Fractal

Ο βασιλιάς Ματθίας αντικρίζει τη Μόρια

Γράφει ο Νίκος Ξένιος //

 

 

Στέγαση, θέρμανση, αποχετευτικό, σίτιση, υγιεινή, ασφάλεια; Ή φυλακές, συρματοπλέγματα, αναξιοπρέπεια, εξευτελισμός της ανθρώπινης υπόστασης και απελπισία; Ποια είναι η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε μια οργανωμένη κυβερνητική πολιτική υποδοχής προσφύγων και σε μιαν άτακτη συσσώρευση ψυχών σε ένα χωράφι; Προς τα πού βαδίζουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι; Ποια είναι η Ευρώπη που τους περιμένει; Ποια είναι η Ελλάδα που τους υποδέχεται; Έχουν ελπίδες προς τις οποίες θα μπορούσαν να προσβλέπουν;

 

Η Ελλάδα είναι η χώρα η «ανοιχτή» από παντού. Είναι, όμως, πραγματικά ανοιχτή; Ή απλώς είναι μια εύκολη πρόσβαση; Και από την Ελλάδα πού θα πάνε αυτές οι μάζες των εξαθλιωμένων ανθρώπων; Στην Ευρώπη; Ναι, αλλά η Ευρώπη του σήμερα είναι η κόλαση του αύριο. Είναι το συρματόπλεγμα, ο ιταλός τελωνειακός, ο ούγγρος συνοριοφύλακας. Η μοίρα των ανθρώπων αυτών τους οδηγεί στο ίδιο σημείο: τους κρατά φυλακισμένους, χωρίς μέλλον, χωρίς προοπτική, χωρίς κυβερνητικό σχέδιο απορρόφησης και ένταξης. Μετέωρους, να αντιμετωπίζονται ως προσωρινοί φιλοξενούμενοι. Και, μάλιστα, χωρίς τις απαιτούμενες ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης. Απογοητευμένους και με διαψευσμένη την προσδοκία πως φτάνουν σε έναν ιδανικό τόπο και πως η αποκατάστασή τους θα έρθει σύντομα, έρμαια αντιμέτωπα με την ανεργία ή θύματα εκμετάλλευσης στην καλύτερη περίπτωση: εκείνη όπου θα βρουν μιαν ανασφάλιστη και κακοπληρωμένη εργασία. Ο ρατσισμός, οι προκαταλήψεις και η περιφρόνηση τούς πικραίνει. Καθημερινά αντιμετωπίζουν ένα πνευματικό κλίμα εγωιστικό και η συνύπαρξή τους με τον εγχώριο πληθυσμό φαίνεται ανέφικτη, τουλάχιστον επί ίσοις όροις. Με επαρχιώτικη νοοτροπία απομόνωσης, ο ντόπιος, ο γείτονάς μας, εμείς οι ίδιοι, δεν τους δεχόμαστε και δεν τους εντάσσουμε στην καθημερινότητά μας.

Αρνούμαστε να αντικρίσουμε την ποικιλία της ζωής, να θαυμάσουμε άλλα ήθη, έθιμα και διαφορετικούς κώδικες συναναστροφής: ο μικρόκοσμός μας είναι ένα ερμητικά κλειστό σύμπαν που πασχίζουμε να διαφυλάξουμε ως κόρην οφθαλμού, θεωρώντας τη «διαφορετικότητα» των προσφύγων ως εθνική διαφορά, και άρα αρνούμενοι να συνυπάρξουμε με αυτήν και να την αντιμετωπίσουμε έξυπνα και δημιουργικά, διαπνεόμενοι από ανοχή και επιείκεια. Ο «ξένος» δεν γίνεται, έτσι, ποτέ ο «άνθρωπος της διπλανής πόρτας», αλλά παραμένει ο «αλλοεθνής», ο «αλλόθρησκος» που χωρίς λόγο περιγελούμε και, τελικά, απομονώνουμε και βασανίζουμε, βουτηγμένοι στην προκατάληψη και την καχυποψία.

