Fractal

Η μνήμη που ξυπνάει την Ιστορία

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος //

 

o-theios=avraam«Ο θείος Αβραάμ μένει πάντα εδώ» της Έλενας Χουζούρη, σελ. 254, Εκδ. Πατάκη

 

Υπάρχει άραγε κειμενικότητα στην Ιστορία; Αντιστοίχως: μπορούμε να μιλήσουμε για ιστορικότητα των κειμένων; Επί του πρακτέου: πόσο ισοβαρώς οφείλουμε να μετρήσουμε τα λογοτεχνικά και μη λογοτεχνικά κείμενα για να σκιαγραφήσουμε μια ιστορική περίοδο; Σύμφωνα με τον αμερικανό κριτικό Στίβεν Γκρίνμπλατ, τον εισηγητή του όρου «Νέος Ιστορικισμός», αυτή η παράλληλη ανάγνωση είναι κάτι περισσότερο από επιβεβλημένη. Δεν ξέρω αν ταιριάζει να αναφερθούμε (και) σε αυτή την παράμετρο για να εξηγηθεί επακριβώς αυτό που καταφέρνει η Έλενα Χουζούρη στο μυθιστόρημα «Ο θείος Αβραάμ μένει πάντα εδώ». Ενδεχόμενα, θα πρέπει να το κάνουμε. Άλλωστε, με το συγκεκριμένο μυθιστόρημα ένα είναι το σίγουρο: δίνει λαβές για πολλές, παράλληλες και επικαλυπτόμενες συζητήσεις. Θα έλεγε κανείς πως πρόκειται για ένα βιβλίο το οποίο διατρέχουν κάμποσοι δρόμοι και μπορεί όλοι να καταλήγουν στο ίδιο τερματισμό, εντούτοις η διαδρομή δεν είναι ποτέ ίδια.

Η μεγάλη του δύναμη δεν είναι ότι μετατρέπεται σε πολυφωνικό ηχείο (μιλούν, εκ των υστέρων, ακόμη και οι ήρωες που δεν βρίσκονται εν ζωή), ούτε ότι η γλώσσα του είναι συμπαγής τη ίδια στιγμή που ακολουθεί ελλειπτικές τροχιές. Τούτες οι «κατακτήσεις» είναι πλέον κοινός τόπος στη σύγχρονη λογοτεχνία και αποτελούν σημεία αιχμής για πλείστους συγγραφείς. Ο άξονας στον οποίο κινείται η Χουζούρη υπερβαίνει την πρόσδεση του ατομικού με το ιστορικού ή, άλλως πως, της μικρο-ιστορίας μέσα στη μεγάλη αφήγηση της επίσημης Ιστορίας. Ας μην ξεχνάμε πως δεν το κάνει πρώτη φορά (τα προηγούμενα μυθιστορήματά της είναι αψευδής μάρτυρας). Εκεί, όμως, που η συγγραφέας προσδίδει σημασιολογικό βάρος είναι στην παράλληλη ανάγνωση του λογοτεχνικού κειμένου με την ιστορική καταγραφή. Πρόκειται για μια διαδικασία τεχνική (κοινώς: κοπιώδης έρευνα και αντιπαραβολή στοιχείων), αλλά και δημιουργική από τη στιγμή που καταφέρνει να συνταιριάξει δύο, εκ πρώτης όψεως, αντιθετικά σχήματα: την ευκταία ευελιξία της μυθοπλασίας με την αναντίρρητη ακινησία της Ιστορίας. Το αποτέλεσμα δεν μπορεί παρά να είναι ενδιαφέρον και να προσφέρει πολλές αντηχήσεις.

Το μυθιστόρημα «Ο θείος Αβραάμ μένει πάντα εδώ» περιελίσσεται γύρω από το δέντρο της μνήμης. Σε κάθε κλαδί ανθίζει μια ιστορία του παρελθόντος. Σε κάθε ρίζα κρύβεται ένα μυστικό και μια εξήγηση. Το χώμα πάνω στο οποίο πατάει ο κορμός έχει ποτιστεί με το αίμα και τον ιδρώτα των δρώντων προσώπων και έχει πατηθεί, σαρωθεί και ανασκαλευτεί από τη δύναμη του χρόνου. Δεν έχει, όμως, εξαφανιστεί. Κάθε ανασκαφή, κάθε βιβλίο, κάθε ιστορία, δεν κάνει τίποτα άλλο από να φέρνει στην επιφάνεια ισχυρά τεκμήρια για το τι, πώς και γιατί συνέβη αυτό που συνέβη στο μακρινό ή κοντινό παρελθόν και η λογοτεχνία δεν μπορεί και δεν γίνεται να απέχει από την υπαινικτική προτροπή του ανθρώπου (χαρακτηριστικό της ιδιοσυγκρασίας του) να ψάχνει, να μαθαίνει και να ξαναδιαβάζει με άλλο τρόπο αυτά που συνέβησαν «παλιά».

