Fractal

Διήγημα: “Ο θεατής”

Του Ιωσήφ Φίλου // *

 

 

 

 

Ένας χαμογελαστός και αισιόδοξος άνθρωπος γεννήθηκε χρόνια πριν σ’ αυτό τον κόσμο. Έτσι ξεκινούσε μια ταινία, της οποίας παρόμοιο περιεχόμενο δεν είχα συναντήσει ποτέ ξανά σε σενάριο. Εκείνη την βραδιά, ο κινηματογραφικός κόσμος γύρω μου, τον οποίο πολλές φορές στη ζωή τον χαρακτήρισα και ως ναό της πίστης μου, ήταν γεμάτος από πιστούς που πήγαιναν να προσκυνήσουν για χάρη μιας νέας δημιουργίας. Ένας μοναχικός άνθρωπος, νέος σε ηλικία και γεμάτος απελπισία στο πρόσωπό του πέρασε την πύλη της φαντασίας. Όταν μπήκα μέσα, η ταινία είχε ήδη ξεκινήσει, τα φώτα είχαν σβήσει και το σκοτάδι δυστυχώς δεν ήταν καθόλου σύμμαχος στις ανασφάλειες που κουβαλούσα μέχρι να βρω μια θέση για να καθίσω. Η θέση τελικά βρέθηκε. Ένα ζευγάρι γονέων όπως συνειδητοποίησα κατά τη διάρκεια του έργου καθόταν δίπλα μου. Παντού επικρατούσε ησυχία και όλοι προσπαθούσαμε να κατανοήσουμε, το τι ακριβώς ήθελε να μας εκφράσει αυτός ο φιλόδοξος σεναριογράφος μέσα από το έργο του. Για να είμαι ειλικρινής, τον χαμογελαστό και αισιόδοξο άνθρωπο που ήταν και η αρχή του έργου ποτέ μου δεν τον συνάντησα απέναντι στην οθόνη. Τα είκοσι λεπτά που άργησα, ήταν αρκετά ώστε να μου στερήσουν δυστυχώς αυτή την εικόνα. Αν τα σχόλια των διπλανών μου δεν αναφέρονταν σ’αυτή τη σκηνή, πιστεύω πως ποτέ μου δεν θα είχα αντιληφθεί ότι η στάση ζωής του πρωταγωνιστή ήταν κάποτε αισιόδοξη.

Η ταινία, όπου πρωταγωνιστούσε ένας νεαρός άντρας, αφηγούταν τα δύσκολα παιδικά χρόνια που βίωσε ένας συναισθηματικός χαρακτήρας, μέσα σε μια οικογένεια που καθημερινά όλο και περισσότερο άθελά της τον σκότωνε. Περνώντας τα χρόνια και έχοντας ήδη φτάσει σε μια πολύ δύσκολη ηλικιακά περίοδο «εφηβεία», ο χαρακτήρας του αλλάζει κατά πολύ και ουσιαστικά αποχαιρετά απο τον κόσμο αυτό την πίστη και την ελπίδα ότι θα μπορέσει να ζήσει κάποτε φυσιολογικά όπως όλοι οι άλλοι γύρω του. Δεν είχε ποτέ του σχέσεις, ουτε επαφές, ουτε όρεξη για ζωή. Η οικογένεια και οι δικοί του άνθρωποι τον προίκισαν με ανασφάλειες, φοβίες και αδυναμίες. Δυστυχώς, η λατρεία απέναντι στο πρόσωπό του και ο συνδυασμός των δύο στρατοπέδων που αργότερα έγιναν τα δύο άκρα στην σκέψη του, είχαν ως αποτέλεσμα να νεκρώσουν τα αισθήματά του απέναντι σε όλους. Ο νέος είχε γίνει πια γέρος και η τρέλα δεν άργησε να διαβρώσει τον εσωτερικό του κόσμου. Όλα είχαν αλλάξει στην ζωή του. Εκεί ουσιαστικά τελείωσε και το πρώτο μέρος της ταινίας.

