Fractal

Διήγημα: “Ο Θωμάς”

Του Μάνου Μαυρομουστακάκη // *

 

 

 

Στο μυαλό του πάντα ταξίδευαν πολλές ιστορήσεις, που στο σταθμό που διάλεγε να σταματήσει, πηδούσαν μέσα και του έκαναν παρέα. Ήταν δανεικές ιστορίες, που μάζευε τα καλοκαίρια στο χωριό του, από στόματα παππούδων στα καφενεία που σύχναζαν. Δανεικές, γιατί κάθε φορά, κάθε καλοκαίρι για την ακρίβεια, τους τις επέστρεφε με την προτροπή να τις εμπλουτίσουν, για να τις ακούει και να τις νιώθει για καινούργιες. Εκείνοι πάλι δεν του χάλαγαν χατίρι και τις συμπλήρωναν με γεγονότα, πολλά απ’ αυτά απ’ τα χαλάσματα της φαντασίας τους, που είχε αυτήν την ιδιαιτερότητα, με τα προϋπάρχοντα υλικά να σηκώνει καινούργια κτίσματα. Το ήξερε, μα καθόλου δεν τον πείραζε, όπως τα μικρά παιδιά, που κάθονται και ακούν παραμύθια, ως να ήταν οι μεγαλύτερες αλήθειες και καθόλου δε ζημιώνονται γι’ αυτό. Κατά σατανική σύμπτωση μάλιστα τον έλεγαν Θωμά, όνομα που έμοιαζε για παρωδία, δεδομένης τής παροιμιώδους ευπιστίας του. Ο Θωμάς ήταν υπάλληλος σε κατάστημα ειδών ρουχισμού. Η αγάπη του αυτή για τον μύθο, συνιστούσε ίσως και το σπουδαιότερο προσόν τής δουλειάς του. Ο λόγος, απλός και προφανής, αφού αν κάποιος πελάτης δοκίμαζε ένα ρούχο που το ενέκρινε, την επόμενη στιγμή μέσα σ’ ένα παραλήρημα μυθοπλασίας στο κεφάλι του, ενθουσιαζόταν τόσο που συμπαρέσυρε στον ενθουσιασμό του και τον υποψήφιο πελάτη, κάμπτοντας τις μικρές του αντιρρήσεις. Έτσι έμεναν όλοι ευχαριστημενοι, ο ίδιος, ο πελάτης και το αφεντικό, που τον είχε αναγορεύσει σε δεξί του χέρι. Μόνο στις πωλήσεις, δυστυχώς για τον Θωμά, αφού κατά τα άλλα, ο μισθός του κάθε άλλο παρά ενθουσιαστικός ήταν. Δεν παραπονιόταν όμως. Μόνος του ζούσε στην πόλη και τα έφερνε βόλτα έστω και με τα λίγα. Οι γονείς του ζούσαν στο χωριό και από καιρού εις καιρόν, του έστελναν κάποιο πεσκέσι με το ΚΤΕΛ. Ο ίδιος ανέβαινε στο χωριό μονάχα το καλοκαίρι, οπότε και έπαιρνε όλη του την άδεια μαζεμένη. Σ’ αυτό το διάστημα απολάμβανε και τη θαλπωρή τής οικογένειας, που ποτέ δε ξεθύμαινε, παρά τα χρόνια που είχαν περάσει. Το μόνο «αγκάθι» στη σχέση του με τους δικούς του, ήταν η πίεση τής μάννας κυρίως, να αποκατασταθεί επιτέλους ο κανακάρης της, μήπως και προλάβαινε κι αυτή να δει κανένα εγγόνι. Τον είχε και μονάκριβο βλέπεις. Όμως ο Θωμάς δεν ένιωθε την ίδια ζέση στην ιδέα τής οικογένειας, αφού με την οικονομική δυσπραγία του δεν θα μπορούσε να συντηρήσει κι άλλο άτομο. Είχε σε αναπλήρωση τους «μύθους» του, που δεν είχαν την ίδια απαίτηση. Τους πότιζες με τη δωρεά της ψυχής σου και εκείνοι υγραίνονταν και καρποφορούσαν συνεχώς.