 

Ποια είναι η ελληνική πολιτική μέσα σ’ αυτό το σκηνικό;

Δεν είναι όμως μόνο τα ατομικά μας στερεότυπα που μπλοκάρουν και παρεμποδίζουν την υγιή απορρόφηση αυτών των ανθρώπων από το φιλοξενούν πολιτισμικό μόρφωμα. Σε αυτά τα κλισέ έρχεται να προστεθεί η λογική της παγκοσμιοποίησης στην οποία βασίζεται η εκάστοτε κυβερνητική πολιτική. Η συνοριακή αστυνομία, η ενεργητική συμμετοχή της χώρας στους οικονομικο-πολιτικούς και στρατιωτικο-πολιτικούς σχεδιασμούς που αφορούν την Ν. Α. Ευρώπη, την Αν. Μεσόγειο, τη βόρεια Αφρική, όλα αυτά δηλώνουν μιαν απεγνωσμένη προσπάθεια να κατακτήσουμε μια καλύτερη θέση στον συγκεκριμένο περιφερειακό κόμβο του διεθνούς συστήματος ελέγχου. Πασχίζουμε να συνέλθουμε από την οικονομική κρίση και την κατάρρευση δεχόμενοι ανενόχλητοι το δόγμα: «η Ελλάδα χώρα επίκεντρο της νέας αρχιτεκτονικής ασφάλειας των Βαλκανίων και της Αν. Μεσογείου». Ως εκ τούτου, δεχόμαστε τους πρόσφυγες, γινόμαστε ο κυματοθραύστης των ανάλγητων Ευρωπαίων που κάθε άλλο παρά προτίθενται να τους δεχτούν: αυτοί «βουλώνουν τρύπες» στα κράτη τους με όσους μετανάστες προσφέρονται ως χαμηλόμισθοι και για τους υπόλοιπους υιοθετούν τη στάση «μακριά από ’μας!». Αυτό που απομένει σ’ εμάς είναι να αναλάβουμε –αποκλειστικά εμείς– να τους φιλοξενήσουμε σε αυτό το μεταβατικό, υποτίθεται, στάδιο πριν την αποκατάστασή τους. Την οιονεί αποκατάστασή τους, δηλαδή.

Και αυτός είναι ο μεγαλύτερος μύθος και η χειρότερη αυταπάτη. Ξεχνούμε πως μια πολύ επιτυχημένη τεχνική χειραγώγησης των μαζών επινοεί αληθοφανείς μύθους, οι οποίοι ερμηνεύουν όλα τα δεινά του σύγχρονου κόσμου: μαθαίνουμε, βεβαίως, από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και από τα κοινωνικά δίκτυα για την καταστροφή τοπικών βιομηχανιών και τοπικής αγροτικής παραγωγής στις αναπτυσσόμενες οικονομίες, για την υπανάπτυξη, για τον πόλεμο, για τους πολιτικούς και θρησκευτικούς ανταγωνισμούς. Υιοθετούμε, πιθανώς, ένα παιδάκι από το Σουδάν, ή κουβαλάμε κάποια είδη πρώτης ανάγκης στον πλησιέστερο σταθμό υποδοχής προσφύγων. Έτσι κι αλλιώς, είμαστε εξ ορισμού ευαισθητοποιημένοι στην ανεργία και την καταστροφή των κρατικών δομών αυτού του υποτιθέμενου «κράτους πρόνοιας», και οι πιο καλλιεργημένοι ανάμεσά μας είμαστε και υπερευαίσθητοι απέναντι στην έξαρση εθνικιστικών, φασιστικών, ρατσιστικών φαινομένων και στην όξυνση του μεταναστευτικού προβλήματος. Βρισκόμαστε, εν ολίγοις, σε πλήρη σύγχυση.

 


Το κυρίαρχο αφήγημα για τους πρόσφυγες, ο μύθος της εντοπιότητας και το Κυνήγι του βασιλιά Ματθία

Κάθε μυθοπλασία δίνει πληροφορίες για τους «ήρωες», τον χώρο, τον χρόνο και την κατάσταση από την οποία εκκινεί η αφήγηση (προσανατολισμός), έχει συγκεκριμένη «περιπέτεια», μικρότερη ή εκτενέστερη και, συνήθως ολοκληρώνεται σε ένα αποτέλεσμα, μιαν έκβαση. Λειτουργεί ως εξιστόρηση εκλογίκευσης και νομιμοποίησης της κάθε είδους ηγεμονίας, παρέχοντας στην ιδεολογία περί ιδιότητας του «πολίτη» μια χωρίς χρονικό περιορισμό θεμελίωση. Τέλος, έχει διαχρονική εμβέλεια, συντελώντας στη διαμόρφωση της ταυτότητας ανθρώπων, κρατών, εθνών.

