Fractal

Ο θεατρικός Γιώργος Μανιώτης

Γράφει ο Κωνσταντίνος Μπούρας //

 

maniwtisbookΓιώργος Ν. Μανιώτης, «Η τριλογία της Λιτότητας», εκδόσεις Όστρια, σ. 302.

 

Ο Γιώργος Μανιώτης είναι σημαίνων, σημαντικός και σπουδαίος θεατρικός συγγραφέας. Ανθεκτικός μέσα στο Χρόνο, εναργής, αλληλεπιδρών με την περιρρέουσα (ή μήπως θα έπρεπε να πω διαρρέουσα) ατμόσφαιρα της εποχής του, της εποχής μας, των κρίσιμων χρόνων της οικονομικής λιτότητας, που βγάζει στην επιφάνεια όλα τα καταπιεσμένα ζωώδη ένστικτα και υλοποιεί τα απωθημένα μας αφθορεί και παραχρήμα, λες και δεν υπάρχει αύριο για να εκτονώσουμε τον ατμό στο καζάνι της συλλογικής ψυχής που βράζει, λες και δεν θα υπάρξει ποτέ αύριο. Κι αντί για «μπελ επόκ» ανάμεσα σε δύο παγκοσμίους πολέμους, εμείς βιώσαμε (εκόντες-άκοντες, «κοντά στα ξερά καίγονται και τα χλωρά»), μια ψευδαισθητική Αφθονία ανάμεσα στην Χούντα των Συνταγματαρχών και στην επέλαση των κερδοσκόπων του Χρηματιστηρίου. Από το 1974 έως το 1999 άντεξε το «ελληνικό όνειρο». Μόλις είκοσι πέντε χρονάκια. Μια ολόκληρη γενιά «η περίφημη γενιά του Πολυτεχνείου» κύλησε κάτω από τις ερπύστριες των τανκς στους παχυλούς καναπέδες των μικρομεσοαστικών πυργόσπιτων με το καγιέν και τα τζιπ 4*4. Όχι όλοι βεβαίως. Όχι όλοι. Μόνον όσοι ήταν έτοιμοι, «σαν από καιρό». Τα μεταξωτά εσώρουχα θέλουν κι επιδέξιους …λαιμούς. Οσφυοκάμπτες και γυμνοσάλιαγκες, αναρριχητικά φυτά εσωτερικού χώρου, γλείφτες (που ήταν ενίοτε και …γλύπτες), καφετζούδες και χαρτούδες, αεροσυνοδοί κι επαγγελματίες αεριτζήδες, παπαγαλάκια και διαπλεκόμενοι, ύψωσαν τη σημαία της Ευρώπης πάνω από την παράγκα του Καραγκιόζη, ξεχνώντας ότι είμαστε ακόμα μια φονταμενταλιστική χώρα της βαθείας Ανατολής, με την Εκκλησία σε μεσαιωνικές περιπτύξεις με την πολιτική εξουσία, με βυζαντινισμούς και σκάνδαλα (οικονομικά με μια εσάνς-επίφαση έρωτος). Και μέσα σ’ όλα οι περίφημοι μικρομεσαίοι, οι διαχρονικοί «Μικροαστοί» του Γκόρκι, τροφή για τα κανόνια κι εκλογική πελατεία των αρριβιστών μεγαλοσχημόνων, των αενάως ασχημονούντων εναντίον του Ελληνικού Πολιτισμού και της πανάρχαιας γλώσσας μας. Τι τους έφταιξαν τα πνεύματα, οι τόνοι κι οι υπογεγραμμένες, οι δασείες κι οι βαρείες κι οι περισπωμένες; Μα είναι τόσο μα τόσο απλό: οι άνθρωποι ήταν ανορθόγραφοι, αμόρφωτοι, ξενοσπουδαγμένοι, ανθέλληνες και μισέλληνες, πάτησαν πάνω στα ελαττώματα και στις ευκολίες των «ιθαγενών» κι αλλοτρίωσαν τα πάντα, ξεπουλώντας και το τελευταίο κουρέλι άμιλλας, υγιούς ανταγωνισμού, δημιουργικότητας και περηφάνειας. Φυσικά και δεν ήταν αθώοι οι περίφημοι «μικρομεσαίοι», όπως δεν είναι αθώα τα μικρόψαρα όταν ορμάνε στην κουμούτσα το ψωμί που τους πετάνε στη θάλασσα από τις ψαροταβέρνες (πετάνε ακόμα άραγε, ή μήπως λέμε πια το ψωμί-ψωμάκι;). Φυσικά και δεν ήταν αθώοι οι μικροαστοί, όπως δεν είναι τα πεινασμένα σκυλιά όταν γλείφουν ένα κόκκαλο, όπως δεν είναι οι αδέσποτες γάτες που ξεσκίζουν με νύχια και με δόντια τις πλαστικές σακούλες στους μονίμως άπλυτους κάδους για να ανακαλύψουν μέσα στα σκουπίδια μιαν υποψία τροφής, ληγμένης, μουχλιασμένης, ανθυγιεινής – τι σημασία έχει; την πείνα τους θέλουν να κορέσουν προσωρινώς. Για τις μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις, ποιος νοιάζεται; Κι εκεί έπαιξαν ανήθικα «εν ου παικτοίς» οι ειδήμονες-οι καθηγητάδες-οι διδάκτορες της μακρο-οικονομίας. Έριξαν τα δολώματα, έριξαν και τις φόλες. Ο φτωχός, καταπιεσμένος, άνεργος, ετεροαπασχολούμενος λαουτζίκος είδε το τυρί, δεν είδε όμως και τη φάκα. Αυτή η επιλεκτική μυωπία είναι αδήρριτος μηχανισμός επιβίωσης σε δύσκολους καιρούς και σε φτωχές αναπτυσσόμενες χώρες. Η μακροσκοπική όραση είναι προνόμιο των χορτάτων και των σοφών. Πώς να γίνεις σοφός όμως με τα ξεσκλίδια της ακριβοπληρωμένης «γνώσης» (εντός εισαγωγικών) που πουλάνε σαθροί θεσμοί κι αμφισβητούμενα παράκεντρα εξουσίας. «Εν αμίλλας πονηραίς αθλιότερος ο νικήσας», λέγανε οι αρχαίοι Έλληνες. Μόνο που περίσσεψαν οι αθλιέστατοι κι οι τίμιοι εσίγησαν, εκπατρίσθηκαν ή διέφυγαν του μάταιου τούτου κόσμου. Μόνον οι ποιητές ευκαιρούν (πάντα οι ποιητές), σαν τους μεσαιωνικούς «σαλούς», σαν τους σαιξπηρικούς τρελούς του βασιλιά, μάτωσαν και ξαναμάτωσαν την προαιώνια πληγή ξύνοντας το κακάδι της εξουσίας πάνω στο φαγωμένο συκώτι του Προμηθέα. Οι ποιητές είναι σαν τα νούφαρα. Ανθούν στο βάλτο, στην υγρασία, στη δυστυχία. Ίσως γι’ αυτό δεν έχουμε ισάξιους μεγάλους πεζογράφους ή θεατρικούς συγγραφείς. Ελάχιστους.

