Fractal

Ο θυμός

της Ειρήνης Κριτσωτάκη // *

 

fractal_summerΉταν Φθινόπωρο, μέσα Σεπτέμβρη, εποχή με την οποία συνδεόταν άρρηκτα ο Αλέξης. Την προτιμούσε γιατί βρισκόταν στη μέση οδό. Ανάμεσα στο καυτό καλοκαίρι και στον παγωμένο χειμώνα. Και τη μέση οδό προτιμούσε άλλα δεν είχε την πολυτέλεια σε αυτή τη φάση της ζωής του να επιλέξει αυτό το δρόμο, αφού είχε υποκύψει χωρίς όρους και αντιστάσεις στην ακραία, αυτοδημιούργητη μιζέρια του.

Με μια μικρή πινελιά μαύρου ενίσχυσε τον αρνητικό εσωτερικό του διάλογο όπως έκανε κάθε πρωί και ήπιε μια τελευταία γουλιά ελληνικού καφέ, ανακαλύπτοντας μια μύγα στο κατακάθι. «Έτσι, με τον ίδιο τρόπο μου την έχει φέρει και η ζωή ήμουν ανυποψίαστος… αν μπορούσα να υποθέσω το τέλος της ιστορίας θα το άλλαζα» είπε με πικρία κοιτάζοντας από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα τον επιβλητικό γκρίζο κάκτο.

Τον παρατηρούσε με ειρωνικό βλέμμα γιατί κυριαρχούσε αρχοντικά στο υποτυπώδες μπαλκόνι της παλιάς γκαρσονιέρας. Ενοικίαζε αυτό το μικρό κουτί το οποίο είχε βαφτίσει σπίτι γύρω στους έξι μήνες. Ο κάκτος, σαν αδιάφορος ιδιοκτήτης παρατηρούσε τις μετακομίσεις των ενοικιαστών, ο θεός ξέρει για πόσα χρόνια. Θέριευε υψωμένος, σχεδόν μέχρι το ταβάνι του επόμενου ορόφου, Τα φύλλα του γινόταν όλο και πιο παχιά και δεν τον χωρούσε πια το πήλινο πιθάρι που φιλοξενούσε τις ρίζες του.

Είχε μια διαολεμένη αντοχή στη ζέστη και το κρύο μια αντοχή εκνευριστική. Επίσης διέθετε μια επιμονή να τα βγάζει πέρα σε όλες τις συνθήκες. Αυτάρκης, ανθεκτικός, αποφασισμένος για επιβίωση.

Μια φορά το μήνα τον πότιζε, μα αυτός δεν είχε ανάγκη από το πότισμά ούτε από την προσοχή του. Εμείς οι άνθρωποι μόνο αναρωτιόμαστε κάποιες φορές τι νόημα μπορεί να έχει μια ζωή χωρίς θεατές. Αυτός ήταν κάκτος δεν είχε καν κομματιασμένα όνειρα, ούτε χρεοκοπημένες προσδοκίες. Βέβαια να κάνει κάποιος το ψυχογράφημα ενός κάκτου δεν είναι και το καλύτερο δείγμα ψυχικής υγείας σκέφτεται, κάνοντας ταυτόχρονα πρόβα στο χαμόγελο που έπρεπε να φορέσει πριν βγει.

Ο Αλέξης κοίταξε τον ολόσωμο καθρέπτη δίπλα στην έξοδο, μόνο για να βεβαιωθεί ότι ο εικονιζόμενος ψηλός, καστανός άνεργος και καθ’ όλα αποτυχημένος σαραντάρης είχε τη δύναμη να υποκριθεί φορώντας το πλαστό χαμόγελο σαν φθαρμένο πανωφόρι, να πείσει τον εαυτό του για μια ακόμη φορά ότι όλα είναι υπό έλεγχο. Είχε διαβάσει κάπου ότι με το χαμόγελο ο εγκέφαλος αναγκάζεται να παράγει την ορμόνη της ευεξίας. Αλλά τι να σου κάνει μια σταγόνα χαρά σε ένα πέλαγος απελπισίας. Πέφτει και χάνεται.

