Fractal

Διήγημα: “Ο Θέμης, θέ μου!”

Της Μαγδαληνής Θωμά // *

 

Στην Άλεξ

 

 

 

 

«Ένα φιλί», γύρισε και μου είπε, «μονάχα».

Κι όπως έκανα να φύγω, μου έπιασε το χέρι. Τα δάχτυλά του ήταν ζεστά. Τον άφησα, προχώρησα στην πόρτα. Ένιωθα τα μάτια του πίσω να με τρυπάνε, το δωμάτιο όλο να τρυπάει και να μπάζει αέρα από παντού. Γύρισα και ρίχτηκα στην αγκαλιά του.

Το φιλί του ήταν παραλυτικό, απερίγραπτο. Τόσο που δεν έχω λόγια. Τα πόδια μου κόπηκαν, το ταβάνι άρχισε να ιδρώνει. Θυμάμαι το κρεβάτι του -τι κρεβάτι, δηλαδή, ένα στρώμα στο πάτωμα- περίμενε εκεί, ξέστρωτο. Μου φάνηκε απέραστο ποτάμι.

«Αντίο», του είπα, ξεγλιστρώντας μέσα απ’ τα χέρια του. Βρόντηξα την πόρτα πίσω μου δυνατά σαν να ήθελα να ξυπνήσω.

Δεν ξύπνησα. Χρόνια ύστερα το φιλί αυτό με τυραννάει. Πιάνει το χειμώνα με τα ρευματικά και πονάει χέρια και πόδια. Κι όταν μπαίνει η άνοιξη γλυκά, ζαχαρώνει το απόγευμα τόσο που μου ‘ρχεται η επιθυμία να γελάσω και να κλάψω μαζί. Όπως η βροχή με τον ήλιο, αισθάνομαι. Κι ύστερα δεν αισθάνομαι τίποτα, μόνο κλείνω τα μάτια μου το βράδυ σφιχτά, μη τυχόν και δω ξημέρωμα. Δεν ξημερώνουνε τα ξημερώματα στη ζωή μου.

Το ‘ξερα ‘γω από τότε που τον συνάντησα. Πρωί πρωί χαρούμενη στο δρόμο, «γεια σου», μου λέει, «γεια σου», του λέω κι εγώ. «Τι έχεις εκεί στο χέρι σου;»  Κρατούσε έναν ψόφιο κοκκινολαίμη.

«Ένα πουλάκι χτύπησε στο τζάμι και ψόφησε».

Ακούμπησε τον κοκκινολαίμη ευλαβικά στο πεζοδρόμιο. Ύστερα χαρούμενος:

«Θέλεις να πάμε βόλτα;»

Η παραλία άνοιγε όλο ήλιο μπροστά, γωνιά δεν είχε να κρυφτείς ούτε από τον εαυτό σου. Μου μίλαγε για τον Αντονιόνι, αν το θυμάμαι καλά. Εγώ τον κοίταζα. Φυσικά και δεν ήξερα τι να πω. Μα τον χάζευα: μαύρα μαλλιά και μάτια φωτεινά, πράσινα. Και στην κόψη, την όψη απάνω, ένα μουστάκι σαν περισπωμένη… Γενναίες εποχές. Το μουστάκι αυτό ήταν η πρώτη μεγάλη μάχη της ζωής μου. Τέτοιες μάχες από τότε δεν μου φέξανε.

Μην προτρέχω. Περπατούσαμε λοιπόν στην παραλία με τον Θέμη και θα ΄ταν όλα ήσυχα κι ωραία, αν δεν πέφταμε πάνω στην Κλαίρη που ερχότανε από την αντίθετη μεριά.

«Μπα, μπα…» έκανε η Κλαίρη και κάρφωσε τα μάτια της πάνω του. Την κοίταξε κι ο Θέμης μονοκοπανιά. Κι εκεί που μου άρεζαν τα μάτια του μ’ έπιασε μανία ξαφνικά να του τα βγάλω! Τέτοιες μανίες δεν είχα στη ζωή μου μετά, συνέχισα ήμερα. Ο καιρός του Θέμη ήταν η μόνη καταιγίδα μου.

