Fractal

O συγγραφέας και ποιητής Γιάννης Κοντός: “Χρόνος βρίσκεται όποτε θέλει ο γράφων”

Συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη // (Ιούνιος 2014)

 

kontosΟ Γιάννης Κοντός είναι από τους σπουδαιότερους ποιητές της πατρίδας μας. Έχει εκδώσει δεκαπέντε ποιητικά βιβλία, τρία βιβλία με πεζά κείμενα και τρία βιβλία για παιδιά. Ποιήματα και κείμενά του έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά και εφημερίδες. Το 1998 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για την ποιητική συλλογή ” του τίποτα”. Το 2009 τιμήθηκε με το Βραβείο του Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του ποιητικού του έργου. Από τις εκδόσεις Τόπος εκδόθηκε το βιβλίο του «Μυστικά Τοπία». Αυτό αποτέλεσε την αφορμή για να συνομιλήσουμε μαζί του.

 

 

-Ποια ήταν η αφορμή για να εκδοθεί το βιβλίο «Μυστικά τοπία», εκδόσεις Τόπος;

Για πολλά χρόνια, γράφω κείμενα για τους ζωγράφους, το θέατρο, διαφόρους συγγραφείς, προσθέτω και άλλα αδημοσίευτα. Τα συγκεντρώνω και τα εκδίδω. Έχουν μια συνέχεια. Είναι η άλλη πλευρά της ποιήσεώς μου. Έχω εκδώσει με τον τωρινό τόμο σύνολο τρεις και έπεται συνέχεια.

-Ποια είναι τα συγγενή στοιχεία του βιβλίου με τα αντίστοιχα «Ευγενή Μέταλλα» 1 και 2;

Είναι μια συνέχεια με τον ίδιο τρόπο. Δεν νιώθω κριτικός. Γράφω γι’ αυτούς που μου αρέσουν ή με ερεθίζουν: συγγραφείς, ζωγράφους, θεατρικές παραστάσεις.

-Το βιβλίο αφιερώνεται στην Νανά Καλλιανέση και στον Λάμπη Ράππα. Ποιες είναι οι μνήμες που σας συνδέουν με αυτούς τους δύο σημαντικούς ανθρώπους;

Σ’ αυτούς τους ανθρώπους μαθήτευσα γύρω από το βιβλίο. Εξάλλου, έζησα την ακμή του Κέδρου και των ανθρώπων του. Για μένα ήταν ένα σχολείο.

-Πώς ξεκίνησε η ενασχόλησή σας με τον χώρο των εκδόσεων;

Πάντα ονειρευόμουν αυτόν τον χώρο. Το ήθελα πολύ. Τύχη αγαθή, με πήρε η μεγάλη Νανά Καλλιανέση στη δούλεψή της και έμεινα 32 χρόνια. Αυτοί που συνέχισαν τα εκδοτικά στον Κέδρο δεν με έβρισκαν σύμφωνο στα περισσότερα. Ας είναι. Έμαθα, λοιπόν, γνώρισα, ακόνισα το μυαλό μου, είδα, μίλησα με εξέχουσες προσωπικότητες. Ήταν ένα ταξίδι αλησμόνητο.

-Αληθεύει ότι για μερικά χρόνια εργαστήκατε και ως βιβλιοπώλης;

Ναι. Μαζί με τον στενό μου φίλο, ποιητή Θανάση Νιάρχο, ανοίξαμε ένα λογοτεχνικό βιβλιοπωλείο στα 1971 (μεσούσης της Χούντας) και ήτανε στέκι, πέρασμα νέων και μεγαλυτέρων καλλιτεχνών. Και φυσικά, ως κακοί έμποροι, δεν πήγαινε καλά το εγχείρημά μας. Και το 1976 το κλείσαμε και μετά από λίγο με πήρε στη δουλειά της η Νανά του Κέδρου, ο δε Θανάσης Νιάρχος ήτανε ήδη στο Παρίσι. Όταν επέστρεψε, μαζί με τον Αντώνη Φωστιέρη, εξέδωσαν το περιοδικό Η λέξη. Το βιβλιοπωλείο λεγόταν «Ηνίοχος» και βρισκόταν Σόλωνος και Ομήρου γωνία. Ήτανε μια εποχή.

-Με βάση αυτά που αναφέραμε πότε καταφέρνατε να έχετε ελεύθερο χρόνο; Ποιες ήταν οι εποχές που γράφατε ποίηση;

Ένας συγγραφέας, ένας ποιητής, πάντα βρίσκει χρόνο για να γράψει. Καταρχήν όλη μέρα αυτά σκέφτεται. Χρόνος βρίσκεται όποτε θέλει ο γράφων. Βράδυ, πολύ πρωί. Ή σημειώνει σε χαρτάκια στίχους, σκέψεις κ.λπ. και μετά αρχίζει η σύνθεση.

-Αναφέρετε με περισσή ευγένεια τον ποιητή Νίκο Καββαδία. Γιατί η γνωριμία του σας έκανε μεγάλη εντύπωση;

Γιατί ήταν ένα μυθικό πρόσωπο από τα ποιήματά του και ο ίδιος ήταν τόσο απλός, τόσο ντροπαλός, τόσο ανθρώπινος, που σε παρέσυρε στο ρυθμό του και στη μυθολογία του.

