Fractal

Διήγημα: “O θάνατος δεν είμαι εγώ…”

Της Δέσποινας Βέλλα // *

 

f20

 

Αυτό που πέρασε από το μυαλό μου πριν από δέκα λεπτά κανείς δεν θα ‘θελε στ’ αλήθεια να το ξέρει. Το συναίσθημα που με κατέκλεισε και σκοτείνιασε το «είναι» μου. Κι όμως έγινε και τώρα δεν μπορώ να το πάρω πίσω. Έφτασα τον εαυτό μου στην χείριστη ύπαρξη. Σκέφτηκα ό,τι πιο μαύρο μπορεί να διαπεράσει έναν νου και τώρα με αυτό το βάρος θα συνεχίσω…

Θέλω να βγω έξω στον κόσμο και να φωνάξω: «Βοήθεια! Είμαι επικίνδυνη! Είμαι ένα τέρας!», μα ξέρω πως κανείς δεν θα με ακούσει, κανείς δεν θα με πάρει στα σοβαρά. Κι αν ποτέ ομολογήσω αυτό το απαίσιο μυστικό κανείς δε θα αντέξει την αλήθεια! Πως εγώ δεν είμαι αυτή που φαίνομαι κι ούτε ποτέ στα αλήθεια ήμουν…

Να τα πάρω όλα όμως από την αρχή. Να μην μπερδέψω κανέναν. Αν χρειαστεί να ομολογήσω ένα μελλοντικό μου έγκλημα θα πρέπει πρώτα να έχω ξεσκεπάσει ό,τι κρατώ κρυφό. Να καταλάβουν όλοι με τι έχουν να κάνουν.

Τo όνομά μου είναι Μάρθα. Γεννήθηκα ένα πρωινό του Απρίλη πριν από τριάντα χρόνια. Έμενα για αρκετά χρόνια στα Αστυνομικά της Ηλιούπολης μαζί με τους γονείς μου, μέχρι που κάποια στιγμή έφυγα από το σπίτι για να φοιτήσω στη Θεσσαλονίκη, στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου. Μετά από έξι χρόνια σπουδών επέστρεψα στην πρωτεύουσα και δεν άργησα και πολύ να γνωρίσω τον άντρα της ζωής μου, το Δημήτρη: έναν πολύ καλό δικηγόρο από μια επιφανή οικογένεια που τυχαίνει να είναι και ένας πολύ γοητευτικός άντρας. Είμαστε παντρεμένοι τρία χρόνια και μόλις πριν από δέκα ημέρες γέννησα το παιδί μας! Ένα υγιέστατο αγόρι βάρους τριών κιλών και τετρακοσίων γραμμαρίων.

Κανονικά θα έπρεπε να είναι όλα τέλεια! Τι καλύτερο θα μπορούσα να ζητήσω; Μα η ζωή δεν είναι περιοδικό με λαμπερές φωτογραφίες. Η ζωή έχει χαράδρες, έχει λαγούμια και απότομες στροφές κι όποιος ποτέ του δεν έχει σκοτεινιάσει αλίμονο αν υπήρξε και ποτέ.

Θυμάμαι ώρες-ώρες εκείνον το συμμαθητή μου, το Λαυρέντη. Πάντα ερχόταν με τσαλακωμένα ρούχα στο σχολείο, πάντα χαρούμενος. Στην πλατεία τον έβλεπα να χαϊδεύει γάτες, ικανοποιημένος με αυτή του την επαφή. Τον ζήλευα. Σφύριζε ανέμελος και δεν τον ένοιαζε αν έβρεχε ή αν είχε λιακάδα, αν είχε περισσότερους εχθρούς από φίλους. Ποτέ δεν τον πλησίασα κι ας μου χαμογελούσε. Νόμιζα πως δεν θα είχε καμία τύχη και τίποτα ωφέλιμο να μου πει. Μα να που τώρα τον συλλογίζομαι και μακάρι να δραπέτευα μαζί του σε ένα ερημονήσι, εμείς οι δύο και ένα τυφλό γατί. Τυφλό, να μη γνωρίσει παραπλανητικές εικόνες. Μια εικόνα ίσως και να ‘ναι η πιο μεγάλη ντόπα.