Ποιος είναι ο μύθος που καθιστά την κατάσταση των προσφύγων λογικοφανή;

Η αυτοχθονία, λέει ο Φόρσνταϊκ, συνδέοντας τους ανθρώπους με τη γη σε μια σχέση γονέα, μητέρας και παιδιού, είναι μια κατασκευασμένη-επινοημένη έννοια, που ορίζει και διαφοροποιεί τις εθνοτικές ταυτότητες. Η κατασκευή αυτή αποδίδει ιδιότητες «φυσικές» στα πολιτισμικά κριτήρια (τη γλώσσα, τη θρησκεία, την παιδεία, τις παραδόσεις). Και εδώ αρχίζει ο μεγάλος μύθος. Ο όρος «μύθος» συμπυκνώνει σε σενάριο τις ιστορίες που λένε οι πολίτες ενός κράτους μεταξύ τους αλλά και στους «άλλους», προκειμένου να εξηγήσουν την ταυτότητά τους (το ποιοι είναι) μέσα από την καταγωγή τους (το πού και από πού ήρθαν). Η αυτοχθονία κατασκευάστηκε ως ιδεολόγημα σταδιακά και χρησιμοποιήθηκε σε παραλλαγές, προκειμένου να διαιωνίσει και να προωθήσει ταυτοτικές σχέσεις και μαζί αξιολογικές διακρίσεις των ανθρώπων σε «ανώτερους» και «κατώτερους». Διαχρονικά, ο μύθος της λειτουργεί διπλά: «ομοιογενοποιητικά», σφυρηλατώντας τους στενούς δεσμούς ενότητας μιας κοινότητας-εθνότητας, αλλά και «διαφοροποιητικά», δικαιολογώντας συχνά επιθετικές συμπεριφορές απέναντι στον, υποδεέστερο και «μη καθαρό», ξένο.

Ευτυχώς η αρχαιολογική σκαπάνη αίρει τις ψευδαισθήσεις αυτές: στη δεκαετία του 1990 μια ομάδα ελληνοαμερικανών αρχαιολόγων βρήκε τα αρχαιότερα στον κόσμο στοιχεία ναυσιπλοΐας στην περιοχή Πλακιάς του Ρεθύμνου. Πιο συγκεκριμένα, χρονολόγησε τριάντα τσεκούρια και εκατοντάδες πέτρινα μικροεργαλεία στην Παλαιολιθική Εποχή. Αυτά είχαν φτάσει, κατά πάσαν πιθανότητα, μέσω της θαλάσσιας οδού στην Κρήτη, που ως γνωστόν είναι αποκομμένη από τη χερσαία οδό, πράγμα που αποδεικνύει ότι ο ιστορικός λαός των Μινωϊτών δεν υπήρξε γηγενής, ούτε αυτόχθων. Το ίδιο και όλοι οι άλλοι ευρωπαϊκοί λαοί της αρχαιότητας. Όλοι από κάπου αλλού ήρθαν. Αλλάζει, δηλαδή, οριστικά ο μύθος.