 

giwrgos-maniwtis

 

Κι ο Μανιώτης είναι ο κορυφαίος, ο δραστήριος, ο παραγωγικός, ο δημιουργικός, ο ασυμβίβαστος, αυτός που δεν ενεδύθηκε τα «φαιά» των Φαρισαίων και Γραμματέων της Βίβλου. Αυτός που δεν κατέλαβε θώκους και στασίδια. Μόνο πάλεψε και παλεύει όλη τη ζωή του με ευαισθησία, γνώση, χιούμορ, αυταπάρνηση, να μεταλαμπαδεύσει την απόγνωση σε ελπίδα και τη σκοτεινάγρα (για να δανειστώ από τον Σεφέρη) σε φέγγος αναστάσιμο. Ναι, είναι αισιόδοξος κάτω από το έρεβος που εμφορούν τα πρόσωπα κι οι καταστάσεις που περιγράφει κι επινοεί. Είναι φιλάνθρωπος, χωρίς να υπεραμύνεται των ασθενεστέρων, είναι δίκαιος χωρίς να χαρίζεται στους διαφορετικούς, είναι λογικός ενώ βάζει στο προσκήνιο σαλούς να ομιλήσουν, περιθωριακούς, χαμένους (loosers …ελληνιστί). Η πρωτοτυπία του έγκειται στη ρασιοναλιστική-νοησιαρχική δομή των έργων του, ενώ τα διαβρώνει υπόγεια μια αναρχική ειρωνεία, που όμοιά της δεν έχουμε ξαναδεί στο νεοελληνικό θέατρο, ακριβώς γιατί δεν κραυγάζει. Ο Μανιώτης είναι ο μόνος ίσως από τους ζώντες θεατρικούς συγγραφείς που δεν αναμασάει τον Μπέκετ και δεν έχει ξεπατικώσει το «Περιμένοντας τον Γκοντό» (που είναι μια απλή παραβολή της σωκρατικής μαιευτικής μεθόδου του αγνωστικιμσού). Όχι, ο Μανιώτης δεν αντιγράφει, δεν λογοκλέπτει… Δεν το χρειάζεται. Γιατί εμπνέεται από την πραγματικότητα, που είναι περισσότερον πλούσια κι από την οιανδήποτε δημιουργική φαντασία. Παρατηρεί με προσοχή, καταγράφει, αναμασά-αναχαράζει, μεταβολίζει και αποδίδει μια θεατρική πραγματικότητα απολύτως εφιαλτική με ψήγματα μεσογειακής ευωχίας.