-Για μια οκταετία ασχοληθήκατε και με το ραδιόφωνο. Εργαστήκατε στην Κρατική Ραδιοφωνία. Ποιες είναι οι εμπειρίες σας αλλά και οι μνήμες σας;

Ήμουν στο Πρώτο Πρόγραμμα, στην αρχή με τον ποιητή Κώστα Παπαγεωργίου και μετά μόνος. Επί διευθύνσεως Ιάκωβου Καμπανέλλη, που έγινε μια άνοιξη στο ραδιόφωνο. Εμείς κάναμε εκπομπές λογοτεχνίας και καλλιτεχνικές γενικότερα. Φέρναμε στο στούντιο: ποιητές, πεζογράφους, ζωγράφους, συνθέτες, σκηνοθέτες, κριτικούς, θεατρικούς συγγραφείς και άλλους. Συζητούσαμε μαζί τους. Ήτανε μια υπέροχη περιπέτεια και εμπειρία. Μετά εργάστηκα για λίγους μήνες στον «902 αριστερά στα FM» και έκανα τα ίδια θέματα.

-Κάποτε κοιμόμασταν και ξυπνούσαμε με το ραδιόφωνο. Τι έχει αλλάξει από τότε;

Πάντα κοιμάμαι και ξυπνάω με το ραδιόφωνο από μικρό παιδί. Μπορεί επειδή ήμουνα μοναχοπαίδι ή γιατί η μουσική γενικώς μου ταιριάζει. Εξάλλου γράφω και στο βάθος παίζει το ραδιόφωνο.

– Ήσασταν επιμελητής, υπεύθυνος των εκδόσεων Κέδρος για περίπου μια τριακονταετία. Ακόμη συνεχίσατε και για τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Τι σας πρόσφερε αυτή η εμπειρία; Ποια ήταν η σχέση σας με τους νέους συγγραφείς;

Βέβαια, αυτή είναι μια πολύ λεπτή δουλειά. Πρέπει να μην προσβάλλεις, να μην απορρίψεις χωρίς αιτία, να μην είσαι γρήγορος στις εισηγήσεις σου. Πάντα όμως τον τελευταίο λόγο τον έχει ο εκδότης. Νομίζω ότι με αυτή την ασχολία μου έγινα καλύτερος άνθρωπος. Με τους νέους συγγραφείς, η σχέση μου ήτανε αγάπης θα έλεγα. Μιλάμε βέβαια για κανονικούς συγγραφείς και όχι ψώνια. Πρέπει να έχεις όσφρηση, να ακούς τα μηνύματα της αγοράς και να ζυγίζεις το ειδικό βάρος κάθε συγγραφέα. Εισέπραξα πολλά από αυτή την ασχολία.

-Το βιβλίο «Μυστικά τοπία» χωρίζεται σε έξι μέρη. Ποια μέρη από αυτά είναι τα πιο ενδιαφέροντα για τον αναγνώστη;

Πάντα απευθύνομαι στον μέσο αναγνώστη ή ο τρόπος που τα θέτω έχουν στόχο τον μέσο αναγνώστη. Εξάλλου είναι θέμα γούστου. Εμένα αν με ρωτήσετε, μου πάνε οι μονόλογοι στο τέλος του βιβλίου.

-Έχετε συνεργαστεί με εφημερίδες αλλά και περιοδικά. Πώς νιώθετε τώρα που τα περισσότερα από τα ΜΜΕ έχουν κλείσει και έχουν παραδώσει την σκυτάλη στα ηλεκτρονικά περιοδικά;

Παραμένω λάτρης του χαρτιού και το υποστηρίζω. Όσο δε για τα ηλεκτρονικά περιοδικά, είναι πάλι θέμα: γούστου, συνήθειας, προσαρμοστικότητας και άλλων παραγόντων, και η εποχή μας προχωράει.

-Χρησιμοποιείτε υπολογιστή; Ποια είναι η γνώμη σας για την τεχνολογία;

Δεν χρησιμοποιώ υπολογιστή. Η γνώμη μου είναι ότι είναι απαραίτητος στην εποχή μας. Δεν θα σταματήσει η εξέλιξη από τις δικές μου εμμονές!

-Εξακολουθούν να σας στέλνουν οι νέοι στίχους ή τις ποιητικές τους συλλογές και να ζητούν την γνώμη σας;

Πάντα αυτό συμβαίνει. Δεν σταματάει η παραγωγή της ποιήσεως. Και όπως λέει και ο Καρυωτάκης, στην τελευταία του επιστολή προτού αυτοκτονήσει, «απευθύνομαι κυρίως στους νέους που έρχονται σαν τα κύματα της θαλάσσης». Και η επικοινωνία.

-Ποιους ποιητές θα προτείνατε για να διαβάσουμε το καλοκαίρι;

Τη γενιά του ’30, τους μεταπολεμικούς και τη νεότερη παραγωγή των τελευταίων 30 ετών. Εξάλλου, η ποίηση διαβάζεται όλες τις εποχές και βοηθάει. Είναι ένα πανφάρμακο!

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top