Είχε ραντεβού στο εμπορικό κέντρο με την μοιχαλίδα πρώην γυναίκα του και την απαιτητική έφηβη κόρη του. Άνοιξε την πόρτα να φύγει και καθώς την έκλεινε πίσω του, ψιθύρισε θυμωμένος «Τα ρημάδια τα λεφτά»

Το ήξεραν μάνα και κόρη ότι είναι άνεργος αλλά του έβαζαν συνέχεια το μαχαίρι στο λαιμό υπενθυμίζοντας τις υποχρεώσεις του πατέρα. Λες και ο πατέρας υπάρχει μόνο για να πληρώνει. Να ζει σαν τιμωρημένος σε μια άθλια γκαρσονιέρα Να παραχωρεί στην πρώην γυναίκα το σπίτι του, το καλό αμάξι, να δανείζεται το παιδί του όταν εκείνη θέλει να πάει με το γκόμενο εκδρομή, να πληρώνει όποτε του ζητηθεί ακόμα κι αν την επόμενη δεν θα έχει να φάει.

Προσπάθησε να φέρει στο νου του εικόνες από τη γέννηση της Άννας για να ενεργοποιηθεί το παγωμένο πατρικό του συναίσθημα, όπως τον είχε συμβουλέψει η ψυχίατρος που επισκεπτόταν τους έξι τελευταίους μήνες. Μάταιος κόπος δεν κατάφερνε να νιώσει ούτε τη στοιχειώδη τρυφερότητα για την κόρη του. Δε μπορούσε να νιώσει τίποτα καλό για κανένα. Μόνο θυμό με μια πίκρα που έκαναν περισσότερο κακό στον παραγωγό παρά στους αποδέκτες, αφού είχε ένα πόνο μέσα του ο οποίος μούδιαζε για λίγο κι απρόσμενα, επανερχόταν αβάσταχτος.

Μόλις γεννήθηκε η μικρή, η γυναίκα του η Μαρία έστρεψε τη συγκέντρωσή της στο μωρό ο δικός του ρόλος έγινε αβέβαιος, απροσδιόριστος και πιθανόν περιττός. Αόρατος είχε γίνει για εκείνη που τον έβλεπε μόνο αν της έκανε κάποιο δώρο. Περνούσαν μήνες ολόκληροι για να του κάνει τη μεγάλη χάρη να συνευρεθούν ερωτικά. Αυτή, που ήταν ηφαίστειο τα τέσσερα χρόνια της σχέσης τους. Μετά την εγκυμοσύνη και το γάμο έγινε άλλος άνθρωπος. Το παιδί ήταν υπερ-προστατευμένο και κολλημένο με τη μάνα του. Κοιμόταν ανάμεσά τους στο κρεβάτι μέχρι το Δημοτικό. Δεν ήθελε η Μαρία να το στενοχωρήσει αφού εκείνο έμαθε να μην κοιμάται στο δωμάτιό του. Ο Αλέξης όποτε έλεγε τη γνώμη του, το μόνο που κατάφερνε να πετύχει ήταν εχθρική αντίδραση από τη γυναίκα του λες και ήταν ο παρείσακτος που τους χαλούσε την ηρεμία. Κακόμαθε το παιδί χωρίς οριοθέτηση. Μπορούσε να χειραγωγεί από μικρό τους πάντες για να γίνεται το δικό του. Αυτό δεν ήταν παιδί ήταν εγωκεντρικός μηχανισμός η καλύτερα καταναλωτική μηχανή.