Ο Έρωτας σε αυτή την «Τριλογία της Λιτότητας» (που είναι τετραλογία: τρεις σύγχρονες «τραγωδίες» κι ένα «σατιρικό δράμα»), ο Έρωτας είναι απών ως θεότητα, πανταχού παρών όμως ως ανταλλακτική μονέδα. Ο Θάνατος είναι επίσης απών, γιατί θεωρείται λύτρωση σε σύγκριση με την αθλιότητα της χαμερπούς ζωής. Η απομυθοποίηση, το ξεφτίλισμα των ιδανικών, η αποκαθήλωση των ονείρων, παραπέμπουν στην αριστοτελική «κατά-στροφή» (από την περίφημη «Ποιητική»). Η αποσάθρωση του κοινωνικού ιστού, η εκπόρνευση των νέων, η αναξιοκρατία κι η αναξιοπρέπεια, η καθημερινή γελοιοποίηση του ουσιαστικού, η αντιπνευματικότητα της υλιστικής θεώρησης της Κρίσης, η μετατροπή των ανθρώπων σε νούμερα και των «νούμερων» σε αξιοσέβαστους ανθρώπους, όλ’ αυτά, φίλοι μου, είναι χειρότερα από το Θάνατο, που έχει εν τέλει την αξιοπρέπεια της Σιγής και το αδιατάρακτο ενός ύπνου χωρίς εφιάλτες.

Ο Μανιώτης σε αυτή την Τριλογία, που θα την υποτίτλιζα «Το τέλος των Χριστουγέννων» μιλάει με αξιοπρόσεκτα διαυγή, ξεκάθαρο και αμερόληπτο τρόπο για το τέλος εποχής, για την έκπτωση των αξιών, για τη χρεοκοπία μιας τάξης, που πέρασε μέσα σε σαράντα χρόνια από την Κυριακή των Βαΐων και την υποδοχή του πολιτικού …Σωτήρα στο «σταύρωσον σταύρωσον αυτόν».

Ο Μανιώτης λειτουργεί ως μάρτυρας του καιρού του, ως ανελέητος άγγελος με τη σπάθα της Αλήθειας να επικρέμαται επί των κεφαλών δικαίων και αδίκων, αδιακρίτως… Δεν ανευρίσκεται μέσα στα έργα του. Δεν ναρκισσεύεται μιλώντας πίσω από μάσκες και προσωπεία απατηλά. Δεν βαυκαλίζεται. Δεν κρίνει. Όχι για να μην κριθεί, αλλά γιατί ως άξιος πνευματικός άνθρωπος αναγνωρίζει τη ματαιότητα ακόμα κι αυτής ταύτης της Τέχνης. Κι εδώ ακριβώς προσεγγίζει το μεγαλείο του Μπέκετ, του Σαίξπηρ, του Στρίντμπεργκ, του Ευριπίδη. Είναι μεγάλος γιατί νιώθει μικρός, ταπεινός, αδιόρατος…