Να μη προτρέχω, τα ‘παμε. Σιγά μην καταλάβαινε η Κλαίρη για τον Αντονιόνι… Πφ! Από τις συμμαθήτριες του Ανατόλια που δεν είχαν ιδέα, ούτε τους ενδιέφερε ποτέ ο πολιτισμός. Ενώ εμένα μ’ ενδιέφερε. Δεν ήξερα βέβαια ακόμα για τον Αντονιόνι, ίσαμε κει δεν είχα φτάσει, αλλά όλο και κάτι μου γαργάλευε, ένα δαιμόνιο, τέλος πάντων, πως έχουν κι άλλα πράγματα αξία, εκτός από τα σπορ αυτοκίνητα και τα ελβετικά χιονοδρομικά. Μόνο που η Κλαίρη αυτά τα άλλα δεν τα ήξερε. Κι ας έγνεφε τώρα καταφατικά στον Θέμη, «οπωσδήποτε», έλεγε κουνώντας το κεφάλι με ύφος ειδήμονα, ανάθεμα κι αν καταλάβαινε πού παν τα τέσσερα. Εγώ, από τότε μου έχει μείνει, με το που ακούω «οπωσδήποτε», όπα μάνα μου, λέω μέσα μου, τα βρήκαμε τα λεφτά. Πιο κύμβαλο αλαλάζον δεν υπάρχει απ’ αυτόν που λέει «οπωσδήποτε».

«Δεν πας με το καλό, Κλαίρη, για ψώνια που έλεγες;» της είπα κάνοντάς της νόημα με όλα τα μέσα που διέθετα -χέρια, μάτια, δόντια- κι αφού είδε κι απόειδε αυτή, «άντε να σας αφήσω», είπε και μας άφησε. Δεν ήξερα τι να την κάνω τη χαρά μου. «Έλα απ’ το σπίτι», μου είπε τότε ο Θέμης. Κόπηκαν τα πόδια μου, το στομάχι μου δέθηκε κόμπος. Ο κόσμος ξαφνικά μου φάνηκε τόσο περιπετειώδης, όσο κι ο Ιντιάνα Τζόουνς. Σχοινί δεν είχα να πιαστώ. «Θα έρθω αύριο», μουρμούρισα και εξαφανίστηκα από κοντά του σαν τζίνι.

Θυμάμαι που γύρισα στο σπίτι μου εκείνο το απόγευμα, το ίδιο μεγάλο πένθιμο σπίτι -αν ήξεραν την οικονομική κατάσταση των γονιών μου θα με ζήλευαν όλοι οι ξενερουά συμμαθητές, αλλά δεν την ήξεραν. Είχα φροντίσει, βλέπεις, να την κρατήσω κρυφή. Και που ήταν οι δικοί μου φραγκάτοι, δηλαδή, κερδίζαμε τίποτα; Εγώ τουλάχιστον δεν κέρδιζα ούτε λίγη από την εκτίμησή τους. «Άχρηστη», μ’ ανεβάζανε, «αναίσθητη» με κατεβάζανε. Ύστερα από χρόνια το κατάλαβα: ήμουνα υιοθετημένη, δεν είχα ίδιο αίμα με τους γονείς μου. Το δικό μου έτρεχε ποτάμι, κανονικά.

Μα τη νύχτα εκείνη ακόμη δεν το ήξερα. Έμεινα ξάγρυπνη με το βλέφαρο κλαρίνο να παίζω σκοπούς στο σκοτάδι και ούτε που μ’ ένοιαζε τι θα κάνω, το μόνο που μ’ ένοιαζε ήταν ν’ αντέξω την επαύριο. Για να τον ξαναδώ. Παράξενο. Έρχονται κάποιες στιγμές στη ζωή που το παρόν σε γονατίζει. Κάτω από το ανυπολόγιστο βάρος του δεν μπορούσα ούτε να κουνηθώ καλά καλά. «Ο Θέμης, θέ μου…» έλεγα και σταύρωνα το μαξιλάρι μου, ενώ η αγωνία μου στο σκοτάδι ζωγράφιζε τέρατα.