Ξαφνικά οι προβολείς άναψαν απότομα και ένα απρόσμενο διάλλειμα ξεκίνησε. Δεν είχα ξανασυναντήσει ποτέ κάτι παρόμοιο. Αυτό όμως που μου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση, ήταν το τέχνασμα του σεναριογράφου να αποφασίσει να κόψει απότομα μια ταινία, της οποίας το τέλος ήταν άγνωστο και πραγματικά απρόβλεπτο. Δεν γνώριζα τίποτα για τα παιδικά βιώματα αυτού του ανθρώπου και ούτε μπορούσα να φανταστώ πως άνθρωπος με τόσα προβλήματα θα ήταν εν τέλει και ο δημιουργός αυτής την πανέμορφης ταινίας. Αυτό ακριβώς ήθελε να κατορθώσει μέσα από το έργο του και εκείνος όμως. Δεν τον αφορούσαν τα σχόλια της ταινίας, παρά μονάχα το αν ο κάθε θεατής κατανοούσε μέσα του το τι ακριβώς βίωνε ένας συνάνθρωπος νεκρός απο αισθήματα. Με τον δικό του ευφυή τρόπο κόβοντας απότομα το έργο μας έβαλε χωρίς να το αντιληφθούμε στον κόσμο της φαντασίας, μας έδωσε την δυνατότητα για περίπου δέκα λεπτά να φανταστούμε και εμείς την συνέχεια του σεναρίου, να ψυχολογήσουμε τον νεκρό από αισθήματα άνθρωπο και να κατανοήσουμε το πόσο δύσκολα περνούσε ένας νέος στις μέρες μας.

Οι δυο γονείς που κάθονταν δίπλα μου σε όλη τη διάρκεια του έργου, είχαν μείνει πραγματικά άφωνοι. Ίσως και αυτοί κάποτε με τον τρόπο τους να είχαν φερθεί αντίστοιχα στα παιδιά τους, όπως οι γονείς του πρωταγωνιστή. Δεν άκουσα σχόλια αρνητικά. Το μόνο που συγκράτησα ήταν: «εύχομαι το δικό μας παιδί να μην καταλήξει ποτέ σαν τον πρωταγωνιστή της ταινίας. Θα ήταν κρίμα και άδικο»!

Κρίμα όμως δεν ήταν και γι’ αυτόν το νέο ο οποίος έμπλεξε σε μια κατάσταση στην οποία δεν φέρει σχεδόν καμία ευθύνη; Πώς θα ξημέρωνε άραγε η μέρα αυτού του ανθρώπου, χωρίς κανένα κίνητρο; Θα μπορούσε να καταφέρει να ξεφύγει ποτε απ’ αυτή την παράνοια; Τόσα και άλλα πολλά ήταν τα ερωτήματα που περνούσαν όλο και πιο έντονα από το μυαλό μου.

Τα φώτα απότομα και πάλι έσβησαν, γι’ ακόμη μια φορά σκοτάδι. Όλοι προσηλωμένοι και πεπεισμένοι πως αυτός ο άνθρωπος θα έβρισκε απο κάπου τον τρόπο να ξεφύγει, όπως συμβαίνει συνήθως και στο τέλος κάθε ταινίας.