Μιλούσαν αραιά και που στο τηλέφωνο μετά το χωρισμό με τη μάνα της αλλά δεν είχαν ουσιαστική επικοινωνία. Με το τηλεφωνικό καλημέρα εκείνη του αράδιαζε ένα σωρό υποτιθέμενες ανάγκες, ρούχα παπούτσια καινούριο τάμπλετ κτλ. Πριν δυο μέρες, όταν εκείνος προσπάθησε να της εξηγήσει ότι δεν έχει βρει ακόμα δουλειά η μικρή του έκλεισε το τηλέφωνο στα μούτρα και δεν του ξαναμίλησε μέχρι που της έταξε ότι θα πάνε στο εμπορικό την Παρασκευή. Δεν ήταν μόνο η έκρηξη των ορμονών της εφηβείας, σίγουρα ήταν δασκαλεμένη από τη μάνα της για να τον αποτελειώσει για να νιώθει ακόμα πιο ανίκανος ακόμα πιο τιποτένιος απ ότι του ψιθύριζαν η διαβολεμένες φωνές του θύματος και του επικριτή στον εσωτερικό του διάλογο. Η Μαρία έφταιγε για όλα, αυτή η μοιχαλίδα που τον πούλησε για τον εξηντάρη διευθυντή της, αφού βέβαια τελείωσαν τα δικά του λεφτά. «Γυναίκες…» ψιθυρίζει σιγανά κουνώντας το κεφάλι.

Βάδιζε ασυναίσθητα με βήμα αργό και παρατηρώντας τα καταστήματα και διαπίστωνε για μια ακόμη φορά ότι η συντριπτική πλειοψηφία των πελατών ήταν γυναίκες.

Οι γυναίκες ξέρουν καλά να ακλουθούν το χρήμα. «Δε με κάνεις να νοιώθω ασφαλής μαζί σου γι αυτό δε μπορώ να λειτουργήσω ερωτικά», σου πετάει στα μούτρα και μετά ανοίγει την πόρτα στον πρώτο τυχόντα με ικανοποιητικό έψιλον ενιά για να την κάνει να νιώσει γυναίκα.

Το καταπιεσμένο, το αδύναμο φύλο. Κινεί το χρήμα σε όλο τον πλανήτη. Δεν έχω δει επιτυχημένη όμορφη πλούσια τριαντάρα να ερωτευτεί ένα φτωχό συνταξιούχο Ενώ ο πλούσιος και ισχυρός συνταξιούχος θεωρεί φυσιολογικό να παντρευτεί μια όμορφη νέα γυναίκα. Το λυπηρό είναι ότι και η γυναίκα το θεωρεί φυσικό αυτό Όλα αυτά περνούσαν απ το νου καθώς προχωρούσε και φτάνοντας σε μια βιτρίνα με πορτοφόλια κοντοστάθηκε. «Τα αντρικά βγαίνουν μικρά και τα γυναικεία πορτοφόλια βγαίνουν μεγάλα» σκέφτηκε. «Κάτι ξέρουν αυτοί που τα σχεδιάζουν».

Το καταπιεσμένο φύλο, πάντα βρίσκει τρόπο να καταναλώνει. Πουλάει ή ενοικιάζει το συναίσθημα στο μεγαλύτερο πλειοδότη. Για ασφάλεια, εξουσία, δύναμη, φήμη και το σημαντικότεροι για λεφτά.

Τα λεφτά ήταν ο εχθρός του. Αυτά σαν καυστικό υγρό είχαν κατατρυπήσει, είχαν κουρελιάσει τη ζωή του από τότε που θυμόταν τον κόσμο. Ήρθε στο νου του ο φρικτός σωματικός και ψυχικός πόνος από τους ξυλοδαρμούς του πατέρα του. Τον χτυπούσε με τη ζώνη για το παραμικρό όταν δεν τηρούσε τους κανόνες. Τσιγκούνης στην ύλη και στο συναίσθημα. Τους στερούσε και τα βασικά ενώ έπαιρνε καλό μισθό από το εργοστάσιο μπύρας που εργαζόταν σαν επιστάτης. Ποτέ δεν πήγαν σαν οικογένεια κάπου μαζί. Αμάξι δεν πήρε για να μη χαλάσει λεφτά. Ούτε μια μπάλα δεν θέλησε να του πάρει παρά τα κλάματα και τα παρακάλια. Τα παπούτσια του έπρεπε να ανοίξουν από μπροστά, να χαμογελάσουν για να αντικατασταθούν.