Όταν την επομένη χτυπούσα το κουδούνι της πολυκατοικίας του η καρδιά μου χτυπούσε τρελά. Μέχρι να φτάσω στον πέμπτο, όπου έμενε, μου ΄χε στραγγίξει όλο το αίμα! Άνοιξε ο Θέμης την πόρτα και με είδε στο κατώφλι του τρεμάμενη σαν φύλλο .

«Καλώς τη!» έκανε χαρούμενος και μ’ έμπασε στο σαλονάκι. Και μόλις πήγα να πάρω ανάσα, έφαγα κατραπακιά: στο δωμάτιο εκεί περίμενε μία άλλη γυναίκα! Ήταν ψηλή, μελαχρινή, φόραγε τζιν και μια μπλούζα γαλάζια. Θα ‘παιρνα όρκο και για τ’ άρωμά της ακόμα, τόσο εξονυχιστικά την έκοβα από την κορυφή, ίσαμε τα νύχια.

«Να σου συστήσω την Ντόρα», μου είπε ο Θέμης και ‘γω το άκουσα σαν «μπόρα». Θα περάσει, σκέφτηκα. Και πήρα να χαμογελάω σα χαζό.

Η Ντόρα μου έριξε μια ματιά όλο περιφρόνηση -το δικαιούνταν, άλλωστε, ως φοιτήτρια- ύστερα κοίταξε το ρολόι της. «Να πηγαίνω», είπε και τον κοίταξε στα μάτια. Και μέχρι η Ντόρα να φτάσει την πόρτα, ο Θέμης άπλωνε κιόλας το χέρι του στον ώμο του.

Καλός είσαι κι εσύ, είπα μέσα μου, ψέγοντας τη χειρονομία του. Αλλά η καρδιά μου που χόρευε με νταούλια και βιολιά έκανε ένα γύρο και προσγειώθηκε στην αγκαλιά του. Πώς έγινε, δεν το κατάλαβα. Μα έγινε. Ένιωσα το κορμί του κολλημένο πάνω μου.

Τινάχτηκα αμέσως  – μικρή ήμουνα ακόμα, βλέπεις. Αν και όχι κι άπειρη, τον Μανώλη τον είχα από τότε. Αλλά πώς ήταν δυνατό να συγκριθεί ο Μανώλης, ο συμμαθητής μου, με ολόκληρο Θέμη! Όχι μόνο από Αντονιόνι δε σκάμπαζε ο Μανώλης, αλλά ούτε και μουστάκι δεν διέθετε καλά καλά. Ενώ ο Θέμης, θέ μου… Μην τα πολυλογώ: ο Θέμης έγινε το άλφα και το ωμέγα των ημερών μου. Κι αν υπολογίσουμε τις ώρες της μέρας και της νύχτας, της αυγής και του δειλινού, ο Θέμης κράτησε τα «ααα» και τα «ωωω» του παρατεταμένα. Μα να τον πλησιάσω περισσότερο, δεν άντεχα. Να τα φωνάξω από το στρώμα του πάνω τα φωνήεντα αυτά των εκπλήξεων, δεν τολμούσα. Έτσι είναι: το πρώτο και το τελευταίο γράμμα της ζωής το μαθαίνεις, ως φαίνεται, στο μυαλό σου.

