Fractal

Στα βήματα του νεκρού αδελφού

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

theios_takis«Ο θείος Τάκης» του Γιάννη Ξανθούλη, εκδ. Διόπτρα, σελ. 424

 

Με εξώφυλλο, τέμπερα σε χαρτόνι, του συγγραφέα [τα τελευταία βιβλία του Γιάννη Ξανθούλη έχουν για εξώφυλλο ζωγραφικά έργα του], τον θείο Τάκη φτερωτό στρατιώτη να δίνει εντελώς ένα τέμπο διαφορετικό και ξεχωριστό, επανακυκλοφορεί σαν άλλο πια, ενδεχομένως το πιο… Ξανθουλικό του μυθιστόρημα. Πάθος, νοσταλγία, ειρωνεία, λοξό μεταφυσικό κοίταγμα στα δύσκολα, μαγικός ρεαλισμός και αθυροστομία, ατμόσφαιρα και παιγνιώδης διάθεση για να περάσει η υπαρξιακή αγωνία όλα βρίσκονται στο ύψιστο σημείο στον «Θείο Τάκη» του. Ένα μυθιστόρημα που ήδη άφησε εποχή.

«Ο θείος Τάκης είναι μια ανατρεπτική παραλλαγή στο Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού. Παραλλαγή ερωτική όσο και τολμηρή στα φαινομενικά συντηρητικά ήθη μιας ολόκληρης γενιάς αστών».

Από το οπισθόφυλλο ήδη ο συγγραφέας μας χαρίζει τον αναγνωστικό τρόπο. Αδιαφορώντας για το αν μας αποκαλύπτει από το τέλος, πολλά. Εξάλλου «Ο Θείος Τάκης» είναι κέντημα. Διαβάζετε όπως ακριβώς γράφτηκε «λέξη- λέξη», «ανάσα την ανάσα», «γουλιά τη γουλιά».

«Στους θείους και στις θείες μου», το αφιερώνει. Και είναι, ενδεχομένως, το πιο «Ξανθούλης- μυθιστόρημα». Με όλα τα χρώματα και τα αρώματα, τα φαντάσματα και τις αγάπες του συγγραφέα. Με ό,τι αγάπησε από εποχή, Αθήνα ως περιοχή, συγγενικό αίμα και μουσική συγγενική εγγύτητα.

Με το σπαρακτικά απελπισμένο χιούμορ του πανταχού παρόν και με τον τρόπο που μόνον εκείνος έχει να ξεφλουδίζει παλιά ξεχασμένα οικογενειακά μυστικά και να αναφέρεται σε μικρά προσωπικά παρεξηγημένα δράματα.

«Ο θείος Τάκης» είναι η αφετηρία, το πρόσχημα αλλά και το έμβλημα. Μιας πανταχού παρούσας και διαρκούς νιότης που τον νικά τον θάνατο. Με τον δικό της τρόπο, αλλά τον νικά.

Και ως είναι φυσικό, το μυθιστόρημα αρχίζει από «τα έγκατα». Από το υπόγειο του αρχοντικού της οδού Ασκληπιού και από «την θεία της Κολάσεως», την Κατίγκω. (Και ποιος από μας δεν είχε κάποτε ή δεν γνώριζε μια θεία Κατίγκω).

Μακρινή συγγενής της κυρίας του σπιτιού, της Ζωής, αλλά και το αφτί του Θεού, κυριολεκτικά, που φρόντιζε τα πάντα και τους πάντες. Όταν οι πάνω όροφοι φιλοξενούσαν τον Νείλο Βασιλειάδη τον μαθηματικό καθηγητή, την καρδιοπαθή σύζυγό του Ζωή, τις δύο κόρες της οικογένειας την Μάρθα, σύζυγο ουρολόγου και την αθυρόστομη στιχοπλόκο Τέτη από Αρετή. Και βεβαίως τον Τάκη. Έναν αγόρι ελαφρώς κλειστό, απόφοιτο Νομικής και απίθανο σφυριχτή μπλουζ, σουίνγκ και αυτοσχέδιων κομματιών, που ανταγωνιζόταν σχεδόν τον αέρα.