Εδώ το κουβάρι αρχίζει να ξετυλίγεται από τη Θεσσαλονίκη του σήμερα για να φτάσει στη Θεσσαλονίκη του 1930-50. Μια περίοδος αρκετά πυκνή από γεγονότα σε τοπικό, αλλά και παγκόσμιο επίπεδο. Η Αλίζα, μια σημερινή φοιτήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Τελ Αβίβ, αποφασίζει να κάνει ένα ταξίδι «ταυτότητας» στη Θεσσαλονίκη των προγόνων της. Με τη βοήθεια τριών φωτογραφιών και κάποιων συνταγών μαγειρικής που της άφησε παρακαταθήκη η γιαγιά της Λούνα και με πρόσχημα το μεταπτυχιακό της που έχει θέμα τη ζωή και το έργο του Αβραάμ Μπεναρόγια, η Αλίζα θα βρεθεί μπροστά σε αναπόδραστες αλήθειες και θα σηκώσει -με την ορμή ενός σκαπανέα- όλους τους βαριούς λίθους που καταπλακώνουν το παρελθόν της οικογένειάς της (και όχι μόνο). Αίφνης, μεταφερόμαστε στο 1930 σε μια Θεσσαλονίκη που ζει και αναπνέει σε εβραϊκούς ρυθμούς. Το χρώμα που δίνουν οι Εβραίοι στην πόλη είναι έντονο. Δεν θα είναι, όμως, για πάντα ειδυλλιακό. Τα πρώτα σύννεφα εμφανίζονται ήδη το 1931 όταν τα μέλη της φασιστικής οργάνωσης Εθνική Ένωσις «Ελλάς» θα προκαλέσουν το πογκρόμ του Κάμπελ (έκαψαν κατοικίες στη συγκεκριμένη εβραϊκή συνοικία της Θεσσαλονίκης).

 

Έλενα Χουζούρη

Έλενα Χουζούρη

 

Τα χρόνια του Μεσοπολέμου είναι έτσι και αλλιώς ταραγμένα και η Λούνα, το κορίτσι με τα μαλλιά σαν φωτιά, θα βγει πολύ γρήγορα από το προστατευμένο περιβάλλον του πατέρα της (επιτυχημένος υφασματέμπορος) και θα ανοιχτεί στη φουρτουνιασμένη θάλασσα των καιρών. Το ίδιο συμβαίνει και με την πόλη. Από τη μια γίνεται ορμητήριο του Αβραάμ Μπεναρόγια, έναν από τους πρώτους εισηγητές του σοσιαλισμού στην Ελλάδα και πρωταγωνιστή στην ίδρυση της Φεντερασιόν, και από την άλλη μετατρέπεται σε πεδίο δράσης των παρακρατικών και «χριστιανών» με θύματα τους Εβραίους. Η είσοδος των ναζί στην πόλη θα διαμορφώσει ένα σκηνικό τρόμου. Οι Εβραίοι θα υποστούν διώξεις, θα αναγκαστούν να μπουν σε γκέτο και φυσικά, στη χειρότερη των περιπτώσεων, θα τσουβαλιαστούν σαν ζώα σε τρένα με προορισμό τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τον θάνατο. Κάποιοι για να γλιτώσουν καταφεύγουν στα βουνά και εντάσσονται στον ΕΛΑΣ και την Αντίσταση. Ανάμεσα σε αυτούς η Λούκα και ο μετέπειτα άνδρας της Παύλος. Οι περιελίξεις όμως της ζωής της θα έχουν απόλυτα μυθιστορηματική χροιά. Ο Παύλος θα σκοτωθεί (;), εκείνη, έγκυος πλέον, θα φυγαδευτεί, θα καταλήξει κάποια στιγμή στη Θεσσαλονίκη και τελικά θα επιστρέψει στο Ισραήλ, αφού προηγουμένως έχει χάσει το παιδί της. Τι είναι αυτό, όμως, που προκάλεσε το ρήγμα ανάμεσα σ’ αυτήν και την κόρη της (μητέρα της Αλίζας); Είναι μήπως η εμμονή της θυματοποίησης των Εβραίων που έρχεται σε αντίθεση με την ανάγκη για ζωή που κινητοποιούσε πάντα τη Λούνα; Η Αλίζα, παρά τη σφοδρή αντίδραση της μητέρας της, μεταβαίνει στη Θεσσαλονίκη και ψηφίδα την ψηφίδα αποκαλύπτει όλα τα κρυμμένα στοιχεία που θα την συνδέσουν με το παρελθόν και θα της δώσουν τη δυνατότητα να κατανοήσει τις αποφάσεις της γιαγιάς της.

Η μνήμη είναι πάντα παρούσα, σφύζουσα κι ας είναι σιωπηρή στις αποκαλύψεις της. Ολόκληρο το μυθιστόρημα κινητοποιείται από τα εναύσματα που δίνει το παρελθόν στο παρόν με μιαν δραματική οριακότητα (sic). Λες και η συγγραφέας «πετυχαίνει» τους ήρωές της στο κατώφλι ενός μεταιχμίου. Προσωπικού και ιστορικού. Μια ολόκληρη εποχή αναπλάθεται με εξαίσιο τρόπο από την Χουζούρη. Κάπως έτσι γίνεται σαφές πώς και μετά την ήττα των ναζί, η Θεσσαλονίκη δεν ησύχασε. Το νέο πογκρόμ περιλάμβανε τους αριστερούς, αλλά και τους Εβραίους που είδαν τις περιουσίες τους να έχουν γίνει αντικείμενο πλιάτσικου από τους ντόπιους και την πόλη, σιγά-σιγά, να χάνει το παλιό της χρώμα και να ρημάζει. Το «μετά» δεν έχει καμία σχέση με το «πριν». Για την Αλίσια, όμως, και τη μητέρα της αυτές οι δύο χρονικές περίοδοι, μέσα από οικτιρμούς, κατηγορίες, αναζητήσεις, έρχεται να ενωθεί για να δώσει υπόσταση σε κάτι που ήταν κρυμμένο αλλά όχι πεθαμένο. Ίσως γιατί οι νεκροί μιλούν περισσότερο στους ζώντες απ’ όταν είχαν κι αυτοί πνοή ζωής και μπορούσαν να εξηγήσουν τι ακριβώς τους συνέβη.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top