Fractal

✔ Προδημοσίευση: «Ο πύργος με τα φαντάσματα» της Ελένης Χωρεάνθη

 

ty_wr

 

Τολμηρή καλοκαιρινή περιπέτεια

 

…Εκείνο το καλοκαίρι η ομάδα τους, εκτός από την καθαριότητα του χώρου της παραλίας που ανήκε στην περιοχή τους, είχαν αναλάβει και την «εκπόρθηση» του κάστρου με τον «πύργο των φαντασμάτων». Αυτό βρισκόταν απέναντι, καρφιτσωμένο θαρρείς πάνω στο βράχο που ξεφύτρωνε σαν έλατου κορφή στη μέση του μικρού δασωμένου νησιού.

Χρόνια και ζαμάνια είχαν να πατήσουν εκεί αρχαιολόγοι. Οι τουριστικοί οδηγοί που κυκλοφορούσαν στην πόλη και στην περιοχή, απλώς ενημέρωναν τους ενδιαφερόμενους τουρίστες και επισκέπτες περιστασιακούς πως «πρόκειται για ένα ασήμαντο μεσαιωνικό κτίσμα άνευ σημασίας από αρχαιολογικής πλευράς. Η περιοχή του νησιού είναι απρόσιτη και η πρόσβαση πολύ επικίνδυνη…»

Και το «Καστέλλο», όπως το έλεγε ο κόσμος, βουτηγμένο στην ομίχλη της αδιαφορίας, έμενε εκεί, πάνω στο βράχο του, περιφρονημένο μέσα στα ερείπια της άστοργης μοίρας του. Έφταιγε βέβαια, εκτός από την απότομη πλευρά του βράχου που έμπαινε κάθετα στη λίμνη και δεν άφηνε περιθώρια πρόσβασης στο νησί, και στο δασωμένο από καλάμια έλος στην πίσω, την αθέατη πλευρά του νησιού, που το αγκάλιαζε η λίμνη από την άλλη μεριά. Και, το χειρότερο, υπήρχε φήμη πως ο τόπος ήταν επικίνδυνος γιατί ήταν γεμάτος τεράστια φίδια.

Ναι, ήταν εκεί κάτι φίδια τεράστια. Είχαν, λέει, φέρει παλιά ένα ζευγάρι μαύρα φίδια, άλλοι έλεγαν πως ήταν πράσινα ή καφετιά, κάποιοι ναυτικοί από την Αφρική σαν «λάφυρο» για να τους πιστέψουν οι στεριανοί πως γύρισαν από τη Ζούγκλα. Κι αυτά μεγάλωσαν, πολλαπλασιάστηκαν κι έγιναν ο φόβος κι ο τρόμος των κατοίκων της γύρω περιοχής. Και τα έλεγαν δράκους, όπως στα παραμύθια. Κι ας ήταν αθέατα.

Πολλά λέγονταν για εξαφανίσεις ανθρώπων… Χωρίς να αναφέρεται τίποτα το χειροπιαστό και το συγκεκριμένο. Ούτε στα κατάστιχα της αστυνομίας υπήρχε δηλωμένη καμιά εξαφάνιση. Η φήμη, ωστόσο, είχε δημιουργήσει ένα κλίμα φόβου, μυστηρίου και αποστροφής προς το κάστρο. Έτσι δημιουργήθηκε ο θρύλος γύρω από τον «Πύργο των φαντασμάτων», όπως έλεγε ο κόσμος. Όποιον κι αν ρωτούσες, νέο, ηλικιωμένο με άσπρα μαλλιά, επιστήμονα της περιοχής ή απλό, καθημερινό άνθρωπο:

«Είναι αλήθεια πως έχει φαντάσματα εκεί;»

«Αν έχει, λέει… Γιομάτος φαντάσματα είναι!»

Αυτό ξεσήκωνε τη φαντασία και την περιέργεια κάποιων τολμηρών… οικολόγων της περιοχής. Την Ο. Π. ΠΕ, για παράδειγμα.