Ο χρόνος κατά τον οποίο διαδραματίζεται το περισσότερο μέρος της ιστορίας, είναι εποχή κομβική. Φλέβα γεγονότων, κυριολεκτικά. Αθήνα του 1951, όπου εντός του έτους και εντός των τειχών γίνονται όλα: αποκαλύπτεται το σκάνδαλο παιδεραστίας του πατέρα, η θεία της Κολάσεως «τον αυτοκτονεί», λίγο αργότερα χάνεται και η μητέρα, ο Τάκης ερωτεύεται μια θεατρίνα, την Καίτη, ερωμένη του θείου του Λάμπρου, αδελφού του πατέρα, παντρεύεται η Αρετή στα ξένα, στο τέλος σκηνοθετεί την κηδεία της και η θεία της Κολάσεως.

Νηφάλιος νους μονάχα η Μάρθα. Την οποία μετά από χρόνια την συναντάμε να εξιστορεί.

Ο Τάκης αποφασίζει να πάει εθελοντής στον πόλεμο της Κορέας.

Στο μεταξύ έχει προλάβει στον αρραβώνα της Αρετής να δώσει όρκο βαρύ. Στην Ζωή. Πως πάντοτε θα είναι παρών και θα την προσέχει. Την Αρετή.

Τα γεγονότα ακολουθούν καταιγιστικά και σπαρακτικά. Ζώντες και τεθνεώντες καταλύουν τα σύνορα του πάνω και του κάτω κόσμου και αποκαλύπτουν παλιά οικογενειακά μυστικά, ζητώντας δικαίωση και τιμωρία ενόχου. Παιδιά γεννώνται, άλλα νόμιμα κι άλλα παράνομα, η Αρετή χρειάζεται τον Τάκη στα ξένα. Και ο νεκρός Τάκης (ως άλλος νεκρός αδελφός) με το καράβι Skylark που θα πει Κορυδαλός εμφανίζεται στην Πόλη από παντού και πουθενά σφυρίζοντας έναν σκοπό της μόδας.

«Ο,τι κι αν γίνει, εγώ θα σφυρίζω». Θα της πει.

 

Γιάννης Ξανθούλης

Γιάννης Ξανθούλης

 

Στο μεταξύ, το πατρικό της Ασκληπιού γεμίζει σπλαχνικές συκιές. Που ξεφυτρώνουν από παντού, απ’ τα πλακάκια, τις βρύσες, ακόμα και από την εμαγιέ μπανιέρα του μπάνιου.

Η Βούλα που καθαρίζει το μπάνιο οδηγείται σ’ ότι κρυφό μέσα από ημερολογιακά στιχάκια και ξαφνικά μέσα στην παραφορά της αρχίζει και η ίδια να σκαρώνει τολμηρά τραγούδια.

Η οικογένεια αποκτά Τάκη επί τρις. Εκ τον οποίο, ο ένας παράνομος γιος του Τάκη.

Αλλά και τον επίλογο, Τάκης τον γράφει. Σαν παραμύθι σπαρακτικό και μαγευτικό. Αναγνωρίζοντας πως έχουν και οι άντρες ανάγκη από παραμύθια. Για ένα καράβι που κι ο ίδιος βλέπει να καταφθάνει απ’ το πουθενά και για ένα αγόρι που κίνησε κάποτε να πάει να πολεμήσει στην Κορέα, δίχως να ξέρει το γιατί. Για τον θείο Τάκη «που ξέφυγε απ’ την τροχιά της ζωής κι έγινε αθάνατος». Για την Κατίγκω- μάγισσα και για την πονετική νεράιδα τη Συκιά που χάρισε στη γειτονιά ένα δάσος από δέντρα.