Κλαίει το μωρό. Πεινάει… Κι εγώ δεν θέλω να το ταΐσω! Δεν θέλω και το ίδιο για να είμαι ειλικρινής! Ναι, το ομολογώ πως θα ήθελα μαγικά να εξαφανιστεί. Ομολογώ πως σκέφτηκα να το κάνω να σωπάσει για πάντα πιέζοντας λίγο το μαξιλάρι πάνω του. Λίγα δευτερόλεπτα παραπάνω και όλα θα έχουν τελειώσει. Αλλά είμαι μία δειλή. Πάντα αυτό ήμουν. Και τώρα αυτό είναι που με σώζει από την καταστροφή.

Ποτέ δεν εξομολογήθηκα στη μητέρα μου πως τίποτε από όλα όσα με έπειθε σε όλη μου τη ζωή να υποστηρίζω δεν με ενδιέφερε πραγματικά. Δεν ήθελα λεφτά, δεν ήθελα να έχω κύρος στην κοινωνία. Ανάθεμα κι αν ήξερα τι ήθελα. Ίσως μοιάζω περισσότερο με τον πατέρα μου, έναν συνταξιούχο δημόσιο υπάλληλο που δεν είχε ποτέ του ιδιαίτερες έννοιες και προσδοκίες, ούτε επαφή με την πραγματικότητα. Ήξερε μόνο πως υπήρχε κάπου εκεί στο βάθος και δεν θα μάθω ποτέ αν απλώς τη σνόμπαρε ή τη φοβόταν.

Ακολουθούσα με πιστή ευλάβεια τις συμβουλές της μητέρας και δεχόμουν ανεπιφύλακτα τις παραινέσεις της στη ζωή μου. Αυτή άλλωστε μεσολάβησε για να γνωρίσω το Δημήτρη. Είναι ανιψιός μιας φίλης της. Κι εγώ εντελώς «τυχαία» τον γνώρισα σε έναν γάμο ενός οικογενειακού μας φίλου. Όλα ήταν προμελετημένα. Δεν θα πω ότι δεν μου άρεσε κι ούτε πως δεν ήμουν ευτυχισμένη τον πρώτο καιρό. Δεν θα πω ότι δεν ήθελα σαν τρελή να ζήσουμε μαζί. Όμως, θα παραδεχτώ πως είχα παραβλέψει τις ενδείξεις. Μετά τον πρώτο χρόνο γνωριμίας μας είχε το θράσος να μου μιλήσει απότομα αρκετές φορές. Το δεύτερο χρόνο είχε εξοικειωθεί τόσο πολύ μαζί μου που του περνούσα απαρατήρητη ακόμη κι αν έβαζα τα δυνατά μου να δείχνω όλο και πιο ελκυστική. Δεν είχα όμως αποδείξεις…

Ώσπου ήρθε και η πρώτη απιστία, φυσικά μετά το γάμο. Γιατί είναι πολύ διασκεδαστικό να μπορείς να υποδύεσαι κάποιον άλλον για να γοητεύσεις. «Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» είχε πει κάποια γενναία ψυχή κι ο Δημήτρης θεώρησε πως οι πράξεις του μύριζαν λιβάνι, αφού με αυτές κατάφερε να με κατακτήσει. Εκδήλωνε κάποιες φορές τον πραγματικό του εαυτό, όχι από απροσεξία, μα από ευχαρίστηση. Ήταν ο τρόπος του να γιορτάζει τη νίκη του.