 

Η Ομάδα Προστασίας Περιβάλλοντος (Ο.Π.ΠΕ), όπως τα ίδια τα παιδιά ονόμασαν την ομάδα τους, αποτελούνταν από πέντε παιδιά ηλικίας 10»14 ετών. Και ήταν ένας κι ένας, παιδιά γεροδεμένα, συνειδητοποιημένα και αποφασισμένα να περισώσουν ό, τι προλάβουν από την πολιτιστική κληρονομιά και τις φυσικές ομορφιές του τόπου τους. Τρία αγόρια και δυο κορίτσια. Όλα από την ίδια γειτονιά. Ομάδα κλειστή, με αρχές και κανόνες, προγράμματα και προοπτικές. Έτσι, στην τύχη δε γίνεται τίποτα σημαντικό.

Βέβαια αυτό το εγχείρημα απαιτούσε αυστηρή οργάνωση, αποφασιστικότητα, θάρρος, τόλμη, ψυχραιμία, πειθαρχία και μυστικότητα. Ήταν παρακινδυνευμένο. Γι’ αυτό δεν έπρεπε να πάρει κανείς μεγάλος είδηση και τους καταστρέψει τα μεγαλεπήβολα σχέδια. Ποιος γονιός θα άφηνε το παιδί του να περάσει τη λίμνη με βάρκα και να μπει στα άδυτα του μυστηριώδους κάστρου, παραβιάζοντας την απαγορευμένη ζώνη γύρω από το αινιγματικό νησί! Κανένας!

Αλλά και ποιος δειλός θα εμπόδιζε έναν τολμηρό ονειροπόλο που δεν φοβάται τις απειλές μιας υποτιθέμενης Υπερδύναμης Φαντασμάτων,  όταν τον καίει η επιθυμία να μάθει και να προσφέρει στον τόπου του υπηρεσία; Κα νέ νας!

Κανένας λοιπόν δεν είχε υποψιαστεί το παραμικρό σχετικά με τον Ο. Π. ΠΕ εκείνο το ιστορικό καλοκαίρι. Εκτός βέβαια από τον κύριο Παυσανία Καλημέρη, τον Αβαίο, έναν αιώνιο καφενόβιο συνταξιούχο στρατιωτικό που ήταν φίλος των παιδιών και σπουδαίος παραμυθάς.

Ο Αβαίος, χρειάζεται μια παρένθεση, μια στάση εδώ για μια αναγκαία εξήγηση: Αβαίος ήταν το παρατσούκλι που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του ο κύριος Παυσανίας. Ο πατέρας του κυρίου Παυσανία χρησιμοποιούσε συνέχεια στην κουβέντα του: βεβαίως! Βεβαίως! Μια λέξη που είχε μάθει στο στρατό και την έφερε μαζί του στο χωριό. Αλλά από την πολλή χρήση έγινε  αβαίως, αβαίως, και έμεινε στην οικογένεια, σχεδόν μόνιμο επίθετο. Ο περισσότερος κόσμος  έτσι τους ήξερε.

Ο Αβαίος, λοιπόν, ήταν ένας καλοπροαίρετος άνθρωπος, ανάπηρος πολέμου, με ενάμισι πόδι αληθινό και το άλλο μισό πρόσθετο. Από τότε που αποστρατεύτηκε λόγω αναπηρίας, έμεινε στον τόπο του. Δεν είχε αποκτήσει δικά του παιδιά, ζούσε με τη γυναίκα του «βασιλικά», «ξεκοκαλίζοντας» την αναπηρική του σύνταξη, όπως έλεγαν στα καφενεία, όσοι τον έβλεπαν να απολαμβάνει τον καφέ και τον ήλιο τον χειμώνα, τη δροσιά το καλοκαίρι πλάι στην πανέμορφη λίμνη.

Αλλά δεν είχαν δίκιο. Ο Αβαίος ήταν «Πολύξερος», μεγάλος παραμυθάς. Ήξερε του κόσμου τις ιστορίες και παραμύθια ένα σωρό. Με τα παραμύθια, άλλα που ήξερε από διαβάσματα κι άλλα που έφτιαχνε ο ίδιος με το δημιουργικό μυαλό του, και τις τολμηρές ιστορίες με ήρωες παιδιά, τροφοδοτούσε τη φαντασία των πέντε φίλων του της Ο. Π. ΠΕ και τους προετοίμαζε, άθελά του ίσως, για τολμηρές περιπέτειες. Ήθελε κι ο ίδιος να εξιχνιάσει το μυστήριο σχετικά με τον «πύργο και το νησί των φαντασμάτων»,  να μάθει ποια βάση μπορεί να είχαν όσα λέγονταν.