Μα δεν τον απέφευγα κιόλας, το αντίθετο. Πήγαινα στο διαμέρισμά του συχνά και τον έβλεπα να διαβάζει ανάμεσα σε σωρούς βιβλία, στοίβες από το πάτωμα -άλλο ένα στοιχείο που με τρέλαινε ήταν πως ο Θέμης δεν είχε έπιπλα καλά καλά, ούτε βιβλιοθήκη κανονική, μα ούτε και κρεβάτι, σα να επίπλωνε με το κορμί του το άδειο διαμέρισμα, πράγμα εντελώς εξωφρενικό για το φορτωμένο σπίτι της οικογένειάς μου που έμοιαζε ασήκωτο από τα μπακίρια και τα περσικά χαλιά -ένα μαύρο χάλι. Ενώ ο Θέμης…

Μια από κείνες τις φορές συνέβη και το φιλί που έλεγα. Ήταν ό,τι πιο όμορφο έχω ζήσει. Λικνιστικό, υγρό. Ατελείωτο. Από τα φιλιά που πρέπει να τελειώσεις πρώτα εσύ, πριν σε προλάβουνε εκείνα. Από τα τελειώματα που πρέπει να σώσεις για να σωθείς. Άλλος τρόπος δεν υπάρχει. Ο βέβαιος πνιγμός είναι καμιά φορά λιγότερο βασανιστικός από το μαρτύριο της αβεβαιότητας. Τι λέω. Αυτά κι εκείνα, στην αγκαλιά του Θέμη τα υποψιάστηκα. Το όνομά του θα είχε από δω και στο εξής την αγωνία ενός μέλλοντος θανάτου.

Πώς και γιατί το πήρα τόσο βαριά, ούτε εγώ το κατάλαβα. Αλλά το πήρα. Κι ύστερα σταμάτησα τα πάντα: να περπατώ στον δρόμο, να τρώω, να φροντίζω τον εαυτό μου -όλα έδειξαν ξαφνικά τόσο μάταια και τετριμμένα, όσο και η ανάγκη μου να κρατηθώ ζωντανή. Άμα παίζεις με τη φωτιά, καίγεσαι, λένε. Πολύ περισσότερο, άμα τη φωτιά την έχεις μέσα σου. Μην το παρατραβάω. Ό,τι τράβηξα στη ζωή μου ήρθε από μόνο του.

Άρχισα να τον αποφεύγω, μπας και τον ξεχάσω, αλλά κείνο το άτιμο ερχόταν δυνατότερο. Χτύπαγε σαν καμπάνα, τη νύχτα αργά, το πρωί, ό,τι ώρα ήτανε, ούτε λογάριαζε ο καημός μου από ώρα. Να πάω να τον βρω και να του μιλήσω, δεν το έκανα. Δεν έκανα τίποτα απολύτως. Είδε και απόειδε ο Θέμης, κανόνιζε να με συναντά αυτός. Με συναντούσε στο δρόμο, κει που έβγαινα απ’ το σπίτι μου ή την ώρα που αγόραζα τσιγάρα απ’ το περίπτερο έπεφτε πάνω μου και μου ζητούσε από κανένα. Το καπνίζαμε σ’ ένα παγκάκι βιαστικά σα να με κυνηγούσανε, η ανάσα μου τελείωνε, «πρέπει να φύγω», έλεγα και εξαφανιζόμουνα με τρεχάλα. Γύριζα σπίτι μούσκεμα, λαχανιαστά. Έκλεινα την πόρτα πίσω μου κι εκεί στο άδειο δωμάτιο μέσα έφερνα την εικόνα του και τον έφτιαχνα από την αρχή μέσα από την απουσία του.  Κακά τα ψέματα: ο Θέμης αγαπιότανε από την έλλειψή του μόνο. Δεν ξέρω να το πω αλλιώς. Αυτό που ξέρω είναι αυτό που μου είχε από κείνον ξεφύγει.

Να με γυρεύει, ναι, το έκανε, αλλά όσο με γύρευε και με κυνηγούσε -αν και πάντα διακριτικά ο άτιμος- τόσο εγώ έφευγα ζώντας αυτό που λέμε, την πληρότητα του ονείρου με τη σιγουριά του πραγματικού. Ο Θέμης με ήθελε: τα είχα όλα. Γιατί να ρισκάρω να τα χάσω σε μια ενδεχόμενη σχέση μαζί του; Κάτι τέτοιο, νομίζω, σκεφτόμουνα. Δεν το σκεφτόμουνα καλά, μα το ένιωθα κι ό,τι δεν μπορούσα να βάλω σε λόγια το έβαζα σε σειρά. Έκανα τα πάντα για να τον αποφύγω.