Η μάνα μου η Δωροθέα, τον είχε και τον έχει απόλυτο Θεό. Όταν της εκμυστηρεύτηκα πως κάτι δεν πήγαινε καλά το μόνο που είχε να μου πει ήταν πως κάπου εγώ θα είχα φταίξει. Ίσως δεν ήμουν αρκετή, ίσως δεν προσπαθούσα όσο θα έπρεπε για αυτόν το γάμο. Εκείνη άραγε πόσο να προσπάθησε για το δικό της; Πρέπει να είχε βάλει τα δυνατά της γιατί από αυτόν τον γάμο απουσίαζε η ψυχή. Κι αυτό είναι κοπιαστικό να το πετύχει κανείς. Οι κινήσεις και τα λόγια και των δύο γονιών μου ήταν πάντοτε μηχανικά. Κάθε μέρα έβλεπα την ίδια παράσταση. Η δεδομένη υπακοή του πατέρα μου δήλωνε πως όλα είχαν τελειώσει προ πολλού. Απλά η μοναξιά με παρέα για κάποιους είναι λιγότερο επώδυνη.

Ξέρω πολύ καλά τι μου έκανε η πολυαγαπημένη μου μητέρα. Σκότωσε αυτό που ήμουν πριν καλά-καλά το μάθω εγώ η ίδια. Ήμουν μια μαριονέτα στα χέρια της. Τελικά όντως μοιάζω στον πατέρα μου. Μόνο που αυτός βολεύτηκε στο ρόλο του κομπάρσου. Λίγες εμφανίσεις, λίγες ευθύνες. Ποτέ δεν τον θυμάμαι να μου έδωσε μια δική του συμβουλή. Σαν να φοβόταν πως αν μου αποκάλυπτε μια άλλη γραμμή από εκείνη της μητέρας μου θα διαλυόμασταν όλοι μαζί. Και σίγουρα έτσι θα γινόταν. Γιατί πολλές μικρές ρωγμές σε ένα γυάλινο κόσμο μοιραία φέρνουν το οριστικό σπάσιμο.

Κλαίει το μωρό, κλαίω κι εγώ! Σαν να ήρθε στον κόσμο για να μου δείξει το δικό μου χάλι. Γέννησα με φυσιολογικό τοκετό και πόνεσα φρικτά. Μα πιο φρικτός ήταν ο πόνος της εγκατάλειψης. Ο άντρας μου έχει ερωμένη κι εγώ γέννησα το παιδί του. Καμαρώνει πως έχει επιτέλους το γιο του και εγώ το μόνο που θέλω είναι να του τον πετάξω στο κεφάλι.

Ίσως έτσι καταλάβει πως δεν μπορεί συνέχεια να ικανοποιεί το δικό του εγώ. Συνέχεια να κερδίζει την παρτίδα με σημαδεμένα χαρτιά.

Τι θα απογίνω; Πού θα πάω; Ίσως κι ένα δικό μου τέλος μετά του παιδιού να φέρει και την οριστική λύτρωση. Εμείς οι δυο, πονεμένες ψυχές, κατεστραμμένες από κούνια θα γλιτώσουμε και όλοι οι υπόλοιποι θα τιμωρηθούν. Ο Δημήτρης, η μάνα μου, ο πατέρας μου και ο κακός μου εαυτός. Ναι, αυτό θα κάνουμε μικρό μου. Θα δραπετεύσουμε για πάντα στο αιώνιο σκοτάδι μακριά από τα ψεύτικα φώτα που μας πρόδωσαν.