Τι που ήταν ήδη πατημένα σαρανταπέντε, ένιωθε ακόμα παιδί. Άλλωστε και η φτιαξιά του –δροσερόδερμος που ήταν- βοηθούσε προς αυτή την κατεύθυνση και όλοι τον έκαναν για τριάντα κάτι. Δε τους χαλνούσε το χατίρι κι εκείνος και πολύ το διασκέδαζε, αν δεν κολακευόταν κιόλας. Αυτό βέβαια το παιχνίδι τής πόλης δεν είχε απήχηση στο χωριό, όπου όλοι γνωρίζονταν μεταξύ τους και κάποιοι εξ’ αυτών περισσότερο. Η Θεώνη για παράδειγμα –παλιά συμμαθήτρια του στο δημοτικό- τον παρακολουθούσε στενά, αφού τον καλόβλεπε και κάθε καλοκαίρι φτιασιδωνόταν όλο και με περισσότερα κιλά κρέμα μήπως και τον πιάσει στη δροσεράδα, αλλά φευ, αυτό δεν αρκούσε, αφού ο Θωμάς καθόλου δεν την πρόσεχε. Έτσι εκείνη πρόσθετε το ένα καλοκαίρι απελπισίας πίσω απ’ τα άλλο, με το άγχος της να γίνεται βάρος δυσβάσταχτο. Βλέπεις δεν είχε και την απαιτούμενη τύχη, αυτή τη θεόστραβη κυρά, που όλο έμπαινε μπροστά της και όλο την απέφευγε, οπότε γαμπρός γιοκ. Όμοια λοιπόν κι εκείνη –ίσως το μόνο στο οποίο ταίριαζε με τον Θωμά- κάθε που πλησίαζε καλοκαίρι ονειρευόταν Θωμά στον ύπνο και στο ξύπνιο της. Πέρασαν έτσι σαρανταπέντε χρόνια –μικτά εννοείται, αφού περιλάμβαναν όλη την μέχρι τούδε ζωή τους- χωρίς την ποθούμενη ζεύξη Ρίου-Αντιρίου. Κάποια στιγμή όμως, έγινε κι αυτή, οπότε λογικά θα είχε έρθει και η σειρά τής άλλης… ζεύξης. Του Θωμά με την…. Αχ, βρε Θεώνη αν υπήρχε αυτή η κανονικότητα στη ζωή, όπως και στους μύθους που έπλαθες, που σου έκαναν τόσες χάρες… Στο καφενείο του χωριού εκείνο το καλοκαίρι, προέκυψε η θεία Χαρίκλεια. Χάρις, επί το αμερικανικότερο και θεία λόγω τής ηλικίας της. Μεστωμένη, κοντά στα εξήντα, ενεργοβόρα και απαστράπτουσα, μόλις είχε πατήσει, για πρώτη φορά στη ζωή της, τα πάτρια εδάφη. Γεννημένη στην Αμερική από μετανάστες Έλληνες που άφησαν το χωριό στην αναζήτηση κάποια καλύτερης τύχης. Σπουδαγμένη, επιτυχημένη επιχειρηματίας, παντρεμένη με έναν Τεξανό, που άφησε πρόσφατα το Τέξας και εν γένει τον νέο κόσμο για τον άλλο κόσμο, καλοστεκούμενη και με … αύρα. Φέτος είχε θέσει σκοπό να γνωρίσει τη γη των γονιών της, το χωριό που κάποτε εγκατέλειψαν στην αναζήτηση του αμερικάνικου ονείρου. Έτσι έψαξε, βρήκε και ήρθε στο χωριό, διαβασμένη. Με τον αέρα τού ανθρώπου που επιστρέφει στον τόπο των γονιών του, δε δίστασε άμα τη αφίξει της να επισκεφθεί το αντροκρατούμενο καφενείο και να αναζητήσει ονόματα και πιθανές συγγένειες μέσα από τη σύναξη των καφενόβιων. Δεν άργησε να βρει άκρες και μάλιστα με το επικοινωνιακό χάρισμα που διέθετε, δέχθηκε και τις πρώτες προσκλήσεις φιλοξενίας της. Τις απέρριψε ευγενικά ωστόσο, αφού ήδη είχε κλείσει δωμάτιο σε ξενοδοχείο τής πλησιέστερης κωμόπολης. Εκείνη την ημέρα, εκείνο το καλοκαίρι, είχε βρεθεί και ο Θωμάς στο καφενείο των μεγάλων για τις πολυαναμενόμενες ιστορίες. Εντυπωσιάστηκε από τον αέρα της. Τον ανεπιτήδευτο τρόπο που έψαχνε το «χθες» που χάριν του υπήρχε και που με τον τρόπο του Θωμά το είχε νοσταλγήσει, ως να το είχε ζήσει.

