Fractal

Ένα βιβλίο για την ποίηση

Γράφει η Ασημίνα Ξηρογιάννη //

 

tyflos_episkeptisΠαναγιώτης Αρβανίτης «Ο τυφλός επισκέπτης», Εκδ. Γαβριηλίδης

 

Πώς ένας ποιητής μπαίνει στο ποίημα κάθε φορά και τι καινούριο φέρνει; Ή τι επικίνδυνο συναντά ο ίδιος εκεί μέσα κατά την είσοδό του; Συνήθως μπαίνεις με σεμνότητα και ταπεινότητα αναζητώντας κάτι αληθινό και ουσιαστικό. Αναζητώντας μια κάθαρση και ο ίδιος, όπως και ο αναγνώστης. Και βάζοντας το μαχαίρι στο κόκαλο.

 

Περπάτησα στις μύτες των ποδιών

μέχρι να βρω μια είσοδο κινδύνου.

Φύσαγε ο τρόμος φύσαγε

και άρπαζαν οι στίχοι!

 

Η πρώτη ενότητα του βιβλίου η «Είσοδος Κινδύνου» δεόντως αυτοαναφορική όσον αφορά στην ”δουλειά” του ποιητή. Περιλαμβάνει πολλά στοιχεία ποιητικής, είναι το βλέμμα του δημιουργού για την τέχνη και την τέχνη του. Στην ποίηση η στίξη παίζει ιδιαίτερο ρόλο, συμβάλλει και στην ερμηνεία του ποιήματος. Κάποιοι ποιητές όπως ο Καβάφης τη στίξη την χρησιμοποίησαν με τέτοιο τρόπο ώστε ν’ αποτελεί μέρος της ερμηνείας του ποιήματος, δίνοντας εξαιρετικές δημιουργίες. Άλλοι πάλι ποιητές είναι πιο αποστασιοποιημένοι σε ό,τι αφορά τη στίξη. Προχωρούν σε πιο ελεύθερα ποιήματα απαλλαγμένα από τη συμβατική στίξη και εισάγοντας νέους τρόπους εκφοράς που απομακρύνουν από μορφές και σχήματα συντηρητικά και κυρίως πληκτικά. Όσο για τα μέρη του λόγου, τα ρήματα συγκρατούν τον συνεκτικό ιστό του ποιήματος και δίνουν το ύφος των ενεργειών, πρέπει ν’ ακολουθούν τα ουσιαστικά και στη συνέχεια να έπονται τα επίθετα, σε μικρότερη έκταση. Στην ποίηση η γλώσσα χρησιμοποιείται έτσι ώστε να δίνει ένα ανοίκειο αποτέλεσμα, να οδηγεί τον αναγνώστη σε ανοίκειους τρόπους.

Τα είχαμε βρει με τη γλώσσα.

Τα ουσιαστικά μάς κρατούσαν το χέρι.

Τα ρήματα μας χτυπούσαν στην πλάτη.

Έμεινε η στίξη να φρεσκάρει τη δυστυχία’

τελείες, κόμματα, θαυμαστικά

και πλήξη.

[…]

(σελ 12)

 

Παναγιώτης Αρβανίτης

Παναγιώτης Αρβανίτης

 

Ορισμοί για την ποίηση εδόθησαν πολλοί και ακόμα δίδονται. Κάθε ποιητής και ένας ορισμός, κάπως έτσι. Ένας ορισμός ρητός ή που υπονοείται. Όπως και να έχει συνήθως οι απόψεις δεν ταυτίζονται. Άλλωστε η ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή -που λέει και ο Γιώργης Παυλόπουλος-που όλους τους βάζει στο σύμπαν της. Άλλωστε, η ποίηση είναι πλατιά σαν θάλασσα. Πώς να χωρέσει σε έναν μόνο ορισμό; Aυτό αντιτίθεται στην ίδια της τη φύση. Πάντως ο Αρβανίτης, λιτός και ουσιαστικός όπως είναι σε όλη τη συλλογή, δίνει το στίγμα του σωστού ποιήματος:

Στο σάλτο ελαφρότητα

στην έκφραση σπιρτάδα.