Χτυπάει το κουδούνι. Ψυχραιμία! Όποιος και να είναι θα τον διώξω γρήγορα προφασιζόμενη πως είμαι κουρασμένη. Η θεία Ευτέρπη. Τι θέλει πάλι εδώ; Είναι αδερφή της μάνας μου. Δεν έχει παιδιά. Και τι πρωτοτυπία; Ποτέ δεν τα πήγαινε καλά με τον άντρα της και όλο το ενδιαφέρον της έπεφτε πάνω μου. Μια υπερπροστατευτική γυναίκα που νόμιζε πως με την αγάπη της για εμένα θα ξέπλενε τα βάσανά της. Πού να ‘ξερε…

-Τι έχεις; Δεν μου φαίνεσαι και πολύ καλά… μου λέει κλείνοντας την πόρτα του διαμερίσματος πίσω της. Πρέπει να το παραδεχτώ πως το ένστικτο της Ευτέρπης δεν πέφτει ποτέ έξω.

-Τίποτα, απλώς είμαι κουρασμένη…

Το μωρό κλαίει πάλι κι εγώ προδίδομαι γιατί δεν τρέχω από πάνω του να δω τι συμβαίνει. Αντίθετα, τρέχει η καλή μου η θεία.

Με κοιτάζει από πάνω ως κάτω με οίκτο. Έχει στην αγκαλιά της το παιδί μου που πάνω της φαίνεται λιγότερο ξένο. Αρχίζει εκείνο και ηρεμεί. Και για ένα δευτερόλεπτο ηρεμώ κι εγώ.

-Δεν το θέλεις αυτό το παιδί, το ξέρω, μου λέει αποφασισμένη. Δεν θέλεις ούτε αυτό το γάμο, δεν θέλεις ούτε αυτή τη ζωή.

-Τι είναι τώρα αυτά που λες, προσπαθώ να την ξεγελάσω…

-Σε ξέρω τόσα πολλά χρόνια. Σε είχα και σε έχω σαν παιδί μου κι αυτό εδώ μπορώ να το έχω σαν εγγόνι μου. Αν εσύ δεν το θες δωσ’ το σε μένα. Δεν υπάρχει λόγος να του κάνεις κακό. Αυτό δεν έχει φταίξει κάπου…

Κάθομαι σε μια καρέκλα όπως-όπως κι αρχίζω να κλαίω δυνατά, ουρλιάζω σχεδόν. Ο πόνος που αισθάνομαι είναι μεγαλύτερος από όποιον άλλον έχω νιώσει, πιο έντονος και διαπεραστικός από αυτόν του τοκετού. Εκεί τουλάχιστον κάτι περίμενα. Τώρα δεν έχει μείνει τίποτα πια να περιμένω.

Κάθεται κι εκείνη απέναντι με το μωρό στην αγκαλιά. Κλαίει γιατί πεινάει. Κλαίει γιατί καταλαβαίνει ότι είναι ήδη καταραμένο.

-Είναι πικρό το γάλα που θα του δώσεις μα πρέπει να το ταΐσεις. Πρέπει κι αυτό να ζήσει. Αν δεν μπορείς εσύ, έχει καλώς. Μα πρέπει αυτό να συνεχίσει.

-Έχω πιεστεί πολύ θεία, δεν μπορώ. Ο Δημήτρης… είναι απών.

-Ξέρω πολύ καλά τι είναι αυτός, τι είσαι εσύ και τι είναι η αδερφή μου. Κάποτε κι εγώ πονούσα, δάκρυζα έστριβα κι άλλο το μαχαίρι στην πληγή, να με τσακίσει. Μα κάποια στιγμή όλα άλλαξαν.

-Πώς; Πες μου πώς!

-Ήρθες εσύ! Κι αυτό μου ήταν αρκετό. Βρέθηκε ένας σκοπός ανώτερος από όποιον στόχο κι αν εγώ είχα θέσει.

-Κάνω περίεργες σκέψεις θεία. Δεν είμαι καλά. Δεν μου αξίζει αυτό το παιδί. Δεν θα μπορέσω να το μεγαλώσω! Δεν ξέρω αν το θέλω πραγματικά!