Τα φώτα έπρεπε να κλείνουν στις ενιάμιση για να μην έρθει μεγάλος λογαριασμός. Η μέρα που ερχόταν ο ταχυδρόμος με τους λογαριασμούς έτσι κι αλλιώς ήταν η καθορισμένη μέρα της τιμωρίας. Ανερμήνευτη συμπεριφορά. Παραλογισμός. Η μάνα κλειδωνόταν στο υπνοδωμάτιο και έκλαιγε χωρίς ούτε μια φορά να πάρει θέση. Ο πα- τέρας ξεσπούσε πάνω του χωρίς οίκτο και η αδικία, σαν γλοιώδες υγρό πότιζε κάθε κύτταρο του στερημένου και κακοποιημένου παιδικού του κορμιού.

Δε διάβαζε τα μαθήματα του σχολείου επίτηδες για να τον εκδικηθεί, να τον κάνει να ντρέπεται όταν πήγαινε να πάρει τους βαθμούς, όπως ντρεπόταν κι εκείνος που πήγαινε με τα αποφόρια στο σχολείο. Οι χειρότεροι βαθμοί ήταν πάντα οι δικοί του. Το διασκέδαζε όταν έβλεπε να κοκκινίζει από θυμό ο πατέρας του κι ας έτρωγε μετά το ξύλο της χρονιάς του. Όταν ερχόταν αυτές οι εικόνες στο νου του η φωνή του θύματος που μιλούσε μέσα του μεγάλωνε ολοένα τη θλίψη και από τα μάτια του άρχιζαν να κυλούν δάκρυα. Η θλίψη του είχε μάθει πια να φορτώνει στο κλάμα, τον πόνο που δε μπορούσε να αντέξει. Έπειτα ο επικριτής μέσα του ερχόταν φουριόζος να τον ξεβολέψει αφού τον έστηνε στον τοίχο και τον φώναζε ανάξιο και αποτυχημένο.

Εντάξει, χαντάκωσε τον εαυτό του και δε σπούδασε για να εκδικηθεί τον πατέρα του.

Εντάξει δεν κατάφερε να κρατήσει την κληρονομιά που του άφησε εκείνος πριν δέκα χρόνια. Τα πούλησε όλα εκτός από το σπίτι με το οποίο προίκισε φεύγοντας τη γυναίκα του. Τα χρήματα τα κατανάλωσε σε ακριβά ταξίδια κοσμήματα και αγορές αυτοκινήτων Τα σπατάλησε με μια ανεξέλεγκτη μανία που έμοιαζε με εκδίκηση για το χρεωμένο παιδικό του φόβο τις στερήσεις και τις ανοιχτές πληγές στην ψυχή. Το ίδιο έκανε και με τα χρήματα που έπαιρνε σαν ταξιδιωτικός πράκτορας. Πριν ένα χρόνο όταν έβαλε λουκέτο η η εταιρία που δούλευε έμεινε στεγνός χωρίς καμιά αποταμίευση χωρίς τίποτα. Μόνο ένα επίδομα ανεργίας.

Αυτό το μήνα πληρώθηκε για τελευταία φορά.

Δε μισούσε τη ζωή. Αυτή χαμογελούσε μόνο σε όσους ήξεραν τα μυστικά της.

Το χρήμα μισούσε το άθλιο αυτό κατασκεύασμα που ήταν υπεύθυνο για όλη τη δυστυχία του κόσμου και πιο πολύ για τη δική του.

Σε μια στιγμή για να παρακάμψει τον πολύ κόσμο που είχε μπροστά του, μπήκε σ’ ένα στενό σοκάκι και τον εσωτερικό του διάλογο διέκοψε μια κλαθμηρή αντρική φωνή «Δε μπορώ…δε μπορώ» επαναλάμβανε συνέχεια. Κοίταξε γύρω του και είδε έναν άστεγο που έψαχνε στον κάδο. Δε χρειαζόταν να του εξηγήσει κανένας γιατί ήταν σε αυτή την κατάσταση ο δύστυχος άνθρωπος. Η εξοικείωση με το φαινόμενο αυτό ήταν πια γεγονός για την πλειοψηφία των περαστικών. Λόγω κρίσης, ήταν η αυτόματη απάντηση που τους έδινε το μυαλό και μετά έστρεφαν το κεφάλι αλλού σαν να μην είχαν δει τίποτα. Το μυαλό δε μπορούσε όμως να υποχρεώσει την καρδιά κάποιων ανθρώπων να μη χτυπήσει δυνατά μπροστά σε τέτοια εικόνα. Ο Αλέξης στάθηκε για λίγο κοντά του κι είδε στο πρόσωπο του άστεγου μια απόγνωση μεγαλύτερη από τη δική του. Ο θυμός για τον εχθρό του, το χρήμα, φούντωσε αστραπιαία μέσα σε κάθε του κύτταρο, ενώ προχωρούσε με γρήγορα βήματα προς τον κεντρικό δρόμο.

