Fractal

Διήγημα: “Ο θηρευτής”

Γράφει η Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη // *

 

 

thumbnail_rena2

 

Ξημερώματα. Έχουμε βγει για κυνήγι. Η προσοχή τεταμένη, η σιωπή υπόκωφη, βαραίνει η στιγμή.

Μα μια αδύναμη, σιγανή βροχή σπρωγμένη απ’ του ανέμου το μένος, αποφασίζει ξαφνικά να κάνει μια στάση απ’ το ταξίδι της. Νωχελικά ξεγλιστρά απ’ την μπαμπακένια αγκαλιά του σύννεφου κι αφήνεται να λικνιστεί ανάμεσα στα δέντρα μ’ ευλύγιστη ηδυπάθεια.

Κοφτές ριπές στον αέρα πολυβολεί η ανυπόμονη ανάσα του φίλου μου του Γιώργου. Σφίγγει την καραμπίνα κι ο ιδρώτας του ενώνεται με τη βροχή, ξεπροβάλλει σε κόμπους διάφανους πριν αναλυθεί σε ρυάκια. Η φωνή μου βραχνή, αλαφροτρέμει, ίσα π’ ακούγεται. Βυθισμένοι στο βαθυγάλαζο λυκόφως, συνεννοούμαστε με νεύματα κι άηχες χειρονομίες ενώ του φακού η φωτεινή ριπή , σαρώνει τις ξερές, θρυμματισμένες φυλλωσιές. Ξάφνου ένα σούρσιμο στα χόρτα, ένα αδύναμο φτεροκόπημα…

Ο Γιώργος ανάστατος με το’ να του χέρι, το ελεύθερο, ανοίγει δρόμο ανάμεσα στις κοιμισμένες συστάδες των δέντρων.

’’ Λαγός θα’ ναι, ψυχανεμίζομαι. Διάολε…Που να’ ναι τα σκυλιά;’’ Διαπιστώνω ανήσυχος ότι έχουν φύγει μέτρα πολλά μπροστά. Η απογοήτευση σα σκοτεινή δροσιά με τυλίγει.

Μένω ακίνητος, πανέτοιμος με την καραμπίνα μου οπλισμένη, προτεταμένη. Ακούω ξεκάθαρα όλες τις κινήσεις του φίλου μου, μία προς μία. Κάτι θα βρήκε μάλλον, υποθέτω, έτσι όπως τον αντιλαμβάνομαι ν’ ανασκαλεύει το χώμα με την μπότα του ανάμεσα στο πυκνό υπόστρωμα των πεθαμένων φύλλων. Σε λίγα δευτερόλεπτα τον αφουγκράζομαι να κινείται προς το μέρος μου. Κάτι κρατά στις παλάμες του, αν κι αχνοφέγγει είναι ακόμα σκοτεινά, δεν διακρίνω .

Με πλησιάζει χαμογελαστός. Τ’ αεικίνητα φρύδια του συσπώνται κάτω απ’ τον μάλλινο μπλε σκούφο, τη μελαχρινή του επιδερμίδα τονίζει ένα στιλπνό χνούδι, για πρώτη φορά παρατηρώ τα ρουθούνια του. Φουσκώνουν καθώς μιλάει: ‘’Ρε συ, κοίτα τι βρήκα; Καλό , έ; Για σένα’’ μού λέει κι αποθέτει αυτό που ανακάλυψε- ένα ζωντανό πλάσμα ζεστό, παλλόμενο- στα χέρια μου. Κάπου μακριά ακούγονται γαβγίσματα. Ο φίλος μου απομακρύνεται δίχως άλλη κουβέντα.

Είναι ένα πουλί, μια φάσα. Μου φαίνεται περίεργο ένα τέτοιο πουλί άφοβο, ένα πουλί που θα μπορούσε ν’ αποτελέσει τον ‘’ορισμό της ελευθερίας ’’να καταφέρει να εγκλωβιστεί ανάμεσα στα πυκνά, αγκαθωτά χαμόκλαδα. ‘’Μόνο αν είναι τραυματισμένο’’, σκέφτομαι.

Αμυδρά φωτισμένο από το θαμπό φως της αυγής το υπέροχο δημιούργημα σπαρταρά στις χούφτες μου. Δεν μπορώ να μην θαυμάσω τα πόδια- ατόφιο, σκούρο κοράλλι – τ’ αστραφτερά χρώματα των φτερών της πλάτης, τον μαγευτικό ιριδισμό γύρω απ’ το λαιμό της. Τα μάτια της θυμίζουν κεχριμπάρι ακατέργαστο, καθώς διαστέλλονται κάτω από το πρίσμα του φόβου. Μέσα τους η ικεσία ολοφάνερη.

Ψάχνω να δω αν το πουλί είναι χτυπημένο. Το αγγίζω απαλά με δυο δάχτυλα , έχει όντως χτυπήσει το ένα του πόδι, όμως δε φαίνεται να’ χει μεγάλη ζημιά. Εκείνο ζαρώνει μες τη χούφτα μου , σκιρτά ανήσυχο. Είναι φανερό. Υποφέρει. Οι ματιές μας –θύτη και θύματος –διασταυρώνονται. Ζυγιάζονται. Μέσα απ’ την παλάμη μου ακούω τον παλμό της ζωής, το αίμα που σφυροκοπά. Είναι απόλυτα στο χέρι μου να συνεχίσει ν’ αναπνέει ή βίαια να σωπάσει. Κάτι σπάει μέσα μου.

