Fractal

Διήγημα fractal: «Ο τελευταίος αγωγιάτης της Πίνδου»

Της Διώνης Ιωάννου // *

 

 

 

 

 

Μονάχη. Ξεκομμένη από όλους τους γείτονες κι από εκείνους τους λιγοστούς μακρινούς συγγενείς που της είχαν απομείνει. Περήφανη κι αλύγιστη, με έκφραση ακατάδεχτη, γιατί, αν και έσβησε πολλά από τη μνήμη της, θυμόταν ωστόσο πως ήταν- τι κι αν ήρθαν τα πράματα έτσι- η Αρετή Ρόβα, η αδερφή του Κωνσταντή Ρόβα.

Κλεισμένη στο σπίτι, στο παλιό, ετοιμόρροπο αρχοντικό, που είχε μείνει ασυντήρητο και αφρόντιστο για αρκετές δεκαετίες, ζωσμένο από δέντρα πανύψηλα και φουντωτά, από αγκαθωτούς βάτους και αγριόχορτα, σχεδόν αόρατο από τα μάτια των περαστικών, οι οποίοι δε γνώριζαν τίποτα από το παρελθόν των ιδιοκτητών του. Κι ύστερα ο κόσμος άλλαξε, νοιάζονται, θαρρείς, οι νέοι για τις ιστορίες από τα παλιά; Ποιος ενδιαφέρεται να μάθει για το παρελθόν αυτής της κακοντυμένης γυναίκας, που σέρνεται στο ασφαλτοστρωμένο δρομάκι του χωριού δυο τρεις φορές την εβδομάδα όταν αναγκάζεται να βγει έξω για τα ψώνια της;

Μοναχά η κακία των ανθρώπων παραμένει ίδια. Και η σκληρότητα των παιδιών, συλλογιέται η Αρετή κάθε φορά που περνά από την πλατεία και ακούει τα παιδιά του χωριού να ξεσηκώνουν τον κόσμο με τις φωνές και τα βλέπει να πετούν πέτρες και ξύλα ολόγυρα.

Μια μέρα τα είδε από μακριά να κλωτσούν ένα αδέσποτο, μαυριδερό σκυλί. Δεν άντεξε άλλο, έβαλε τις φωνές.

«Άστε το, βρε! Τι σας έκαμε; Πλάσμα του Θεού είναι κι αυτό!».

Το σκυλί με το μαυριδερό γυαλιστερό τρίχωμα ανασήκωσε το κεφάλι του και την κοίταξε με τα λαμπερά σκουρόχρωμα μάτια του. Στο βλέμμα του είδε η Αρετή να αντιφεγγίζεται η καλοσύνη που δεν είχε αντικρίσει ποτέ στα πρόσωπα των ανθρώπων κι ένιωσε απότομα μια ξαφνική ταραχή. Μια ταραχή και μια παράξενη γλύκα στην παγωμένη της καρδιά.

Επιστρέφοντας από τα ψώνια, το είδε να την περιμένει στην άκρη του δρόμου. «Το ψωριάρικο», φώναξε παραπίσω της μία γειτόνισσα. Δεν την ένοιαξε, είχε πάψει από καιρό να ακούει τις φωνές των ανθρώπων. Άπλωσε το χέρι της και του ένευσε να την ακολουθήσει.

Από εκείνη τη στιγμή έγιναν αχώριστοι. Η Αρετή και ο Μούργκος, το μαυριδερό σκυλί που μπαινόβγαινε στο σπίτι της άνετα, όποτε ήθελε.

Μια κρύα μέρα του χειμώνα ο Μούργκος έφερε στο σπίτι κι ένα σωρό άλλα αδέσποτα σκυλιά. Τα συμμάζεψε και αυτά στο σπιτικό της η Αρετή, ίσα να σπρώξουν το χειμώνα, συλλογίστηκε. Μα τα κράτησε κοντά της και την άνοιξη και το καλοκαίρι και τον επόμενο χειμώνα. Γιατί δεν ήθελε να αποχωριστεί την παρέα τους. Γιατί η συντροφιά τους την παρηγορούσε, γιατί είχε πια την έγνοια τους και γιατί ακόμη είχε κάποιον για να μπορεί να κουβεντιάζει.