Ύφος λαγωνικό.

[…]

(σελ 13)

Η ποίηση είναι κομμάτι του ποιητή, αντανακλά τις αγωνίες, τον εσωτερικό κόσμο, ή και το στοχασμό του ακόμα. Είναι τόσο προσεκτικός κανείς όταν μπαίνει μέσα στους κόλπους της και ως το υποκείμενο της γραφής και ως ο αποδέκτης της. Ειδικά σε δύσκολες εποχές που θρυμματίζουν τον άνθρωπο, πρέπει κανείς να είναι εξαιρετικά προσεκτικός στο πώς διαχειρίζεται τα ερείπια και τις πληγές του ποιητικώ τω τρόπω, μαθαίνοντας να ακούει τη σιωπή των λέξεων στο σκοτάδι.

Διδάσκει χρώμα η τυφλότητα

όταν ρεμβάζεις τη σιωπή

στου εαυτού τις τρικυμίες.

[…]

[σελ.15]

Η ποίηση είναι πάντα ζήτημα φωτός και ο Αρβανίτης γράφει:

«Τι ολοκαύτωμα φωτός η νηνεμία μας!” [σελ.15]

Δύσκολο πράγμα να γράφεις ποίηση. Θέλει περίσκεψη και συγκράτηση. Η ευκολία να γράφουν οι άνθρωποι ποιήματα πολλές φορές ευτελίζει την τέχνη.

Δεν είναι ο λόγος χείμαρρος -που λένε- ο λόγος είναι φράγμα”, γράφει στη σελ. 16.

Ακόμα, η τέχνη μεταμορφώνει δημιουργό και αποδέκτη. Τους δίνει νέες ταυτότητες. Η ποίηση όταν είναι γνήσια και σπουδαία σού δίνει γροθιά στο στομάχι. Είναι φτυστή η κραυγή. Κόλαση γεννάει.

”Να τρέμεις, να τρέμεις, και να μην είσαι εσύ!

Αλλά φτυστή η κραυγή.”

[σελ.18]

O Παναγιώτης Αρβανίτης εύστοχος, πνευματώδης. Νιώθεις ότι τίποτα δεν είναι παράταιρο, τίποτα δεν περισσεύει. Και τίποτα δεν θέλεις να αφήσεις να πέσει κάτω. Υπάρχει μια αλήθεια ατόφια που αναδύεται θαρραλέα. Το προφίλ της Ποίησης και το προφίλ των Ποιητών γίνονται αντικείμενο αναζήτησης και στοχασμού από τον ποιητή. «Οι ποιητές πεθαίνουν πρόωρα (σελ19)/Μην περιμένετε για όλα αυτοί/να καθαρίσουν. Εκείνοι το πολύ να κάνουν τη λάντζα της καρδιάς. Τα υπόλοιπα είναι δουλειά της ευτυχίας.» (σελ.20)

Στην δεύτερη ενότητα συναντάμε μικρά ποιήματα σε πρόζα. Υποβλητικά σκηνικά, εικόνες γοητευτικά λαξευμένες. Ένας μυστηριώδης τυφλός επισκέπτης κυκλοφορεί ανενόχλητος και κουρδίζει το ρολόι του τοίχου. Ποια είναι άραγε η υφή της κόλασης και μπορεί κανείς να γράφει εκεί; Mια περίεργη Αποικία, μια γλώσσα που να έχει μόνο φωνήεντα, τα γραμματόσημα που πέταξαν και έγιναν πουλιά. Το παράδοξο της ζωής και της ύπαρξης δίνεται εύστοχα μέσα από σουρεαλιστικές μικρές ιστορίες που σε έλκουν να τις ξεκλειδώσεις. Υπάρχει άραγε σύνδεση ανάμεσα στον χρόνο, στην μνήμη, την μοναξιά και την τρέλα; Mα όλα αυτά είναι κομμάτια της Ύπαρξης.