Ένα βράδυ λοιπόν, αποφάσισε μετά απο χρόνια να βρεθεί και πάλι σ’ ένα γνώριμο μέρος, το οποίο σταδιακά παρέδιδε όλο και περισσότερα αισθήματα από την ζωή του. Μέχρι τότε ποτέ κατά τη διάρκεια της ταινίας δεν είχε γίνει αντιληπτό αυτό το μέρος. Ένα καζίνο της φαντασίας του, το οποίο διέφερε απ’ όλα τα γνώριμα και κλασικά καζίνο του κόσμου μας, τον περίμενε για ν’ αντιμετωπίσει τη μάνα του παιχνιδιού. Το παιχνίδι ουσιαστικά ήταν και η παρτίδα της ζωής του. Εκεί ο κάθε πελάτης δεν στοιχημάτιζε χρηματικής αξίας ποσά, αλλά αισθήματα τα οποία κέρδιζε ή έχανε πάνω στην παρτίδα. Αν αισθανόταν μέσα του έστω και στο ελάχιστο κάποιο αίσθημα, τότε αυτό θα ήταν σίγουρα το αίσθημα της πίστης, σκέφτηκα. Η επιβεβαίωση δεν άργησε να έρθει. Μπαίνοντας μέσα σ’ αυτό το χώρο και παρότι δεν αισθανόταν τίποτα ουσιώδες, ένας κόσμος γνώριμος και οικείος απο φίλους και ανθρώπους που τον αγαπούσαν ήταν στο πλευρό του. Εκεί, τον περίμενε η μάνα. Ένας άνθρωπος σοβαρός ντυμένος με κοστούμι και έχοντας ένα ύφος υπεροπτικό, τον ρώτησε τι γύρευε στα μέρη του. Φάνηκε σαν να τον γνώριζε από παλιά. Δίπλα από εκείνον καθόντουσαν δύο παρουσίες. Εκείνος όμως δεν μπορούσε να αισθανθεί τίποτα για την καθεμιά. Το μόνο που είπε ήταν πως ήρθε για να τζογάρει και το τελευταίο αίσθημα που του είχε απομείνει. Το αίσθημα της πίστης! Η μάνα του αρνήθηκε κατηγορηματικά και του εξήγησε πως δεν βρίσκει ούτε νόημα, αλλα ούτε έχει και ενδιαφέρον να τζογάρει κάποιος μονάχα ένα αίσθημα. Δεν είχε άλλη επιλογή. Έπρεπε να παίξει με τις πιθανότητες και να προσπαθήσει να κερδίσει και πάλι τα αισθήματά του γι’ αυτό τον κόσμο. Η συμφωνία ανάμεσά στους δύο έκλεισε με μια πολύ πιο ενδιαφέρουσα προσφορά. Αμέσως, ο πρωταγωνιστής του έδειξε με το χέρι τους ανθρώπους που είχε δίπλα στο πλευρό του. Τότε του είπε: «Αν πιστεύεις πως το αίσθημα της πίστης είναι λίγο σε αξία, τότε μαζί μ’ αυτό θα κερδίσεις και τα αισθήματα των ανθρώπων που νιώθουν απέναντί μου». Η μάνα δεν του αρνήθηκε αυτή την φορά. Πριν όμως ξεκινήσει η παρτίδα δεν του έκρυψε την πραγματικότητα. «Ό,τι και να κάνεις να ξέρεις ότι είσαι χαμένος» του είπε. Η αριστερή παρουσία, η οποία άλλαζε στα μάτια του διάφορες μορφές κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού, πήρε την τράπουλα και άρχισε να ανακατεύει. Αυτό το ανακάτεμα, μπέρδευε και τον πρωταγωνιστή ο οποίος πίστευε πως αν αισθανόταν κάτι για εκείνη, θα την χαρακτήριζε ασυζητητί ως ένα πόθο. Ο πόθος έπαιρνε διάφορες γυναικείες μορφές. Άλλοτε ήταν μια καστανόξανθη παρουσία η οποία είχε πανέμορφα χαρακτηριστικά, άλλοτε μελαχρινή, άλλοτε κοκκινομάλλα και πάντα άλλαζε απότομα με αποτέλεσμα να τον μπερδεύει αντίστοιχα όπως ένα σύνθετο πρόβλημα της ζωής του. Στο δεξί χέρι της μάνας και παράλληλα το πιο έμπιστο