Ο καλός εκείνος ηλικιωμένος άνθρωπος, που έχασε το πόδι του στον πόλεμο για το καλό της πατρίδας, ήταν φίλος τους και γνώριζε τα σχέδια των παιδιών από «πρώτο χέρι». Μαζί τα είχαν οργανώσει όλα με κάθε λεπτομέρεια και ήταν πάντα έτοιμος να ειδοποιήσει για βοήθεια, αν το απαιτούσαν οι περιστάσεις.

Τη θρυλική ομάδα συγκροτούσαν: ο Αντώνης ο Τίγρης, που εκτός από μεγαλόσωμος, ήξερε καλά να τραβάει κουπί. Ο Αλέκος ο Γάτος, που σκαρφάλωνε σε βράχια και σε δέντρα σαν αγριόγατα, ονειρευόταν μάλιστα να γίνει ορειβάτης, ακροβάτης, να πηδάει από στέγη σε στέγη όπως σε τολμηρά κινηματογραφικά έργα οι… πώς τους λένε; Οι κασκαντέρ, και τον θαύμαζαν οι συμμαθητές κι οι φίλοι του για τα κατορθώματα που Θα έκανε όταν θα γινόταν  Μεγάλος!. Ήταν η Άντα, η ξαδέρφη του Αντώνη από την Αθήνα, που ήθελε να γίνει αρχαιολόγος. Η Νάντια, η αδερφή του Αλέκου, που αγαπούσε τη γη και τα φυτά και όνειρό της ήταν να γίνει γεωπόνος, και ο Αντρέας, κοινώς Πατάτας, λίγο δειλός, περισσότερο προσεκτικός και λιγότερο ονειροπόλος, ρεαλιστής, που υπολόγιζε τους κινδύνους και δεν είχε ακόμα ξεκαθαρίσει μέσα του ποιο δρόμο θα ακολουθούσε στη ζωή του. Ήταν ο υπολογιστής, ο αναποφάσιστος, αυτός που κάθε φορά με το ναι ή με το όχι του την τελευταία στιγμή «άναβε το πράσινο ή το κόκκινο φως» για κάθε απόπειρα.

Να πούμε ακόμα πως με τα παρατσούκλια, τα αγόρια βολεύονταν καλύτερα στις κινήσεις τους. Τα κορίτσια δεν είχαν παρατσούκλια.

 

Εκείνη την ημέρα, ανήμερα της Παναγίας, ήταν ένας καυτός Δεκαπενταύγουστος, που ο ήλιος έλιωνε σίδερα και οι άνθρωποι είχαν πάει στο Μοναστήρι για της Παναγιάς της Μυρτιδιώτισσας το πανηγύρι. Τότε θεώρησαν ως πιο κατάλληλη μέρα οι πέντε φίλοι και μπήκαν πάνοπλοι στην περίφημη Ερατώ, τη βάρκα του Αντώνη, την ψαρόβαρκα του πατέρα του δηλαδή. Κι εκείνη καμαρωτή με τους πέντε γενναίους θαλασσόλυκους ρίχτηκε στα ήρεμα πράσινα νερά για την πιο μεγάλη ναυτική περιπέτεια των τελευταίων εκατόν εβδομήντα χρόνων της ελληνικής ναυτικής ιστορίας!

Η λίμνη ήτανε λάδι, άστραφτε μεγαλόψυχη κάτω από το ζεματιστό φως του ήλιου. Η Ερατώ έσχιζε περήφανη τα νερά. Και στα μάτια των εξερευνητών παιχνίδιζε το όραμα της κατάκτησης που ήταν η εξερεύνηση του απόρθητου μεσαιωνικού κάστρου.