Ο θυμός λένε είναι καλυμμένος φόβος. Ήξερε τι φοβήθηκε.

Μην καταντήσει ο ίδιος σαν τον άστεγο.

Ξάφνου κοντοστάθηκε, μπροστά σε μια τράπεζα είδε στο τζάμι το είδωλό του να χαμογελά αληθινά. Αυτό έγινε γιατί του ήρθε απρόσμενα μια θαυμάσια ιδέα. Μια ιδέα που αν την έκανε πράξη θα έβρισκε τη γαλήνη στην ψυχή.

Ήταν εύκολο και ρεαλιστικό. Δεν είχε τίποτα να χάσει. Το χειρότερο σενάριο θα ήταν να πάει φυλακή κι αυτή η σκέψη του έδωσε μια περίεργη αίσθηση ελευθερίας. Εκεί δε θα χρειαζόταν το χρήμα. Θα ζούσε όπως ο ανθεκτικός κάκτος.

Το είδε μπροστά του να διαδραματίζεται σαν όνειρο. Αποφασισμένος για όλα, μέσα στην Τράπεζα με ψεύτικο όπλο αγορασμένο από το μαγαζί παιχνιδιών δίπλα. Υποχρεώνει τους ταμίες να βάλουν στο χαρτόκουτο όλα τα λεφτά και με την απειλή του όπλου διατάσει τους πελάτες να πέσουν κάτω στο πάτωμα. Αποφασιστικά τοποθετεί το κουτί με τα χρήματα στη μέση της τράπεζας και περιχύνοντάς τα με βενζίνη τα καίει μπροστά στα έκπληκτα μάτια όλων. Ένα υπέροχο θέαμα…Χιλιάδες χαρτονομίσματα να γίνονται στάχτη και κανένας να μη μπορεί να κάνει κάτι να τα σώσει.

Αυτός είναι για πρώτη φορά ο κυρίαρχος του παιχνιδιού. Έχει το πάνω χέρι στο χρήμα το καίει το μηδενίζει του αφαιρεί τη δύναμη το κάνει στάχτη…καμένο χαρτί καταντάει κι αυτό ακριβώς όπως αποκαλούσε τον Αλέξη ο πα-τέρας.

Η συνταγή για να ανακουφιστεί ήταν απλή.

Υλικά:

Ψεύτικο περίστροφο.
Ένα μπουκαλάκι βενζίνη από το ψιλικατζίδικο.
Ένα χαρτόκουτο από ένα κάδο σκουπιδιών
Μια ισόποση δόση ενοχής και λάθους από τα τεράστια αποθέματα που είχε από παιδί στη ζωή του.

Εκτέλεση: Δε σκέφτεσαι τίποτα. Θολώνεις και ορμάς.

Το έκανε τηρώντας το σχέδιο με ακρίβεια. Έκανε πράξη το όνειρο. Έπαιξε με επιτυχία το ρόλο του ληστή. Χαμογέλασε έπειτα ικανοποιημένος βλέποντας την έκπληξη στα πρόσωπά των ανυποψίαστων πελατών.

Τότε εντόπισε ένα χάσμα να υπάρχει ανάμεσα σε εκείνους και τον ίδιο. Στο δικό του χαμόγελο και τη δική τους έκπληξη, σαν το χάσμα που χωρίζει τη λογική από την τρέλα.