Έφτιαξα, λοιπόν, κι εγώ, μια «αντι-μυθοπλασία». Το κυνήγι του βασιλιά Ματθία (εκδόσεις Κριτική) είναι, καταρχάς, ένας νέος μύθος. Στοιχειοθετεί την αντίρρησή μου για τον απαράδεκτο τρόπο με τον οποίον η Ευρώπη διαχειρίζεται το ιστορικό της παρελθόν και τις σχέσεις της με τους άλλους λαούς. Οι ανέστιοι, κατατρεγμένοι ήρωές μου τεκμηριώνουν βιωματικά τη συγκεκριμένη εικόνα που έχω για τη γηραιά ήπειρό μας. Το θυσιαστικό μοτίβο που περιέχει, το ότι κάποιος πρέπει να είναι το εξιλαστήριο θύμα, αυτός που «θα πληρώσει τη νύφη», αυτός που θα καταδιώκεται από τους άλλους, αποδίδει την εικόνα που κατά τη γνώμη μου έχουμε όλοι μας για τον «ξένο». Αυτή την εικόνα κρίνω πως διατηρεί αναλλοίωτη ο μέσος έλληνας και ευρωπαίος «αυτόχθονας», ξεχνώντας πως και ο ίδιος, σε κάθε του βήμα, αναζητά μια πατρίδα. Ξεχνώντας πως αυτόκλητα βαφτίζει τον τόπο όπου κατοικεί «γενέθλιο τόπο», ενώ στην ουσία καθορίζει το πολιτιστικό του στίγμα για να είναι σε θέση να αποτιμήσει την ταυτότητά του. Και αναπτύσσει μια πεισματική, ιδιοκτησιακή σχέση προς τον τόπο αυτόν, ενώ οξύνεται το —ήδη οξύτατο— μεταναστευτικό πρόβλημα.

Ο μύθος του Ματθία είναι φτιαγμένος από το ιδιόλεκτο της ιπποτικής μυθιστορίας και φωτισμένoς από τα κιτάπια των λαϊκών αφηγήσεων, επειδή ακριβώς η προβληματική του είναι η ανελέητη καταδίωξη, η στέρηση της ελευθερίας, η στέρηση της πατρίδας, ο ξεριζωμός. Ο μύθος είναι εμπνευσμένος από την «Κρήνη του βασιλιά Ματθία»: ένα μνημειώδες σύμπλεγμα γλυπτών στο δυτικό προαύλιο του Κάστρου της Βούδας, στη Βουδαπέστη. Είναι ένα από τα πιο συχνά φωτογραφικά αξιοθέατα της ουγγρικής πρωτεύουσας. Ονομάζεται μερικές φορές η «Φοντάνα ντι Τρέβι της Βουδαπέστης». Αναπαριστά τον βασιλιά Ματθία Κορβίνο να στέκεται στον υψηλότερο βράχο φορώντας κυνηγετική στολή, να κρατά ένα τόξο στα δεξιά του, ενώ ένα τεράστιο νεκρό ελάφι βρίσκεται στα πόδια του. Ο υπασπιστής του και ηγέτης της κυνηγετικής ομάδας κάθεται σ’ έναν βράχο με την πλάτη του προς τον θεατή. Τρία κυνηγόσκυλα, η μορφή ενός ιστοριογράφου και μια νεανική γυναικεία μορφή ολοκληρώνουν το γλυπτό σύμπλεγμα.

Το ιδεολογικό στίγμα του βιβλίου μου ανευρίσκεται στις εικόνες και τις αναπαραστάσεις με τις οποίες εμβολιάζω την κεντρική ιδέα: ένας βασιλιάς κρατάει τόξο στο χέρι και στοχεύει τις μάζες των μετακινούμενων, ξεσπιτωμένων ανθρώπων, ενώ η ξαπλωμένη προτομή του Λένιν παρακολουθεί αυτήν την αθλιότητα. Τι πιο σαφές; Στο Κυνήγι του βασιλιά Ματθία η αφήγηση είναι αρχετυπικών διαστάσεων και υπαγορεύει την αλληγορία ως φόρμα: με άλλα λόγια, τα αρχαία αγάλματα των τυράννων ξυπνούν και εποπτεύουν, από τα μπρούντζινα ύψη τους, τις απελπισμένες προσπάθειες των λαών να επιβιώσουν, ενώ οι ίδιοι εξαπολύουν ένα νέο, ζοφερότερο κυνήγι. Πρόκειται για μια ιστορία βίας-βιασμού-παραβίασης των επιτρεπτών ορίων που στα ιστορικά της πλαίσια φαντάζει απολύτως νόμιμη.