Ίσως να ήταν κι έτσι, αφού οι γονείς της ποτέ δεν απογαλακτίσθηκαν από τον γενέθλιο τόπο και σε κάθε ευκαιρία τον περιέγραφαν τόσο ζωντανά, που νόμιζες πως ποτέ δεν είχαν φύγει. Δυστυχώς έμειναν στις περιγραφές μονάχα, αφού ο χρόνος δε μπορούσε να τους περιμένει επ’ αόριστον και έφυγαν με αυτό το παράπονο. Ωστόσο αυτά ανήκαν στο παρελθόν και ο Θωμάς ένιωσε, ειδικά όταν έσφιξε το χέρι της για το καλωσόρισμα –με όλους το ίδιο έκανε- ότι μαζί του έσφιγγε πολλές ιστορίες μαζί, όχι μόνο από το παρελθόν αλλά και από το μέλλον. Αυτές, οι τελευταίες βέβαια, ήταν ασχημάτιστες και σαν να τον περίμεναν να τις φτιάξει, όπως εκείνος ήθελε. Εν ολίγοις, τα δεκαπέντε κοντά χρόνια διαφοράς, εκμηδενίστηκαν ως δια μαγείας ως εμπόδιο από το μυαλό τού Θωμά που αρνήθηκε όλες τις λογικές συνεπαγωγές ως υποβολιμιαίες. Τόσο πολύ εντυπωσιάσθηκε μάλιστα, που κινήθηκε με εξόφθαλμη βιασύνη, μην και προλάβει άλλος, να επιδώσει τον αριθμό τού κινητού του στην Χάρις, λέγοντας της πως ήταν διαθέσιμος, όποτε αυτή επιθυμούσε, να της δείξει το χωριό και να τη ξεναγήσει στα μικρά μυστικά του. Δεν ήταν προφανώς ο καταλληλότερος, αλλά για κάποιον λόγο η Χημεία ανέλαβε να αμβλύνει αυτή τη λεπτομέρεια. Το γεγονός είναι ότι εκείνη δέχθηκε αμέσως και αποφασίστηκε μάλιστα να βρεθούν το ίδιο κιόλας βράδυ. Έκτοτε και για τις επόμενες μέρες έκαναν παρέα αχώριστη. Όταν παραέγινε αχώριστη, οι κουβέντες στο χωριό άρχισαν να περισσεύουν και τα κουτσομπολιά να δίνουν και να παίρνουν, μέχρι που έφθασαν στα αυτιά της μάννας τού Θωμά. –Αει μαρί, τι είναι αυτά που λες, έβαλε τις φωνές στη γειτόνισσα που της πέταξε κάποια μπηχτή, πιο πολύ για να τις ακούσει η ίδια, που καθόλου δεν της άρεσε η ιδέα. Εγγόνι με εξηντάρα, σχεδόν αδύνατο άλλωστε. Εκείνη όμως που καίρια φαρμακώθηκε ήταν η Θεανώ, που το όνομα της όλο και ταίριαζε και πιο πολύ για μοναστηριακή καριέρα. Στην αρχή έκλεινε τα αυτιά της, πιο πολύ γιατί δεν ήθελε να το πιστέψει, αλλά μετά τις απανωτές απουσίες τού Θωμά από το καφενείο –αδικαιολόγητες όλες- άρχισαν να τη ζώνουν όχι μόνο τα φίδια, αλλά και τα άλλα ζωντανά του Νώε. Κάποια στιγμή το πήρε απόφαση να συναντηθεί μαζί τους. Παραφύλαξε και κατά το απόγευμα, που επέστρεφαν στο χωριό από μια βόλτα –αύριο θα μαθαίναμε από που, από τα νέα του χωριού- έσκασε μπροστά τους σαν βλήμα εδάφους εδάφους. Το «γεια» που εισέπραξε κύλησε παγάκι στην πλάτη της. Αυτό ήταν. Ο κύβος –όχι μόνο ο παγωμένος- είχε ριφθεί. Η Χάρις, από κείνη τη μέρα, έπαψε να είναι «θεία», αφού το όνομα της στη φιλολογία του χωριού, άρχισε να σπιλώνεται από διάφορες ιστορίες ακολασίας. Ο δε Θωμάς από ωτακουστής ιστοριών είχε γίνει… άθελα του, πρωταγωνιστής τους. Τώρα οι επόμενες ιστορίες του θα είχαν ένα πρόβλημα. Δε θα μπορούσαν να έχουν χώρο για δανεική μυθοπλασία, αφού θα τις ήξερε από πρώτο χέρι. Όσο για τη Θεανώ, μάλλον από τούδε και στο εξής θα άρχισε να ονειρεύεται στη θέση των καυτών καλοκαιριών, παγερούς χειμώνες.

 

 

* Ο Μάνος Μαυρομουστακάκης (γεν. 1960) είναι μαθητής στον σχολείο τής ποίησης συνεχώς … μεταξεταστέος. Έχει υπογράψει μέχρι στιγμής δύο ποιητικές συλλογές (ΟΔΟΙΠΟΡΕΣ ΛΕΞΕΙΣ, 190 & 1 ΧΑΊΚΟΥ. Εκδ. Γαβριηλίδης) και ένα θεατρικό (Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ, Εκδ. Δωδώνη)

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top