Ξαφνικά ενώ τα λεφτά είχαν καεί, σκέφτηκε ότι ήταν θέμα χρόνου να τον συλλάβουν για την αξιόποινη πράξη. Η αστυνομία είχε ήδη ειδοποιηθεί προφανώς μέσω του κουμπιού που πατάνε οι ταμίες τραπεζών σε παρόμοιες περιπτώσεις. Αυτό που τον ενοχλούσε δεν ήταν η σύλληψη του, αλλά το γεγονός ότι θα έπρεπε να μπει σε απολογία. Ήταν το μόνο που δεν είχε περάσει από το νου του.

Όλη του η ζωή ήταν μια απολογία σε επικριτές στον πατέρα του, στη γυναίκα του, στην κόρη του, στα αφεντικά και στον εαυτό του. Αποφάσισε ότι δεν θα απολογηθεί πια σε κανένα για τίποτα. Άλλωστε δεν έφταιγε ο ίδιος αλλά οι ενοχές που κάνουν τους ανθρώπους να επαναλαμβάνουν τα ίδια λάθη Κάτι τέτοιο του είχε επισημάνει η ψυχίατρός του. «Η ενοχές» του έλεγε, «ξέρουν καλά να κάνουν τη δουλειά τους μας πείθουν ότι είμαστε αποτυχημένοι οι κακοί και μετά ασυνείδητα κάνουμε τα ίδια ή χειρότερα λάθη για να επαληθεύσουμε την άσχημη εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας», σκεφτόταν έντονα τα λόγια της όσο πλησίαζαν οι συνέπειες της παρορμητικής του επιλογής.

Η αλήθεια όμως ήταν ότι αλάφρωσε, μόλις κάηκαν τα λεφτά παντελώς. Ξεφορτώθηκε επιτέλους την αυτολύπηση που κουβαλούσε στην πλάτη του και σαν βδέλλα του ρουφούσε τη ζωή. Το χρήμα ήταν πια μια ουδέτερη ενέργεια υποταγμένη στη βούλησή του. Ούτε φίλος του ούτε εχθρός. Δίκαια πράγματα.

Τότε άκουσε ν’ αντηχεί μέσα του η φράση του πατέρα:

«Όσο έχεις στομάχι δε μπορείς να αρνηθείς την κυριαρχία του χρήματος στη ζωή σου. Αν δεν το’ χεις το χρήμα ούτε τα παιδιά σου δε θα σε θέλουν, αν το χάσεις θα καταστραφείς».

«Μακάρι να ζούσε για να δει με τα μάτια του την επιρροή που μπορεί να έχει ένας πατέρας στην καταστροφή της ζωής του γιου του», μουρμούρισε με σφιγμένα δόντια.

Είχε ακόμα μέσα του πολύ συμπιεσμένο θυμό για όλα και για τον εαυτό του Ήξερε ότι δεν ήταν και ο ίδιος καλός πατέρας. Δεν είχε πάρει στοργή για να δώσει. Τι να πάρει κανείς από το μη έχοντα;

Σκέφτηκε την προσπάθεια που θα κατέβαλλαν κάποιοι προσπαθώντας να ερμηνεύσουν την αλλόκοτη επιλογή του.

Μάταιος ο κόπος τους.

Όσοι θα μάθαιναν από τα ΜΜΕ για το συμβάν θα έκαναν υποθέσεις. Μερικοί, μέσα σ αυτούς και η πρώην του γυναίκα του, θα τον αποκαλούσαν ανεγκέφαλο αποτυχημένο και τρελό, κάποιοι άλλοι ρομαντικοί θα τον χαρακτήριζαν τολμηρό και γενναίο για τη συμβολική του πράξη.

Σίγουρα θα ήταν προτεινόμενος για το πρώτο βραβείο ηλιθιότητας, αν υπήρχε, αφού έκανε ολόκληρη ληστεία και μετά έβαλε στην πυρά τα λεφτά. Τα βραβεία έτσι κι αλλιώς θετικά η αρνητικά μπαίνουν την επόμενη μέρα στο συρτάρι. Το μόνο που μένει είναι το έργο ή η πράξη, αν έχει φωνή θα μιλήσει μόνη της στους όποιους αποδέκτες.