 

thumbnail_rena1

 

Χωρίς διόλου να αφήσω τη φάσα απ’ το χέρι μου, αρχίζω να ψάχνω στο χώμα. Σχεδόν αμέσως βρίσκω δυο φαρδιά κάπως ξυλαράκια. Με προσοχή δένω το σπασμένο της πόδι, φτιάχνοντας έναν αυτοσχέδιο νάρθηκα με τα ξυλαράκια και μια λουρίδα βαμβακερό πανί- που σκίζω με τα δόντια μου -απ’ το μαντήλι που έχω τυλιγμένο συνήθως στο λαιμό μου, για να μού απορροφά τον ιδρώτα.

Στη συνέχεια βρίσκω ένα ξέφωτο, τη σηκώνω ψηλά με τα δυο μου χέρια και την αφήνω ελεύθερη. Η φάσα χιμά με πάθος μπροστά , αν και τραυματισμένη απομακρύνεται με γρήγορο φτεροκόπημα, σα να μην πιστεύει σ’ αυτή της την τύχη. Σ’ αυτή την ξαφνική, την απρόσμενη ελευθερία.

Θα μπορούσα απλά να της στρίψω το λαιμό και να την πετάξω μέσα στο δίχτυ για θηράματα, που κρέμεται απ’ τη μέση μου, ένα σπουδαίο κυνηγετικό λάφυρο το δίχως άλλο, αλλά δεν το κάνω. Είναι περίεργη η αντίδρασή μου. Απορώ με τον ίδιο μου τον εαυτό.

Ένας γέρος κυνηγός -ανάμεσα σε δυο ρακές και κάμποσες φέτες φρέσκιας αγκινάρας με λεμόνι κι αλάτι-σ’ ένα καφενείο απέναντι στο Ενετικό λιμάνι του Ηρακλείου, τον Κούλε, εκείνο το αλησμόνητο καλοκαίρι του 2011, το τόσο ζωντανό που λες κι ανάσαινε μαζί μας- μου’ χε πει, πως ο αληθινός θηρευτής δεν σκέφτεται ποτέ το θήραμα. Δεν το λυπάται. Απλά το σκοτώνει χωρίς καμία τύψη. Για την ηδονή του κυνηγιού. Για την επιβολή της δύναμης πάνω στον αδύναμο.

Και βέβαια –συμπληρώνω εγώ-για να κοκορεύεται στις παρέες. Ένας καλός κυνηγός σκέφτομαι, στον στενό κύκλο του χωριού, συνήθως αποτελεί αντικείμενο θαυμασμού, ζήλιας καμιά φορά και φθόνου. Ένας θηρευτής είναι, τουλάχιστον για μας τους απλούς ανθρώπους, πώς να το πω; Ίσως πιο άντρας.

Αναρωτιέμαι…Ανδρισμός είναι να σκοτώνεις; Ν’ ακυρώνεις τη ζωή, την φύση, την ομορφιά; Δεν το’ χα σκεφτεί αυτό μέχρι τώρα, δεν το’ χα ψάξει. Κυνηγούσα απλά, επειδή έτσι είχα μάθει . Απ’ τον πατέρα μου, που είναι ο ίδιος δεινός κυνηγός, απ’ τους θείους μου, τον αδερφό μου, τους φίλους μου. Ακόμα κι απ’ τη μάνα μου, που φτιάχνει το καλύτερο στιφάδο του χωριού. Όμως εκείνη η ματιά-του καταδικασμένου σε θάνατο στο δήμιό του- που μπήκε μέσα μου με σφοδρότητα σεισμού, με κάνει να πετάξω πέρα την καραμπίνα.

Δε θέλω να’ μαι τέτοιος άντρας.

Σηκώνω το κεφάλι και κοιτώ ψηλά τον ουρανό. Αφήνω το μυαλό μου να ηρεμήσει, προσπαθώντας να συλλάβω αυτό το κάτι που σε μια άκρη του αιωρείται. Η αναπνοή μου βρίσκει τον ρυθμό της. Χαλαρώνω, κατεβάζοντας το φερμουάρ του κυνηγετικού μου γιλέκου καθώς κάθομαι πάνω σ’ ένα φαρδύ, κομμένο κορμό, θλιβερό απομεινάρι ενός αιωνόβιου δέντρου.

Ο ήχος της βροχής πάνω στα πλατιά κλαριά και τα δαρμένα φύλλα, μοιάζει ν’ αποκτά καινούρια ένταση. Διόλου δεν με νοιάζει που θα γίνω μούσκεμα, αδιαφορώ αν ο Γιώργος θα με ψάχνει…Πίνω μια γουλιά δροσερό νερό απ’ το παγούρι και χαϊδεύω το περήφανο πουλί με το βλέμμα, μέχρι που γίνεται ένα τόσο δα σημαδάκι στον ορίζοντα.

Στο βάθος μακριά ξεπροβάλλει η χαραυγή αντανακλώντας μύριους ιριδισμούς κρυστάλλου. Πανέτοιμη να μοιράσει σε λίγο του ήλιου τ’ απλόχερα χαμόγελα.

 

 

 

* Η Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη είναι συγγραφέας, ποιήτρια και συντονίστρια του Λογοτεχνικού Κύκλου Ηρακλείου. Τελευταίο της πεζογραφικό έργο το β’ μέρος της τριλογίας ‘’Η Μάχρια της Λήθης’’ με τίτλο ’’Η αγάπη είναι δύναμη’’ που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Λιβάνη, ταυτόχρονα με τη νέα ποιητική της συλλογή ’’Μινιατούρα’’ από τις εκδόσεις poema.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top