Σιγά σιγά, κάθε συνάντηση μαζί του, μου ‘φερνε τέτοιο άγχος και αγωνία που άλλαζα γωνία κι ούτε πλησίαζα πια προς στη μεριά του σπιτιού του, μη τυχόν και τον πετύχω. Κι αν τυχόν τον έβλεπα από μακριά ή έτσι νόμιζα, «ο Θέμης, θέ μου!» μουρμούριζα λαχταρισμένη με άλλο τρόπο αυτή τη φορά. Μέχρι που οι τυχαίες μας συναντήσεις αραίωσαν, εξασθένισαν. Στο τέλος χάθηκαν τελείως. Έμεινα μόνη με τη σκέψη μου. Η καρδιά μου χτυπούσε ολοένα και πιο δυνατά.

Είπα πως ό,τι τράβηξα στη ζωή ήρθε από μόνο του… Εντάξει, έβαλα το χέρι μου κι εγώ. Κυρίως κείνο το χέρι που άπλωσα για να βάλω τη βέρα του Αντρέα. Διότι τι ήταν ο Μανώλης, τι το ζουμί του, από τον Θανάση στον Γιώργο κι απ’ τον Αργύρη στον Δημήτρη, τον Αντρέα παντρεύτηκα τελικά. Πώς και γιατί το έκανα, δεν ξέρω, εκείνο που ξέρω ήταν ότι είχε έρθει πια το πλήρωμα του χρόνου. Κι ας είχα πάει μ’ ολόκληρο πλήρωμα κι ας μην είχα τολμήσει ποτέ να πάω με τον Θέμη που ήθελα, ένα ωραίο πρωί κανόνισα το γάμο μου, όπως θα κανόνιζα τα ψώνια. Τρεις το λάδι, τρεις το ξύδι… Μια φορά παντρεύεσαι, είπα. Και το εννοούσα. Έτσι συνέβη και ο Αντρέας έγινε σύζυγός μου.

Αλλά το βράδυ του γλεντιού, συνέβη κάτι που μου κόστισε. Δεν εννοώ τα έξοδα, φυσικά. Εκεί που άλλαζα το νυφικό μου στην κάμαρα μέσα -το σπίτι ήταν δίπατο και η κρεβατοκάμαρα έβγαζε σ’ ένα μεγάλο μπαλκόνι, όπως στ’ αμερικάνικα έργα- πως άλλαξα γωνία, παίρνει το μάτι μου μια σκιά απ’ έξω να με κοιτάει. Κάποιος ήτανε εκεί, στο μπαλκόνι! Τρόμαξα, σκεπάστηκα με το πέπλο -τίποτ’ άλλο δεν φορούσα. Η σκιά κουνήθηκε, είχε ωραία πλάτη, ένα σακάκι ριγμένο στον ώμο, όμορφα γκρίζα μαλλιά. Το χρώμα από τα μάτια του μόνο δεν είχε αλλάξει. Η γλώσσα μου μπερδεύτηκε, η καρδιά μου χτύπησε λαμπάκι. «Θέμη…» ψέλλισα και τον είδα που με κοίταζε στα χαμένα. Ο Θέμης έκανε ένα βήμα, πλησίασε. Έκανα άλλο ένα κι εγώ. Ήρθε μπροστά μου, στάθηκε. Κι εκεί που έκανε να φτάσει τα χείλια μου, όπως τότε στο μοναδικό φιλί μας, άνοιξε η πόρτα πίσω και μπούκαρε στην κάμαρα μέσα η Κλαίρη.