Η αφήγηση του σύγχρονου πρόσφυγα είναι απλώς το όχημα για να ενεργοποιηθεί αυτός ο θρύλος: ψηλά από τα ανάκτορά του, ο κάθε Ματθίας Κορβίνο παρακολουθεί, αιώνες τώρα, το δράμα της ανθρώπινης προσφυγιάς και στέλνει το όρνεό του να κατασπαράξει τις κινούμενες μάζες. Ο κυριότερος στόχος του είναι η ελευθερία: η ελευθερία μετακίνησης, η ελευθερία της βούλησης, η ελευθερία της έκφρασης, η ελευθερία της επιλογής.

 

 

 

Η λογοτεχνία δεν αρκεί από μόνη της

Έθεσα πολλά ερωτήματα και γνωρίζω πως έδωσα ελάχιστες απαντήσεις. Στο μεταξύ, όσο εμείς φιλολογούμε, στίφη ολόκληρα ανθρώπων πνίγονται στη Μεσόγειο και σε άλλες θάλασσες, απορρίπτονται από τους συνοριοφύλακες, πετιούνται σε τρισάθλιους καταυλισμούς «φιλοξενίας», φυλακίζονται και προπηλακίζονται. Πάνω από 15 εκατομμύρια πρόσφυγες φυτοζωούν σε όλον τον πλανήτη. Στην Γκούτα της βορειοδυτικής Συρίας, στα ανοιχτά των ακτών της Λιβύης, στα σύνορα Βοσνίας και Κροατίας, στο Μπαγκλαντές, στη Νιγηρία, στο Νότιο Σουδάν, στη Σομαλία, στη λωρίδα της Γάζας, στο Αφγανιστάν. Χωρίς μέλλον, τουλάχιστον χωρίς άμεσες λύσεις για τα παιδιά τους, με αμφίβολη και αυτή ακόμη την αυριανή τους επιβίωση. Εμείς φερόμεθα ως οι ανθρωπιστές της Ευρώπης.

Η πολιτική της υπερσυγκέντρωσης μεταναστών και προσφύγων στα ελληνικά νησιά έχει οδηγήσει σε επ’ αόριστον εγκλωβισμό περισσότερων από 9.000 ανθρώπων (το 1/3 είναι παιδιά) στον καταυλισμό της Μόριας, που έχει μέγιστη χωρητικότητα 3.000 ατόμων. Η έλλειψη πρόσβασης σε άμεση ιατρική φροντίδα δείχνει τα σημαντικά κενά που υπάρχουν στην προστασία των παιδιών και άλλων ευάλωτων ομάδων. Από τον Φεβρουάριο έως τον Ιούνιο, σχεδόν το 1/4 των παιδιών (18 από τα 74) είχαν αυτοτραυματιστεί ή είχαν κάνει απόπειρα ή είχαν σκέψεις αυτοκτονίας. Άλλοι ανήλικοι ασθενείς παρουσιάζουν επιλεκτική βωβότητα, κρίσεις πανικού, άγχος, εκρήξεις επιθετικότητας και συνεχείς εφιάλτες.

Δεν αμφιβάλλω πως ανάμεσά μας υπάρχουν πολλοί πραγματικοί ανθρωπιστές. Δεν αμφιβάλλω και για τις ευγενείς προθέσεις των περισσότερων Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων. Ακούμε τεράστια ποσά και αγνοούμε γιατί χρονοτριβεί η αποκατάσταση των προσφύγων. Δημιουργούνται μέσα μας τεράστια ερωτηματικά και περιμένουμε να δούμε την έκβαση της έρευνας για τη διάθεση των ποσών αυτών. Με ποια κριτήρια κατανέμονται τα χρήματα δημιουργίας κέντρων υποδοχής; Γιατί η Μόρια έδωσε αυτήν την άθλια εικόνα στα διεθνή τηλεοπτικά και ηλεκτρονικά μέσα; Μήπως ο ανθρωπισμός δεν αρκεί ως κίνητρο;

Το τεράστιο ερώτημα που κυρίως με βασανίζει είναι: ως πότε θα σωπαίνουμε μπροστά στην ανείπωτη ανθρώπινη θλίψη, μπροστά στον απερίγραπτο ανθρώπινο πόνο, μπροστά στην κατάφωρη παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων; Ως πότε θα κωφεύουμε; Ως πότε ο (κάθε) βασιλιάς Ματθίας θα προβαίνει ανενόχλητος στο αιματηρό του έργο;

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top