«Τι αχούρι που ‘ναι η ύπαρξη, Χριστέ μου! Πρέπει να συγυρίσω λίγο το κενό. Να ταίσω λίγο τα θηρία μου, τα θηρία μου, που πάντα πεινασμένα, που διψασμένα πόσιμη οργή. Μπρούμυτα πρέπει τη μνήμη να κοιμίζεις! Να μην πνιγεί απ’ το σάλιο της.» (σελ.31, Ανάσες αξίνες και φτερά)

Ο Αρβανίτης δίνει μαθήματα ποιητικής οικονομίας. Τα (πεζο)ποιήματά του διαθέτουν πύκνωση που λειτουργεί. Πύκνωση ικανή στην πραγμάτωση και ενός άρτιου αισθητικού αποτελέσματος που αγγίζει λεπτές χορδές της αναγνωστικής ευαισθησίας. Εξαιρετικό το τελευταίο πεζό ποίημα της ενότητας που φέρει τον τίτλο «Le spleen de Berlin» και ξεκινάει ως εξής: «H ποίηση είναι ένα μπαρ στο Βερολίνο». Μέσα από την εξαίσια αλληγορία δίνει το στίγμα της καλής ποίησης, καθώς και της ποιητικής λειτουργίας στο σύνολό της. Το ποίημα να’ ναι δεόντως αφαιρετικό, να μην κουράζει. Ούτε να γίνεται φορτικό. Να είναι άχρονο. Να συμπυκνώνει στο τώρα όλες τις χρονικές βαθμίδες. Να θέλει οπωσδήποτε κάτι να πει στον αναγνώστη. Να διαθέτει ιδιόλεκτο, να ξεχωρίζει.

Στην επόμενη ενότητα, το Αρχιπέλαγος, συναντάμε μικρά μεστά επιγράμματα. (Ο λόγος αρχιπέλαγος /και η σιωπή κρατήρας/η γλώσσα ελαφρόπετρα/ξερολιθιά το ποίημα/) Δυνατές εικόνες και δυνατές μεταφορές έρχονται γενναία να αντιταχθούν σε κάθε τι ανούσιο, να πατάξουν τον βερμπαλισμό που σκοτώνει την καλή ποίηση. Ο Αρβανίτης «από φως κάνει την ποίηση κρότο». Ο στόμφος απουσιάζει παντελώς και είναι πολύ ισορροπημένο το πάντρεμα κυρίως ρημάτων και ουσιαστικών. Η ενέργεια ρέει ρητά, η αξία του Τώρα, της ιερής στιγμής του παρόντος αναδεικνύεται περίτρανα. (Δίγλωσσος είναι ο χρόνος/ άπταιστα ξέρει το νερό/άπταιστα και τα βράχια.)

Αφοπλιστικός ο Αρβανίτης στην τελευταία μικρή ενότητα με τίτλο «Φολέγανδρος». Είναι γοητευτική η θέαση του κόσμου με το λοξό βλέμμα του νεαρού ποιητή. Μια αίσθηση που κυριαρχεί σε όλο το βιβλίο ενιαία και δημιουργεί τις προϋποθέσεις να σκεφτεί κανείς ότι ο ποιητής έχει βρει τη φωνή του ανάμεσα στις πάμπολλες ποιητικές φωνές που κυκλοφορούν. Και στην ουσία γράφει ένα βιβλίο για την Ποίηση και τη λειτουργία που επιτελεί: «…βάζοντας τη σιωπή του στη διαπασών. Και στο ταβάνι του ανθίζουν / αναρριχητικά ποιήματα/βεγγαλικά της λύπης.»

O Aρβανίτης πιστεύει στην τέχνη που υπηρετεί και μπορεί να οραματίζεται μια άλλη πραγματικότητα όπου η ποίηση θα ενέχει τη θέση που της αξίζει και θα μπαίνει μπροστά και θα οδηγεί: «Θα ‘ρθει ο καιρός /που διάττοντα ποιήματα /θα εκκρεμούν σε σκούρους ουρανούς./Οι εξουσίες σύξυλες θα μένουν /και ξέφρενα τα όνειρα/θα μελοποιούν εκρήξεις.»

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top