«Εδώ είσαι και σε ψάχνω!» φώναξε η Κλαίρη ρίχνοντας ανήσυχη ματιά προς εμένα, «αγάπη μου», πρόσθεσε κοφτά. Ο Θέμης πρασίνισε, κιτρίνισε, άλλαξε όλα τα χρώματα της ίριδας στην ίριδα του ματιού του, πήγε να την αποφύγει. Μα η Κλαίρη του γράπωνε κιόλας τον ώμο.

«Θέλεις να μας ευχηθείς, “καλά στέφανα”;» με ρώτησε η Κλαίρη ειρωνικά. Και καθώς ο Θέμης βύθιζε τη μύτη του στο χαλί σαν την στρουθοκάμηλο, μας άφησε να τα βγάλουμε πέρα μόνες χωρίς αυτόν, αν και γι’ αυτόνα μόνο.

Πώς πέρασα στα επόμενα; Πώς ευόδωσα να συνεχίσω τη ζωή μου και δεν βυθίστηκα στην πιο μεγάλη απαξίωση για τον ίδιο μου τον εαυτό; Ο ψυχοθεραπευτής μου να ‘ναι καλά, ο κύριος Αντωνιάδης. Το όνομά του μου θύμιζε αμυδρά τον Αντονιόνι, ίσως γι’ αυτό να πέρασα μαζί του καλά. Η ζωή προχώρησε, της έδωσα σπρωξιά σα να της έδινα μπάτσα, το πήρα απόφαση και ήρθαν τα κορίτσια, τρία και τετραπέρατα να ‘ναι καλά, τα πήγα σχολειό, τα μεγάλωσα, τα τελείωσα. Σπουδάσανε, η τελευταία είναι κιόλας στο τελευταίο της Νομικής. Σταμάτησε να μου λέει τα μυστικά της.

Η ζωή μου κύλησε ομαλά με τον Αντρέα, παράπονο δεν έχω. Μονάχα κάποιες στιγμές, εκεί που σκοτεινιάζουν τ’ απογεύματα και η φωτιά τρίζει στο τζάκι, μια μυρωδιά από σκόνη απλώνει στον αέρα, θαμπώνοντας τα μάτια μου. Γίνομαι συναισθηματική και κλαίω. Δεν ξέρω γιατί. Ίσως επειδή είναι όλα ομαλά και ‘γω βυθίζομαι μέσα τους, όπως η μύγα μες στο γάλα.

Είχα βγει τις προάλλες στην παραλία, πρώτες καλές μέρες της άνοιξης, βάδιζα στον ήλιο ελαφριά και ξέγνοιαστη. Πώς κάνει το μυαλό μου κλικ και μου ‘ρχεται ξαφνικά το αίσθημα από κείνο το πρωινό με τον Θέμη. Παρουσιάζεται εμπρός μου η εικόνα του τόσο ζωντανή, λες και την έφερνε ο ήλιος και η καρδιά μου σκίρτησε. Κι ύστερα, σταμάτησε η καρδιά μου να χτυπάει κανονικά: από την άλλη μεριά, ερχότανε κάποια που έμοιαζε της Κλαίρης! «Δεν είναι δυνατό…» είπα μέσα μου και μέχρι να το πω, την αντίκρισα, μου ‘δινε κιόλας το χέρι της. Από κείνη τη φορά είχα να τη δω που με τσάκωσε με το τούλι να ζαχαρώνω τον Θέμη.

«Είσαι καλά, Χλόη;» με ρώτησε η Κλαίρη και άκουσα στη φωνή της πίκρα. Μου τα είπε όλα με το νι και με το σίγμα. Ήταν πολύ σκασμένη, η κακομοίρα, για να μου εξωραΐσει το παραμικρό.

«Κατάλαβες, δηλαδή;»

Την κοιτούσα με ανοιχτό το στόμα και δεν το έκλεινα, παρ’ όλο που θα έπρεπε -έμπαινε άνοιξη κι είχαν αρχίσει να κυκλοφορούνε και μύγες. Μονάχα στο κορμί της Κλαίρης πάγωνε το αίμα. Ο Θέμης, ο προκομμένος τής το είχε απομυζήσει για τα καλά.