Στα έργα του τα πρόσωπα φυτοζωούν και υπάρχουν με τα ψέματα κι όταν οι απάτες τους ξεσκεπάζονται κι οι δικαιολογίες τους χρεωκοπούν είναι πανέτοιμα να δημιουργήσουν άλλες, να ξανασφάλλουν παντοιοτρόπως και παρομοίως, ακριβώς επειδή το ανθρώπινο είδος δεν διδάσκεται κι η Ιστορία θα επαναλαμβάνεται για πάντα. Κι αυτή είναι η πικρή διαπίστωση που υποφώσκει στο πολύπλευρο αλλά και μονόχορδο δραματικό έργο του Γιώργου Μανιώτη: όλα είναι μάταια, γιατί ζούμε ακόμα στα σπήλαια, τα προϊστορικά. Αλλάζουν απλώς οι προβολές του συλλογικού φαντασιακού στο ανήλιαγο «σπήλαιο των Ιδεών» του κατά Πλάτωνα Σωκράτη.

Γι’ αυτό ο Μανιώτης θα γίνει μια μέρα κλασικός – αν κι είναι ήδη, παρόλο που δεν το έχει συνειδητοποιήσει: γιατί οι ιστορίες αλλάζουν, τα σκηνικά διαφοροποιούνται, οι φωτισμοί διερευνούν όλους τους τόνους και τα ημιτόνια του σκούρου, όμως οι αντι-ήρωες κι οι αντι-ηρωίδες του δεν εξελίσσονται, δεν βελτιώνονται, ακόμα κι όταν μεταλλάσσονται χάρη σε απονενοημένες επαναστάσεις. Κι εδώ ερχόμαστε στο βαθύ ιδεολογικό υπόστρωμα της Ποιητικής του. Ο Μανιώτης είναι ένας συντηρητικός αστός συγγραφέας, που δεν έχει να κάνει με την «επιστροφή στη Φύση» ούτε με το Διαφωτισμό, ούτε με άλλα ουμανιστικά ιδανικά και σοσιαλιστικές ουτοπίες. Ο λόγος του είναι στυγνός, διαπιστωτικός, χειρουργικός, αλλά ποτέ κραυγαλέας καταγγελτικός. Ο λόγος του είναι πολιτικός κι ευθύβολος με την ακρίβεια που τσακίζει τα κόκκαλα ενός θύματος η μάχαιρα του χασάπη. Γι’ αυτό και δεν τον εναγκαλίστηκαν οι δυνατοί του καιρού του, για αυτό δεν τον αποθέωσαν οι πρόσκαιρες εξουσίες της εποχής του, για αυτό δεν τον μελέτησαν ακόμα οι ακαδημαϊκοί δάσκαλοι της στιγμής, γι’ αυτό δεν του έστρωσαν κόκκινο χαλί για να περάσει. Γιατί – απλώς – δεν ήταν μέτριος. Μακριά από τον Μανιώτη κάθε «χρυσή μετριότητα». Τον αγάπησε το κοινό, το θεατρικό και λογοτεχνικό κοινό: γιατί είδε έναν απροσδόκητα στυγνό κι ανελέητο, ελάχιστα παραμορφωτικό, καθόλου μαγικό ή εξιδανικευτικό καθρέφτη του εαυτού του! Μάρτυρας της εποχής του αδιάψευστος, ο Γιώργος Ν. Μανιώτης με αυτή την «Τριλογία της Λιτότητας» θα περάσει στην Αθανασία των ορθοφρονούντων πνευματικών ανθρώπων που τιμάν και την ελληνική γλώσσα και τη γενναιότητα όσων επιμένουν να αγωνίζονται, να παλεύουν και να δημιουργούν σε αυτή τη χώρα τώρα. Παρά τις όποιες αντιξοότητες. Παρά τις αντιπαλότητες, τη μικροψυχιά και τον φθόνο των ματαιο-καμάτων… Σας ευχαριστώ που με ακούσατε (ή με …διαβάσατε).

Και κάτι ακόμα: το χιούμορ του Μανιώτη δεν είναι εύκολο, δεν είναι τρανταχτό. Είναι χιούμορ με δόντια και φέρνει κλάμα στους εχέφρονες. Τον ευχαριστώ που με τίμησε όταν μου ζήτησε να προλογίσω το βιβλίο που εστέγασε το σημαντικό αυτό έργο.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top