Δεν απείχαν πολύ από τον βράχο, ο Γάτος ετοίμαζε κιόλας τα σύνεργα της αναρρίχησης, ο Τίγρης έψαχνε να βρει ένα στέρεο κλαρί ή κάποια προεξοχή του βράχου για να δέσει τη βάρκα προς τη μεριά που άρχιζε ο καλαμιώνας, όταν ένα τράνταγμα της βάρκας έσπειρε τον φόβο και τον τρόμο στις καρδιές τους. Παραλίγο να βρεθούν κάτω από τη βάρκα.

«Φάντασμα! Έκανε η Άντα και κόλλησε πάνω στη Νάντια. Φάντασμα! Θα μας πνίξει!»

Ο Αντώνης ξαναβρήκε την ψυχραιμία του, έβγαλε από τον κόρφο του ένα μικρό τετραβάγγελο, έκανε με αυτό τρεις φορές το σημείο του σταυρού ψιθυρίζοντας, όπως έκανε ο πατέρας του μπροστά στον κίνδυνο:

«Ιησούς Χριστός νικά κι όλα τα κακά σκορπά! Ιησούς Χριστός νικά κι όλα τα κακά σκορπά! Ιησούς Χριστός νικά κι όλα τα κακά σκορπά!

Και «ω! του θαύματος!», που λένε, το κακό πέρασε κι η γαλήνη αποκαταστάθηκε. Μόνο λίγο πιο πέρα προς την άλλη μεριά, είδαν ένα μαύρο πράμα να βγαίνει από τα νερά και να χώνεται μέσα στον καλαμιώνα.

«Το φάντασμα!» Γέλασε ο Αντώνης, και για να τους ηρεμήσει: «Κανένα μεγάλο χέλι θα ήταν», είπε σιγά για να μην ακούσει το φάντασμα. «Είδατε τι κάνει ο σταυρός και το τετραβάγγελο;» πρόσθεσε.  Και χραπ! Έδεσε γερά το σκοινί της βάρκας από μια μυτερή κόχη του βράχου. « Κορίτσια εσείς δεν θα το κουνήσετε βήμα από δω και δεν θα βγάλετε άχνα ό, τι κι αν δείτε. Τσιμουδιά. Τα ρόπαλά σας, μάγκες. Έτοιμοι;  Από δω, δεν έχει δυσκολία. Άκρη άκρη περνάμε. Έτσι μου φαίνεται. Τρία, δύο, ένα, Ιησούς Χριστός νικά κι όλα τα κακά σκορπά…πάμε!».

Μπροστά αυτός και πίσω οι άλλοι, με το νου τους στα πόδια τους, μη γλιστρήσουν και βουλιάξουν στη λάσπη του βάλτου, προχωρούσαν χωρίς να μιλούν, παραμερίζοντας τα καλάμια, τις βουρλιές και τα χαμόκλαδα που έφραξαν το πέρασμά τους προς την άγνωστη πραγματικότητα, την αθέατη πλευρά του κάστρου.

«Ατσίδες, υποψιάζομαι πως κάτι κρύβεται εδώ μέσα! Κάτι που δε μ’ αρέσει καθόλου! Είπε ο Τίγρης. Κρυφτείτε πίσω από τα καλάμια και μην κάνετε θόρυβο. Υπάρχει κάτι ύποπτο… Σσσσς! Βλέπω…»

«Τι βλέπεις; Άσε να γλιστρήσω εγώ που είμαι οικονομικός», είπε ο Γάτος. Κι έκανε να προσπεράσει. «Θα τα καταφέρω καλύτερα!»

«Στοπ!» Ο Τίγρης του έφραξε το δρόμο με το πόδι του. «Απαγορεύεται!»

«Δεν ωφελούν οι παλικαρισμοί. Ό, τι πει ο Τίγρης. Ψυχραιμία!» Συνέστησε ο Πατάτας. «Εσύ προχώρα, θα τους κρατήσω εγώ, Τίγρη!», πρόσθεσε. Και, περνώντας μπροστά με πολλή προφύλαξη, για να μην κάνει θόρυβο και δώσει στόχο στον εχθρό, ήρθε πρώτος. Άπλωσε τα χέρια του δεξιά κι αριστερά και έφραξε το πέρασμα, προστάζοντας τους υπόλοιπους να καθίσουν κάτω.

 

(Απόσπασμα)

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top