Μιλούσε συνεχώς στα αδέσποτα για όλα αυτά που την ανάγκασαν να απομακρυνθεί από τους ανθρώπους. Δεν αλυχτούσαν τα σκυλιά, ήρεμα σιωπούσαν και την κοίταζαν με θαμπά, σπλαχνικά βλέμματα κάθε φορά που άρχιζε να τους λέει για την παλιά, τη μακρινή της τη ζωή.

Πάππου προς πάππου, έλεγε η Αρετή, οι δικοί της ήταν αγωγιάτες, δούλευαν από τα παιδικά τους χρόνια μέχρι τα γεράματα. Μονάχα ο Κωνσταντής, ο αδερφός της, δεν πρόλαβε να εργαστεί για πολύ. Γιατί αλλάξανε οι εποχές. Κι άρχισε η αναδουλειά. Κι ο Κωνσταντής πήγαινε να τρελαθεί. Άρχισε μάλιστα και το πιοτό και γυρόφερνε άπραγος και μεθυσμένος στο στάβλο και στα γειτονικά τους κτήματα.

«Πώς είναι δυνατόν να είναι δυστυχισμένο ένα τέτοιο παλικάρι;» απορούσε η Αρετή σαν τον έβλεπε να πίνει και να μεμψιμοιρεί. Γιατί αρνιόταν να αποδεχτεί την πραγματικότητα, να αποδεχτεί πως ο κόσμος προχωρούσε, πως προτιμούσε για μεταφορές και για ένα σωρό άλλες δουλειές κείνα τα καινούρια σιδερένια μουλάρια που σκαρφάλωναν στις ανηφοριές χωρίς αγκομαχητά, που έτρεχαν στα ισιώματα πιο γρήγορα από όσο μπορούσε να φανταστεί ο ανθρώπινος νους;

«Θα σε φάει αυτή η ξεροκεφαλιά σου, και το πιοτό μαζί», του έλεγε η Αρετή.

Μάταια πάσχιζε να του εξηγήσει κι ο παπα-Στέλιος.

«Πάππου προς πάππου είμαστε αγωγιάτες. Ο προπάππος μου ο Ρόβας έφτανε μέχρι τη Βλαχία…», μουρμούριζε ο Κωνσταντής.

«Ο κόσμος αλλάζει, αγόρι μου».

«Μας βρήκε ατυχία, έχασα το γέρο μου. Σκοτώθηκε και ο θειος μου από εκείνο το ρημάδι το δέντρο που τον πλάκωσε…»

«Σαν δεν τα ξέρω, βρε παιδί μου… Μα, ο άνθρωπος πλάστηκε για να ξεπερνάει τις ατυχίες. Στο χέρι σου είναι. Άλλαξε μυαλά, γρήγορα. Δεν μπορεί κανείς να πάει κόντρα στον άνεμο. Καταλαβαίνεις, τι θέλω να πω… Κοίτα ο γιος μου… Τον έστειλα στην πόλη σε ένα ράφτη να μάθει την τέχνη και γύρισε με ένα τριαξονικό. Άλλαξε ο κόσμος πατέρα, μου είπε».

«Παπα-στέλιο, κοίτα την εκκλησιά σου και το σπιτικό σου κι άσε τα δικά μου… Μια μέρα ο κόσμος θα γυρίσει, θα ξανάρθει πάλι σε μένανε».

Δεν καταλάβαινε ο Κωνσταντής ούτε ήθελε να καταλάβει. Τάιζε τα άλογα, τα καθάριζε και τα πρόσεχε όλο και περισσότερο. Κι ύστερα, ξόδεψε και τα τελευταία του λεφτά στα σαμάρια. Αγόρασε καινούρια σαμάρια για τα ζωντανά του και τα έφερνε κάθε πρωινό, καθαρά, περιποιημένα και σαμαρωμένα στην πλατεία του χωριού για να τα βλέπει ο κόσμος όλος. Αλλά ο κόσμος καθόλου δε γνοιάζονταν για τα μουλάρια και το αφεντικό τους.

«Αλλάξανε οι εποχές, αδελφέ μου. Πάρε ένα δάνειο», τον παρότρυνε η Αρετή. «Μάθε το τιμόνι κι αγόρασε κι εσύ ένα αγροτικό».

