε γι’ αυτήν και για την ιδέα της λέξη.)

Σ’ αυτόν τον τόπο, τα πρωινά του Ιουλίου το κύμα ξεβράζει στην άμμο λεπτότατα φύκια, και τα σκαλίζουν με τα πόδια τα παιδιά, τραγουδώντας ένα ξόρκι που περνάει από γενιά σε γενιά, ένα ξόρκι που αλλάζει λέξεις ανά πέντε χρόνια και νόημα ανά δεκαπέντε, ενώ ο αέρας γύρω τους σφυρίζει, γνωρίζοντας καλά πως ξόρκια δεν υπάρχουν να τον σβήσουν, και μέσα στο σφύριγμά του ταξιδεύει το ουρλιαχτό των προσευχών. Τέτοιες ώρες η άμμος είναι λες και σαλεύει, αλλά δεν σαλεύει η άμμος: σαλεύουν κάτι μικροσκοπικά ζωΰφια, διάφανα (συγγενικά του Cancer emeritus, άγνωστα στον Λινναίο και σ’ όσους ακολούθησαν, γι’ αυτό και ανώνυμα), εξόχως σοφά παρά τον σχεδόν ανύπαρκτο εγκέφαλό τους· αν καταλάβαιναν τον ψίθυρό τους τα παιδιά, θα μάθαιναν και πώς να απαλλαγούν από τον φαρμακερό βήχα του Ιουλίου, αλλά σ’ αυτόν τον τόπο τους μαθαίνουν τις ίδιες ξένες γλώσσες που μαθαίνουν τα παιδιά στους άλλους τόπους.

 

 

Η Μαρία Ξυλούρη γεννήθηκε το 1983 στην Κρήτη. Σπούδασε Ψυχολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, όπου έκανε και τις μεταπτυχιακές σπουδές της (Ψυχολογία και ΜΜΕ). Με το πρώτο της μυθιστόρημα, Rewind (Καλέντης, 2009), ήταν υποψήφια για το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περιοδικού Διαβάζω (2010). Το 2011 τιμήθηκε με μία από τις τρεις υποτροφίες συγγραφής που απονεμήθηκαν κατά το Φεστιβάλ Νέων Λογοτεχνών του ΕΚΕΒΙ. Το δεύτερο μυθιστόρημά της, Πώς τελειώνει ο κόσμος (Καλέντης, 2012), απέσπασε το Athens Prize for Literature 2013 του περιοδικού (δε)κατα, ενώ ήταν υποψήφιο και για το βραβείο αναγνωστών ΕΡΤ-ΕΚΕΒΙ (2012). Η νυχτερινή βάρδια του καλλιγράφου (Καλέντης, 2015) είναι το τρίτο της μυθιστόρημα.Το προσωπικό της ιστολόγιο είναι το «Δωμάτιο Πανικού» (http://mxilouri.wordpress.com).

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top