Η Ψυχίατρός του θα αναρωτιόταν αν τελικά έπρεπε να τον πιέσει περισσότερο να πάρει τα ψυχοφάρμακα που του έγραψε…

Σαχλαμάρες. Τίποτα από αυτά δε θα πλησίαζε την πραγματικότητα. Αυτή υπάρχει παντού σαν πολύχρωμο ύφασμα για να την κόβει και να τη ράβει ο καθένας στα δικά του μέτρα με σκοπό να πάρει μια στάλα ανακούφιση.

Ο Αλέξης συνοδευόμενος από δυο αστυνομικούς προχωρούσε με βαριά βήματα προς το περιπολικό ανάμεσα σε ένα πλήθος κόσμου που είχε μαζευτεί έξω από την τράπεζα.

«Που πάω; ποιος είμαι;» αναρωτήθηκε

Το σίγουρο ήταν ότι είχε ανάγκη να κάνει την επανάστασή του, αυτή που δεν έκανε στην εφηβεία, να αντισταθεί σε έναν τουλάχιστο αντίπαλο, για να καθορίσει την ταυτότητά του. «Είμαι ο Αλέξης ο εχθρός του χρήματος» του ξέφυγε φωναχτά.

«Ε και» του απαντάει ο νεαρός αστυνομικός που κάθισε δίπλα του στο πίσω κάθισμα του περιπολικού « Ήταν ανάγκη να κάνεις τόσο σαματά για να ανακαλύψεις αυτό;»

Έσκυψε το κεφάλι κοίταξε τις γυαλιστερές χειροπέδες.

Όλα έγιναν τελικά αυθόρμητα, εν βρασμό ψυχής. Η συμπεριφορά αυτή ήταν παράλογη. Έδωσε απλά μια γροθιά στο μαχαίρι.

Το χρήμα θα συνεχίσει να κυριαρχεί στον πλανήτη ακόμη και μετά τη δική του διαμαρτυρία. Αντί να διορθώσει ότι μπορούσε, κατέστρεψε τα πάντα. Επέτρεψε στο θυμό να τον ορίσει να γίνει, αφέντης του… αυτός μετά τον έσπρωξε σε λανθασμένες επιλογές και αφού τον έριξε για τα καλά στην παγίδα, στράφηκε εναντίον του για να τον τιμωρήσει.

Ο θυμός θόλωσε το μυαλό του…Τον συμβούλεψε λάθος και τώρα τον εξέθεσε. «Αυτός έφταιξε για ότι έγινε όχι εγώ», σκέφτεται ο Αλέξης για να ανακουφιστεί, αφού έτσι κι αλλιώς…

Πάντα θα φταίει κάποιος άλλος.

 

Kritsotaki* Η Ειρήνη Κριτσωτάκη γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης το 1968. Είναι σύμβουλος ψυχικής υγείας και νευρογλωσσικού προγραμματισμού N.L.P. Για αρκετά χρόνια συντονίζει ομάδες αυτογνωσίας. Είναι συνδημιουργός του προγράμματος αυτοβοήθειας Θετική Δράση με τον ψυχολόγο-ψυχοθεραπευτή Γιάννη Ραμπαλάκο. Από το 2009 εργάζονται μαζί, συντονίζοντας από κοινού ομάδες, οργανώνοντας ομιλίες, σεμινάρια και άλλες παρεμβάσεις σε φορείς, συλλόγους και στο γενικό πληθυσμό. Επίσης εργάστηκε στις δημόσιες σχέσεις εκδοτικών οργανισμών και στο ραδιόφωνο. Είναι Γενικός Γραμματέας του Ομίλου για την UNESCO KNOSOS. Γράφει μουσική, τραγούδια και παραμύθια. Εκτιμά τους εφήβους και πιστεύει ότι αυτοί μπορούν, αν το θελήσουν, να φτιάξουν έναν καλύτερο κόσμο. Η Σχολή των Απλών είναι το πρώτο της βιβλίο για ενήλικες. Έχει γράψει επίσης τα βιβλία: Ο Καραγκιόζης, η Κοκκινοσκουφίτσα και ο κατηραμένος λύκος (Εκδόσεις Λιβάνη), Θέλω να Θυμάμαι (Εκδόσεις Μύστης), Η γοργόνα (Ενυδρείο Κρήτης, οικολογικό παραμύθι, DVD).

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top