«Σκάσε μωρή, πουτάνα, δεν κοιτάς τα χάλια σου, που έμπλεξες με παντρεμένο, έχεις και στόμα να μιλάς;»

Πληγωνόταν η Αρετή. Όλοι την κατηγορούσαν γιατί είχε πιστέψει τον άντρα που ερωτεύτηκε. Είχε ερωτευτεί παράφορα κάποιον που την κορόιδεψε, που εξαιτίας του της βγήκε κακό όνομα σε όλο το χωριό. Τα υποτιμητικά τους σχόλια της προκαλούσαν πόνο και ντροπή. Τα λόγια του Κωνσταντή, του μονάκριβου αδερφού της, την πονούσαν ακόμη περισσότερο κι ένιωθε σαν να τσουρούφλιζαν τα σωθικά της στην πυρωμένη πυροστιά.

Ήθελε να ντυθεί, να στολιστεί, να βγει έξω στον κόσμο, να προχωρήσει με το κεφάλι ψηλά, να δείξει πως ήταν ακόμη όμορφη και νέα και μπορούσε να ξαναφτιάξει τη ζωή της.

«Να ξαναφτιάξουμε τη ζωή μας, Κωνσταντή, απ’ την αρχή!»

Μα πώς να συνεννοηθεί κανείς με έναν μεθυσμένο, που ωστόσο μπορούσε να την πληγώνει με τα λόγια του κάθε φορά που προσπαθούσε να του μιλήσει;

«Μωρέ, πάρτο απόφαση, σου βγήκε το όνομα και θα μείνεις στο ράφι. Τουλάχιστο, να χω δουλειά και χρήματα να σε ταϊζω και σένανε».

«Άνοιξε τα μάτια σου, βρε Κωνσταντή, γιατί πνίγεσαι σε δύο στάλες νερό και σέρνεις και μένα στο χαμό», συλλογιόταν η Αρετή καθώς αισθανόταν τον εαυτό της και τον αδερφό της μαζί, να βυθίζονται αβοήθητοι σε βάλτο βαθύ… Να βυθίζονται, σπρωγμένοι πρώτα από τον εαυτό τους κι ύστερα από όλους τους άλλους, στην απελπισία, στη φτώχεια και στην αναπότρεπτη μοναξιά…

Ζήσανε για αρκετό καιρό κοντά στην Αρετή, έτσι ευχαριστημένα και μονιασμένα, τα αδέσποτα σκυλιά του χωριού. Μα, ένα ανοιξιάτικο πρωινό, ένα μαρτιάτικο πρωινό εκείνου του έτους, περίπου το χάραμα, λένε, πως μάζεψε τα αδέσποτά της κι όλοι μαζί βγήκαν στο ασφαλτοστρωμένο δρομάκι του χωριού. Περάσανε μπροστά από την πλατεία, προχωρήσανε αρκετά κι ύστερα μπήκανε στο μεγάλο δρόμο. Μπροστά τραβούσε η Αρετή, με σχεδόν ίσιο το κορμί, γιατί το στήριζε με επιμονή και με όλες της τις δυνάμεις. Πίσω της ακολουθούσε ο Μούργκος και λίγο πιο πίσω τα άλλα τα σκυλιά που είχαν αποχτήσει ξαφνικά τα ονόματα των μουλαριών του μονάκριβου αδερφού της.

«Λευκή, Λάια, Ρούσα, Γκιόσα, Γκρίζα, Γρίβα, Φόρδω» ….

Τα αυτοκίνητα κορνάριζαν και οι οδηγοί τους έβριζαν με λέξεις βαριές. Κι η Αρετή, μια ισχνή, σκουρόχρωμη φιγούρα στην πρωινή ομίχλη, ένα ορατό φάντασμα, μαζί με τους ίσκιους από ένα κοπάδι αδέσποτων, γλιστρούσε μπρος έτσι όπως ο χρόνος. Γλιστρούσε ανάλαφρα, έτσι όπως το πρωινό αεράκι, στους ανύπαρχτους πια δρόμους του Κωνσταντή Ρόβα, του τελευταίου αγωγιάτη της Πίνδου…

 

 

* Η Διώνη Ιωάννου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ήπειρο. Είναι μητέρα δύο παιδιών και στον ελεύθερο χρόνο της ασχολείται με τη ζωγραφική και τη συγγραφική τέχνη.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top