-Δεν είσαι η μόνη. Κι άλλες τα έχουν πει αυτά. Και μερικές μάλιστα έκαναν φρικτά πράγματα. Από απόγνωση. Από τρελές ορμόνες. Από απελπισία που έγινε αρρώστια και τις έπνιξε. Δεν θέλει ο άνθρωπος πολύ για να τα χάσει όλα και κυρίως τον εαυτό του. Μα πρέπει τώρα εδώ που είμαστε οι δυο μας, που κανείς δεν ξέρει τι σου συμβαίνει να πάρεις την απόφαση. Μετά από αυτήν τίποτα δεν θα είναι πια το ίδιο. Θα σου δώσω ελαφρυντικό και μια ευκολία. Εγώ θα είμαι η καβάντζα. Για πες λοιπόν, τι θα κάνεις; Δεν έχεις πολύ χρόνο… Αν δεν το ταΐσεις θα πάρω τηλέφωνο το γιατρό να μου πει τι να του δώσω.

-Πώς θα συνεχίζω να είμαι κοντά του όταν σκέφτηκα να το παρατήσω; Να το αφήσω χωρίς φαΐ; Καταλαβαίνεις; Έφτασα εκεί… Στο έσχατο σημείο. Ποια, εγώ; Η πάντα τέλεια, η πάντα σωστή, η χαρισματική.

Κλαίω ασταμάτητα.

-Κορίτσι μου δεν είσαι μια Αγία. Είσαι άνθρωπος σαν όλους τους άλλους. Και οι άνθρωποι είναι γεμάτοι ελαττώματα. Ακόμη κι ο χειρότερος κάνει αυτό που μπορεί. Είμαστε άγγελοι και δαίμονες μαζί. Μην πιστέψεις ποτέ ότι διαφέρεις, ό,τι είσαι κάτι άλλο. Θα το βρεις μπροστά σου την επόμενη στιγμή. Η ζωή συνεχίζεται και προχωράει, όπως θα προχωρήσει κι αυτό το παιδί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Θα του ανοίξεις το δρόμο ή θα του τον κόψεις; Θα δώσεις μια ευκαιρία στην ίδια τη ζωή; Γιατί το παιδί σου είναι η ζωή που συνεχίζει…

-Έτσι είναι ή έτσι μας έμαθαν;

-Δεν μας μαθαίνει κανείς τίποτα. Απλά μεγαλώνοντας ανακαλύπτουμε αυτό που έχουμε μέσα μας. Τι έχεις εσύ λοιπόν μέσα σου: καταστροφή ή δημιουργία;

-Τίποτα…

-Τότε το παίρνω και φεύγω. Και μη με σταματήσεις. Θα μιλήσω με γιατρό να έρθει να σε δει. Μάλλον χρειάζεσαι θεραπεία και πολλή φροντίδα. Αυτό όμως χρειάζεται περισσότερη κι εγώ θα το βοηθήσω.

Φεύγει. Κλείνει την πόρτα πίσω της. Είμαι άδεια. Είμαι ανελέητα αναίσθητη ή τόσο βαθιά λυπημένη… Όλα τελειώνουν εδώ. Όλα έχουν χαθεί… ή μήπως όχι;

Κάτι ανεξήγητο με σπρώχνει δυνατά και με σηκώνει απ’ την καρέκλα. Μια έντονη απουσία, ένας απρόσμενος αποχωρισμός που δεν αντέχεται! Φοράω μία ρόμπα στα γρήγορα και όπως είμαι ξυπόλυτη ανοίγω την πόρτα. Θα την προλάβω! Πρέπει να την προλάβω! Τη θεία μου και τη ζωή…

 

 

Δέσποινα Βέλλα έχει σπουδάσει Μάρκετινγκ και Επικοινωνία στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και Διοίκηση Επιχειρήσεων στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς. Ανακάλυψε πως αγαπά τη γραφή από τα 9 της χρόνια. Από τότε πειραματίζεται μαζί της θέλοντας αυτή η σχέση να διαρκέσει και να εξελίσσεται στο χρόνο.

 

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top