ατομο της, υπήρχε μια μελαχρινή παρουσία, η οποία δεν άλλαξε καθόλου μορφή σε όλο το παιχνίδι. Αν μπορούσε να την αισθανθεί και να την πιστέψει, τότε σίγουρα θα τη χαρακτήριζε ως μία έμπνευση. Η μάνα ήταν εκείνη η οποία άνοιξε πρώτη τα φύλλα της. Μια ντάμα και ένας άσσος κρύβονταν πίσω απ’ αυτά, τα οποία ουσιαστικά της έδιναν και τη νίκη. Αμέσως του είπε: «Φάνηκε εξαρχής ποια θα ήταν η πορεία της ζωή σου μοναχικέ μου φιλε» και οι δύο παρουσίες της σήκωσαν τα χέρια ψηλά, όπως αρμόζει σ’ ένα παλαιστή που κερδίζει τον αντίπαλό του. Γι’ ακόμη μια φορά μέσα απο επικριτικά σχόλια του είπε: «Ποτέ σου δεν θα μπορέσεις να έχεις τις αξίες και τις παρουσίες αυτές δίπλα σου. Δεν είσαι άξιος να ζήσεις αδύναμε, ανάμεσά μας>>. Είχε σχεδόν χάσει τα πάντα. Έπρεπε όμως ν’ ανοίξει και εκείνος τα δικά του φύλλα. Σ’ αυτό το παιχνίδι οι κανόνες ήταν διαφορετικοί. Η πουλημένη μάνα πάντα θα κέρδιζε με 21 τον κάθε πελάτη-θύμα που έμπαινε στην διαδικασία να την αντιμετωπίσει. Όμως, αν πραγματικά το πίστευε μέσα του, τότε είχε ακόμα την ευκαιρία και τις μηδαμινές πιθανότητες στο να καταφέρει να την κερδίσει. Η μάνα δεν μπορούσε να διανοηθεί τον τρόπο σκέψης αυτού του ανθρώπου, έτσι ώστε να κατανοήσει πως μέσα απο μια συγκυρία, θα μπορούσε να της κλέψει την παρτίδα. Απο την άλλη όμως και για εκείνον ήταν αδύνατον να αισθανθεί και να επηρεαστεί απ’ όλα αυτά τα αρνητικά σχόλια, που τον καθήλωναν. Το μόνο που ζήτησε, ήταν τρεις ύπουλες κινήσεις. Ξεκινώντας από αριστερά και δίνοντας την τράπουλα στην καστανόξανθη παρουσία ν’ ανακατέψει, συνεχίζοντας με την ίδια τη μάνα και κόβοντας εκείνη την τράπουλα όπως του έκοψε κάποτε τα όνειρα και τις φιλοδοξίες και καταλήγοντας στο δεξί χέρι της μάνας, που έμελλε να είναι και η έμπνευση του. Τα δύο φύλλα που του μοίρασε η μελαχρινή παρουσία ήταν εν τέλει και η νίκη του παιχνιδιού. Ο ηλικιακός δείκτης στο δεξί χέρι του ρολογιού του έδειχνε 21 και η έμπνευση του έδωσε δύο απρόσμενους άσσους από το πουθενά. Κανείς δεν αντιλήφθηκε το τι είχε συμβεί εκείνη την στιγμή πάνω στην παρτίδα. Ο πρωταγωνιστής είχε κερδίσει και αμέσως δάκρυα πολλά άρχισαν να τρέχουν απο τα δυο του μάτια. Τα αισθήματα κυλούσαν και πάλι στον εσωτερικό του κόσμο και η μάνα ανήμπορη ν’ αντιδράσει, ένιωσε για πρώτη φορά ηττημένη.

«Μάνα» της είπε: «Στη ζωή μου θα ήθελα να γνωρίζεις πως άλλο ήταν το είναι και άλλο το φαίνεσθαι που το κατέκρινες άδικα όλα αυτά τα χρόνια».

 

 

* Ο Ιωσήφ Φίλος ξεκίνησε αρχικά να σπουδάζει οικονομικά, όμως λίγο αργότερα συνειδητοποίησε πως έχει κλίση στην λογοτεχνία. Τα τελευταία χρόνια ασχολείται αποκλειστικά με τη συγγραφή, αγαπάει τη ζωή και του αρέσει να μοιράζεται μαζί με τους ανθρώπους τις σκέψεις του.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top