Στο μεταξύ, «ονόματα παιδιών, μαθηματικοί ορισμοί, χρονολογίες γεννήσεων και θανάτων. Εγκυκλοπαιδικές αναμνήσεις, τραγούδια αισθηματικά, περιγραφές ευρωπαικών πόλεων και μαζί κατάρες και σόκιν κουβέντες, μάρκες τσιγάρων και εξιστορήσεις φαγητών και γεύσεων ηδυπότων», κυριολεκτικά, όλα στάχτη γίνανε.

Τα μόνα που σώθηκαν ήταν τα κρίματα και τα μυστικά, και ο Θείος Τάκης που έζησε στα άκρα.

Σε ένα βιβλίο με όλη την μαγεία της ατμόσφαιρας Ξανθούλη, με εκείνο το απελπισμένο χιούμορ Ξανθούλη, και με συγγραφικά ευρήματα εξαιρετικά. Τον τρόπο που ξεπρόβαλαν τα μυστικά μέσα από τα ημερολογιακά στιχάκια. Την θεία της Κολάσεως και τον νεκρό Βασιλάκη που υποδεικνύει εις το διηνεκές τον δολοφόνο του. Τον χορό των φαντασμάτων που τόσο καλά γνωρίζει να στήνει ο συγγραφέας και να στοιχειώνει.

«Τον θείο Τάκη δεν τον συνάντησα ποτέ. Άλλοι λένε πως χάθηκε στην Κορέα, άλλοι πως ζει και καμιά φορά περνά να δει την αδερφή του, τη θεία Τέτη, που ζει στην Πόλη, άλλοι πως τον βλέπουν στα παλιά καφενεία της Ομόνοιας.

Είτε έτσι είτε αλλιώς, ο θείος Τάκης έγινε θρύλος στην οικογένειά μας κι έτσι ακριβώς τον κουβεντιάζουν, σαν θρύλο ή σαν αίνιγμα.
Στο μεταξύ, συνέβησαν πολλά από τον καιρό που το όνομά του μπλέχτηκε στη ζωή μας αινιγματικά και νοσταλγικά.
Εγώ υποπτεύομαι ότι μας παρακολουθεί σφυρίζοντας σκοπούς που ακούγονταν στα νιάτα του, δηλαδή στις αρχές του πενήντα. Τότε που ξεκίνησε η ιστορία. Όσο για το ποιοι είμαστε εμείς οι “άλλοι”, αυτό κι αν είναι αίνιγμα!

Πιστεύω ότι πάνω απ’ όλα είμαστε μπολιασμένοι από την απουσία του θείου Τάκη παρά τα τόσα που μεσολάβησαν από τότε. Μερικά νομίζω πως ήταν πιο άγρια απ’ όσο τα διηγούνται οι μεγαλύτεροι. Γιατί καθένας πια τα λέει από τη σκοπιά του κι όσο κυλά ο χρόνος τα αλατίζουν περισσότερο.
Όμως υπάρχει και η αλήθεια μεταξύ παραμυθιού, έρωτα και μυστηρίου. Κι αυτό ήταν που θέλησα να ψάξω για τον θείο Τάκη και για μας. Την αλήθεια».
Τα τελευταία από τον συγγραφέα, για τον «θείο Τάκη» που εντέλει εμείς συναντήσαμε κι αγαπήσαμε: στον υπέροχο αθάνατο κόσμο των ηρώων.

Ένα βιβλίο που είναι όσοι κι εμείς: μυστηριώδες και αστείο, παραμυθητικό και ερωτικό, ηθογραφικό και αθηναϊκό, μεταφυσικό και βέβηλο, αλλά πρωτίστως υπαρξιακό, αινιγματικό. Μια οικογενειακή σάγκα που θα μας μείνει αλησμόνητη. Ένας θρύλος μεταμοντέρνος και νεωτερικός. Η μεγάλη συγγραφική δεινότητα του Γιάννη Ξανθούλη. Ο τρόπος του ν’ ανακατεύει παρελθόν, ανθρώπινα χούγια, και να κάνει θαύματα.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top