«Κάν’ το λιανά, Κλαίρη, να σε καταλάβω».

Δεν την είχε αφήσει σε χλωρό κλαρί ο μασκαράς, με τη μία γυναίκα τον έπιανε, με την άλλη τον κυνήγαγε κι όταν κουράστηκε ο Θέμης να της τα κάνει όλα αυτά τα γυμνάσια, στρώθηκε με κάποια στο Πανόραμα και την εγκατέλειψε την Κλαίρη μόνη. Κι όταν αυτή επικαλέστηκε τον νόμο και προσπάθησε να του ζητήσει διαζύγιο, ανακάλυψε πως της είχε κάνει κομπίνα και της είχε δεσμεύσει τα λεφτά της όλα! Να έχει πρόσβαση στην περιουσία της δεν μπορούσε, η φουκαριάρα η Κλαίρη, το μόνο που μπορούσε ήταν να τον κυνηγάει δικαστικά και να τον εκβιάζει. Μα έλα που αυτός είχε προλάβει να βγάλει τη γυναίκα του τρελή και μάλιστα με χαρτί γιατρού…

«Μια καταθλιψούλα ήταν μόνο, στ’ ορκίζομαι, Χλόη μου», μάσησε λόγια η Κλαίρη. Είχε παχύνει εμφανώς και είχε σακουλέψει. Δυο δάχτυλα απ’ τη ρίζα άσπριζαν τα μαλλιά της μέσα στο υπόλοιπο θλιμμένο μουσταρδί.

Τη λυπήθηκα. Πόσο μακριά ήταν από την Κλαίρη, εκείνου του πρωινού! Κούνησα το κεφάλι, πήγα να της πω δυο λόγια παρηγοριάς… Δεν βρήκα τίποτα.

«Ένας προικοθήρας ήτανε ο Θέμης σου, που διάλεγε τα θύματά του καλά. Από Ανατόλια και πάνω!» έκανε πικρόχολα.

Κούνησα το κεφάλι μου. Τη στιγμή που την άφηνα, εκείνο το «ο Θέμης σου», κουδούνιζε ακόμα τ’ αυτιά μου. Να παρηγορηθώ; Τα πόδια μου πετούσανε, μα την καρδιά μου βάραινε η τύψη. Έτσι είναι, σκέφτηκα. Κι ας είχαν πάει όλα στράφι. Δε χάνει πάντα τη ζωή ο άτολμος. Καμιά φορά μπορεί και να την κερδίζει.

 

 

* Η Μαγδαληνή Θωμά είναι διδάκτορας φιλολογίας (αφηγηματολογία). Έχει διδάξει νεοελληνική γλώσσα στα Τ.Μ.Γλώσσας του Μπορντώ και της Λίλλης, στο Liceo Classico “Marco Foscarini” της Βενετίας και στο Κέντρο Γλωσσών του πανεπιστημίου του Τάρτου. Ζει και εργάζεται στο Νότιο Πήλιο. Έχει δημοσιεύσει διηγήματα, ένα μυθιστόρημα («Ο πόνος είναι μοναχικό ζώο», Γαβριηλίδης 2014) και μια νουβέλα («Θα ερχόσουν μαζί μου στη Νορβηγία;» Βακχικόν 2015»). Το διήγημά της, «Τα όρια του Κόσμου» έχει λάβει διάκριση στον 5ο Διεθνή Διαγωνισμό Διηγήματος Eyelands – Παράξενες Μέρες (2015) και συμπεριλαμβάνεται στον συλλογικό τόμο «Στα όρια» (Παράξενες Μέρες 2015). Καταπιάνεται με τη μετάφραση της Εσθονικής λογοτεχνίας και έχει δώσει στη δημοσιότητα μεταφράσεις από το ποιητικό έργο των Jüri Talvet, Jaan Kaplinski, Doris Kareva, Jühan Viiding, Heiti Talvik, Hando Runnel και Karl Ristikivi.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top